Ο Αλγερινός
‘Ηταν η εποχή που ο Λοράν ήταν φίλος με τον Ζακ, ο Ζακ ήταν φίλος με τη Ναντίν κι εγώ ήμουν φίλος και με τους τρεις. Ο Ζακ πειραματιζόταν με τη ζωγραφική, επηρεασμένος από τον Γουόρχολ, ο Λοράν ήθελε να γίνει συγγραφέας, επηρεασμένος από το nouveau roman, εγώ γύρναγα στους δρόμους και η Ναντίν άκουγε απλά μουσική. Είμασταν δύο γεωγραφικά ζευγάρια. Ο Ζακ έμενε κοντά στη Ναντίν, πίσω από τον περιφερειακό, ο Λοράν κοντά σε μένα, στο ένδοξο Ενδέκατο διαμέρισμα των λαϊκών εξεγέρσεων και των Κομμουνάρων. Με τον Λοράν, εκτός από τα κοινά γούστα και την πίστη στην επανάσταση, είχαμε, όπως το αντιλαμβάνομαι τώρα, κάτι κοινό και στο χαρακτήρα, ένα υπόγειο υποκριτικό φαίνεσθαι. Ο Λοράν, ας πούμε, έβαζε συστηματικά χέρι στο παγκάρι της «οικογενειακής» εκκλησίας, χωρίς να γίνεται αντιληπτός από τον πάστορα και πρώην καταδρομέα αλεξιπτωτιστή πατέρα του που δεν υποψιαζόταν διόλου ότι ο γιος του δανειζόταν για τα βιβλία του και την κινηματογραφική του παιδεία από τον οβολό του ποιμνίου του. Εγώ πάλι, που παρίστανα το ήσυχο παιδί, είχα κάνει ακατανόμαστα πράγματα τις ώρες των μαθηματικών που τώρα δεν θέλω ούτε να τα θυμάμαι. Δεν έφτασα όμως ποτέ το μεγαλείο του Λοράν που ξεκίνησε στην πρώτη του δουλειά να μοιράζει με δική του πρωτοβουλία και απόλυτο βρετανικό φλέγμα, αυξήσεις στους εργαζόμενους μιας εταιρείας της επαρχίας που είχε κάνει το λάθος και να τον προσλάβει, και να του εμπιστευτεί την πληρωμή των μισθών.
Από τους τρεις μας, η Ναντίν ήταν η πιο εσωστρεφής και η πιο κρυφή. Σε απελπιστικό βαθμό μάλιστα όπως διαπίστωσα τη μοναδική φορά που πήγα σπίτι της. ‘Εμενε μόνη της, χωρίς σκύλο, χωρίς γάτα, χωρίς γλάστρες. Δεν ήξερα καν αν είχε άλλους φίλους. Σ’ αυτή την επίσκεψη, είχαμε παίξει το μουγγοθέατρο. Τι κάνει ο Ζακ, την είχα ρωτήσει, τι κάνει ο Λοράν με είχε αντιρωτήσει. Μείναμε να κοιταζόμαστε, εκείνη στον καναπέ κι εγώ στην πολυθρόνα, περιμένοντας να τελειώσει η μια πλευρά του δίσκου της Τζάνις Τζόπλιν της οποίας ήταν μεγάλη φαν, και να πούμε αντίο. Παρ’ όλα αυτά, ένα βαρετό καλοκαιρινό απόγευμα, υποκύπτω στον πειρασμό να την αναζητήσω στο μακρινό και απρόσιτο ιερό της. Λείπει όμως, και καλύτερα από μια μεριά, γιατί δεν έχω φέρει λουλούδια κι έτσι δεν κάθομαι να την περιμένω αν και έχω χρόνο να σπαταλήσω.
Δεν παίρνω αμέσως το μετρό, περπατάω προς μία υποτιθέμενη κατεύθυνση που με βγάζει σε μια μεγάλη πλατεία. Κάτι συμβαίνει εκεί και έχει μαζευτεί κόσμος. Για να δω τι κρύβουν οι γυρισμένες πλάτες, πλησιάζω κι εγώ. Περιέργεια του κόσμου για ένα τροχαίο. «’Ασχημο τρακάρισμα», λέει ο ξερακιανός άνδρας δίπλα μου, Αλγερινός κατά τα φαινόμενα. Τα αυτοκίνητα έχουν κατεβασμένη τη μούρη τους, σαν να ντρέπονται για το αξιολύπητο θέαμα που παρουσιάζουν. Μένουμε εκεί αρκετή ώρα να χαζεύουμε. ‘Ερχεται το βράδυ και τα ροζ σύννεφα του δειλινού φτιάχνουν ένα ευφρόσυνο κλίμα που ευνοεί την αδελφοσύνη. Ο Αλγερινός είναι ένας εργάτης γύρω στα σαράντα. Πως μου ήρθε και του λέω ότι είμαι κι εγώ μετανάστης.
Η συζήτηση γίνεται όλο και πιο θερμή, τόσο που ο νέος μου φίλος προτείνει μετά από λίγο να πάμε για ένα τσάι στο σπίτι του. Μένει ακριβώς δίπλα, πέντε λεπτά υπόθεση με διαβεβαιώνει, και χωρίς να το πολυσκεφτώ τον ακολουθώ. ‘Εχει ένα πολύ στενό και απλό δωμάτιο όπου με δυσκολία μπορούν να σταθούν όρθιοι δύο άνθρωποι. Το τυπικό δωμάτιο ενός εργένη Αλγερινού εργάτη, λέω μέσα μου. Ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι, ένα καμινέτο, ένα ξυπνητήρι, το μεγάλο ξυπνητήρι μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση. Πίνουμε τσάι μέντας. Και έτσι όπως καθόμαστε και συζητάμε στο κρεβάτι για την Αλγερία, για την Ελλάδα, για τη ζωή στο Παρίσι και αλλού, μου κάνει μια πρόταση που δεν μπορώ να δεχτώ. Δεν δείχνω ωστόσο έκπληξη, ούτε και ταραχή, απλώς αρνούμαι με τη φυσικότητα κάποιου που δεν θέλει ζάχαρη στο τσάι του. Εκείνος πάλι δεν προσπαθεί να με μεταπείσει. Λέμε δυο τρία πράγματα ακόμα και σηκώνομαι για να τον αποχαιρετήσω. Επιμένει όμως να με συνοδεύσει μέχρι το μετρό και δεν σηκώνει αντίρρηση. Στο δρόμο περπατάμε πλάι πλάι.