Όλα τα στοιχεία του δράματος βρίσκονται στη βιογραφία του. Διαβάζεις και πονάς γι’ αυτόν τον βασανισμένο άνθρωπο, για το μεγαλειώδες ταλέντο του που στριμώχτηκε σε λίγα ολοκληρωμένα γλυπτά – και στα άλλα, τα μισοφτιαγμένα, που φέρουν όλη την ένταση της μορφής που δεν μπόρεσε να ελευθερωθεί εντελώς από την ύλη.
Για τον Γιαννούλη Χαλεπά ο λόγος, για τον μεγάλο γλύπτη, τον δημιουργό της Κοιμωμένης, του Σατύρου που παίζει με τον Έρωτα, της Φιλοστοργίας, της Μήδειας, του Οιδίποδα και της Αντιγόνης. Αλλά και κείνης της μικρής πήλινης μορφής, του μόνου «πλάσματος» που σώθηκε από τον 14ετή εγκλεισμό του στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας (1882-1904), ίσως το δικό του Άγνωστο Αριστούργημα, αυτό που εμπερικλείει αφανές όλο το πάθος μιας ζωής, μιας δημιουργικής δύναμης που εμποδίστηκε.
«Κάθε πέτρα κρύβει μέσα της μια εικόνα», λέει κάποια στιγμή ο Σίμος Κακάλας στην παράσταση Χαλεπάς της Αργυρώς Χιώτη και δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να νιώσεις την τραγωδία του γλύπτη που «έβλεπε» στα κομμάτια μάρμαρο, στο χώμα που μπορούσε να γίνει πηλός, αλλά ακόμη και στις γραμμές της φύσης ή στα σχήματα των νεφών (εκείνα τα έρημα χρόνια που γύρναγε τα βουνά και τα λαγκάδια της Τήνου) μορφές, συμπλέγματα και συνθέσεις που δεν θα αποκτούσαν ποτέ υλική υπόσταση.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Χαλεπάς συγκίνησε αληθινά τους καλλιτέχνες της παράστασης κι αυτή η ενέργεια, πολύτιμη γιατί αφορά εξίσου την αναλυτική διαδικασία, τη συναισθηματική εμπλοκή αλλά και την καλλιτεχνική, εκφραστική δυνατότητα, δεν μπορεί παρά να αγγίξει τους ανοιχτούς, καλοπροαίρετους θεατές.
Οι εκκρεμείς δυνατότητες τρελαίνουν. Και οι μεγάλες αντιθέσεις/αντιφάσεις, επίσης. Η σκληρή ύλη και το λεπταίσθητο όραμα, ο έρωτας και η απόρριψή του, ο «φόνος» από αγάπη, η μάνα που στερεί από το άρρωστο παιδί της τη γιατρειά της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
«Ακούτε τη μάνα μου; Ο θυμός ανατινάζει την καρδιά της. Το φέρσιμό της είναι σκληρό και στυγερή η φύση της», λέει κάποια στιγμή ο Χαλεπάς της παράστασης, αλλά για την τρέλα του ανυπέρβλητου γλύπτη δεν ευθύνεται μόνο η μάνα του, ο αλύτρωτος έρωτας του για τη Μαριγώ, η μικροψυχία όσων έπνιξαν στη σιωπή και στην αδιαφορία τον νεαρό δημιουργό της Κοιμωμένης.
Ίσως πιο επικίνδυνη για τον ευαίσθητο ψυχισμό του να ήταν η εσωτερική απαίτηση του ίδιου να πετύχει το τέλειο δημιούργημα, αυτή η κόλαση χωρίς τέλος και λύτρωση. «Μαριγώ, ίσως είχες δίκιο τελικά, δεν έπρεπε να ονειρευτώ το άγαλμα που θα έσωζε τον κόσμο», λέει και πάλι ο Χαλεπάς της παράστασης.
Ερμηνείες θα πείτε, εικασίες και υποθέσεις. Γι’ αυτό και σοφά η Αργυρώ Χιώτη συνέλαβε τη σκηνική πράξη σαν ονειρόδραμα, σαν ένα βύθισμα σε μια ευαισθησία που έχει τη δύναμη να συν-κινεί κι ας μην είναι οικεία.
«Ο άνθρωπός μας ο Γιαννούλης» είναι μια φράση που επανέρχεται κατά τη διάρκεια της παράστασης κι είναι σημαντικό το στίγμα που δίνει: για τον Χαλεπά τον γλύπτη ας μιλήσουν άλλοι. Οι καλλιτέχνες της παράστασης μιλούν για «τον άνθρωπό τους», οι θεατές καλούνται να αναγνωρίσουν «τον άνθρωπό τους», και όλοι μαζί να βεβαιώσουν αυτό που σημειώνει κάπου ο Νίτσε στο Ίδε ο άνθρωπος: προϋπόθεση της καλλιτεχνικής πράξης είναι η πίστη πως υπάρχουν εκείνοι που είναι ικανοί και άξιοι του ίδιου πάθους, στους οποίους αξίζει κανείς να μεταβιβάσει, μέσα από το έργο τέχνης, τους πιο πολύτιμους, ενδόμυχους θησαυρούς του.
Πως υπάρχουν οι Άξιοι να διακρίνουν στην άμορφη πέτρα το γλυπτό που κάνει την ψυχή να δραπετεύει στα ουράνια και τον γλύπτη που μπορούσε, αλλά δεν μπόρεσε να το πλάσει, να βυθίζεται στην άβυσσο της παράνοιας.
Η βασική ιδέα στη δομή της παράστασης είναι ο διπλός Χαλεπάς – το διπλό είναι ίδιον και της μανιοκατάθλιψης και της σχιζοφρένειας. Ο Σίμος Κάκαλας, ίσως στην καλύτερη ερμηνεία του, εσωτερική και βαθιά συγκινημένη και συγκινητική, με τη ρόμπα του μαρμαρογλύπτη υποδύεται τον «ορατό» Χαλεπά, που διαρκώς αναμετριέται με το άλλο μισό του, το αόρατο στους άλλους.
Αυτόν, τον εαυτό που φέρει το ανεπούλωτο τραύμα, ανέλαβε ο Αντώνης Μυριαγκός. Το δίδυμο νομίζω ότι δεν μπόρεσε να δέσει. Ίσως γιατί ο Μυριαγκός, που ανδρώθηκε ως ερμηνευτής στο φορμαλιστικό θέατρο του Θόδωρου Τερζόπουλου, δεν γνωρίζει την ψυχολογική προσέγγιση ενός ρόλου. Παραείναι συμπαγής –και κοιτάζει πολύ προς την πλατεία– για να λειτουργήσει καλά ως προς το επί σκηνής διπλό του και ως προς την ιδέα του άρρωστου, βασανισμένου καλλιτέχνη.
Μου έλειψε και κάτι ακόμα: παρότι υπάρχει στην παράσταση το «Τραγούδι της Μητέρας», η μάνα του Γιαννούλη, έτσι όπως παίρνει κατά στιγμές υπόσταση μέσα από το σώμα του Χορού, δεν έχει παρουσία στην εξέλιξη της περφόρμανς ανάλογη της σημασίας που είχε η πραγματική γυναίκα στη ζωή του Χαλεπά.
Κατά τ’ άλλα, μετά και την πολύ ενδιαφέρουσα Θεία Κωμωδία του Δάντη (Στέγη, 2017), με τον Χαλεπά η Αργυρώ Χιώτη εδραιώνει την ξεχωριστή θέση της ανάμεσα στους σκηνοθέτες της γενιάς της. Δικαιώνοντας την ελευθερία που παρέχει το μετα-δραματικό θέατρο, επιμένοντας στην αξία της χορικότητας και στον πλούτο που έφεραν στις παραστατικές τέχνες το χοροθέατρο και οι σκηνικές πράξεις κίνησης και σωματικής ερμηνείας, καταφέρνει να παρουσιάσει μια εξαιρετική παράσταση συνεργασίας.
Ιδανικό για τη σκηνική σύνθεση το ποιητικό λιμπρέτο του Αλέξανδρου Βούλγαρη, συνδιαλέγεται με τους στίχους της αρχαίας τραγωδίας (η Μήδεια, αυτή η αδιανόητη μητέρα, είχε στοιχειώσει τη σκέψη του Χαλεπά) και κάποιες στιγμές τη μιμείται – όταν, για παράδειγμα, όλοι μαζί οι ηθοποιοί σαν Χορός λένε: «Ο άνθρωπός μας ο Γιαννούλης, ολόκληρος μέσα στον όλεθρο βουλιάζει, βλάσφημο το μυαλό του».
Όντας ο ίδιος μουσικός (The Boy), μαζί με τον Γιαν Βαν Αγγελόπουλο, που συνέθεσε τη μουσική και το ηχητικό περιβάλλον, δημιούργησαν την καλά δομημένη παρτιτούρα που χρειάζονταν οι περφόρμερ για να δέσουν με τη φωνή, το σώμα, την κίνηση, παίζοντας πιάνο, σαν μονάδες ή σαν Χορός, την ονειρική δράση.
Ειδικά για τη μουσική, και για τη λειτουργία του τραγουδιού στην παράσταση, οι επιρροές από τον Φίλιπ Γκλας και τον Δημήτρη Καμαρωτό είναι σαφείς και καλοδεχούμενες – δεν πρόκειται για μίμηση αλλά για γόνιμη συνέχεια.
Ο σκηνικός χώρος, διαμορφωμένος από την Έφη Μπίρμπα (σε συνεργασία με τους φωτισμούς του Τάσου Παλαιορούτα), εντείνει την ποιητική/δραματική αξία της πρότασης: κυπαρίσσια περιβάλλουν τη σκηνή, όπως περιβάλλουν τους τάφους στα κοιμητήρια, φύλακες-άγγελοι όσων αναπαύτηκαν από το πάθος της ύπαρξης.
Στη γωνία, το πιάνο, που παίζουν άλλοτε η εξαιρετική Χαρά Κότσαλη (κάθε ερμηνεία της εκπλήσσει ευχάριστα) κι άλλοτε η ίδια η σκηνοθέτης.
Στο κέντρο μια επιφάνεια από ύφασμα συνδέει τον ουρανό με τη γη – μου θύμισε την κλίμακα του Ιακώβ, που όσο κοντά φέρνει τον Θεό άλλο τόσο τον απομακρύνει.
Πάνω στο πανί ο Χαλεπάς σχεδιάζει με κάρβουνο, και στη συνέχεια καταστρέφει μορφές που δεν μπόρεσε να πλάσει. Ένα «γλυπτό» από λαμαρίνα, που κρέμεται από ψηλά, και το ξύλινο μηχάνημα που (με την περιστροφή υφάσματος) προκαλεί τον ήχο του ανέμου που λυσσομανά, θυμίζοντας τις αρχαίες μηχανές παραγωγής ήχων αλλά και τις νεότερες, που εξασφάλιζαν ρεαλιστική ψευδαίσθηση στο ραδιοφωνικό θέατρο, διαμορφώνουν τον ου-τοπο του ονειροδράματος.
Και κάπου εδώ η κριτική δηλώνει την αδυναμία της να μιλήσει και να αξιολογήσει πειστικά τον Χαλεπά – και κάθε παράσταση με τέτοια ποιητικά χαρακτηριστικά. Καθένας κρίνει βάσει των δικών του ευαισθησιών και ερμηνευτικών δυνατοτήτων.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Χαλεπάς συγκίνησε αληθινά τους καλλιτέχνες της παράστασης (εκτός από τους προαναφερθέντες και ο Γιώργος Νικόπουλος, ο Δημήτρης Σωτηρίου, η Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη) κι αυτή η ενέργεια, πολύτιμη γιατί αφορά εξίσου την αναλυτική διαδικασία, τη συναισθηματική εμπλοκή αλλά και την καλλιτεχνική, εκφραστική δυνατότητα, δεν μπορεί παρά να αγγίξει τους ανοιχτούς, καλοπροαίρετους θεατές.
Χαλεπάς
Λιμπρέτο: The Boy
Σύλληψη - σκηνοθεσία: Αργυρώ Χιώτη
Μουσική σύνθεση - ηχητικός σχεδιασμός: Jan Van Angelopoulos
Σκηνικό - κοστούμια: Έφη Μπίρμπα
Σχεδιασμός φωτισμών: Τάσος Παλαιορούτας
Σωματική προετοιμασία: Χαρά Κότσαλη
Ερμηνεύουν (με αλφαβητική σειρά): Σίμος Κακάλας, Χαρά Κότσαλη, Αντώνης Μυριαγκός, Γιώργος Νικόπουλος, Δημήτρης Σωτηρίου, Αργυρώ Χιώτη, Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση – Κεντρική Σκηνή
Έως 27/2
Τετ.-Κυρ. 20:30
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.