Πόλεμος (Guerre)
'Ενα ανέκδοτο βιβλίο του Λουί Φερντινάν Σελίν αναμένεται να κυκλοφορήσει στη Γαλλία στις 5 Μαΐου
"Πάντα έτσι κοιμόμουν μετά το '14, μέσα στη φρικτή βουή. Κόλλησε ο πόλεμος στο κεφάλι μου. Είναι κλεισμένος μέσα στο κεφάλι μου."
Louis-Ferdinand Céline, Guerre
Nelly Kaprièlian
Les Inrockuptibles, 24.03.2022
Αν ένας συγγραφέας ήξερε πως να γράφει για τον πόλεμο, αυτός ήταν ο Λουί Φερντινάν Σελίν: τα αποσπάσματα που αφιερώνει στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στο Ταξίδι στην άκρη της νύχτας είναι από τα πιο δυνατά που έχουμε διαβάσει. Γραμμένες δύο χρόνια μετά το Ταξίδι (1932) και δύο πριν το Θάνατος με δόσεις (1936), οι 250 σελίδες του Guerre αποτελούν μέρος των ξεχασμένων χειρογράφων του Σελίν που ήρθαν στην επιφάνεια τον περασμένο Αύγουστο. Είχαν κλαπεί κατά την Απελευθέρωση του 1944 από το σπίτι του συγγραφέα, όταν ο ίδιος κατέφυγε στη Δανία, δημιουργώντας έναν θρύλο γύρω τους, πριν επανεμφανιστούν πέρυσι. Θα εκτεθούν στη γκαλερί Gallimard στο Παρίσι (από τις 6 Μαΐου έως τις 16 Ιουλίου) μόλις κυκλοφορήσει το ανέκδοτο αυτό μυθιστόρημα, πριν εκδοθούν και τα άλλα ανακτηθέντα χειρόγραφα, όπως το Λονδίνο και η Επιθυμία του βασιλιά Κρόγκολντ το φθινόπωρο, καθώς και μία νέα έκδοση του Μακελειού το 2023.
Τα κείμενα αυτά είχαν παραδοθεί από ένα μυστηριώδες πρόσωπο στον δημοσιογράφο Jean-Pierre Thibaudat (ο οποίος τα κράτησε και τα δακτυλογράφησε, βλ. σχετικά το ωραίο κείμενό του στο Mediapart), με τον όρο να μην τα δώσει στη Lucette Destouches. Έχοντας βέβαια δικαίωμα βέτο σε όλα, η τελευταία (που πέθανε το 2019) ήταν εκείνη που αρνιόταν, για παράδειγμα, οποιαδήποτε έκδοση των τριών αντισημιτικών λιβέλλων του συζύγου της, ακολουθώντας την επιθυμία του τελευταίου. Πράγματι, αντίθετα με ό,τι θα μπορούσε να πιστεύει κανείς, οι λίβελλοι αυτοί λογοκρίθηκαν μόνο από τον ίδιο τον συγγραφέα, σε μια επιχείρηση "αυτο-ξεπλύματος" στην οποία συμμετείχαν αρκετές προσωπικότητες (βλ. ιδίως μια μαγνητοσκοπημένη συνέντευξη του Pierre Dumayet, στην οποία δεν αναφέρεται ποτέ στους πραγματικούς λόγους που οδήγησαν τον συγγραφέα στην εξορία).
Μεταξύ αυτοβιογραφίας και μυθοπλασίας, το Guerre μας βυθίζει στην κόλαση του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, του "διεθνούς τρελαμένου σφαγείου", μέσα από την ανάρρωση του ταξίαρχου Ferdinand, σοβαρά τραυματισμένου στο πεδίο της μάχης (όπως και ο Σελίν), σε ένα νοσοκομείο όπου συναντάμε μία περπατημένη νοσοκόμα και κάποιον Bébert, έναν νταβατζή. "Πάντα έτσι κοιμόμουν μετά το 14, μέσα στη φρικτή βουή. Κόλλησε ο πόλεμος στο κεφάλι μου. Είναι κλεισμένος μέσα στο κεφάλι μου", γράφει ο Σελίν, αποκαλύπτοντας πόσο ο πόλεμος υπήρξε το τραυματικό γεγονός στο επίκεντρο της ζωής και του έργου του. Αυτό μας πάει φυσικά και στον πρώτο πόλεμο του 21ου αιώνα μας: σ' αυτόν που στην Ουκρανία μαίνεται μπροστά στα μάτια μας, στις πύλες της Ευρώπης. Ο αποτρόπαιος ήχος θα παραμείνει στο μυαλό των επιζώντων - αδύνατο να μην τον σκεφτούμε. Είναι όλοι οι πόλεμοι ίδιοι; Και είναι ίδιοι όλοι όσοι καταφέρνουν να εκφράσουν την αηδιαστική φρίκη του πολέμου; Πρέπει να διαβάσουμε το Guerre ανεξάρτητα από το ποιος γράφει;
Λέγεται ότι αυτό το μυθιστόρημα αποκαλύπτει τη βαθιά απέχθεια προς την ανθρωπότητα που ένιωσε ο Σελίν για το υπόλοιπο της ζωής του. Μισεί την αστική τάξη, τον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό - όλα αυτά, κατά την άποψή του, τείνουν προς έναν και μόνο στόχο: τον πόλεμο. Φυσικά θα διαβάσουμε το Guerre, αλλά αναμφίβολα με μοιρασμένα συναισθήματα, γοητευμένοι από τη λογοτεχνική μαεστρία, αλλά και κρατώντας μια προσεκτική απόσταση. Τρία χρόνια μετά από το ανέκδοτο αυτό χειρόγραφο, ο Σελίν έγραφε και δημοσίευε το πρώτο του αντισημιτικό λίβελλο, Φλυαρίες για μια σφαγή (1937). Δεν πρόκειται για λογοτεχνικό έργο, αλλά για την πιο βίαιη αντιεβραϊκή προπαγάνδα: ένα κάλεσμα σε μαζικές δολοφονίες. Αηδία για τον πόλεμο, αλλά όχι σε σημείο που να μην θέλει - να μην ζητά - ένα ολοκαύτωμα. Θα επανέλθουμε σε αυτό.
Ο νεοαποκτηθείς θησαυρός του Louis-Ferdinand Céline
Από τον Ιούνιο του 1944, απ' όταν ο Σελίν έφυγε για τη Δανία, δεν υπήρχε κανένα ίχνος των χειρογράφων - μεταξύ των οποίων και των ανέκδοτων - που ο Σελίν είπε ότι είχε αφήσει στο διαμέρισμά του. Κάηκαν, πετάχτηκαν, κλάπηκαν; Όχι, διατηρήθηκαν και βρέθηκαν. Ένας θησαυρός του οποίου ο υπογράφων ήταν ο αναπάντεχος θεματοφύλακας και στη συνέχεια ο αποκρυπτογράφος. Πριν οι δικαιούχοι μπορέσουν να το διαθέσουν σύμφωνα με την αρεσκεία τους.
Jean-Pierre Thibaudat
Mediapart - Blog - 06.08.2021
Ένα τηλεφώνημα στην εφημερίδα Libération όπου εργαζόμουν εκείνη την εποχή. Θέλουν να με δουν. Να μου δώσουν έγγραφα που ανήκαν στον Louis-Ferdinand Céline. Για μια στιγμή νομίζω ότι πρόκειται για φάρσα. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Κλείνουμε ραντεβού. Ο άνθρωπος δεν έρχεται με άδεια χέρια, αλλά με μία μεγάλη στοίβα εγγράφων. Προφανώς, θα θέλει να τα ξεφορτωθεί. Η χήρα του η Lucette; Δεν θέλει να ακούσει για την οικογένεια του Σελίν, πιθανώς για πολιτικούς λόγους ή λόγω του αντισημιτισμού του συγγραφέα. Η συνάντηση κράτησε λίγο. Δεν τίθεται θέμα χρημάτων. Δεν θα ξαναδώ ποτέ αυτό το πρόσωπο, αλλά θα κρατήσω τον λόγο μου: δεν θα δώσω το περιεχόμενο του τεράστιου αυτού όγκου -για τον οποίο δεν γνωρίζω τίποτα εκείνη τη στιγμή- στη Lucette Destouches.
Πρόκειται για έναν ακαθόριστο σωρό από διάσπαρτα χειρόγραφα φύλλα, ενίοτε τοποθετημένα σε ροζ φακέλους από ένα από τα ιατρεία όπου ο γιατρός Destouches [το πραγματικό όνομα του Σελίν -σ.σ.] ασκούσε το επάγγελμά του. Χιλιάδες σελίδες, μερικές σε πολύ κακή κατάσταση. Αλλά και δακτυλογραφημένα κείμενα με ή χωρίς χειρόγραφες διορθώσεις. Επίσης και επιστολές, φωτογραφίες, τιμολόγια από τον εκδότη Denoël, σχέδια του Gen Paul [φίλος ζωγράφος στον οποίο ο Σελίν είχε εμπιστευτεί την εικονογράφηση δύο μυθιστορημάτων του-σ.]... Είμαι έκπληκτος, εμβρόντητος. Θα μου πάρει μήνες να ξεδιαλύνω όλο αυτό το μάγμα. Αλλά γρήγορα κατάλαβα ότι είχα έναν θησαυρό στα χέρια μου. Ασύλληπτο. Χειρόγραφα που οι φανατικοί του Σελίν αναζητούν ακατάπαυστα από τον Ιούνιο του 1944, ενώ ορισμένοι κατέληξαν να αμφιβάλλουν για την ύπαρξή τους.
Πάνω σε μια μονή σελίδα οι απλές αυτές λέξεις "Φεύγω". Στις 17 Ιουνίου, ο Céline, η Lucette και ο γάτος τους Bébert εγκαταλείπουν το διαμέρισμά τους στην Rue Girardon με πλαστά διαβατήρια. Αναχωρούν για τη Δανία, μέσω Sigmaringen. Ο συγγραφέας του Bagatelles pour un massacre (Φλυαρίες για μια σφαγή) φοβάται ότι θα συλληφθεί, ότι θα εκτελεστεί. Δεν μετακομίζει, τρέπεται σε φυγή. Φυσικά με λίγες αποσκευές. Λέει ότι θέλει να εμπιστευτεί τα χειρόγραφά του στη μητέρα του, στο θείο του, σε έναν ξάδελφό του. Αλλά "είναι πολλά τα ρίσκα", έγραψε αργότερα, αναφερόμενος σε αυτή την περίοδο, στο Maudits soupirs pour une autre fois (Καταραμένοι αναστεναγμοί για μια άλλη φορά). Δεν έχει χρόνο ή τα παρατάει, δεν ξέρουμε. Μερικά τα παίρνει μαζί του, άλλα τα αφήνει πίσω του. Κι είναι πολλά.
Ο Σελίν δεν θα επιστρέψει ποτέ στο νοικιασμένο διαμέρισμα της Rue Girardon. Δεν θα ξαναδεί ποτέ τα χειρόγραφα που άφησε εκεί. Πιστεύει ότι κάηκαν, εκλάπησαν ή πετάχτηκαν. Θα θίξει την εξαφάνιση αυτή σε επιστολές του και σε βιβλία. D'un château l'autre (Από το ένα κάστρο στο άλλο), για παράδειγμα: "Ξέρω όλα αυτά που μου βούτηξαν, έχω τη λίστα μέσα στην κεφάλα μου... Casse-Pipe (Μακελειό)... La Volonté du roi Krogold (Η Επιθυμία του βασιλιά Κρόγκολντ).. .Συν δύο... τρία προσχέδια! ... Δεν χάθηκαν για όλους ! Βεβαίως! Αυτό το ξέρω! Δεν λέω τίποτα... Ακούω τους φίλους..." Φίλοι που δεν ξέρουν τίποτα περισσότερο από εκείνον.
Όπως σημειώνει ο Henri Godard στη βιογραφία του για τον Σελίν (Gallimard, 2011), "άφησε έτσι τα χειρόγραφα του Θρύλου του βασιλιά Κρόγκολντ και του Μακελειού σε μια στοίβα πάνω σε ένα ντουλάπι. Θα εξαφανιστούν τις πρώτες μέρες της Απελευθέρωσης, πριν από την επίσημη επίταξη του διαμερίσματος. Άφησε και πολλά άλλα πράγματα.
Ένας θησαυρός, ναι.
"Ένας θησαυρός, το βεβαιώνω! Από εκείνα τα μυθιστορήματα, μα το Θεό, που θα κάνουν τη γαλλική λογοτεχνία φτωχότερη για πάντα! Η απόδειξη ότι τα έκαψαν, τρία χειρόγραφα σχεδόν, οι τιμωροί που ειδικεύονται στις εκκαθάρισεις και την καταστροφή! Δεν άφησαν ούτε ένα ίχνος στάχτης", έγραψε στο Maudits soupirs pour une autre fois. Επομένως "τρία χειρόγραφα", και πιο κάτω, στο ίδιο κείμενο, φτάνει μέχρι "τέσσερα θα έλεγα, χωρίς να υπολογίζουμε τον γαελικό θρύλο", και ακόμη πιο κάτω, αναφέρει "τρεις θρύλους και δύο μυθιστορήματα".
Είναι και πιο λίγα και πιο πολλά. Ο θησαυρός που βρέθηκε περιλαμβάνει:
- Ένα πρώιμο διήγημα La Vieille Dégoûtante (δακτυλογραφημένο με διορθώσεις)
- 'Ενα προσχέδιο κειμένου σε μία μόνο σελίδα με τίτλο La Charogne.
- Μια ανολοκλήρωτη δακτυλογραφημένη εκδοχή (με διορθώσεις) ενός θρύλου για έναν βασιλιά Ρενέ, ας ονομάσουμε το κείμενο αυτό La légende du roi René. Ένα ατελές χειρόγραφο του La volonté du roi Krogold (εν μέρει μια αναδιατύπωση του προηγούμενου μύθου), στο οποίο ο Σελίν αναφέρεται σε διάφορα κείμενα, μεταξύ των οποίων και το Mort à crédit.
- Ένα σημαντικό σύνολο αδημοσίευτων παραγράφων από το Casse-pipe.
Σε επιστολή του με ημερομηνία 4 Φεβρουαρίου 1948, ο Σελίν έδωσε τη συγκατάθεσή του στον Jean Paulhan για τη δημοσίευση του Casse-Pipe στα Cahiers de la Pléiade. Και διευκρινίζει: "Δεν θα υπάρξει ποτέ συνέχεια ή τέλος του Casse-Pipe, αλίμονο, ήταν καλό. Οι "ένοικοί" μου στην Rue Girardon πέταξαν 15 ή 20 κεφάλαια στα σκουπίδια. Δύο χρόνια αργότερα (στις 15 Οκτωβρίου 1950), σε μια επιστολή προς τον Roger Nimier, ο οποίος είχε διαβάσει και αγαπήσει το Casse-Pipe και ο οποίος μόλις είχε στείλει το μυθιστόρημά του Le Hussard στον Σελίν, ο τελευταίος έγραφε: "Μην πιστεύετε ότι το Casse-Pipe ήταν μόνο αυτή η εισαγωγή! Διάολε, υπήρχαν 600 σελίδες."
Πεταμένες ή όχι στα σκουπίδια, αυτές οι σελίδες υπάρχουν, τουλάχιστον ένα μέρος τους. Περίπου 400 φύλλα χωρισμένα σε τριάντα περίπου κεφάλαια. Σε αυτό το σύνολο πρέπει να προστεθεί ένας αριθμός διάσπαρτων σελίδων, σελίδων που έχουν σβηστεί και που προέρχονται από άλλες σεκάνς (ή όχι), γεγονός που υποδηλώνει ότι η κατάσταση του χειρογράφου ήταν ακόμη πιο ανεπτυγμένη. Ο Σελίν μάλλον δεν υπερέβαλλε πολύ όταν ανέφερε τον αριθμό των εξακοσίων σελίδων, καθώς μία χειρόγραφη σελίδα του Σελίν αντιστοιχεί σε λιγότερες από δεκαπέντε τυπωμένες γραμμές.
Όλο το υλικό που βρέθηκε αφηγείται τη ζωή στο 12ο σύνταγμα θωρακοφόρων στο Rambouillet παραμονές πολέμου, την περιποίηση των αλόγων, τη συγκέντρωση των στρατιωτών πριν ξεκινήσουν για τον πόλεμο και τους φόβους τους, τα μεθύσια, τις κυριακάτικες εξόδους, τις σεξουαλικές επιδόσεις της καντινιέρισσας, τους αξιωματικούς που βρίζουν τους νεοσύλλεκτους, τη ζηλευτή δουλειά του οπλοφύλακα της φρουράς κ.λπ., αλλά και έναν κόσμο όπου τα άλογα έχουν καλύτερη μεταχείριση από τους ανθρώπους και στον οποίο ο Παριζιάνος Ferdinand αποτελεί εξαίρεση ανάμεσα σε αυτούς τους αναλφάβητους κατά κανόνα νεοσύλλεκτους, που προέρχονται από τη Βρετάνη. Όλες αυτές οι ακολουθίες διευρύνουν σημαντικά τα λίγα αυτά που βρέθηκαν μετά τη δημοσίευση του αρχικού κειμένου (και τα οποία ενσωματώθηκαν στην πληρέστερη έκδοση της La Pléiade).
- Κι άλλες σελίδες που δεν υποπτευόμασταν την ύπαρξή τους, ολόκληρος ο Πόλεμος. Ένα μόνο κεφάλαιο εντελώς φευγάτο· ο Ferdinand διηγείται πώς ανακτά τις αισθήσεις του μετά την έκρηξη μιας οβίδας, περιτριγυρισμένος από τους νεκρούς φίλους του. Περιπλανιέται, έχει παραισθήσεις, συναντά Βρετανούς στρατιώτες που τον μεταφέρουν σε ένα νοσοκομείο εκστρατείας. Ακολουθούν τέσσερα κεφάλαια που αφηγούνται τη νοσηλεία του: μια επίσκεψη των γονιών του, ένα στρατιωτικό μετάλλιο, μια ιδιαίτερη σχέση με μια νοσοκόμα, μια συνάντηση στο νοσοκομείο με τον νταβατζή Cascade και, στην πόλη, με τη σύζυγο του τελευταίου, την Angèle. Θέλοντας να ανακτήσει την ελευθερία της, η Angèle καταγγέλλει τον Cascade ότι τραυμάτισε σκόπιμα το πόδι του. Αυτός προαισθάνεται ότι θα εκτελεστεί και έρχεται πιο κοντά στον Ferdinand. Σε κάποια από τις βίζιτές της, η Angèle γνώρισε έναν 'Αγγλο ταγματάρχη που θέλει να την πάρει μαζί του στο Λονδίνο, και η Angèle φεύγει με τον ταγματάρχη, ενώ ο Ferdinand θα ψάξει να βρει τρόπους για να πάει να τους συναντήσει. Τελευταία σκηνή: Ο Ferdinand στο πλοίο βλέπει το Ντόβερ να απομακρύνεται. Αυτό το σύνολο σελίδων είναι αναμφίβολα το πιο παράξενο μέρος αυτών των ανέκδοτων έργων. [...]