Εκτός από χαρισματικός ηθοποιός, ο Άρης Σερβετάλης είναι και χαρισματικός συνομιλητής. Καθώς η συζήτησή μας περνά από το «Όνειρο ενός Γελοίου» του Ντοστογιέφσκι, που ανεβάζουν φέτος το καλοκαίρι μαζί με τη σύζυγο και συνεργάτιδά του, Έφη Μπίρμπα, σε όλη την Ελλάδα, στην «Αγέλη Προβάτων», το ενδιαφέρον αστυνομικό «γουέστερν» που βγαίνει σύντομα στα θερινά σινεμά και στο οποίο πρωταγωνιστεί, κι από εκεί στον δύσκολο φετινό θεατρικό χειμώνα, που σημαδεύτηκε από την απόφασή του να αποχωρήσει από την παράσταση «Ρινόκερος», όταν η είσοδος στα θέατρα άρχισε να γίνεται αποκλειστικά και μόνο με την επίδειξη πιστοποιητικού εμβολιασμού για τον κορωνοϊό, και μετά στην πίστη του και στη διάκριση της ζωής του σε «προ Χριστού» και «μετά Χριστόν» εποχή, ο ίδιος παραμένει ήρεμος και συγκεντρωμένος σε όσα μου λέει.
Μόνο όταν αναφέρεται στους «μπάτσους» και στην υπέρμετρη καταστολή κατά τη διάρκεια των lockdowns, αλλάζει ανεπαίσθητα τόνο η φωνή του.
Όλο αυτό που έγινε με τον κορωνοϊό και την απόφασή μου να αποσυρθώ από τον «Ρινόκερο» δεν θέλω να το ξεχάσω. Νομίζω ότι ήταν τόσο αποκαλυπτική όλη η διαδικασία για μένα, σε σχέση με αυτά που βίωσα, αυτά που εισέπραξα. Έγινε μια εξέλιξη. Μετακινήθηκα σίγουρα, αποκαλύφθηκαν πρόσωπα, καταστάσεις, εγώ ο ίδιος. Αυτά είναι πολύ δυναμικά πράγματα και έχουν μια άγρια ομορφιά, που αξίζει πολύ. Είναι μια αλήθεια, δεν υποδύεσαι κάτι. Κάποιοι εξοργίστηκαν, κάποιοι ευχαριστήθηκαν, κάποιοι ενισχύθηκαν, κάποιοι απογοητεύτηκαν. Πραγματικά συναισθήματα.
— Γιατί επιλέξατε με την Έφη Μπίρμπα να παρουσιάσετε σε περιοδεία τον συγκεκριμένο Ντοστογιέφσκι φέτος το καλοκαίρι;
Υπήρχε αρχικά η ανάγκη για κάτι ευέλικτο, να είμαι μόνος μου, γιατί δεν ξέραμε πότε θα έληγαν τα μέτρα και θα μπορούσαν ξανά να μπαίνουν όλοι οι άνθρωποι στο θέατρο, να μην υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός. Επομένως δεν μπορούσα να δεσμεύσω κάποιον άλλο συνάδελφο να με περιμένει για να δούμε αν θα γίνει η παράσταση ή όχι.
Το συγκεκριμένο έργο το συζητούσα με την παραγωγή και με την Έφη πριν από την καραντίνα. Οι σκέψεις είχαν ξεκινήσει κατά τη διάρκεια του «Ρινόκερου». Κάπως κόλλησαν αυτά και είπαμε να το κάνουμε τώρα, αν αρθούν τα μέτρα, και έτσι έγινε.
Είναι ένα έργο που μας αντιπροσωπεύει απόλυτα. Μιλά για ένα όνειρο, για το τι είναι πραγματικό και τι φανταστικό, θέτει κάποια υπαρξιακά ερωτήματα που έχουν μεγάλο ενδιαφέρον, αν μια αλήθεια μπορείς να τη βιώσεις μέσα από ένα όνειρο. Έχει σημασία να σκέφτεσαι μόνο λογικά; Δίνουμε σημασία στο ένστικτο; Εμπιστευόμαστε πράγματα που δεν είναι ύλη, δεν μπορείς να τα πιάσεις, όπως είναι σκέψη, η ψυχή, η διαίσθηση. Ενώ βιώνουμε το όνειρο, αυτό μπορεί να γίνει εφιάλτης και τότε να είμαστε οι ίδιοι βασανιστές του εαυτού μας.
Έτσι μπήκαμε στη διαδικασία να το κάνουμε και ήταν αποκαλυπτικό, είναι πολύ ιδιαίτερο κείμενο. Είναι μια ιλαροτραγωδία, μιλά για έναν πραγματικά γελοίο άνθρωπο, μπορείς άνετα να γελάσεις με τη γελοιότητα που, καθώς προσπαθεί, μέσα από τον βασανισμό του, να καταλάβει ποιος είναι. Σιγά σιγά ξεδιπλώνει όλη την ανθρωπότητα, από το παρελθόν μέχρι τη σημερινή εποχή.
— Ποια θεωρείς ότι είναι η ψυχική κατάσταση του ήρωα;
Νομίζω ότι έχει κάνει μια μεγάλη διαδρομή από τον απόλυτο μηδενισμό μέχρι που του αποκαλύφθηκε η αλήθεια μέσα από το όνειρο, και εκεί άρχισε να αντιλαμβάνεται το πώς τοποθετείται ο ίδιος απέναντι στους ανθρώπους και να νιώθει υπεύθυνος για όσα συμβαίνουν.
Μετά αλλάζει τελείως. Μετά από αυτό το όνειρο είναι σαν να αντιλαμβάνεται για ποιο λόγο ζει. Μετά από την αλήθεια που του αποκαλύπτεται είναι σαν να εγκαθίσταται μέσα του μια πραγματικότητα και να νοηματοδοτείται η ζωή του.
— Πιστεύεις ότι αυτό το κείμενο έχει να πει κάτι σε νεαρά παιδιά που θα έρθουν να σε δουν και ενδεχομένως δεν γνωρίζουν ποιος είναι ο Ντοστογιέφσκι;
Δεν ξέρω αν έχει να πει κάτι και σε ποιον. Ήταν προσωπική ανάγκη, και δική μου και της Έφης, να μιλήσουμε για τη γελοιότητα που τόσο αγαπάμε. Η γελοιότητα εκφράζει κάτι κωμικό και κάτι τραγικό ταυτόχρονα και μπορεί να θέσει ερωτήματα που δύσκολα θα λέγονταν με απλά λόγια.
— Πώς είναι να σε σκηνοθετεί η γυναίκα σου;
Ε, πολύ ωραία. Έχουμε κοινούς κώδικες, αφετηρίες, προβληματισμούς, μας ενδιαφέρουν τα ίδια πράγματα καλλιτεχνικά και αισθητικά, έτσι όπως θέλουμε να τα παραστήσουμε. Δεν χρειάζεται πολύ μπλα-μπλα για να μπούμε σε μια διαδικασία. Δουλεύουμε 24 ώρες, με του που ξυπνάμε και φτιάχνουμε καφέ, λέμε «κοίτα, έφαγα αυτό το φλας, μήπως να γίνει έτσι;».
Έχει αυτό το καλό και το κακό γιατί είμαστε και οι δύο τύποι που δεν διακόπτουμε τη δουλειά. Είναι πολύ ωραία και η συγκυρία τώρα, μετά από όλο αυτό που έγινε με τους κορωνοϊούς. Πώς έρχεται ο πατσάς μετά το ξενύχτι και καλύπτει τα τοιχώματα του οισοφάγου;
— Η περιοδεία θα περάσει και από επαρχία;
Αυτός είναι ο στόχος. Θα έχει ενδιαφέρον.
— Ντοστογιέφσκι, καλοκαίρι, στην επαρχία;
Ναι, ακούς Ντοστογιέφσκι και λες «αμάν, ταφόπλακα», θα είναι κάτι βαρύγδουπο, αλλά έχει ενδιαφέρον να δεις ότι μπορεί και να μην είναι έτσι.
— Παράλληλα βγαίνει στα θερινά μια ταινία στην οποία πρωταγωνιστείς, η «Αγέλη Προβάτων». Μου έλεγες πριν ότι σχεδόν την είχες ξεχάσει αυτή την ταινία, από την άποψη ότι έχουν περάσει δυόμισι χρόνια από τότε που τη γυρίσατε.
Η ταινία γυρίστηκε στην Τρίπολη ακριβώς μετά τα γυρίσματα για τα «Μήλα». Πολύς καιρός. Πολύ ωραία διαδικασία. Νομίζω ότι ο Δημήτρης Κανελλόπουλος δημιούργησε τις συνθήκες ώστε όλοι που συμμετείχαμε να κουμπώσουμε ωραία. Ο καθένας στον χαρακτήρα που υποδύεται είναι σαν να συμπληρώνει τον άλλο.
Έχει να κάνει κι εδώ με το υπαρξιακό θέμα της ταυτότητας του ανθρώπου, το πώς είσαι, πώς μπορείς να πάρεις θέση στα πράγματα και χρειάζεσαι τον άλλο, αλλά αυτό πολλές φορές εγκυμονεί κινδύνους. Το να γίνουμε ομάδα για να καταφέρουμε κάτι εγκυμονεί τον κίνδυνο να κρύψω τον εαυτό μου μέσα στην ομάδα, να μην έχω την κρίση να σταθώ από μόνος μου και να πάρω θέση στα πράγματα – κι αυτό είναι πολύ επικίνδυνο.
Οι ομάδες είναι πολύ ωραίες αλλά συνήθως διαλύονται είτε από υπέρμετρο εγωισμό είτε γιατί κρύβεται ο ένας μέσα στον άλλο. Νομίζω ότι μια υγιής ομάδα αποτελείται από πρόσωπα συνειδητοποιημένα, με κοινό παρονομαστή, που συναντιούνται αφού όμως έχουν κάνει πρώτα δουλειά με τον εαυτό τους. Ξέρουν ποιοι είναι, τι ζητάνε.
— Όπως αυτό που έχεις φτιάξει με την Έφη δηλαδή;
Ναι, κι αυτό καλλιεργείται, είναι συνεχώς υπό εξέλιξη.
«Αγέλη Προβάτων» - Trailer
— Στην ταινία υποδύεσαι έναν λούζερ, έναν απόλυτα παραιτημένο άνδρα.
Αλκοολικός ψιλικατζής στην Τρίπολη!
— Θεωρώ ότι απομακρύνθηκες πολύ από κινηματογραφικούς χαρακτήρες που έχεις υποδυθεί στο παρελθόν και από το weird παίξιμο, από τον Λάνθιμο ως τον Μπάμπη Μακρίδη και τα «Μήλα». Εδώ κάνεις κάτι τελείως διαφορετικό.
Κοίτα, βοήθησε αυτή η ελευθερία που μου έδωσε ο Δημήτρης. Την επαρχία και τις πόλεις της περιφέρειας έχω την αίσθηση ότι δεν τις έχουμε εκμεταλλευθεί. Εκεί γίνονται οι καλύτερες υποδόριες κωμωδίες.
Στο άκουσμα του χαρακτήρα, ενός αλκοολικού άντρα, είναι επικίνδυνο να πέσεις σε γραφικότητες. Ήθελα να φτιάξω μια οδοντοστοιχία, να τη φορέσω, να είναι χάλια τα δόντια του, δεν θα χρειαζόταν κάτι άλλο, θα είχα το ψεύδισμα και όλο αυτό θα μου δημιουργούσε μια συνθήκη, επειδή μ’ αρέσει να λειτουργώ με συνθήκες.
Το ευτύχημα είναι ότι ο Δημήτρης είχε ξάδερφο οδοντοτεχνίτη που μου έφτιαξε τη μασέλα. Τη φορούσα, ψεύδιζα και το ευχαριστήθηκα πολύ. Αυτό που έπαθα όμως μετά την ταινία, έπειτα από κανένα μήνα, όταν γύρισα στο σπίτι, ήταν ότι πετάγονταν τα δόντια μου. Η μασέλα είχε πετάξει τα δόντια μου έξω και έπρεπε να φοράω μετά άλλη μασέλα τα βράδια για να τα ξαναφέρω στα ίσα τους.
— Αυτοί οι τόσο καταπιεσμένοι ήρωες, που δεν μιλάνε, τελικά είναι πιο πιθανό να οδηγηθούν στο μεγάλο μπαμ; Όπως γίνεται και στην ταινία;
Σίγουρα. Μέσα στο κελί του, το ψιλικατζίδικο, και από αυτό που διαισθανόταν ότι συμβαίνει με τη γυναίκα του και με τον φίλο του, και έχοντας αυτή την αδυναμία να εκφραστεί, είχε βρει καταφύγιο στο αλκοόλ. Λίγο πολύ όλοι μας, για να καλύψουμε πράγματα που έχουμε την αδυναμία να τα εκφράσουμε, είτε δεν θέλουμε να τα αποδεχτούμε, γιατί θα πρέπει να πάρουμε θέση απέναντι σε αυτά, είτε κάνουμε ότι δεν υπάρχουν, με αποτέλεσμα να καταφεύγουμε στο αλκοόλ, στα ναρκωτικά, ή σε άλλες διεξόδους όπως η πολύωρη δουλειά.
Νομίζω πως λίγο-πολύ όλοι περνάμε από αυτή τη φάση, αρκεί κάποια στιγμή να γίνεται συνειδητή, αλλιώς θα δημιουργηθεί σίγουρα κάποια έκρηξη. Δεν ξέρω κιόλας, μερικές φορές οι εκρήξεις μπορεί να είναι και λυτρωτικές, να είναι τόση η αρρώστια, τόσο το μαζεμένο πύον, που ξαφνικά όταν σπάσει το απόστημα να γίνει χαμός. Όμως πρέπει να σπάσει, αλλιώς θα γίνει γάγγραινα και μπορεί ή να ακρωτηριαστεί το μέλος ή να πεθάνεις.
— Φέτος είσαι υποψήφιος στα βραβεία Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και για Α’ Ανδρικό Ρόλο με τον «Άνθρωπο του Θεού», όπου υποδύθηκες τον Άγιο Νεκτάριο, και για Β’ Ρόλο με την «Αγέλη Προβάτων». Σου λένε κάτι οι βραβεύσεις;
Εντάξει, από τη μία χαίρομαι που υπάρχει αυτή η ανταπόκριση, δηλαδή κάπως αισθάνομαι ότι όλη αυτή η προσπάθεια, που έγινε συνολικά από την ομάδα που δουλέψαμε και στη μία ταινία και στην άλλη, είχε ένα αντίκρισμα και αυτό εκφράζεται με μία υποψηφιότητα. Αλλά είναι κάτι εφήμερο. Χαίρομαι, πάμε παρακάτω.
— Όταν είδες τον «Άνθρωπο του Θεού», σου άρεσε το αποτέλεσμα;
Μου άρεσε. Επειδή το είχα ζήσει από την αρχή, είχε πολύ αγνές προθέσεις. Ήταν μια πρώτη απόπειρα να αφηγηθείς μια ιστορία θρησκευτικού περιεχομένου, που εγκυμονεί πολλούς κινδύνους να γίνει το αποτέλεσμα γραφικό, φολκλόρ, χίλια δυο, και να προκαλέσει άσχημη αντίδραση.
Νομίζω ότι δεν είχε διάθεση να προκαλέσει και αφηγήθηκε τη ζωή ενός συγκλονιστικού προσώπου που θυσίασε τον εαυτό του για όλους τους ανθρώπους μέσα από την πίστη του στον Θεό. Είχε τεχνικές δυσκολίες, έπρεπε να παίξω με γήρανση, να μιλάω στα αγγλικά, δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά.
— Στην τηλεόραση θα επέστρεφες, τώρα που αναγεννάται και έχουμε μεγάλη μυθοπλαστική έκρηξη;
Ναι, αν όντως αναγεννάται και δεν θα έχουμε πάλι άρπα-κόλλα πράγματα. Με ενδιαφέρει, είναι πολύ δυνατό μέσο, νομίζω ότι μπορούν να γίνουν καταπληκτικές δουλειές, έχουμε ιστορίες που μπορούν να γίνουν τηλεοπτικά έργα, αρκεί να υπάρχει χρόνος και χρήματα. Δεν την απέρριψα ποτέ την τηλεόραση.
— Στη μέχρι τώρα διαδρομή σου, έχεις επιλέξει συνεργασίες που σε έχουν φέρει σε πολύ διαφορετικά μονοπάτια. Αν έπρεπε, ως θεατής, να επιλέξω τρεις σταθμούς για σένα, θα ήταν ο Κακλέας, ο Παπαϊωάννου και ο Λάνθιμος. Συμφωνείς; Τι σου άφησε ο καθένας τους;
Συμφωνώ. Θα προσθέσω και την Έφη γιατί συνεργαζόμαστε από το ’10, αλλά η τοποθέτηση και η οπτική της στην τέχνη και στην αισθητική με έχει καλλιεργήσει. Η Έφη είναι η καλλιτέχνις, εγώ είμαι το εργαλείο.
Ο Κακλέας ήταν ο πρώτος που με πήρε από το σεμινάριό του στα κόμικς, με έβαλε στην ομάδα του και συνεργαζόμασταν κατά διαστήματα. Είναι ευφυής και μέχρι ενός σημείου με έχει βοηθήσει πολύ.
Η γνωριμία με τον Παπαϊωάννου ήταν καταλυτική γιατί μπήκε η μεθοδολογία, ο τρόπος δουλειάς με βάση το σώμα, να αφηγηθείς μια ιστορία με βάση το σώμα. Με έβαλε στη διαδικασία ότι χορός είναι η μετακίνηση του μέλους στον χώρο. Μου έδωσε χώρο να ανακαλύψω τον δικό μου τρόπο. Εύχομαι και ο ίδιος συνεχώς να εξελίσσεται.
Και στο κινηματογραφικό επίπεδο, από την πρώτη συνεργασία μας στην «Κινέττα», αισθανόμουν ότι ο Λάνθιμος είναι ένας άνθρωπος που γνώριζε το αντικείμενο πολύ καλά. Φοβερός τεχνίτης, καταπληκτική καλλιτεχνική ματιά, αυτοσχεδιάζαμε με φιλμ, που δεν συμβαίνει συχνά, μου έδωσε το σενάριο και ήταν 5-6 σελίδες, αλλά είχε την ικανότητα να δημιουργεί τις συνθήκες και να τραβάει χωρίς να το καταλαβαίνεις. Τον ενδιέφερε, τουλάχιστον τότε, να είναι τα πράγματα πιο μηχανικά, πιο αδρά, να μην καμώνεσαι, να μην υποδύεσαι τίποτα.
— Στα «Μήλα» είχες υποδυθεί έναν ήρωα που επιλέγει να δείχνει ότι έχει ξεχάσει. Θα ήθελες να ξεχάσεις αυτά που συνέβησαν τον φετινό χειμώνα;
Όχι, σε καμία περίπτωση. Ο χαρακτήρας στα «Μήλα» ήθελε να μπει στη διαδικασία να ξεχάσει γιατί ήταν ανέτοιμος να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα. Η μνήμη δηλώνει μία ταυτότητα, φέρνει μπροστά βιώματα και αναγκαστικά πρέπει να τα διαχειριστείς.
Όλο αυτό που έγινε με τον κορωνοϊό και την απόφασή μου να αποσυρθώ από τον «Ρινόκερο» δεν θέλω να το ξεχάσω. Νομίζω ότι ήταν τόσο αποκαλυπτική όλη η διαδικασία για μένα, σε σχέση με αυτά που βίωσα, αυτά που εισέπραξα. Έγινε μια εξέλιξη. Μετακινήθηκα σίγουρα, αποκαλύφθηκαν πρόσωπα, καταστάσεις, εγώ ο ίδιος.
Αυτά είναι πολύ δυναμικά πράγματα και έχουν μια άγρια ομορφιά, που αξίζει πολύ. Είναι μια αλήθεια, δεν υποδύεσαι κάτι. Κάποιοι εξοργίστηκαν, κάποιοι ευχαριστήθηκαν, κάποιοι ενισχύθηκαν, κάποιοι απογοητεύτηκαν. Πραγματικά συναισθήματα. Ήταν κάτι που αισθανόμουν ότι έπρεπε να συμβεί. Είχα ενημερώσει τους πάντες, όλοι γνώριζαν. Απλά φαντάζομαι ότι έλεγαν πως θα βάλω νερό στο κρασί μου.
— Δεν έχει νόημα να τα αναμοχλεύουμε και δεν θέλω να κρίνω καμία σου απόφαση, αλλά θέλω να μάθω πώς το διαχειρίστηκες εσύ.
Το σημαντικό σε αυτές τις καταστάσεις είναι το ευτύχημα να έχω δίπλα μου την Έφη, που είναι μεγάλο στήριγμα. Θέλω να πω, είναι ο άνθρωπός μου, δεν υπάρχουν λόγια για να το εκφράσω.
— Θεωρείς ότι οι επιθέσεις που δέχεσαι σχετίζονται με το γεγονός ότι έχεις επιλέξει ένα διαφορετικό lifestyle σε σχέση με τους περισσότερους ηθοποιούς; Ότι ενδεχομένως ξενίζουν οι θρησκευτικές σου πεποιθήσεις;
Μάλλον, τι να πω. Αυτό που λέμε δημοκρατία, που τη γιορτάζουμε ως άνθρωποι ελεύθεροι, είναι ένας μύθος. Η πραγματικότητα δείχνει ότι για να είναι κάποιος ελεύθερος σημαίνει ότι μπορεί να έχει και μία άποψη διαφορετική από τη δική μας. Εμείς όμως δεν μπορούμε να το διαχειριστούμε. Δεν μπορούμε να διαχειριστούμε κάποιον που λέει ότι πιστεύει στον Θεό. Ωραία, αυτό γιατί πρέπει να εξοργίζει τον άλλο; Δεν κάνω προσηλυτισμό.
— Εμένα, πάντως, που δεν πιστεύω, με ενδιαφέρει να σε ακούσω.
Και μένα με ενδιαφέρουν οι κουβέντες με ανθρώπους που δεν πιστεύουν γιατί κι εγώ δεν πίστευα. Ήμουν μηδενιστής. Δεν με ενδιέφερε τίποτα. Όταν, για παράδειγμα, ο σκηνοθέτης ρωτάει στην πρόβα «ρε παιδιά, σας αρέσει η παράσταση που κάνουμε;», από τη στιγμή που κάνει μια ερώτηση, υποτίθεται πως δίνει την ελευθερία στην ομάδα να πει την άποψή της. Αν εγώ πω «δεν μ’ αρέσει, δεν θα το έλεγα αν δεν με ρωτούσατε, αλλά δεν μ’ αρέσει», ξέρεις τι θα γίνει; Μακελειό.
— Δεν είμαστε έτοιμοι για όλες τις απαντήσεις δηλαδή;
Ναι. Επομένως πριν ρωτήσεις, καλό είναι να πεις στον εαυτό σου «είσαι έτοιμος να δεχτείς κάποιες απαντήσεις; Έχεις τη δύναμη;». Αυτό που ζήσαμε αποκάλυψε ότι δεν είμαστε ελεύθεροι. Ο καθένας θέλει αυτό που πιστεύει ο ίδιος. Είμαστε μια κοινωνία με κέντρο το εγώ.
— Εσύ αυτή την ηρεμία και το «ζεν» προφίλ που βγάζεις πώς τα έχεις πετύχει;
Τι να σου πω, μπορεί να έχει να κάνει με την πίστη στον Θεό. Αν μιλήσω για τον εαυτό μου για προ Χριστού και μετά Χριστόν, στο προ Χριστού, μέσα στα αδιέξοδα του μηδενισμού, κουβαλούσα αυτές τις ανελέητες ερωτήσεις που δεν είχαν απαντήσεις σε οποιαδήποτε συνθήκη. Στην παρέα, στη δουλειά, είχα μια καμπούρα.
Όταν μπαίνεις στη διαδικασία της πίστης όλα τα άλλα καταλαγιάζουν και είναι λυτρωτικό. Εκεί αισθάνεσαι την πραγματική ελευθερία. Δεν έχεις την ικανότητα να απαντήσεις σε όλα, ούτε είσαι εσύ το κέντρο του κόσμου.
Δεν έχω να απαντήσω σε πολλά, αλλά πιστεύω στον Θεό, στην πρόνοιά του και στην οικονομία του, πώς θα με οικονομήσει. Έχει δημιουργηθεί μια σχέση που με βγάζει από οποιοδήποτε αδιέξοδο.
— Τι συνέβη και πίστεψες;
Έφτασα στον πάτο. Ήμουν στο μηδέν, αλλόφρων, με καταχρήσεις, πράγματα που ανακυκλώνονταν και δεν με έβγαζαν πουθενά, ένας ιδρυματισμός. Σαν να έπαιρνα φόρα στον τοίχο, έπεφτα, σηκωνόμουν, ξαναέπεφτα, αλλεπάλληλες συγκρούσεις. Αυτό θα οδηγούσε στην απόλυτη καταστροφή.
— Το είχες καταλάβει δηλαδή ότι ήσουν στο μη περαιτέρω;
Ναι, αφού δεν έβρισκα κανένα νόημα. Καριέρα, θέατρο, χαρακτήρες, ρόλοι, συνεργασίες, δεν με ενδιέφερε τίποτα. Ήθελα μόνο να μουδιάζω, να μην αισθάνομαι, γιατί δεν μπορούσα να αντιμετωπίσω τίποτα.
Όταν το συνειδητοποίησα, σιγά-σιγά καλλιεργήθηκε η πίστη και μου εμφανίστηκε ένα πρόσωπο –γιατί ο Θεός δεν είναι ιδέα, είναι πρόσωπο, όπως εσύ, που μιλάμε–, τότε ξαφνικά βρέθηκε νόημα. Σαν κάποιος να μην έχει φίλους και να βρίσκει έναν. Αυτό είναι ο Θεός. Μετά πορεύεσαι μαζί του, δεν θες να χάσεις την επαφή, γιατί αν τη χάσεις, θα γυρίσεις πάλι εκεί που ήσουν.
— Τώρα που μιλάμε έχει προκύψει η έκρηξη ενός νέου ιού, της ευλογιάς των πιθήκων. Εσύ πώς διαχειρίστηκες το κομμάτι της πανδημίας και όλο τον τρόμο που προκλήθηκε; Σε ανησυχεί για την τέχνη σου, για το μέλλον του θεάτρου, αυτή η δυστοπία που ζούμε;
Έχω διάφορες ανησυχίες και οι προβληματισμοί μου κατευθύνονται προς διάφορους τομείς. Να μην αρρωστήσω, να μην πεθάνω, υπάρχουν αυτές οι ανησυχίες, αλλά λέω στον εαυτό μου ότι πρέπει να υπάρχει και ένα μέτρο. Κάποια στιγμή θα πεθάνω και πρέπει να το ομολογήσω στον εαυτό μου. Θα είναι από Covid; Από μύκητα; Από πίθηκο; Από ατύχημα; Από κάτι θα είναι.
Αυτό που συμβαίνει όμως σε όλη την κοινωνία, από όλα τα ΜΜΕ, όλη αυτή η τρομολαγνεία, να μην μπορώ να βγω μετά τις 12 το βράδυ, άμα βγω και είμαι με πολλά άτομα να τρώω πρόστιμο, να έχω τον νου μου συνεχώς στους μπάτσους μη με γράψουν και φάω πρόστιμο... δηλαδή να έχω τον φόβο να μην πεθάνω, να μην αρρωστήσω, να μην κολλήσω τη γιαγιά μου, τον παππού μου, τη μάνα μου, να φοβάμαι τον μπάτσο να μη με γράψει και πληρώσω 300 ευρώ, κάπως, όλο αυτό μου δημιουργεί το αδιέξοδο ότι ζω και δεν μπορώ να ζήσω.
Εντάξει, να μην πεθάνω, αλλά κι αν δεν μπορώ να ζω; Μήπως αυτή η τρομολαγνεία εξυπηρετεί κι άλλα συμφέροντα; Μήπως έχουμε γίνει αγέλη προβάτων μέσα από τον φόβο του θανάτου; Αυτός ο φόβος, ο εγκλεισμός, κάπου αποσκοπούν. Συμφέρει να είμαστε μια χειραγωγούμενη μάζα; Μήπως οι άνθρωποι που σκέφτονται γίνονται ξαφνικά επικίνδυνοι; Μήπως δεν είσαι επικίνδυνος όταν δεν σκέφτεσαι, όταν κάνεις αυτό που σου λένε; Μήπως επικίνδυνοι είναι οι αντιδραστικοί;
Μπορεί να έρχονται επιδημίες. Κάπως πρέπει να τις διαχειριστούμε. Θεωρώ ότι τα ΜΜΕ έχουν μεγάλη ευθύνη, επηρεάζουν τον κόσμο, με τους βαρύγδουπους τίτλους, που αιχμαλωτίζουν το βλέμμα και περνάνε το μήνυμα. Η ευλογιά των πιθήκων, ο μύκητας, το UFO, πυρηνικός πόλεμος, η δηλητηριασμένη ντομάτα που θα την καταπιούμε και θα βγάλουμε οκτώ πόδια και θα γίνουμε χταπόδια, όλα αυτά που μπορεί και να συμβούν στην παράνοια που επικρατεί. Χρειάζεται ένα μέτρο και να είμαστε πιο επιλεκτικοί στο τι διαβάζουμε και τι αφομοιώνουμε.
«Το Όνειρο ενός Γελοίου» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι
Σκηνοθεσία-εικαστική εγκατάσταση-σχεδιασμός κοστουμιών: Έφη Μπίρμπα
Απόδοση-δραματουργία: Άρης Σερβετάλης - Έφη Μπίρμπα
Ερμηνεύουν: Άρης Σερβετάλης, Έφη Μπίρμπα
Πρεμιέρα: Δευτέρα 27 Ιουνίου, Θέατρο Βράχων Βύρωνα Μελίνα Μερκούρη, κι έπειτα σε επιλεγμένα θέατρα σε όλη την Ελλάδα
«Αγέλη Προβάτων»
Σενάριο - Σκηνοθεσία: Δημήτρης Κανελλόπουλος
Παίζουν: Δημήτρης Λάλος, Aρης Σερβετάλης, Γιάννης Βασιλώττος, Λευτέρης Πολυχρόνης, Δημήτρης Λιόλιος, Δημήτρης Ξανθόπουλος, Κωνσταντίνος Σειραδάκης, Κίμωνας Κουρής, Γιώργος Βαλαής κ.ά.
Από Πέμπτη 23 Ιουνίου στους κινηματογράφους