ΤΟ «ΜΑΥΡΟ ΧΙΟΥΜΟΡ» του Κωνσταντίνου Τζούμα για τη συσχέτιση γυναικοκτονιών και γυναικείας φλυαρίας, οι δεύτερες δηλώσεις, ο τηλεοπτικός θόρυβος και η προβλέψιμη «πυρκαγιά» στα social media είναι η μία όψη, η προφανής και αγανακτισμένη, αυτή που γέννησε πολλούς κατηγόρους αλλά και άλλους, που στάθηκαν με διάθεση υπεράσπισης του συγκεκριμένου ανθρώπου.
Νομίζω όμως πως η περίπτωση έχει να μας πει πολλά για κάτι που ξεπερνάει την περσόνα και το στυλ ενός ατόμου.
Ας πάμε για λίγο πίσω στον χρόνο, την περίοδο μετά την πτώση της δικτατορίας και στη δεκαετία του ’80. Εκείνη την εποχή, λοιπόν, η υπερφόρτωση της δημόσιας σφαίρας και της καλλιτεχνικής ζωής από μια ρητορική αγωνιστικής λαϊκότητας και κοινωνικής σύγκρουσης, η εκτόξευση εικόνων και εμπειριών κάθετης πολιτικοποίησης, έφεραν έναν κορεσμό και μια αίσθηση ασφυξίας σε άλλα κομμάτια της κοινωνίας. Η αποθέωση του λαϊκού και του μαζικού γέννησε αντιδράσεις που πήραν διάφορες μορφές: έναν αναρχίζοντα υπαρξισμό (κατά της λεγόμενης «μαζοποίησης»), καλλιτεχνικούς πειραματισμούς με ερμητικά και δύσχρηστα ιδιώματα, την έμφαση στην ανάγκη να προστατευτούν ο προσωπικός χώρος και οι μύχιες ευαισθησίες του.
Σε αυτό το αντιδραστήριο κατά της βροντώδους υπερπολιτικοποίησης, την οποία προωθούσαν κυρίως οι δύο μεγάλες δυνάμεις της αριστεράς, το ΚΚΕ και το ΠΑΣΟΚ, εμφανίζεται το ήδη παλαιό μοτίβο της αισθητικής κατά της χονδροειδούς πολιτικής. Η διαμόρφωση ενός ύφους ζωής που να διαφέρει από τον μέσο αριστερό και δεξιό οπαδό, από την εικόνα του μονόχνοτου ακτιβιστή και τη φιγούρα του απνευμάτιστου «κυρ-Παντελή», γίνεται κάτι ελκυστικό, ιδίως στους χώρους περί την τέχνη.
Τη δεκαετία του ’80 θα σμιλευτεί έτσι ένας αισθητισμός της αντιπολιτικής που πατάει και σε διαφορετικές εμπειρίες: κάποιοι θα αρπαχτούν από αυτόν για να σωθούν από τα τραύματα και την αίσθηση ματαιότητας ενός παλιότερου αριστερού πάθους. Άλλοι θα συνδέσουν τη στροφή προς την προσωπική αισθητική με την ανακάλυψη της ορθόδοξης θρησκευτικότητας και την απόρριψη του μοντέλου της «υλιστικής» καταναλωτικής ευμάρειας. Και άλλοι, και εδώ νομίζω πως ο Τζούμας έχει τη θέση του, θα βρουν στην αισθητική αντιπολιτική τον δρόμο για να δηλώσουν κάτι άλλο: ναι, είμαστε διαφορετικοί από τη «μπασκλασαρία» και τα γούστα της. Διαφορετικοί, που σημαίνει πως δεν πρέπει να μας κρίνετε με τα συνηθισμένα, πεζά κριτήρια της ηθικής, της κοινωνικής χρησιμότητας, της πολιτικής δέσμευσης ή της τρέχουσας προοδευτικότητας.
Ο αισθητιστής γίνεται πλέον δούλος της ίδιας του της μανιέρας, της τάσης του να χωρίζει τον κόσμο σε δύο στρατόπεδα: σε αυτό του γουστόζικου, ευφυούς και κοσμοπολίτη γευσιγνώστη και σε αυτό της χοντροκοπιάς, της βλακείας και της «βλαχιάς» των υπολοίπων.
Είναι επίσης μια άτυπη αντίδραση κάποιων σε αυτό που βλέπουν ως κυρίαρχες τάσεις της ίδιας τους της γενιάς. Σαν κάποιος γεννημένος το 1944 ή το 1946 να μην έχει περάσει από τις διαδηλώσεις των Ιουλιανών του ’65, να μην μπήκε καθόλου στον προβληματισμό της αντιδικτατορικής αντίστασης ή, έστω, της αντιδικτατορικής φυγής και επιπλέον να ένιωσε δυσάρεστα και άβολα με όλο αυτό το κλίμα που διαδέχτηκε την πτώση της δικτατορίας και καθόρισε την πολιτική ρυθμική των πρώτων δεκαετιών της δημοκρατικής Ελλάδας.
Υπήρξαν, βεβαίως, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, νέοι και νέες ή μεγαλύτεροι, που οι ζωές τους δεν συνάντησαν ποτέ στα σοβαρά τις δημόσιες πολιτικές αγωνίες ή άλλα υψηλά κοινωνικά διλήμματα. Η προσωπική αυτοπραγμάτωση και η δυνατότητα κάποιου να ζει σε επιλεγμένη απόσταση είναι μέρος της φιλελεύθερης συνθήκης και προσφέρθηκαν στους νεωτερικούς ανθρώπους ως ανταμοιβή για το ξεπέρασμα της ακραίας φτώχειας, των πολιτικών διώξεων ή των αιματηρών θρησκευτικών διενέξεων.
Όμως ο αισθητιστής αντιπολιτικός δεν αρκείται να ζει κάνοντας τη δουλειά του, ευτυχώντας ή δυστυχώντας ιδιωτικά ή καλλιεργώντας τον κήπο των όποιων ταλέντων του. Από ένα σημείο και μετά, δεν αντέχει να βλέπει, να μαθαίνει, να συμβιώνει με τη «γλίτσα». Η απέχθειά του για το χαμηλό γούστο ή την μπανάλ λαϊκότητα (τη «λαϊκούρα», όπως τη λέει συχνά) γίνεται ένας μηχανισμός αποξένωσης και οδηγεί σε μια ιδιόρρυθμη κοινωνική σκληρότητα. Διάφορες κοινωνικές οδύνες, ταξικές ταπεινώσεις, ανθρώπινες χρείες, ένας ολόκληρος κόσμος αποστερημένων ή περιφρονημένων βίων, δεν συγκινούν τον αισθητιστή της αντιπολιτικής.
Έτσι μπορεί να συντελείται κάτι δίχως να το αντιληφθεί: αυτή η ίδια απόσταση που μερικές φορές εκλεπτύνει τις κρίσεις μας, αφού μας προφυλάσσει από τις φανατικές εκτροπές του ενθουσιασμού ή της οργίλης αγανάκτησης, να μετατρέπεται σε απουσία επαφής με ένα μεγάλο μέρος της πραγματικότητας. Και έπειτα, παράδοξα, να γίνεται και προσφυγή στις χύμα κοινοτοπίες. Ενώ ο αισθητιστής ισχυρίζεται διαρκώς πως αντιπαθεί καθετί μπανάλ, μπορεί να καταφεύγει στην πιο «καφενειακή» εξήγηση της ανεργίας (τεμπέληδες που τα θέλουν όλα) ή της κακοποίησης των γυναικών (φλύαρες, ή φορτικές, ή οτιδήποτε αντίστοιχο).
Όταν υπήρχε ανάγκη να μπουν όρια στο μελόδραμα της πολιτικής ρητορικής και σε έναν τυποποιημένο «αριστερισμό» που στοίχειωσε τις πρώτες γενιές της Μεταπολίτευσης, το εστέτ χιούμορ, η ειρωνεία και η καλλιέργεια μιας μπλαζέ στάσης μπορούσαν να είναι δημιουργικά και να έχουν τη χάρη της δροσερής λοξοδρόμησης. Μέσα στον πλούσιο λειμώνα των δημοκρατικών παθών υπάρχει και μια γραμμή που ενώνει το σιχτίρισμα στα γούστα του όχλου με έναν καλλιτεχνικό ή καλλιτεχνίζοντα ατομικισμό.
Όμως αμέσως μετά αρχίζει η αγχώδης αναζήτηση της διαφορετικότητας, του μοναδικού στυλ και της αιρετικής ή απρόβλεπτης έκφρασης. Ο αισθητιστής γίνεται πλέον δούλος της ίδιας του της μανιέρας, της τάσης του να χωρίζει τον κόσμο σε δύο στρατόπεδα: σε αυτό του γουστόζικου, ευφυούς και κοσμοπολίτη γευσιγνώστη και σε αυτό της χοντροκοπιάς, της βλακείας και της «βλαχιάς» των υπολοίπων.
Ο Κωνσταντίνος Τζούμας το έφερε στην επιφάνεια και το ενσάρκωσε με έναν τρόπο για δεκαετίες. Όμως όλο αυτό, σε πιο μετριασμένες μορφές, υπάρχει και οδηγεί ανθρώπους να εκφέρουν ρηχές ή επιπόλαιες κρίσεις για σοβαρά φαινόμενα. Έχοντας ρίξει όλο τους το βάρος στην επιθυμία να είναι και να φαίνονται διαφορετικοί, έχουν την τάση να υποτιμούν στοιχειώδεις πολιτικές αξίες και κοινωνικά καθήκοντα. Πιστεύοντας πως η αυθεντικότητα είναι πιο πολύτιμη από την ισότητα ή άλλα πολιτικά αγαθά, είναι έτοιμοι να αποδεχτούν και καθεστώτα μαζικής αναξιοπρέπειας: αρκεί να διαφυλάσσουν έναν δικό τους χώρο έκφρασης και ζωής, μακριά από οχλήσεις και ανούσια μπερδέματα.
Στο τέλος, όμως, αυτό που αποφεύγεις και απωθείς, ό,τι σε εκνεύρισε ή σου έφερε θλίψη, έρχεται καταπάνω σου και δεν σε αφήνει να υπάρξεις δημιουργικά. Γιατί σε έναν βαθμό στηρίχτηκε σε ένα ψέμα, στην αυταπάτη πως μπορούμε να σωθούμε μόνοι μας και πως μπορούμε να ζήσουμε αυθεντικά όταν στο άλλο διαμέρισμα κάποια πεθαίνει όχι γιατί μίλησε πολύ αλλά επειδή, αντιθέτως, οι σιωπές είχαν σωρευτεί σαν οικοδομικά μπάζα που περιμένουν τον δήμο να τα μετακινήσει.