Γνωρίζοντας λίγα και αόριστα πράγματα για τον Χαλεπά, η Αργυρώ Χιώτη πήγε στην Τήνο το φθινόπωρο του 2018 και έμεινε στον Πύργο, στο χωριό του. Όσο μάθαινε γι’ αυτόν άρχιζε να βλέπει τη φιγούρα του στο χωριό, στην πέτρα, στο μάρμαρο. Ερωτεύτηκε αυτήν τη φιγούρα και άρχισε να ψάχνει και να μαζεύει βιβλία, γραπτά, τα έργα του.
Γοητευμένη από τη βασανισμένη ζωή του αλλά και το τρομερά ελπιδοφόρο, αριστουργηματικό και συγκινητικό τέλος του, ξεκίνησε να δουλεύει την παράσταση σαν σύγχρονη τραγωδία. Η ψυχική κατάρρευση του Χαλεπά, από την οποία ξεκίνησε το μαρτύριό του, τη συγκλόνισε.
«Τι είναι μια ψυχική κατάρρευση σήμερα; Πόσοι άνθρωποι γύρω μας ‒δες και μέσα στον Covid‒ δεν μπορούν να διαχειριστούν την “κανονικότητα”; Βλέπεις τη ζωή του και όλα κρέμονται από μια κλωστή. Και το βλέπεις κι εσύ στη ζωή σου τι σημαίνει να βρεθείς σε μια στιγμή αδυναμίας, τι σημαίνει να σου πει κάποιος: “έλα, μπορείς”. Πόσο κρίσιμο είναι, είτε λέγεται “οικογένεια” είτε “άλλοι άνθρωποι”, οι γύρω σου», λέει.
Με την υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση η Αργυρώ Χιώτη και οι συντελεστές της παράστασης για τον Γιαννούλη Χαλεπά ταξίδεψαν στην Τήνο για να κινηματογραφήσουν την έρευνά τους, έχοντας σκύψει επάνω στα υλικά τους αλλά και έχοντας βιώσει τη συνάντηση καθενός ξεχωριστά και όλων μαζί με τον σπουδαίο αυτό γλύπτη, του οποίου η παρουσία είναι και σήμερα ζωντανή στον τόπο όπου έζησε, περπάτησε, στον ίδιο αέρα, την ίδια σιωπή.
Έχοντας αναπτύξει και τη δική τους παρουσία στον χώρο, τον ρυθμό, τη σωματικότητα, τον χορό των ανολοκλήρωτων αγαλμάτων που υπάρχει στο έργο και τη μουσική μέσω της μελέτης του σήμαντρου που άκουγαν, οι συντελεστές της παράστασης συνέχισαν ένα ταξίδι που συνέπεσε με την πανδημία και διαμόρφωσε μια κατάσταση πολύ προσωπική και ταυτόχρονα συλλογική, η οποία οδηγεί όλους σε μια πορεία προς το φως, το φως της προσωπικότητας που την εμπνέει.
Όπως το μάρμαρο μπορεί να ραγίσει ή να σπάσει αν δεν ακολουθήσεις τα νερά του, έτσι και ο άνθρωπος καλείται να βρει την αβίαστη ροή της φύσης του. Αν πιεστεί πολύ, ραγίζει.
Μιλήσαμε γι’ αυτό με την Αργυρώ Χιώτη, που βρίσκεται στην τελική ευθεία της προετοιμασίας του έργου, το οποίο θα κάνει πρεμιέρα στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση στις 10 Φεβρουαρίου.
— Πότε ξεκίνησε η περιπέτεια στον κόσμο του Γιαννούλη Χαλεπά και πώς εξελίχθηκε;
Τον Σεπτέμβριο του 2018, από ένα μου ταξίδι στην Τήνο. Έκτοτε πέρασε πολλά, σχεδιασμούς, έντονα δημιουργικές φάσεις και ματαιώσεις, επανασχεδιασμούς, συναντήσεις με ανθρώπους εκεί και άλλους εδώ, καταγραφή και γραφή, μια ωφέλιμη υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση για έρευνα, πάλι ταξίδι εκεί, γνωριμία με τον Λεωνίδα Χαλεπά, διευθυντή της Σχολής Καλών Τεχνών του Πύργου, ένα ταινιάκι με τον The Boy, τον Γιαν, τον Σίμο, την Τζω φυσικά, τη Μαρία Πανουργιά… Εξελίχθηκε αργά και όμορφα, φτάνοντας στις πρόβες με υλικό έτοιμο να ξεχυθεί από παντού.
— Τι ήταν αυτό που ζήσατε όταν πήγατε στην Τήνο να δουλέψετε στον ίδιο τόπο όπου έδρασε και δημιούργησε και εκείνος;
Η παρουσία του Γιαννούλη Χαλεπά στην Τήνο, κυρίως στον Πύργο, είναι πολύ έντονη, το γνωρίζουν όσοι έχουν επισκεφθεί το χωριό. Το μάρμαρο βρίσκεται παντού, μορφές ξεπηδούν από τους τοίχους και τις αυλές των σπιτιών, στο σπίτι του Γιαννούλη και στην αυλή, από τα στενά, το νεκροταφείο, την πλατεία. Η ιστορία γίνεται πια βιωματική, βουτάς σε ένα τότε και στις ιστορίες του. Ακόμα και οι αφηγήσεις της Κυριακής Οριάνου, υπεύθυνης του Μουσείου Χαλεπά, είναι προσωπικές, σαν ολοζώντανες μνήμες. Μια έντονη περιέργεια ήταν το πρώτο που έζησα εκεί, μια έλξη.
— Πέρα από την τέχνη του, τι είναι αυτό που κυρίως εξετάζει η παράσταση και πώς αρθρώνεται;
Τη δύναμη της φύσης σε σχέση με την ισορροπία. Όπως το μάρμαρο μπορεί να ραγίσει ή να σπάσει αν δεν ακολουθήσεις τα νερά του, έτσι και ο άνθρωπος καλείται να βρει την αβίαστη ροή της φύσης του. Αν πιεστεί πολύ, ραγίζει. Και αντίθετα: όπως ένα κτίριο, όταν αφεθεί στην ησυχία του, θα κατακλειστεί στο πέρασμα του χρόνου από τη φύση που ξεφυτρώνει από παντού, έτσι και ο Γιαννούλης, όταν αφέθηκε στην ησυχία της φύσης του, επανήλθε σε ισορροπία με τον εαυτό του, την τέχνη και το περιβάλλον του.
Είναι το απόλυτο παράδειγμα ανθρώπου που πάλευε μάταια να εναρμονιστεί με το περιβάλλον και τους ανθρώπους του και που τελικά δεν νικήθηκε αλλά άρχισε να ανθίζει δημιουργικά στα εξήντα πέντε του ‒ «ο νέος (γέρος) Χαλεπάς ξεπέρασε τον παλιό (νεαρό)», είχε πει ο ίδιος. Ανέλπιστο και δύσκολο να το συλλάβουμε. Η παράσταση επιχειρεί να αρθρώσει τη ροή της ζωής του και της εσωτερικής του πάλης μέσα από ποιητικό λόγο και πολλή μουσική.
— Τι είναι αυτό που προσωπικά σε έκανε να συνδεθείς με τον Χαλεπά και να προσπαθήσεις να το αναπαραστήσεις σε αυτό το έργο;
Δεν ξέρω ακριβώς. Κάτι αναγνωρίζω σε αυτόν, σαν να μου μιλούν τα μάτια του και τα έργα του, κάπως μέσα μου τον καταλαβαίνω. Το δισυπόστατο της εσωτερικής του πάλης, η σιωπή του, η απόλυτα προσωπική του σχέση με τις μορφές και τη φύση, το τσιγάρο που ήθελε να καπνίζει.
— Ο Χαλεπάς είναι μια προσωπικότητα που εξαιτίας της ψυχικής του κατάστασης υπέστη τρομερή κακοποίηση από το περιβάλλον του. Πιστεύεις ότι αυτό επηρέασε την τέχνη του; Με ποιον τρόπο;
Παραδόξως, θα πω «όχι». Σαν η τέχνη του να ακολουθούσε ανεπηρέαστα τη δική της ροή μέσα του. Μέχρι που ξαναβγήκε στην επιφάνεια όταν της επιτράπηκε, ακόμα πιο ελεύθερη, ακόμα πιο προσωπική, αποδεσμευμένη από αισθητικά ρεύματα και «πρέπει».
— Πώς βλέπεις το έργο, σαν μια σύγχρονη τραγωδία;
Ναι, έχει όλα τα στοιχεία μιας σύγχρονης τραγωδίας, η προσωπική σύγκρουση και η εμπλοκή της κοινωνίας σε αυτήν αποτελούν έναν πυρήνα με τον οποίο ο καθένας μπορεί να συνδεθεί, ο καθένας κάτι αναγνωρίζει σε αυτόν από τον εαυτό του. Ο ίδιος ο Γιαννούλης είχε σχέση με την αρχαία ελληνική γραμματεία, είναι γνωστή η σύνδεσή του με τη «Μήδεια». Μια τέτοια δομή τραγωδίας έχει ακολουθήσει στο λιμπρέτο του και ο The Boy.
— Ποια είναι η μεγαλύτερη δικαίωση για τον Χαλεπά;
Η σοφίτα που του παραχώρησε η Ειρήνη Χαλεπά στο σπίτι της οδού Δαφνομήλη 35, για να φτιάξει το εργαστήρι του.
— Αν υπάρχει ένα έργο που είναι αγαπημένο σου, ποιο είναι αυτό και γιατί;
Το αγαπημένο μου έργο του είναι η «Σκέψη». Αυτή η γυμνή νεαρά που γοητευτικά βολεύεται πάνω στον ώμο σου και στο δεξί ημισφαίριο και σε ακολουθεί παντού…
Χαλεπάς
Σύλληψη-σκηνοθεσία: Αργυρώ Χιώτη
Λιμπρέτο: The Boy
Μουσική σύνθεση - ηχητικός σχεδιασμός: Jan Van Angelopoulos
Σκηνικά - Κοστούμια: Έφη Μπίρμπα
Σχεδιασμός φωτισμών: Τάσος Παλαιορούτας
Ερμηνεύουν: Σίμος Κακάλας, Χαρά Κότσαλη, Αντώνης Μυριαγκός, Γιώργος Νικόπουλος, Δημήτρης Σωτηρίου, Αργυρώ Χιώτη, Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη, κ.ά.
Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, Κεντρική Σκηνή
10-27/2