Τo δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60 υπήρξε καθοριστικό για την κορυφαία ηθοποιό Έλλη Λαμπέτη, που θα έφευγε σαν σήμερα από την ζωή, στις 3 Σεπτεμβρίου 1983. Και ήταν καθοριστικό τόσο σε προσωπικό επίπεδο (συμπεριλαμβανομένων και των θεμάτων υγείας της), όσο και σε καλλιτεχνικό, όταν ανεβάζει βασικά «ελαφρύ» ρεπερτόριο – σαν να ήθελε να ξορκίσει σκληρές όψεις της πραγματικής ζωής, περιστατικά που ήδη βίωνε ή που θα βίωνε στο αμέσως προσεχές διάστημα
Εκείνα τα χρόνια, η μεγάλη πρωταγωνίστρια είχε επιλέξει τον ηθοποιό Κώστα Καρρά ως σταθερό παρτενέρ της –συναντήθηκαν για πρώτη φορά, στη σκηνή, στην ρομαντική κωμωδία «Ξυπόλητη στο Πάρκο» (Barefoot in the Park) του Neil Simon, τον Οκτώβριο του 1964, για να συμπορευτούν όλα τα επόμενα χρόνια, έως και το 1968–, γνωρίζοντας μαζί και μεγάλες επιτυχίες (καλλιτεχνικές και εμπορικές), αλλά και αποτυχίες ή έστω σχετικές αποτυχίες (στο εμπορικό επίπεδο).
Στις πρώτες θα αναφέραμε οπωσδήποτε την παράσταση «Λεωφορείον ο Πόθος» (A Streetcar Named Desire) του Tennessee Williams (Φεβρουάριος 1965) και βεβαίως την «Μαμζέλ Πέπσυ» (Pepsie) της Pierrette Bruno (Νοέμβριος 1966), ενώ στις δεύτερες την «Αγία Ιωάννα» (Saint Joan) του Bernard Shaw, που «κατέβηκε» πολύ γρήγορα (Οκτώβριος 1966) και το «Θυμήσου τον Σεπτέμβρη» (Private Lives) του Noël Coward (Δεκέμβριος 1967).
Παρά ταύτα, παρά τις κατά καιρούς εισπρακτικές αποτυχίες και τα σχετικά «χτυπήματα» της κριτικής, η Έλλη Λαμπέτη δεν θα παύσει να ετοιμάζει και να ανεβάζει «ελαφρές» παραστάσεις, υποστηρίζοντάς τες με όλες τις δυνάμεις της. Όπως είχε πει και η ίδια σε μια συνέντευξή της, στον Κώστα Σεϊζάν, στην εφημερίδα «Απογευματινή» (25 Νοε. 1967):
«Δεν είμαι προκατειλημμένη εναντίον των εύπεπτων έργων. Απέδειξα μάλιστα εμπράκτως ότι τ’ αγαπώ. Πολλά απ’ αυτά είναι γραμμένα με κέφι και έχουν άψογη σκηνική αρχιτεκτονική και γι’ αυτό ξεχωρίζουν. Τα “έργα περιωπής” με το υψηλό πνευματικό τους ανάστημα μου παρέχουν την ευκαιρία να ενσαρκώσω σκηνικούς χαρακτήρες που εγράφησαν από τους δημιουργούς τους σε μεγάλες για το θέατρο στιγμές. Αλλά ας είμαστε ειλικρινείς. Δεν μ’ ενδιαφέρει η τέρψη της άδειας καρέκλας της πλατείας. Ουδείς απέδειξε ότι το κάθισμα έχει αίσθημα ή νόηση. Μ’ ενδιαφέρει πρωτίστως η ερμηνεία μου να απευθύνεται σε κάποιο υπαρκτό πρόσωπο, στον θεατή συγκεκριμένα, και όχι σε κενές καρέκλες». Όπως αναπαράγεται στο βιβλίο του Μάκη Δελαπόρτα «Έλλη Λαμπέτη» [Η Καθημερινή, Ιαν. 2021]
Η Έλλη Λαμπέτη φαίνεται πως βρισκόταν στο στοιχείο της. Από τις κριτικές, μα και από τις καταγραμμένες σε πρώτο χρόνο εντυπώσεις, διαβάζουμε πως ήταν απίστευτη, ως γοητευτική σαραντάρα Λίζα, με αποτέλεσμα το Κεντρικόν, να γνωρίζει ατέλειωτες ουρές και μεγάλες πιένες, για μήνες.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1968 η Έλλη Λαμπέτη ανεβάζει στο Θέατρον Κεντρικόν την γαλλική κωμωδία συμπτώσεων των Pierre Barillet (1923-2019) και Jean-Pierre Grédy (1920-2022) «Σαράντα Καράτια» (Quarante Carats). Όπως έγραφε ο μεταφραστής του έργου Κώστας Σταματίου στο πρόγραμμα της παράστασης:
«Ο Πιέρ Μπαριγιέ κι ο Ζαν-Πιέρ Γκρεντύ είναι οι μόνοι στην περιοχή του γαλλικού βουλεβάρτου (σ.σ. μπουλβάρ, δηλαδή ελαφριά ερωτική κωμωδία), που συνεχίζουν μεταπολεμικά, μια παλιά παράδοση: το ντουέτο στο γράψιμο. Όπως ο Φλερ και ο Καγιαβέ, ο Λαμπίζ και ο Μαρτέν, ο Ρενιάρ και ο Ντυφρενύ, οι δύο συγγραφείς της κωμωδίας “Σαράντα Καράτια” είναι αχώριστοι εδώ και είκοσι χρόνια κι έχουνε γράψει μαζί 15 έργα, που στάθηκαν ισάριθμες επιτυχίες. “Χρυσοχόους” στο είδος τους, “ανανεωτές του βουλεβάρτου” τους έχει χαρακτηρίσει σύσσωμη η κριτική.(...) Λίγο μετά τον πόλεμο, οι δύο νέοι που ήσαν παλιοί συμφοιτητές συναντήθηκαν εντελώς τυχαία στο Αβινιόν. Ο Μπαριγιέ πήγαινε στην Κυανή Ακτή και τσάκισε το αυτοκίνητό του σ’ ένα ατύχημα – ο Γκρεντύ γύριζε από την Κυανή Ακτή και τσάκισε το κεφάλι του σ’ ένα άλλο αυτοκινητικό ατύχημα. Από τα δύο ατυχήματα γεννήθηκε μία ευτυχής συνεργασία, που διαρκεί ως σήμερα.(...)».
Η υπόθεση του έργου «Σαράντα Καράτια», σε γενικές γραμμές, ήταν η εξής:
Η Λίζα, μια γοητευτική σαραντάρα, και Παριζιάνα, βρίσκεται στην Ελλάδα για καλοκαιρινές διακοπές. Καθώς χαλαρώνει σε μια ερημική παραλία, διαπιστώνει πως το αυτοκίνητό της δεν λειτουργεί, ενώ, την ίδια ώρα, πέφτει στην αντίληψη ενός νεαρού με μηχανή, του Γκυγιώμ Σαρμπονιέ, ο οποίος σπεύδει για να την βοηθήσει. Όλως τυχαίως είναι και αυτός... Παριζιάνος! Γνωρίζονται, κάνουν έρωτα και χωρίζουν, δίχως να διαφαίνεται ανάμεσά τους κάποια άλλη προοπτική. Η Λίζα επιστρέφει στο Παρίσι, στη ζωή της, στη δουλειά της, στους χωρισμούς της, στην κόρη της Αννίκ και σ’ έναν από τους πρώην άντρες της, τον Ερβέ, με τον οποίον εξακολουθεί να βλέπεται πότε-πότε. Όταν, όμως, η Αννίκ θα φέρει στο σπίτι τον φίλο της, που δεν είναι άλλος από τον Γκυγιώμ Σαρμπονιέ(!), η κατάσταση θα αρχίσει να περιπλέκεται...
Η Έλλη Λαμπέτη φαίνεται πως βρισκόταν στο στοιχείο της. Από τις κριτικές, μα και από τις καταγραμμένες σε πρώτο χρόνο εντυπώσεις, διαβάζουμε πως ήταν απίστευτη, ως γοητευτική σαραντάρα Λίζα, με αποτέλεσμα το Κεντρικόν, να γνωρίζει ατέλειωτες ουρές και μεγάλες πιένες, για μήνες.
Με συμπρωταγωνιστή πάντα τον Κώστα Καρρά (ως Γκυγιώμ Σαρμπονιέ) κι έχοντας δίπλα της μιαν εκλεκτή ομάδα ηθοποιών (την Βέρα Κρούσκα στον ρόλο της κόρη της Αννίκ, και ακόμη τους/τις Δέσποινα Νικολαΐδου, Γιώργο Μούτσιο, Γιώργο Μοσχίδη και Τζόλυ Γαρμπή), η Έλλη Λαμπέτη γνωρίζει αληθινά την αποθέωση, χωρίς να λείπουν και οι σχετικές γκρίνιες – που αφορούσαν είτε σε κάποιες επιλογές, σε σχέση με την στελέχωση του θιάσου της είτε στην σκηνοθεσία της. Όπως είχε πει και η ίδια η ηθοποιός, για το πρώτο ζήτημα, στην Φρίντα Μπιούμπι:
«Σου είπα για τον ανταγωνισμό στο θέατρο. Δε θα πιστέψεις τι γίνεται. Τι ζήλειες, τι κακίες! Θυμάμαι τι είχε γίνει με την Βέρα Κρούσκα, επειδή ήταν νέα κι όμορφη. Δεν ήταν καμιά σπουδαία ηθοποιός, αλλά το έβαλα πείσμα να τη βγάλω, ακριβώς γιατί είδα τέτοια αντίδραση.
Ήταν τότε που θα ανεβάζαμε τα “Σαράντα Καράτια”. Ζητούσανε ένα νέο κορίτσι για να παίξει την κόρη μου. Κι επειδή εγώ έμοιαζα νέα, έπρεπε και η κόρη μου να είναι νέα, να φαίνεται δεκαοχτάχρονη. Ήθελα ένα κορίτσι γεμάτο υγεία, καλά ταϊσμένο, να μην έχει ζήσει τον πόλεμο. Και ρωτάω: πώς την λένε εκείνη που ήταν στο τάδε φεστιβάλ; Μπορείτε να τη βρείτε; Την είχα δει παλιότερα – μια κούκλα. Τη βρήκανε, ήρθε. Πραγματικά η κατάστασή της ήταν τραγική. Ήταν χορεύτρια, δεν είχε πάει σε δραματική σχολή. Δεν είχε κανένα εφόδιο. Ούτε ανάγνωση καλά-καλά δεν ήξερε, δεν είχε ευκολία στο διάβασμα. Θέα είχε.
Κι έπεσε τότε όλος ο θίασος πάνω μου, κόντεψαν να με φάνε. “Έλλη είσαι τρελή; Αυτή είναι ερασιτέχνης, δε γίνεται...”. Μ’ έπιασε το πείσμα, ίσως επειδή με είχαν πει και μένα ερασιτέχνη, όταν πρωτοβγήκα.(...)
Ήξερα ότι κυνηγάνε τους νέους, δε θ’ άφηναν την Κρούσκα σε χλωρό κλαρί. Πέσανε κι ένα σωρό τηλεφωνήματα από γνωστούς και αγνώστους, ότι είναι έτσι, ότι είναι αλλιώς, ότι ντροπιάζει το θέατρο... Κι όσο πιο πολλά άκουγα, τόσο περισσότερο πείσμωνα. Με πειράζει πολύ, όταν καταφέρονται κατά των νέων. Αρκεί να καταλάβω ότι υπάρχει ζήλεια και γίνομαι θυσία, για να υποστηρίξω κάποιον – να μην τον αφήσω να γίνει θύμα». [Φρίντα Μπιούμπι «Έλλη Λαμπέτη / Η Τελευταία Παράσταση / Μια προσωπική αφήγηση», Εξάντας, Νοε. 1983]
Όμως και αναφορικώς με την σκηνοθεσία των «σαράντα καρατίων» είχαν ακουστεί σχόλια. Η Έλλη Λαμπέτη σκηνοθετούσε τις παραστάσεις της, μαθαίνοντας την τέχνη και μέσα από τα έργα που ανέβαζε, χωρίς να το επιδεικνύει και χωρίς να το αναγράφει ούτε στις μαρκίζες, ούτε στα θεατρικά προγράμματα. Δεν την ενδιέφερε, εννοούμε, να εμφανίζεται ως σκηνοθέτρια – χωρίς τούτο να σημαίνει πως δεν ήταν σίγουρη για την δουλειά της και τις ικανότητές της. Είχε πει δε επ’ αυτού:
«(...) Έχω μιλήσει επανειλημμένα για το θέμα το σκηνοθετικό και τα λόγια μου έχουν παρανοηθεί. Έχω πει δηλαδή όταν με κατέκριναν, γιατί σκηνοθέτησα τα “Σαράντα Καράτια” και άλλα παρεμφερή έργα: το ενδεδειγμένο θα ήταν να πάρω ένα σκηνοθέτη της ολκής του Κουν ή του Μινωτή. Όμως ο Κουν ή ο Μινωτής, γιατί θα έλθει να σκηνοθετήσει τα “Σαράντα Καράτια”; Αλλά και αν έλθει ένας απ’ αυτούς δεν ξέρω αν θα την κάνει την δουλειά καλύτερα από μένα, που έχω εντρυφήσει στο μπουλβάρ (σ.σ. ελαφρά ερωτική κωμωδία) περισσότερο από τον Μινωτή ή τον Κουν. Τον Κάρολο Κουν τον θεωρώ μία από τις μεγαλύτερες σκηνοθετικές αυθεντίες του τόπου μας. Όμως ο άνθρωπος δεν ασχολείται με τα μπουλβάρ. Επομένως δεν θα θελήσει να σκηνοθετήσει ένα τέτοιο έργο. Αλλά και αν το θελήσει πάλι δεν είμαι βέβαιη, αν θα τα καταφέρει καλύτερα από μένα. Αν λοιπόν δεν πάρω έναν τέτοιο σκηνοθέτη να πάρω ποιον, τον κ. δείνα ή τον κ. άλφα; Ε, όχι. Προτιμώ να σκηνοθετήσω εγώ.(...)». [Περιοδικό «Ψυχαγωγία», τεύχος #7, 20 Ιαν. 1970]
Τα «Σαράντα Καράτια» όπως είπαμε δούλεψαν πολύ καλά για αρκετούς μήνες, έως και τον Απρίλιο του 1969 – με τον θίασο να κάνει σχέδια, για εμφανίσεις, τον Μάιο, στην Θεσσαλονίκη. Όμως υπήρξαν πολλά απρόοπτα...
Κατ’ αρχάς από τον Μάρτιο του ’69 γίνεται γνωστό πως το Θέατρον Κεντρικόν επρόκειτο σύντομα να κατεδαφιστεί, όπως και συνέβη. Που σημαίνει πως ο θίασος, αν ήθελε να συνεχίσει τις (επιτυχείς) παραστάσεις του, την επόμενη σεζόν, θα έπρεπε να βρει άλλη στέγη...
Έπειτα, αρρωσταίνει η Έλλη Λαμπέτη. Στις 29 Απριλίου 1969 εισάγεται στον «Ευαγγελισμό» με γαστρορραγία – έτσι είχαν γράψει εφημερίδες, που τόνιζαν, περαιτέρω, την ύπαρξη κάποιου κλονισμού «αναγόμενον στις στενές επαγγελματικές και καλλιτεχνικές σχέσεις της», σε συνδυασμό με την ντελικάτη κράση της κ.λπ. Η πραγματικότητα, όμως, ήταν, διαφορετική. Όπως θα σημείωνε ο Φρέντυ Γερμανός στο βιβλίο του «Έλλη Λαμπέτη» [Εκδόσεις Καστανιώτη, 2006]: «Μακάρι να ’ταν αυτό. “Η Λαμπέτη υπέστη γαστρορραγία” θα είναι η επίσημη εκδοχή, που θα γράψουν το άλλο πρωί οι εφημερίδες, αλλά την ίδια ώρα η Έλλη, οχυρωμένη πίσω από ένα τείχος μυστικότητας, κάνει μαστεκτομή στον Ευαγγελισμό».
Τα θέματα, που σχετίζονταν με τον καρκίνο ήταν ταμπού εκείνα τα χρόνια, και στην κοινωνία και στον Τύπο (ως γνωστόν θα πούμε), πόσο μάλλον όταν η νόσος αφορούσε σε επώνυμα πρόσωπα.
Ένα τρίτο θέμα σχετιζόταν με τον συμπρωταγωνιστή τής Έλλης Λαμπέτη, στα «Σαράντα Καράτια», τον Κώστα Καρρά, ο οποίος δεν θα ήταν πια μέλος του θιάσου της.
Για το θέμα με τον επίσης αείμνηστο Κ. Καρρά υπάρχει μεγάλο παρασκήνιο, ενώ και η ίδια η Έλλη Λαμπέτη είχε μιλήσει στην Φρίντα Μπιούμπι επ’ αυτού, στο βιβλίο του Εξάντα, που αναφέρθηκε και πιο πάνω, έστω και με κάποιες αποσιωπήσεις. Εξ όσων έχουμε αντιληφθεί το εν λόγω θέμα παραμένει «λεπτό» ακόμη και σήμερα, μετά από μισό και πλέον αιώνα, και καλό θα είναι να μην επεκταθούμε περισσότερο.
Πάντως η Έλλη Λαμπέτη γρήγορα θα νοιώσει καλύτερα –μετά και από ένα ταξίδι στην Σουηδία, που θα γινόταν για ιατρικούς-θεραπευτικούς λόγους– κι έτσι, όταν θα επέστρεφε, θα ήταν έτοιμη, να μεταβεί πλέον στην Θεσσαλονίκη, για να παρουσιάσει τα «Σαράντα Καράτια» (πρεμιέρα στο Θέατρον Γιώργου Χατζώκου, την 1η Αυγούστου 1969), χωρίς τον Κώστα Καρρά στον θίασο, και με τον ηθοποιό του ΚΘΒΕ Τάσο Νόλλα στον ρόλο του Γκυγιώμ Σαρμπονιέ.
Η επιτυχία ήταν μεγάλη και στην Θεσσαλονίκη και κάπως έτσι ένας ανανεωμένος θίασος θα παρουσίαζε τα «Σαράντα Καράτια», για δεύτερη σεζόν, και στην Αθήνα, με τις παραστάσεις να ξεκινούν στο Θέατρον Βρετάνια, στις 27 Σεπτεμβρίου 1969.
Από το παλαιότερο καστ υπήρχε φυσικά η Έλλη Λαμπέτη, στον ρόλο της Λίζας, ενώ ως νέος ζεν-πρεμιέ θα εμφανιζόταν τώρα, δίπλα της, ο Λευτέρης Βουρνάς. Κοντά στο πρωταγωνιστικό δίδυμο πάντα η Βέρα Κρούσκα και ακόμη η Δέσποινα Νικολαΐδου, ο Γιώργος Μούτσιος και ο Γιώργος Μοσχίδης, με την Άννα Παϊτατζή να παίρνει την θέση της Τζόλυς Γαρμπή. Οι παραστάσεις θα συνεχίζονταν για δύο περίπου μήνες, με το νέο έργο, το «Φράνκυ» (The Member of the Wedding) της Carson McCullers, να κάνει πρεμιέρα, πάντα στο Βρετάνια, στις 3 Δεκεμβρίου 1969.
Όλως περιέργως τα «Σαράντα Καράτια» θα τα ανέβαζε και πάλι η Έλλη Λαμπέτη, για λίγο διάστημα, τον Σεπτέμβριο του 1972, στο Πειραϊκόν, το ανοιχτό Δημοτικόν Λυρικόν Θέατρον στο Πασαλιμάνι (τώρα Πλατεία Λυρικού Θεάτρου), με τον Γιώργο Χριστοδούλου, αυτή την φορά, στον ρόλο του Γκυγιώμ Σαρμπονιέ και την Μάνια Κολιανδρή στο ρόλο της Αννίκ. Προφανώς ήταν μια παράσταση που την κατείχε (η Έλλη Λαμπέτη), που ήξερε την επιτυχία της, και που την κέντριζε ως ρόλος.
Αξίζει να πούμε, επίσης, πως το «Σαράντα Καράτια» –που θα γινόταν και ταινία πιο μετά (1973) από τον Milton Katselas, με την Liv Ullmann, στον ρόλο που είχε ενσαρκώσει η Έλλη Λαμπέτη, ενώ θα «ξανανέβαινε» και από την Αλίκη Βουγιουκλάκη, στο Θέατρο Αλίκη το 1987, ως «Λίγο πιο Νωρίς... Λίγο πιο Αργά...»– είχαν σκηνικά του Διονύση Φωτόπουλου, κοστούμια του Γιάννη Τσεκλένη και μουσική από τον Γιάννη Σπανό (βασικά είχε γραφτεί ένα τραγούδι, ένα χασάπικο).
Το τραγούδι αυτό λεγόταν «Καρδιά μου μη σε νοιάζει», είχε στίχους του Γιώργου Παπαστεφάνου και το τραγουδούσε ο Κώστας Καρράς (κυκλοφορία σε δισκάκι από την Zodiac, τον Δεκέμβριο του ’68).
Ήταν, μάλιστα, το δεύτερο τραγούδι που θα έγραφαν οι Σπανός-Παπαστεφάνου, για ένα έργο που θα πρωταγωνιστούσαν η Έλλη Λαμπέτη με τον Κώστα Καρρά –μετά από το πασίγνωστο «Θυμήσου τον Σεπτέμβρη», που είχε συντεθεί για το έργο του Noël Coward και που επίσης θα τραγουδούσε ο Κ. Καρράς–, με την μόνη διαφορά πως αυτό (το δεύτερο τραγούδι) θα περνούσε τελείως απαρατήρητο. Όπως διαβάζουμε στο κανάλι tzilivak, στο YouTube:
«Ένα ορχηστρικό του Γιάννη Σπανού από έναν γαλλικό δίσκο του θα μεταμορφωνόταν υπέροχα σε ένα θεατρικό τραγούδι την επόμενη χρονιά. Το 1967 σαν “Ιθάκη” από το δίσκο “Croisère Aux Iles Grecques” και το 1968 με τη φωνή του Κώστα Καρρά σε στίχους του Γιώργου Παπαστεφάνου και το θεατρικό έργο “Σαράντα Καράτια”»...
Για το «Καρδιά μου μη σε νοιάζει» ο λόγος...
Γιάννης Σπανός - Ιθάκη - Καρδιά μου μη σε νοιάζει - Κώστας Καρράς - ορχηστρικό - 1967 - 1968