Το δόντι του Πατρίς Λουμούμπα
"Έκοψα το σώμα του Λουμούμπα και το διέλυσα σε οξύ. Στη μέση της αφρικανικής νύχτας, χρειάστηκε να μεθύσουμε για να πάρουμε θάρρος. Ξεχωρίσαμε τα πτώματα. Το πιο δύσκολο ήταν να τα κόψω με σιδηροπρίονο και να τα περιλούσω με οξύ. Δεν είχε μείνει σχεδόν τίποτα, μόνο μερικά δόντια. Και η μυρωδιά! Πλύθηκα τρεις φορές και εξακολουθούσα να αισθάνομαι βρώμικος σαν βάρβαρος. "
Με αυτά τα λόγια περιέγραψε ο Βέλγος αστυνομικός Gérard Soete πως εξαφάνισε το σώμα του Λουμούμπα κόβoντάς το σε 34 κομμάτια με σιδηροπρίονο (0034 είναι ο διεθνής κωδικός του Βελγίου). Χρειάστηκαν να περάσουν σαράντα χρόνια για να ομολογήσει το έγκλημα μπροστά σε μια κάμερα της βελγικής τηλεόρασης.
Το δόντι του Λουμούμπα: Η υποκρισία του βελγικού κράτους απέναντι στο αποικιακό του παρελθόν
Marco Van Hees
Solidaire, 28.06. 2021
Μετά τη δολοφονία, το 1961, του Patrice Emery Lumumba, ηγέτη του αγώνα για την ανεξαρτησία του Κονγκό, ο Βέλγος αστυνομικός Gérard Soete έφερε δύο από τα δόντια του θύματος πίσω στο Βέλγιο ως "κυνηγετικό τρόπαιο". Ένα από αυτά τα δόντια επρόκειτο να επιστραφεί στο Κονγκό στα τέλη Ιουνίου του 2021, αλλά ο επαναπατρισμός των λειψάνων του νεκρού αναβλήθηκε για τον Ιανουάριο του 2022 [στις 20 Ιουνίου 2022 πρόκειται τελικά να παραδοθούν από τον Βέλγο πρωθυπουργό Alexander De Croo σε μία επίσημη κονγκολέζικη αντιπροσωπεία - σ.σ.]. Η κοινοβουλευτική συζήτηση επί του θέματος είναι ενδεικτική για το πόσο το βελγικό κατεστημένο αρνείται να αντιμετωπίσει το αποικιοκρατικό του παρελθόν.
Γεννημένος το 1925, ο Πατρίς Λουμούμπα ξεκίνησε την καριέρα του ως υπάλληλος και αργότερα έγινε δημοσιογράφος. Ήταν αυτό που ο αποικιοκράτης αποκαλούσε ένας "εξελιγμένος", ένας Κονγκολέζος που είχε υιοθετήσει τους "τρόπους των λευκών". Η άρνηση του βελγικού καθεστώτος να αναγνωρίσει την κυριαρχία του λαού του Κονγκό οδήγησε τον Λουμούμπα στο συμπέρασμα ότι υπό την αποικιοκρατία δεν μπορούσε να υπάρξει ισότητα μεταξύ Κονγκολέζων και Βέλγων. Έγινε έτσι ένθερμος υποστηρικτής της ανεξαρτησίας του Κονγκό.
Τον Δεκέμβριο του 1958 δήλωσε: "Ο αποικιοκρατισμός, ο ιμπεριαλισμός, ο φυλετισμός και ο θρησκευτικός διαχωρισμός αποτελούν σοβαρά εμπόδια στην έλευση μιας αρμονικής και αδελφικής αφρικανικής κοινωνίας." Τη δεκαετία του 1950 στο Κονγκό, ο μέσος μισθός ενός λευκού εργαζόμενου ήταν πενήντα φορές μεγαλύτερος από τον μέσο μισθό ενός Κονγκολέζου εργαζόμενου. Από το 1885 έως το 1960, η βελγική οικονομική ελίτ καταλήστεψε τους φυσικούς πόρους του Κονγκό. Κατά την ανεξαρτησία της, η χώρα δεν είχε περισσότερους από 16 Κονγκολέζους πανεπιστημιακούς και οι υποδομές της ήταν σε μεγάλο βαθμό προσανατολισμένες στις εξαγωγές.
Διαλυμένος σε οξύ
Παρά τη βίαιη καταστολή από τη βελγική διοίκηση, ο εθνικιστικός συνασπισμός του Λουμούμπα κέρδισε τις εκλογές του Μαΐου 1960. Στην ομιλία του για την Ημέρα Ανεξαρτησίας, στις 30 Ιουνίου 1960, ο Λουμούμπα εξέφρασε αυτό που πραγματικά ένιωθε και σκεφτόταν η πλειονότητα των Κονγκολέζων για τη βελγική αποικιοκρατία:
"Κονγκολέζοι άνδρες και γυναίκες, νικητές μαχητές της ανεξαρτησίας σήμερα, σας χαιρετώ εκ μέρους της κυβέρνησης του Κονγκό. (...) αυτή η ανεξαρτησία του Κονγκό κερδήθηκε μέσα από αγώνα (...) ήταν ένας ευγενής και δίκαιος αγώνας, ένας απαραίτητος αγώνας για να μπει ένα τέλος στην ταπεινωτική σκλαβιά που μας επιβλήθηκε με τη βία (...) Γνωρίσαμε τις ειρωνείες, τις προσβολές, τα χτυπήματα που έπρεπε να υποστούμε πρωί, μεσημέρι και βράδυ, επειδή ήμασταν "νέγροι". (...) Ποιος θα ξεχάσει ποτέ τις εκτελέσεις τόσων πολλών αδελφών, τα μπουντρούμια όπου ρίχτηκαν βάναυσα όσοι δεν ήθελαν πλέον να υποταχθούν στο καθεστώς της καταπιεστικής και εκμεταλλευτικής δικαιοσύνης; (...) Μαζί θα καθιερώσουμε την κοινωνική δικαιοσύνη και θα διασφαλίσουμε ότι όλοι θα λαμβάνουν δίκαιη αμοιβή για την εργασία τους."
Ως πρωθυπουργός, ο Λουμούμπα πολέμησε με αποφασιστικότητα όλες τις προσπάθειες της πρώην αποικιακής κυβέρνησης να διατηρήσει τον έλεγχό της στην πρώην βελγική αποικία. 'Οσον αφορά τη βελγική κυβέρνηση, η οποία υπερασπιζόταν συστηματικά τα συμφέροντα των μεγάλων βελγικών εταιρειών, ο Λουμούμπα δήλωνε: "Ο λαός περιμένει βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής του. Για εμάς, δεν υπάρχει ανεξαρτησία όσο δεν έχουμε μια ευημερούσα εθνική οικονομία ικανή να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης του λαού μας. Τώρα που πετύχαμε την πολιτική ανεξαρτησία, θέλουμε και την οικονομική ανεξαρτησία. Η εθνική κληρονομιά μας ανήκει."
Μόλις δυόμισι μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της κυβέρνησής του, ο Λουμούμπα καθαιρέθηκε κατόπιν αιτήματος Βέλγων αξιωματούχων και με τη βοήθεια του μελλοντικού δικτάτορα Μομπούτου. Τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό, στη συνέχεια φυλακίστηκε και τελικά, στις 17 Ιανουαρίου, βασανίστηκε και εκτελέστηκε στη ζούγκλα της Κατάνγκα από τους Κονγκολέζους συμμάχους των Βέλγων, παρουσία Βέλγων αξιωματικών. Την επόμενη ημέρα, ένας Βέλγος αστυνομικός, ο Gérard Soete, διατάσσεται να ξεφορτωθεί το πτώμα του. Ο Soete πριονίζει το πτώμα σε κομμάτια και το διαλύει σε ένα βαρέλι με οξύ. Κράτησε δύο από τα δόντια του θύματός του ως "κυνηγετικό τρόπαιο", τα οποία στη συνέχεια πήρε μαζί του πίσω στο Βέλγιο.
Αβάσταχτη υποκρισία
Τη δεκαετία του 1980, ιστορικοί όπως ο Daniel Van Groeneweghe, ο Jules Marchal και άλλοι δημοσίευσαν μια σειρά βιβλίων που, βασισμένα σε γεγονότα, παρουσίαζαν την αποικιοκρατία ως αυτό που ήταν: ένα βάναυσο καθεστώς κατοχής που στηριζόταν σε μια ρατσιστική ιδεολογία. Η γενοκτονία της Ρουάντα (1994), γέννημα της βελγικής αποικιοκρατίας και της αντιπαλότητας μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γαλλίας, και, λίγα χρόνια αργότερα, η ανατροπή της δικτατορίας του Μομπούτου (1997), αποδυναμώνουν περαιτέρω τη βελγική νεοαποικιοκρατία.
Το 1999, ο γνωστός ιστορικός και συγγραφέας Ludo De Witte εξέδωσε ένα βιβλίο για τη δολοφονία του Λουμούμπα. Το βελγικό κοινοβούλιο αναγκάστηκε να συστήσει μία κοινοβουλευτική ερευνητική επιτροπή. Μετά από ένα χρόνο, η επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι "ορισμένα μέλη της βελγικής κυβέρνησης και άλλοι βελγικοί παράγοντες έχουν ηθική ευθύνη για τις συνθήκες που οδήγησαν στο θάνατο του Λουμούμπα". Κανένα όνομα δεν αναφέρεται και γίνεται λόγος μόνο για "ηθική", και όχι ποινική ευθύνη.
'Ενας άξιος κληρονόμος του αποικιοκρατικού κατεστημένου
Το 2011, η οικογένεια Λουμούμπα κατέθεσε μήνυση για συνέργεια στη δολοφονία εναντίον 12 ατόμων, τα οποία αναφέρονται στην έρευνα της κοινοβουλευτικής επιτροπής και ανήκαν σε διάφορες διοικητικές υπηρεσίες. Τα άτομα αυτά κατηγορούνται ότι συμμετείχαν σε "μια τεράστια συνωμοσία με στόχο την πολιτική και φυσική εξόντωση του Πατρίς Λουμούμπα". Η έρευνα αυτή συνεχίζεται ακόμη και σήμερα, χωρίς σημαντικά αποτελέσματα. Δύο από τους 12 κατηγορούμενους είναι ακόμη εν ζωή. Ένας από αυτούς είναι ο Etienne Davignon.
Διπλωμάτης, πολιτικός και πλούσιος επιχειρηματίας, ο Etienne Davignon έζησε από πρώτο χέρι τη διαδικασία της ανεξαρτησίας του Κονγκό στις αρχές της διπλωματικής του καριέρας. Ακόμη και σήμερα, παραμένει ένθερμος υποστηρικτής της αποικιοκρατίας. "Αν το δούμε συνολικά, δεν έχουμε λόγο να αισθανόμαστε άσχημα γι' αυτό", δήλωσε στη Standaard τον Απρίλιο του 2010. "Έβγαλαν χρήματα οι Βέλγοι όταν ήταν στο Κονγκό; Ναι. Αλλά μήπως οι Βέλγοι το παράκαναν; Δεν το νομίζω." Γι' αυτόν, δεν τίθεται θέμα συγγνώμης: "Δεν μπορείς να ζητάς από τη σημερινή γενιά να απολογηθεί για αποφάσεις που ελήφθησαν πριν από εξήντα ή εβδομήντα χρόνια. Στη Ρουάντα, η συγγνώμη ήταν επιβεβλημένη, αλλά στο Κονγκό, θα ήταν εντελώς υπερβολική."
Προφανώς, το μόνο που μένει είναι ο θάνατος αυτών των δύο ανθρώπων για να κλείσει οριστικά η έρευνα. Η έρευνα αυτή μπορεί να προχωρήσει μόνο εάν οι συνεντεύξεις που διεξήχθησαν κεκλεισμένων των θυρών από την κοινοβουλευτική εξεταστική επιτροπή τεθούν τελικά στη διάθεση της εισαγγελική αρχής και εάν διατεθούν τα απαραίτητα μέσα για να αποτελέσει προτεραιότητα η ολοκλήρωση της έρευνας.
Είκοσι χρόνια μετά την επιτροπή έρευνας, η οποία κατέληξε σε διφορούμενο συμπέρασμα παρά τις αμέτρητες αποδείξεις, ο πρωθυπουργός De Croo εξακολουθεί να αρνείται να αναγνωρίσει την ευθύνη του βελγικού κράτους. Στις 9 Ιουνίου, απαντώντας σε ερώτηση του PTB [Κόμμα της Εργασίας του Βελγίου -σ.σ.], ανέφερε απλώς το ρόλο που "ενδέχεται" να διαδραμάτισε η βελγική κυβέρνηση. Και αποκαλώντας τον Λουμούμπα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, ο σημερινός πρωθυπουργός παρουσιάζεται ως κληρονόμος του υποκριτικού αποικιοκρατικού κατεστημένου του 1960, το οποίο είχε δαιμονοποιήσει τον Λουμούμπα για να δικαιολογήσει την εκτέλεσή του.
Καμία τύψη και μια εκκωφαντική σιωπή
Με τη μεγάλη διαδήλωση στις Βρυξέλλες μετά το θάνατο του Τζορτζ Φλόιντ στις αρχές του περασμένου Ιουνίου, το κίνημα κατά των αποικιοκρατικών εικόνων που ακολούθησε, αλλά και την επιστολή της Τζουλιάνα Λουμούμπα, στην οποία η κόρη του δολοφονηθέντος πρωθυπουργού απαιτεί την επιστροφή του λειψάνου του πατέρα της εκ μέρους της οικογένειας, το αυξανόμενο αντιαποικιακό κίνημα ανάγκασε τελικά το βελγικό κράτος να υποσχεθεί την επιστροφή του λειψάνου στις αρχές Σεπτεμβρίου. Πρόκειται για πραγματική παραδοχή ενοχής εκ μέρους του βελγικού κράτους.
Αλλά και εδώ, γίνονται τα πάντα για να αρνούνται κάθε σαφή ποινική ευθύνη και να διασφαλίζεται ότι το γεγονός θα λάβει χώρα όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα. Ο πρωθυπουργός De Croo δήλωσε τελικά στις 9 Ιουνίου ότι η επιστροφή των λειψάνων των νεκρών θα γινόταν τη Δευτέρα 21 Ιουνίου. Δύο ημέρες αργότερα, όλα ακυρώθηκαν, δήθεν λόγω της κατάστασης με τον κοροναϊό στην Κινσάσα. Ο πρόεδρος του Κονγκό Tshisekedi ανακοίνωσε ότι η επίσημη επιστροφή θα πραγματοποιηθεί μεταξύ 8 και 17 Ιανουαρίου, 61 χρόνια μετά τη δολοφονία του Lumumba. Η αναβολή αυτή δεν πρέπει να μετατραπεί σε ακύρωση ή αποσιώπηση.
Ως ένδειξη σεβασμού και απερίφραστης αναγνώρισης της συνυπευθυνότητας του βελγικού κράτους στις δολοφονίες του πρωθυπουργού του Κονγκό Λουμούμπα, του προέδρου της Γερουσίας Οκίτο και του υπουργού Μπόλο, το πιο φυσιολογικό θα ήταν να είναι παρών ο πρωθυπουργός De Croo στο Κονγκό στις 17 Ιανουαρίου 2022 και να αναγνωρίσει ρητά την ευθύνη του βελγικού κράτους σε αυτό το έγκλημα. Το PTB κατέθεσε σχετική πρόταση, η οποία απορρίφθηκε από τα κόμματα της πλειοψηφίας...
Δείτε επίσης στο Αλμανάκ: Μία αποκαθήλωση που άργησε πολύ
Δολοφονία του Patrice Lumumba. Gérard Soete:: "Τεμάχισα τον Λουμούμπα σε 34 κομμάτια
Abidjan TV/AFP - 15.05.2002
Σχεδόν σαράντα χρόνια μετά τη δολοφονία του Πατρίς Λουμούμπα, ο Βέλγος Gérard Soete ξεφορτώθηκε επιτέλους ένα βαρύ μυστικό: μια νύχτα του Ιανουαρίου του 1961, μέσα σε μια δυσοσμία από θειικό οξύ και τεμαχισμένα πτώματα, εξαφάνισε το σώμα του Κονγκολέζου μάρτυρα.
"Μου το επέτρεπε ο νόμος;" αναρωτιέται σήμερα, σε ηλικία 80 ετών, αν και υγιέστατος, στο σπίτι του σε ένα προάστιο της Μπριζ (βορειοδυτικά), όπου τον συνάντησε το AFP. "Για να σώσουμε χιλιάδες ανθρώπους και να διατηρήσουμε την ηρεμία σε μια εκρηκτική κατάσταση, νομίζω ότι κάναμε το σωστό", πρόσθεσε, παρά την "ηθική κρίση" που πρέπει να πέρασε μετά από εκείνη τη "φρικτή" νύχτα.
Στις 17 Ιανουαρίου 1961, επτά μήνες μετά την ανεξαρτησία του , ο Πατρίς Λουμούμπα, ο πρώτος αρχηγός της κυβέρνησης της χώρας, δολοφονήθηκε κοντά στην Elisabethville (τη σημερινή Lubumbashi στο Νότο), πρωτεύουσα της αποσχιστικής τότε επαρχίας Κατάνγκα. Το πτώμα του, διάτρητο από σφαίρες, δεν βρέθηκε ποτέ, όπως και των δύο κοντινών του συνεργατών που σκοτώθηκαν μαζί του, του Joseph Okito και του Maurice Mpolo.
Σύμφωνα με τον υπαίτιο, ο στόχος της εξάλειψης ήταν, εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου, να διατηρηθεί το Κονγκό στη σφαίρα της δυτικής επιρροής. Η θέση αυτή είχε τέτοια απήχηση, ώστε μια βελγική κοινοβουλευτική επιτροπή έρευνας, επιφορτισμένη με τη διερεύνηση της "πιθανής εμπλοκής Βέλγων πολιτικών" στη δολοφονία, άρχισε τις εργασίες της στις 2 Μαΐου. Η επιτροπή θα εξετάσει τον Gérard Soete, τον αστυνομικό διευθυντή που ήταν τότε υπεύθυνος για τη δημιουργία μιας "εθνικής αστυνομίας της Κατάνγκα".
Οι Βέλγος αυτός από την Μπρίζ έπρεπε πρώτα να μεταφέρει τα τρία πτώματα 220 χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο της εκτέλεσης και να τα θάψει πίσω από ένα ανάχωμα τερμιτών στη μέση της δασώδους σαβάνας. Ωστόσο, επιστρέφοντας στην Elisabethville, έλαβε "εντολή" από τον υπουργό Εσωτερικών της Κατάνγκα, Godefroi Munongo, να εξαφανίσει κυριολεκτικά τα πτώματα. Η δημοτικότητα του Λουμούμπα ήταν τέτοια που το πτώμα του εξακολουθούσε να είναι ενοχλητικό. Το "προσκύνημα" στον τάφο του θα μπορούσε να αναζωπυρώσει τον αγώνα των υποστηρικτών του.
"Εγώ, ο μικρός Gerard Soete από την Μπριζ, έπρεπε να τα βγάλω πέρα μόνος μου με τρία διεθνώς γνωστά σώματα", συνοψίζει σήμερα. "Όλες οι βελγικές αρχές ήταν εκεί και δεν μου είπαν να μην κάνω τίποτα", προσθέτει με έντονη φλαμανδική προφορά. Αυτός, "ένας άλλος λευκός" και μερικοί Κονγκολέζοι, χρειάστηκαν όλη τη νύχτα, από τις 22 έως τις 23 Ιανουαρίου, "με τη βοήθεια ενός σιδηροπρίονου, δύο μεγάλων νταμιτζάνων και ενός βαρελιού γεμάτου με θειικό οξύ", για να ολοκληρώσουν το έργο τους.
"Μέσα στην αφρικανική νύχτα, αρχίσαμε να μεθάμε για να πάρουμε θάρρος. Ξεχωρίσαμε τα πτώματα. Το πιο δύσκολο ήταν να τα τεμαχίσω πριν ρίξω το οξύ", εξηγεί ο ογδοντάχρονος. "Δεν έμεινε μετά σχεδόν τίποτα, μόνο μερικά δόντια. Και η μυρωδιά! Πλύθηκα τρεις φορές και εξακολουθούσα να αισθάνομαι βρώμικος σαν ένας βάρβαρος", προσθέτει. Επιστρέφοντας στο Βέλγιο μετά το 1973, ο Gérard Soete, ο οποίος έχει ακόμα ένα δάχτυλο, ένα δόντι (βαλσαμωμένα) και τη βέρα του Π. Λουμούμπα, θα διηγηθεί αυτή την τρομερή νύχτα σε ένα μυθιστόρημα, "για να ανακουφιστεί", χωρίς όμως να αποκαλύψει τότε το όνομά του.
Η χήρα που ηγήθηκε μιας γυμνόστηθης διαμαρτυρίας ενάντια σε μια δολοφονία
Eromo Egbejule
Ozy, 05.07.2020
Αλλά υπάρχουν τόσα πολλά πρόσθετα έξοδα και φόροι
που μας βάζουν εύκολα τρικλοποδιά
σε όλη αυτή τη βοή και τη γενναιότητα αυτής της απελευθερωτικής επιχείρησης.
Και μετά, φυσικά,
τα θλιμμένα γυμνά στήθη της Pauline Lumumba.
Η έμπνευση για αυτές τις γραμμές που έγραψε η ποιήτρια Brenda Marie Osbey προηγήθηκε του ποιήματος κατά σχεδόν έξι δεκαετίες. Αλλά η εικόνα παρέμεινε ανεξίτηλη, ακόμη και αν έχει εκλείψει από την πρόσφατη δημόσια μνήμη. Ήταν αυτή της Pauline Opango Lumumba, της πρώτης κυρίας της ανεξάρτητης Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό. Καθώς θρηνούσε τη δολοφονία του συζύγου της, Πατρίς, του πρώτου πρωθυπουργού της ΛΔΚ, ηγήθηκε μιας πορείας διαμαρτυρίας την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου του 1961, γυμνή μέχρι τη μέση. Ήταν μια χειρονομία που, όπως θα εξηγούσε αργότερα η Osbey, εξέφραζε με το πιο εμβληματικό τρόπο τη θέση της "μεταξύ δημόσιου πένθους και ιδιωτικής θλίψης".
Η Λεοπόλντβιλ, που σήμερα ονομάζεται Κινσάσα, ήταν η έδρα της κυβέρνησης μιας νεαρής δημοκρατίας που κέρδισε την ανεξαρτησία της από τους βάναυσους Βέλγους αποικιοκράτες στις 30 Ιουνίου 1960. Ο Πατρίς, ένας εύγλωττος ρήτορας, ήταν ένας από τους ηγέτες του αντιστασιακού κινήματος. Η αντίθεσή του στο αποσχιστικό κίνημα της Κατάνγκα, της πλούσιας σε ορυκτά επαρχίας που εποφθαλμιούσαν οι Βέλγοι, αποτέλεσε την τέλεια αφορμή για αυτό που ο Ludo De Witte, Βέλγος ιστορικός και συγγραφέας του βιβλίου Η δολοφονία του Λουμούμπα, αποκαλεί την πιο σημαντική δολοφονία του 20ού αιώνα.
Σύμφωνα με πληροφορίες, υπήρχαν δύο διαφορετικά σχέδια δολοφονίας: το ένα εκπόνησαν η CIA και η MI6 και το άλλο οι Βέλγοι και οι Κονγκολέζοι αξιωματούχοι. Το δεύτερο, που ήταν τελικά κι αυτό που πέτυχε, πραγματοποιήθηκε με επικεφαλής τον Joseph-Desire Mobutu, ο οποίος θα κατέληγε να κυβερνά τη χώρα για περισσότερα από 30 χρόνια εφαρμόζοντας ένα καθεστώς οικονομικής λεηλασίας και κοινωνικής παρακμής.
Η Pauline ήταν η τρίτη σύζυγος του Lumumba και καταγόταν από το ίδιο χωριό. Ο δεκαετής γάμος τους δεν ήταν μια παραμυθένια ιστορία αγάπης - σύμφωνα με πληροφορίες, ο Λουμούμπα είχε πολλαπλές σχέσεις, συμπεριλαμβανομένης μιας με την πρώην σύζυγό του (που επίσης ονομαζόταν Pauline), και συχνά χωριζόταν από την τρίτη σύζυγό του και τα τέσσερα παιδιά τους λόγω της φυλάκισης ή των πολιτικών του επιδιώξεων. "Δεν είχε χρόνο για τίποτα άλλο εκτός από την πολιτική", δήλωσε αργότερα η Pauline στο περιοδικό Jet.
Η Pauline ήταν "κυρίως σύζυγος και μητέρα χωρίς πρόσβαση στην εκπαίδευση, παρά το γεγονός ότι παντρεύτηκε έναν άνδρα από τη μικρή μορφωμένη ελίτ", λέει η Karen Bouwer, συγγραφέας του βιβλίου Gender and Colonization in the Congo. Όταν ο Λουμούμπα έφτανε στο σπίτι με καλεσμένους χωρίς προειδοποίηση, λέει η Bouwer, η Pauline κρυβόταν στην κρεβατοκάμαρα μέχρι να προλάβει να της εγκρίνει το ντύσιμό της και να της δώσει οδηγίες για το δείπνο.
Παρ' όλα αυτά, η Pauline υποστήριξε την επανάσταση και ήταν ένα από τα πρώτα μέλη του Mouvement National Congolais, του πολιτικού κόμματος που ίδρυσε ο Λουμούμπα. Βρισκόταν στο ίδιο αυτοκίνητο με τον σύζυγό της όταν εκείνος συνελήφθη από τους μπράβους του Μομπούτου. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του, αναγκάστηκε να μετακινείται από σπίτι σε σπίτι με τον μικρό γιο τους. Άκουσε την είδηση της δολοφονίας του συζύγου της στο ραδιόφωνο.
Πικραμένη από τον θάνατό του -και ίσως και από την απώλεια του τέταρτου παιδιού τους, το οποίο πέθανε λίγο μετά τη γέννησή του- βγήκε στους δρόμους της Λεοπόλντβιλ μετά τη δολοφονία του Πατρίς για να απαιτήσει να της επιστραφεί το σώμα του.
Γυμνόστηθη και κρατώντας τον γιο της στην αγκαλιά της, η Pauline ηγήθηκε μιας ομάδας περίπου 100 υποστηρικτών. Όπως εκείνη, έτσι και οι άλλες γυναίκες είχαν ξεγυμνώσει το στήθος τους, και οι άνδρες ακολουθούσαν πίσω τους με σκυμμένα κεφάλια καθώς περπατούσαν προς την έδρα των Ηνωμένων Εθνών. Απαίτησαν όχι μόνο να ταφεί η σορός του Λουμούμπα, αλλά και να παρέμβει ο ΟΗΕ και να αναζητήσει δικαιοσύνη για τη δολοφονία του.
Οι φωτογραφίες από τη διαδήλωση κυκλοφόρησαν στις σελίδες των τοπικών και ξένων εφημερίδων τις επόμενες ημέρες. Το όραμα και το χάρισμα του Πατρίς είχαν επηρεάσει Αφροαμερικανούς όπως ο Μάλκολμ Χ και είχαν πείσει άλλους όπως η Yvonne Reed, μητέρα του κωμικού Dave Chapelle να εργαστούν γι' αυτόν. Ακριβώς όπως ο θάνατός του είχε προκαλέσει την καταδίκη σε όλο τον κόσμο, οι φωτογραφίες της θλιμμένης διαμαρτυρίας της Pauline προκάλεσαν συμπάθεια - αν και καμία απάντηση από τον ΟΗΕ.
Μετά τη διαδήλωση, η Pauline, τα παιδιά της και ορισμένοι από τους υποστηρικτές του συζύγου της αναγκάστηκαν να διαφύγουν σε έναν καταυλισμό προσφύγων και στη συνέχεια να εξοριστούν στην Αίγυπτο. Δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ, αλλά έζησε αρκετά για να δει τη βελγική κυβέρνηση να αποδέχεται επίσημα την ηθική ευθύνη για τη δολοφονία του Λουμούμπα και να δηλώνει τη "βαθιά της λύπη" το 2002. Τον Ιούνιο του 2018, οι Βρυξέλλες μετονόμασαν μια πλατεία της πόλης προς τιμήν του.
"Η μητέρα μου ήταν η ραχοκοκαλιά της οικογένειάς μας", δήλωσε η κόρη της Julian στον Τύπο μετά τον θάνατο της Pauline Lumumba στον ύπνο της τον Δεκέμβριο του 2014. "Την αγαπούσαν όλοι ... Μοιραζόταν, έδινε. Αγαπούσε. [Ήταν] μια θαρραλέα γυναίκα".