Παιδί Αλβανών μεταναστών που αναγκάστηκε με τη σειρά του να μεταναστεύσει στη Γερμανία τα χρόνια της κρίσης, όπως πολλά άλλα παιδιά Ελλήνων και μεταναστών πρώτης γενιάς, έγραψε το συγκινητικό και τρυφερό, ακόμα και όταν γίνεται σκληρό, αυτό βιβλίο σε μια προσπάθεια να ακουστεί δυνατότερα «η φωνή της γενιάς του» –μια φωνή που ακούγεται ολοένα περισσότερο και στο λογοτεχνικό πεδίο– αλλά και να ξεφορτωθεί το «βαρύ φορτίο» των ενοχών εξαιτίας του στίγματος που συνόδευε την καταγωγή του όσο ζούσε στην Ελλάδα.
Μια χώρα που του έδωσε αρκετές λύπες, αλλά πολύ περισσότερες χαρές, καθώς λέει, μια χώρα στην οποία υπέμεινε πολλές ρατσιστικές και απαξιωτικές συμπεριφορές και όπου χρειάστηκε να εργαστεί σκληρά, όπως και οι γονείς του, προκειμένου να μπορέσει να σπουδάσει δίχως καμία σχεδόν στήριξη πέρα από αυτή των φίλων που έκανε εδώ, αλλά που την υπερασπίστηκε σαν δική του όταν χρειάστηκε.
Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς αφού είναι η δεύτερη πατρίδα του, γλωσσικά και συναισθηματικά, παρότι ο ίδιος νιώθει καταρχάς κοσμοπολίτης, άρα «άπατρις» – μοιάζει εξάλλου τόσο πολύ με την πρώτη, την Αλβανία, σε πολλά επίπεδα, όπως θα πει.
Αν κάτι δεν ανέχεται με τίποτα πια είναι τα στερεότυπα που «εμάς, τους Αλβανούς της Ελλάδας, μας κυνηγάνε ακόμα». Στερεότυπα ρατσιστικά και ξενοφοβικά που στη Γερμανία, την τρίτη πλέον πατρίδα του, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Πληροφορική και εργάζεται πλέον ως μηχανικός διασφάλισης ποιότητας, είναι ευτυχώς φαινόμενα περιθωριακά: «Εδώ υπάρχουν άνθρωποι και υπηρεσίες που σε βοηθούν να βρεις τον δρόμο σου, η διαφορετικότητα θεωρείται προτέρημα και δεν χρειάζεται να απολογηθείς σε κανέναν επειδή δεν έχεις γερμανικό όνομα»
Οι νέοι Έλληνες και οι Αλβανοί μετανάστες στη Γερμανία δεν ξεχωρίζουν καθόλου μεταξύ τους: «Συχνάζουμε στα ίδια μέρη, έχουμε τις ίδιες συνήθειες και κάνουμε καλή παρέα πίνοντας φρέντο. Είμαστε από κοινού η γενιά της κρίσης, απότοκοι του λεγόμενου ελληνικού braindrain. Βρεθήκαμε εδώ για τους ίδιους λόγους, μοιραζόμαστε παρόμοιους στόχους και ανησυχίες. Γελάμε καμιά φορά όταν οι Γερμανοί δυσκολεύονται να προφέρουν τα ελληνικά ονόματα, σε αντίθεση με ονόματα σαν το δικό μου για παράδειγμα. Έχει ο καιρός γυρίσματα, όπως σωστά είπε κάποτε η Δέσποινα Βανδή!».
— Πώς προέκυψε καταρχάς η ανάγκη να γραφτεί αυτό το βιβλίο και πώς εμπνεύστηκες την ονομασία του;
Πρόκειται για τον τίτλο ενός εκ των διηγημάτων του βιβλίου και αφορά σε μία από τις περιπέτειες που είχα ως έφηβος με την Ελληνική Αστυνομία. Ήταν τότε ξέρεις πολύ εύκολο να έχεις τέτοιες περιπέτειες. Αρκούσε να δουν ότι είσαι κάτοχος αλβανικού διαβατηρίου.
Σ’ εκείνη την «περιπλάνησή» μου σε ένα αστυνομικό τμήμα, είδα το κάδρο μιας γάτας πίσω από ένα γραφείο. Παρότι είχα πολύ θυμό, αφού με είχαν κρατήσει ώρες για μια απλή εξακρίβωση στοιχείων, βρήκα τη γάτα εκείνη πολύ όμορφη, όπως άλλωστε είναι όλες οι γάτες!
Στην Ελλάδα έζησα τα περισσότερα και τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου μέχρι τώρα. Εκεί μεγάλωσα, εκεί γέλασα, εκεί έκλαψα, εκεί ερωτεύτηκα για πρώτη φορά, εκεί έκανα φιλίες ζωής, εκεί πληγώθηκα κι αυτά τα πράγματα είναι που αγάπησα περισσότερο. Αυτό που μίσησα και δεν ανέχομαι πια είναι τα στερεότυπα που εμάς, τους Αλβανούς της Ελλάδας, μας κυνηγάνε ακόμα.
Η ανάγκη, τώρα, της συγγραφής γεννήθηκε από το ότι μεγαλώνοντας σε μια κοινωνία όπου είσαι εκ προοιμίου ένοχος, κουβαλάς ένα βαρύ φορτίο το οποίο κάποια στιγμή θέλεις να ξεφορτωθείς.
Από πολύ μικρός αναρωτιόμουν τι θα ήμουν στην Ελλάδα χωρίς την ταμπέλα, τη ρετσινιά αν θέλεις, του Αλβανού. Κουβαλάς μια συλλογική ενοχή που σε τσακίζει λίγο-λίγο και κάπου λες «φτάνει ρε, τώρα θα ακούσετε κι εμένα, ακούστε κι εμάς, τη γενιά μου, που της φορτώσατε τόσα και συνεχίζετε να της φορτώνετε». Με λίγα λόγια, ήταν η ανάγκη να εισακουστεί η φωνή μου, η φωνή μας, να διεκδικήσουμε ορατότητα, ισότητα και αποδοχή.
Δεν θέλω πια να «απολογούμαι» κάθε φορά που συστήνομαι κάπου για το ξενικό μου όνομα. Είμαι ένας από εσάς, με τη διαφορετικότητά μου και τις ομοιότητές μου. Ήταν επίσης η ανάγκη να ανακαλύψω, να βρεθώ με τα υπόλοιπα παιδιά της δεύτερης γενιάς Αλβανών μεταναστών και να συζητήσουμε σε ένα ασφαλές περιβάλλον τις εμπειρίες μας, αυτές που συχνά έχουν τρομακτική ομοιότητα.
— «Πατρίδα του ποιητή, η γλώσσα του», έγραφε ο Ελύτης. Ισχύει το ίδιο και για τον συγγραφέα; Εφόσον γράφεις στα ελληνικά, να υποθέσει κανείς ότι περισσότερο πατρίδα από τις τρεις χώρες όπου έχεις ζήσει θεωρείς την Ελλάδα;
Καταρχάς, να πω ότι δεν μιλώ καμία από τις τέσσερις γλώσσες που κατέχω τέλεια. Θαρρώ αυτή είναι η μοίρα του μετανάστη, εκείνου τέλος πάντων που μεγαλώνει με διαφορετική γλώσσα στο σπίτι από εκείνη που χρησιμοποιεί στο σχολείο. Ή μπορεί απλώς εγώ να μην τα κατάφερα.
Γλωσσικά όμως τουλάχιστον μπορώ να πω ότι ναι, η Ελλάδα είναι η πατρίδα μου, αφού συνήθως σκέφτομαι, ονειρεύομαι και γράφω στα ελληνικά.
— Τι αγάπησες και τι μίσησες περισσότερο σε αυτήν τη δεύτερη πατρίδα; Ποιο πρόσωπο/περιστατικό σου έμεινε αξέχαστο από τα ελληνικά σου χρόνια;
Στην Ελλάδα έζησα τα περισσότερα και τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου μέχρι τώρα. Εκεί μεγάλωσα, εκεί γέλασα, εκεί έκλαψα, εκεί ερωτεύτηκα για πρώτη φορά, εκεί έκανα φιλίες ζωής, εκεί πληγώθηκα κι αυτά τα πράγματα είναι που αγάπησα περισσότερο.
Αυτό που μίσησα και δεν ανέχομαι πια είναι τα στερεότυπα που εμάς, τους Αλβανούς της Ελλάδας, μας κυνηγάνε ακόμα.
Ένα πρόσωπο που θα μου μείνει αξέχαστο είναι η πρώτη μου δασκάλα, η κυρία Σοφία! Ήταν εκείνη που με τη φυσικότητα, τη δυναμική και το ένστικτό της αν θέλεις, με μάζεψε από την αυλή του σχολείου και με πήγε στην τάξη της, αφού πρώτα μου έκανε εγγραφή και μου έδωσε τα βιβλία της Α' Δημοτικού.
Είναι η μέρα που ένιωσα ότι με αγαπάνε σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα (ακόμα). Για ένα εννιάχρονο παιδί, αυτό είναι ο κόσμος όλος! Δεν ήθελα τίποτε άλλο!
— Τι σε πλήγωσε και τι σε «έφτιαξε» περισσότερο; Τι σημαίνει για σένα τελικά η Ελλάδα;
Ως παιδί, θυμάμαι ότι αυτό που με πλήγωνε περισσότερο ήταν όταν τσακωνόμουν με κάποιο άλλο παιδί και «στολίζαμε» το ένα το άλλο με διάφορα επίθετα, το ότι πολύ συχνά στο τέλος της «μάχης» μού πετούσαν ένα «άντε ρε, Αλβανέ». Με εξόργιζε αυτό διότι συνειδητοποιούσα πόσο μεγάλη βρισιά θεωρούσαν οι συνομήλικοί μου την καταγωγή μου.
Αυτό που με «έφτιαξε» είναι που πολλές φορές δεν χρειάστηκε να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, το έκαναν για μένα τα φιλαράκια μου. Εκεί είναι που σκέφτεσαι ότι δεν είσαι μόνος, ότι έχεις συμμάχους κι έτσι προχωράς με περισσότερη αισιοδοξία
Ελλάδα για μένα σημαίνει πολλά πράγματα. Θα χρειαζόμουν αρκετά βιβλία ακόμα για να την περιγράψω, αν ποτέ τα κατάφερνα. Είναι τα πάντα όλα, που θα έλεγε και ο Αλέφαντος!
Τώρα ξεκίνησε η αποσυναρμολόγηση, έχουμε πολλή δουλειά μπροστά μας. Είναι δύσκολο να μείνεις μακριά από την Ελλάδα. Εκεί που θαρρείς πως απομακρύνεσαι, τόσο πιο κοντά της βλέπεις τον εαυτό σου.
— Βρήκα αρκετά διασκεδαστικό το ότι στο αποκορύφωμα της οικονομικής κρίσης βρέθηκες να υπερασπίζεσαι στο εξωτερικό την Ελλάδα και τους «τεμπέληδες Έλληνες», παρότι δεν είχες τραβήξει και λίγα εδώ. Πώς τη βλέπεις σήμερα από μακριά πλέον, και πόσο πιστεύεις ότι έχει αλλάξει αναφορικά με την αντιμετώπιση του «ξένου», του «άλλου»;
Ήταν μια εποχή που οι «τεμπέληδες Έλληνες» έπαιζαν πολύ στα ευρωπαϊκά ΜΜΕ και ήταν κάτι που, εκτός από εντελώς άδικο, ένιωθα ότι απευθυνόταν και σε μένα προσωπικά. Από την Ελλάδα είχα πάει εκεί άλλωστε. Κάτσε, ρε φίλε, όχι και τεμπέληδες, πήζαμε στη δουλειά χειμώνα-καλοκαίρι! Η υπεράσπιση, λοιπόν, ήταν αυτονόητη. Εξάλλου, είπαμε, σκατά στα στερεότυπα!
Δυστυχώς, η κρίση που ξεκίνησε τότε δεν ήταν μόνο οικονομική. Ο πολιτικός λόγος στην Ελλάδα κυμαίνεται σε όλο και χαμηλότερα επίπεδα, ευνοώντας λαϊκιστές κάθε είδους. Η κρίση ήρθε πακέτο με δαύτους.
Όσον αφορά το μεταναστευτικό, έχουν βελτιωθεί αρκετά τα πράγματα, γίνονται αργά, αλλά σταθερά βήματα ως προς την ένταξη και την αποδοχή των μεταναστών. Το τοπίο αλλάζει, «με χαιρετάν σε γλώσσες που δεν ξέρω και μ’ αρέσει», όπως λέει ο ΛΕΞ! Υπάρχουν πολλές τέτοιες γειτονιές στις ελληνικές πόλεις σήμερα και αυτό το βρίσκω πανέμορφο. Αυτό ισχύει για την αποδοχή του διαφορετικού γενικότερα. Βλέπω και το Athens Pride όπου όλο και περισσότερος κόσμος συμμετέχει και το στηρίζει.
Ο κόσμος στην Ελλάδα έχει, νομίζω, συνειδητοποιήσει ότι ο μετανάστης δεν είναι απέναντί του αλλά δίπλα του στον καθημερινό αγώνα για μια καλύτερη ζωή. Σε θεσμικό επίπεδο, ωστόσο, τα πράγματα διαφέρουν. Μια απόδειξη είναι η τοποθέτηση του ξενοφοβικού Μάκη Βορίδη στο υπουργείο Εσωτερικών. Η απόκτηση άδειας διαμονής, η ανανέωσή της, η πολιτογράφηση, δυσκόλεψαν πολύ για νέους και παλιούς μετανάστες. Είναι ξεκάθαρο το μήνυμα: «Θα σας κάνουμε τη ζωή δύσκολη».
— Οι Αλβανοί μετανάστες στην Ελλάδα έχουν ενταχθεί και αφομοιωθεί πια περισσότερο από κάθε άλλη εθνικότητα, παρότι ήταν αυτή που στοχοποιήθηκε ίσως πιο πολύ.
Ναι, έτσι πιστεύω πως είναι, πως υπάρχει ένα συλλογικό τραύμα, τουλάχιστον για τη γενιά μου. Το δικό μου παράπονο ήταν ανέκαθεν η έλλειψη ενδιαφέροντος των στενών μου φίλων για την Αλβανία, την ιστορία, τον πολιτισμό, την ύπαρξή της. Αυτό είχε αντίκτυπο και σε όσους μεγαλώσαμε στην Ελλάδα. Δεν ρωτούσαμε πολλά για τη χώρα καταγωγής μας, δεν μας ενδιέφερε.
Τελευταία βλέπω αυτό να αλλάζει ριζικά. Παρατηρώ κιόλας ότι πολλοί Έλληνες επισκέπτονται πια την Αλβανία, προτρέποντας κι άλλους να κάνουν το ίδιο, ότι ενδιαφέρονται να μάθουν περισσότερα γι’ αυτήν τη χώρα. Τα παιδιά της δεύτερης γενιάς, τα οποία συναναστρέφονται κυρίως με Έλληνες, έδωσαν το έναυσμα και μπορούν να γίνουν ο καλύτερος δίαυλος επικοινωνίας και σύνδεσης των δύο χωρών. Μαθαίνοντας την ιστορία και την κουλτούρα του γείτονά σου, αποκτάς μια πολύ ουσιαστικότερη σχέση μαζί του.
Με έχουν ρωτήσει, ξέρεις, στο παρελθόν αν η Αλβανία έχει θάλασσες, αν έχει αετούς, αν υπάρχουν εκκλησίες, αν καλλιεργούμε καρπούζια! Παράνοια! Είναι καιρός να διδαχτούμε κάτι από τις μελανές σελίδες του παρελθόντος.
Ως παιδί, θυμάμαι ότι αυτό που με πλήγωνε περισσότερο ήταν όταν τσακωνόμουν με κάποιο άλλο παιδί και «στολίζαμε» το ένα το άλλο με διάφορα επίθετα, το ότι πολύ συχνά στο τέλος της «μάχης» μου πετούσαν ένα «άντε ρε, Αλβανέ». Με εξόργιζε αυτό διότι συνειδητοποιούσα πόσο μεγάλη βρισιά θεωρούσαν οι συνομήλικοί μου την καταγωγή μου.
— Μήπως Έλληνες και Αλβανοί μοιάζουμε τελικά περισσότερο απ' όσο μπορούμε να παραδεχτούμε, και στα καλύτερα και στα χειρότερά μας;
Ισχύει! Ο Γκαζμέντ Καπλάνι είχε πει πως οι Αλβανοί είναι τα φτωχά ξαδέλφια των Ελλήνων που ήρθαν στην πόλη από το χωριό. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος είχε δηλώσει κάποτε πως το «una fascia, una razza» κακώς λέγεται στην Ελλάδα για τους Ιταλούς, θα έπρεπε να λέγεται για Έλληνες και Αλβανούς, κι αυτό προκάλεσε αντιδράσεις και στις δύο χώρες, μάλλον επειδή η αλήθεια πονάει!
«Συγκατοικούμε» πολλούς αιώνες τώρα, έχουμε κοινές παραδόσεις, κοινή κουζίνα, κοινά χαρακτηριστικά, παρόμοιες νοοτροπίες. Για παράδειγμα, για ό,τι τραβάμε μας φταίνε πάντα οι γείτονες, οι ξένοι, οι άλλοι, ποτέ εμείς! Έπειτα έχουμε έναν μοναδικό τρόπο να θεωρούμε τον εαυτό μας τον καλύτερο στον κόσμο και ταυτόχρονα τον χειρότερο.
— Με τη γενέτειρά σου την Αλβανία τι θα έλεγες ότι σε συνδέει; Αν μπορούσες να επιλέξεις και είχες παντού τις ίδιες επαγγελματικές, οικονομικές κ.λπ. προοπτικές, πού θα διάλεγες να ζήσεις;
Η Αλβανία είναι η χώρα όπου γεννήθηκα και έζησα μέχρι τα εννιά μου χρόνια, είναι η χώρα των γονιών μου, των αγαπημένων γιαγιάδων και παππούδων μου, τους οποίους περίμενα πάντα με περίσσια λαχτάρα να επισκεφτώ όταν έκλειναν τα σχολεία. Εκεί έκανα τα πρώτα μου βήματα, πρόφερα τις πρώτες μου λέξεις, έμαθα τα πρώτα μου γράμματα και θα παραμένει πάντα σημείο αναφοράς.
Είναι μια χώρα με πολύ εργατικούς ανθρώπους και μια νεολαία που διψάει για πραγματικές αλλαγές, μια χώρα η οποία προόδευσε πολύ τις τελευταίες δεκαετίες, παρότι κι αυτή χτυπήθηκε από την οικονομική κρίση. Αργά, αλλά σταθερά είναι και τα βήματα που γίνονται σε επίπεδο θεσμικών αλλαγών. Αν ωστόσο είχα την ευχέρεια, δεν θα διάλεγα ούτε την Αλβανία, ούτε την Ελλάδα, ούτε τη Γερμανία. Η ζωή είναι μικρή για να τη χαραμίσεις σε τρεις μόνο χώρες.
— Πόσο διαφορετική από την ελληνική είναι η γερμανική μεταναστευτική εμπειρία σου; Οι σχέσεις Ελλήνων και Αλβανών μεταναστών;
Η Γερμανία έχει μεγαλύτερη μεταναστευτική εμπειρία από την Ελλάδα και πολλά πράγματα σίγουρα λειτουργούν καλύτερα. Η πρώτη αίσθηση είναι ότι δεν νιώθεις αβοήθητος ερχόμενος στη χώρα. Υπάρχουν υπηρεσίες και άνθρωποι που θα σε κατευθύνουν να βρεις τον δρόμο σου. Παίρνουν την ένταξη των μεταναστών στα σοβαρά, δεν σε αφήνουν εντελώς ξεκρέμαστο όπως έγινε με τους γονείς μου στην Ελλάδα, οι οποίοι για κάποια χρόνια εργάζονταν ανασφάλιστοι, χωρίς εργασιακά δικαιώματα και χωρίς καμιά στήριξη από το κράτος. Αυτά τα απαράδεκτα που ακούμε να συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στη Μανωλάδα π.χ. με τους Ασιάτες εργάτες γης συνέβαιναν και με τους Αλβανούς μετανάστες τη δεκαετία του ’90. Ακόμα υπάρχει εκείνο το τραύμα. Συγκρίνοντας τις δύο καταστάσεις, διαπιστώνω πόσο δυνατή υπήρξε η γενιά των γονιών μου.
Επιπλέον, στη Γερμανία δεν νιώθεις καμία αρνητική φόρτιση όσον αφορά την καταγωγή σου, δεν χρειάζεται να εξηγώ, να απολογούμαι αν θέλεις, που δεν έχω γερμανικό όνομα. Σε αντίθεση δε με τα όσα έζησα στην Ελλάδα, το ότι μιλάς μια-δυο γλώσσες, πέρα από τα γερμανικά και τα αγγλικά, προσμετράται θετικά. Και ενώ είναι γεγονός ότι ρατσιστικά φαινόμενα έχουν αυξηθεί λόγω του AFD, κυρίως στην επαρχία και το ανατολικό κομμάτι, το αντιφασιστικό κίνημα είναι πολύ οργανωμένο, πολύ δυνατό και μάχεται τον ρατσισμό με κάθε τρόπο.
Έλληνες και Αλβανοί μετανάστες δεν ξεχωρίζουμε καθόλου μεταξύ μας εδώ στα ξένα. Συχνάζουμε στα ίδια μέρη, έχουμε τις ίδιες συνήθειες και κάνουμε καλή παρέα πίνοντας φρέντο. Είμαστε από κοινού η γενιά της κρίσης, απότοκοι του λεγόμενου ελληνικού braindrain. Βρεθήκαμε εδώ για τους ίδιους λόγους, μοιραζόμαστε παρόμοιες ανησυχίες και στόχους. Γελάμε κιόλας καμιά φορά όταν οι Γερμανοί δυσκολεύονται να προφέρουν τα ελληνικά ονόματα, σε αντίθεση με ονόματα σαν το δικό μου, για παράδειγμα. Έχει ο καιρός γυρίσματα, όπως σωστά είπε κάποτε η Δέσποινα Βανδή!
— Η Γερμανία και γενικότερα η δυτική Ευρώπη διαφέρουν πολύ, είναι αλήθεια, συγκριτικά με την ανατολική και ιδίως τα Βαλκάνια. Θα σε πείραζε κάποιος λέγοντάς σου ότι «δεν θα γίνεις Γερμανός ποτέ»;
Ναι, πολλά πράγματα διαφέρουν. Πρωτίστως η νοοτροπία, οι συνήθειες, οι προτεραιότητες που θέτει ο κόσμος στη ζωή του. Στον μαχαλά των Βαλκανίων, ας πούμε, είμαστε πολύ πιο δεμένοι με την οικογένειά μας. Μας ενδιαφέρει, έπειτα, πολύ η γνώμη των άλλων και γι' αυτό, θαρρώ, προσπαθούμε να παρέχουμε την καλύτερη φιλοξενία ή τσακωνόμαστε (ακόμα) για το ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό στο εστιατόριο, πράγμα άγνωστο στους Γερμανούς.
Στη δυτική Ευρώπη είναι πιο πρακτικοί στη δουλειά τους, ενώ εμάς μας ενδιαφέρει και η παραμικρή λεπτομέρεια, να πάρουμε τα credits, να έχουν να λένε για εμάς τα καλύτερα, χάνοντας έτσι πολλές φορές την ουσία των πραγμάτων.
Μου έχουν πει αρκετές φορές το «δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ» και η αλήθεια είναι ότι δεν επιθυμούσα ποτέ να γίνω, δεν είχα κάποιο θέμα που έτυχε να είμαι Αλβανός. Άσε που όπως το εννοούσαν εκείνοι που το έλεγαν, δεν θα ήθελα να γίνω με τίποτα, μακριά από μας! Την τελευταία φορά που μου το πέταξε κάποιος του απάντησα «σιγά μη θέλω να γίνω σαν και του λόγου σου!», κι ας είχα αποκτήσει ήδη την ελληνική ιθαγένεια. Βέβαια, και μόνο που απαντάς σε χρυσαυγίτικα συνθήματα, χάνεις τον χρόνο σου.
Στη Γερμανία, πάλι, μου είπε κάποτε ένας συνάδελφος «δεν μοιάζεις με Έλληνα» και αρπαχτήκαμε επειδή το είπε σε μια φάση που παρέδωσα μια εργασία πριν από την προβλεπόμενη προθεσμία, κάτι που και καλά δεν θα κατάφερνε ένας Έλληνας. Η απάντηση, λοιπόν, στο «δεν θα γίνεις Γερμανός ποτέ» είναι η ίδια: Δεν θέλω να γίνω!
— «Δεν αναγνωρίζω κανένα σύνορο, φυλετικό διαχωρισμό, εθνική ταυτότητα ή πατρίδα, βλέπω μόνο ισότιμους ανθρώπους… μια φορά μετανάστης, πάντα μετανάστης», γράφεις στο κλείσιμο του βιβλίου – ή μήπως καλύτερα κοσμοπολίτης; Πόσο πολιτική είναι η δήλωση αυτή;
Εδώ χτύπησες φλέβα… Η λέξη «κοσμοπολίτης» είναι από τις αγαπημένες μου σύνθετες λέξεις! Οπότε, ναι, είμαι ένας περήφανος κοσμοπολίτης ο οποίος γεννήθηκε στην Αλβανία, έζησε στην Ελλάδα και σήμερα ζει στο Βερολίνο. Όσο πιο πολλά προσθέτω στην ταυτότητά μου, τόσο πιο γεμάτος νιώθω.
Εκτιμώ γενικά ότι όλα (θα έπρεπε να) είναι πολιτική στάση, το τι κάνουμε, τι γράφουμε, τι τρώμε, τι λέμε ή δεν λέμε. Ολόκληρο το βιβλίο είναι, επομένως, μια πολιτική στάση. Θεωρώ, άλλωστε, τον εαυτό μου πολιτικοποιημένο άτομο, είναι κάτι που το νιώθω καθήκον μου, όπως μου είχε διδάξει ο Veli, ο πολυαγαπημένος μου παππούς.
— Ποιος λογοτέχνης/ποιητής απ' όσους έχεις διαβάσει σου «μίλησε» περισσότερο;
Μεγάλο σοκ, με την καλή έννοια, είχα πάθει όταν διάβασα το βιβλίο του Τζον Στάινμπεκ «Τα σταφύλια της οργής». Δεν πίστευα ότι έχει γραφτεί ένα τέτοιο βιβλίο! Μια φίλη μού είχε πει τότε πως ακόμα είμαι στην εφηβεία, λογοτεχνικά πάντα. Η «ενηλικίωση», η αναγνωστική κορύφωση, έρχεται όταν διαβάζει κανείς τους «Αδελφούς Καραμάζοφ» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι. Δεν περίμενα ότι θα έβγαιναν τόσο αληθινά τα λόγια της! Ο Ντοστογιέφσκι εξακολουθεί να με μαγεύει.
Από ποιητές, αν και δεν διαβάζω συχνά –κακώς βέβαια–, μαγεύομαι πάντα με τον Νίκο Καββαδία. Ευχαρίστως θα αντάλλαζα τη ζωή μου με τη δική του! Αγαπώ ιδιαίτερα το ποίημα «Μαραμπού», το οποίο έχει επίσης μελοποιηθεί από τους Social Waste. Από Έλληνες συγγραφείς μού αρέσουν πολύ ο Ταχτσής, ο Καραγάτσης και ο Χρόνης Μίσσιος. Από Αλβανούς διαβάζω συχνά τους Ditëro Agolli και Ισμαήλ Κανταρέ, κυρίως τα δοκίμια.
— Ετοιμάζεις κάτι άλλο τώρα κοντά;
Όποτε ξεκλέβω λίγο χρόνο γράφω, προσπαθώ τουλάχιστον. Το γράψιμο με κρατά σε εγρήγορση και με χαλαρώνει ταυτόχρονα. Ετοιμάζω ένα ακόμα βιωματικό βιβλίο που θα αναφέρεται στις γυναίκες, δεν βιάζομαι όμως, άσε που έχω αρκετά ακόμα βιβλία να διαβάσω! Η μετάφραση του βιβλίου του Ρούντι Ερεμπάρα «Το έπος των άστρων της αυγής» ήταν πολύ απαιτητική και δεν ξέρω πότε θα ξαναεπιχειρήσω κάτι τέτοιο. Πρέπει να πείσω τον φίλο Αλμίρ να το κάνουμε παρέα και πάλι, αλλιώς δεν βγαίνει.
Προς το παρόν, με απασχολούν ακόμα οι «Γάτες», και ως βιβλίο και ως θέμα. Γι’ αυτό και στις 12/7, στις επτάμισι το απόγευμα, θα βρίσκομαι στο βιβλιοπωλείο Αμόνι στα Πετράλωνα, σε μια ανοιχτή συζήτηση για το βιβλίο μου, την ξενοφοβία, τον συστηματικό ρατσισμό αλλά και την αλληλεγγύη.
IΗ παρουσίαση του βιβλίου «όλες οι γάτες είναι όμορφες» θα γίνει στις 12/7 στις 19:30, στο βιβλιοπωλείο Αμόνι, στην πλατεία Μερκούρη, στα Άνω Πετράλωνα.
Θα μιλήσουν ο συγγραφέας Ελσόν Ζγκούρη, ο διευθυντής των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Κωστής Καρπόζηλος και η Λιλιάνα Σαλίαϊ από την Πρωτοβουλία Αλβανών μεταναστών/μεταναστριών και αλληλέγγυων.