— Ξεκινώντας με το κλασικό μυθιστόρημα του Θερβάντες, στο οποίο βασίζεται αυτή η παράσταση, τι είναι αυτό που το καθιστά τόσο διαχρονικό;
Είναι ένα έξοχο ανάγνωσμα κι αυτό που εκτίμησα περισσότερο διαβάζοντάς το είναι η αναρχία που συμβαίνει στο κεφάλι του κεντρικού του ήρωα.
Δεν είναι τυχαία η δημοφιλία του ανάμεσα στους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας, καθώς, συνειδητά ή μη, ο Θερβάντες καταπιάνεται με τέτοια ζητήματα αιώνες πριν από τον Φρόιντ. Ο οποίος Φρόιντ είχε μάλιστα πει, αν δεν κάνω λάθος, ότι η φανταστική ερωμένη του Δον Κιχώτη, η Δουλτσινέα, αντιπροσωπεύει κατ’ ουσίαν τη μητέρα του!
Ο ιππότης μας βλέπει φαντάσματα, ακούει φωνές, διακατέχεται από φαντασιώσεις, εμμονές κ.λπ. Αυτή του την ψυχοσύνθεση προσπάθησα να εντάξω στη χορογραφία μου, ώστε να την επικαιροποιήσω ακόμα περισσότερο σε μια εποχή που η ψυχική υγεία και ισορροπία είναι μεγαλύτερο ζητούμενο και από τη σωματική, κάτι που έγινε επιτακτικότερο μετά την πανδημία! Η νευρικότητα, η κατάθλιψη, η διαταραχή προσωπικότητας, έχουν γίνει από τις πιο κοινές παθήσεις παγκοσμίως.
Γι’ αυτό και στην εναρκτήρια σκηνή, που είναι πραγματικά μαγική, θα δείτε τον χορευτή που υποδύεται τον Δον Κιχώτη να κάθεται σε ένα αμαξίδιο.
— Ισχύει ότι πρόκειται για ένα από τα πιο απαιτητικά μπαλέτα του διεθνούς ρεπερτορίου;
Οπωσδήποτε, γι’ αυτό και αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για έναν χορευτή, που θα πρέπει να επιδείξει τεράστια υπομονή, επιμονή, πειθαρχία –το καταρχάς ζητούμενο στον χορό– και έναν συνδυασμό έμπνευσης, εφευρετικότητας και υψηλής τεχνικής.
Έχω δει ανεβάσματα αυτής της παράστασης στην Ευρώπη και στην Αμερική, άντλησα ιδέες, τις δούλεψα με τον δικό μου τρόπο και με τον διευθυντή του Μπαλέτου της ΕΛΣ Κωνσταντίνο Ρήγο, και συμφωνήσαμε να ακολουθήσουμε όσο γίνεται πιστότερα την πρωτότυπη χορογραφία του Μαριύς Πετιπά, χωρίς να παραλείψουμε το νεωτερικό στοιχείο. Εξαιρετική είναι, πιστεύω, η δουλειά όλων των συντελεστών, των χορευτών και των χορευτριών, του Γιώργου Σουγλίδη στα σκηνικά, της Μαίρης Κατράντζου στα κοστούμια, της Ειρήνης Βιανέλλη στο animation και του Χρήστου Τζιόγκα στους φωτισμούς.
Το μέλλον του χορού, της τέχνης γενικότερα, βρίσκεται στη συνεργασία, στις συλλογικές δουλειές και αυτό ήταν ένα από τα μαθήματα της πανδημίας, από την οποία οι καλλιτέχνες δοκιμαστήκαμε σκληρά, τόσο επαγγελματικά όσο και δημιουργικά. Η ίδια η παράσταση πήρε δύο αναβολές, καθυστέρησε δύο ολόκληρα χρόνια να ανέβει – και δεν ήταν η μόνη φυσικά.
Η εποχή των ιπποτών, πραγματικών ή κατά φαντασίαν, έχει παρέλθει βέβαια, όχι όμως και η ανάγκη να υπάρχουν άνθρωποι ανατρεπτικοί, ονειροπόλοι, με πλούσια φαντασία, αγνή καρδιά και υψηλά ιδεώδη. Θα έλεγα μάλιστα ότι σήμερα τους χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ. Σε εποχές τρελές, δυστοπικές, η κατάφαση στον ανθρωπισμό και η επιδίωξη της ουτοπίας είναι ένα ικανό αντίβαρο.
— Διαβάζω ότι η υπόθεση του μπαλέτου επικεντρώνεται στον θυελλώδη έρωτα της Κιτέριας –Κίτρι στο μπαλέτο– με τον κουρέα Μπαζίλιο.
Ακριβώς. Οι περιπλανήσεις του Δον Κιχώτη τον φέρνουν στη Βαρκελώνη, όπου υπερασπίζεται τον φλογερό έρωτα της Κίτρι και του Μπαζίλιο ενάντια στην απόφαση του πατέρα της κοπέλας να την παντρέψει με έναν κακομαθημένο ευκατάστατο κύριο, τον Γκαμάς, πρόκειται δηλαδή για την κλασική σύγκρουση ανάμεσα στον αγνό έρωτα αφενός, τα λεφτά και την εξουσία αφετέρου, για την οποία τόσα έργα έχουν γραφτεί! Τους κεντρικούς πρωταγωνιστές πλαισιώνουν χωρικοί, ταυρομάχοι και Τσιγγάνοι, στους οποίους το ζευγάρι καταφεύγει για να κρυφτεί, και νύμφες. Υπάρχει επίσης πολλή παντομίμα.
— «Στο τέλος πάντα νικάει η αγάπη», γράφεις στο σημείωμά σου για την παράσταση. Συμβαίνει και στην πραγματικότητα, άραγε, αυτό;
Είμαι βέβαιος ότι ναι, νικάει, ακόμα και όταν δείχνει να χάνει ‒ και ευτυχώς! Αλλιώς τι νόημα θα είχε αυτή η ζωή;
— Μάλλον κανένα. Έχουν όμως θέση στον σημερινό κόσμο οι «Δον Κιχώτες»;
Η εποχή των ιπποτών, πραγματικών ή κατά φαντασίαν, έχει παρέλθει βέβαια, όχι όμως και η ανάγκη να υπάρχουν άνθρωποι ανατρεπτικοί, ονειροπόλοι, με πλούσια φαντασία, αγνή καρδιά και υψηλά ιδεώδη. Θα έλεγα μάλιστα ότι σήμερα τους χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ. Σε εποχές τρελές, δυστοπικές, η κατάφαση στον ανθρωπισμό και η επιδίωξη της ουτοπίας είναι ένα ικανό αντίβαρο.
— Ήσουν για χρόνια χορευτής σε μεγάλα μπαλέτα προτού γίνεις και ο ίδιος χορογράφος και δάσκαλος, όπως εξάλλου συμβαίνει με τους περισσότερους επιτυχημένους χορευτές.
Ναι, είναι υπέροχο να ανήκεις σε ένα σχήμα, δίνεις και παίρνεις πολλή ενέργεια, όσο μεγαλώνεις τόσο μεγαλύτερη ανάγκη έχεις να εκφραστείς και να δημιουργήσεις εσύ ο ίδιος, χωρίς να εξαρτάσαι. Νομίζω ότι το ένα έρχεται και συμπληρώνει το άλλο.
Ακόμα και οι μεγαλύτεροι χορευτές έχουν ημερομηνία λήξης, χρειάζεται λοιπόν, ωριμάζοντας, να προσανατολίσεις αλλού το ταλέντο και τις γνώσεις σου μέσα και από την εμπειρία που απέκτησες στο μεταξύ.
— Πόσο μάλλον όταν υπήρξες παιδί-θαύμα!
Ναι, μπορείς να το πεις κι έτσι! Ο χορός, ειδικά το μπαλέτο, με είχε συνεπάρει ήδη από την ηλικία των τριών ετών, προτού καλά-καλά περπατήσω. Χόρευα με κάθε ευκαιρία και ένιωθα ήδη ότι αυτό θα ήθελα να κάνω στη ζωή μου, όταν το είπα στους γονείς μου όμως δεν ενθουσιάστηκαν.
Βλέπεις η Βραζιλία είναι μια χώρα με πατριαρχικά, κατά βάση, ήθη και αντιλήψεις. Ναι μεν είναι η κίνηση και ο χορός στο αίμα μας –αυτό αληθεύει, δεν είναι καθόλου στερεότυπο–, όμως το μπαλέτο δεν θεωρείται τόσο «ανδρικό» σπορ όσο το ποδόσφαιρο και το «καμάκι» στα κορίτσια, ας πούμε! Σίγουρα με καταλαβαίνεις, καθώς ξέρω ότι στην Ελλάδα και γενικότερα στη Μεσόγειο επικρατούν παρόμοιες νοοτροπίες.
— Και όχι μόνο στη Μεσόγειο και στη Λατινική Αμερική, αν κρίνουμε από τον «Billy Elliot»!
Ακριβώς. Αυτό ισχύει για κάθε ανδροκρατική κοινωνία ή κοινωνική τάξη. Εγώ πάλι λάτρευα από μικρός τις κλασικές μελωδίες, τον Μπαχ, τον Μότσαρτ, τον Σοπέν και ήταν αρκετά περίεργο αυτό καθώς δεν είχα τέτοια ακούσματα στο σπίτι μου.
Είχα τέτοιο πείσμα να χορέψω μπαλέτο, που με έστειλαν μέχρι και σε παιδοψυχολόγο, η οποία, αφού είδε κι αποείδε, είπε στη μητέρα μου «δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό, το παιδί θέλει απλώς να χορέψει και πρέπει να το αφήσεις να το κάνει, είναι η καλύτερη θεραπεία που θα σύστηνα!». Όπως κι έγινε – η μητέρα μου το πήρε εν τέλει απόφαση και υπήρξε στη συνέχεια πολύ υποστηρικτική, ο πατέρας άργησε λίγο να το χωνέψει, αλλά δεν νομίζω ότι έχει παράπονο πια!
Ξεκίνησα λοιπόν στα πέντε μου κανονικά μαθήματα χορού στη σχολή του Δημοτικού Θεάτρου του Σάο Πάολο, της γενέτειράς μου, και δέκα χρόνια αργότερα, το 1999, μετακόμισα στη Γερμανία, έχοντας κερδίσει μια υποτροφία από το Tanzstiftung Birgit Keil. Πήρα το δίπλωμά μου από το Πανεπιστήμιο Μουσικής και Παραστατικών Τεχνών του Μανχάιμ (Akademie des Tanzes) και η Γερμανία είναι πλέον η δεύτερη πατρίδα μου.
— Ποιους θεωρείς σταθμούς στην καριέρα σου;
Σε αυτούς θα περιλάμβανα σίγουρα τη θητεία μου στο Μπαλέτο του Αμβούργου και την πολύχρονη συνεργασία μου με τον σπουδαίο John Neumeier, τους πρωταγωνιστικούς μου ρόλους σε μπαλέτα του όπως τα Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Οθέλος, Η λίμνη των κύκνων, Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας, Καρυοθραύστης, Κυρία με τις Καμέλιες κ.ά., τις συνεργασίες μου με χορογράφους όπως οι John Cranko, George Balanchine, Frederick Ashton, Jerome Robbins, Christopher Wheeldon, Marco Goecke και, βέβαια, με το Netherlands Dance Theatre, καθώς επίσης και τα έργα που χορογράφησα για το Ομοσπονδιακό Μπαλέτο Νέων της Γερμανίας, το Μπαλέτο του Αμβούργου, την Ακαδημία Χορού του Μανχάιμ και το Κρατικό Θέατρο Μπάντεν της Καρλσρούης.
Κάθε παράσταση είναι κανονικό σεμινάριο, διαβάζεις βιβλία, ακούς μουσικές, βλέπεις ταινίες που σχετίζονται με αυτόν, χορευτές και χορογράφοι κάνουμε την ίδια προετοιμασία με τους ηθοποιούς και τους σκηνοθέτες.
— Πόσο ευνοϊκές είναι οι συνθήκες για τον χορό στη Γερμανία;
Αναμφίβολα πολύ ικανοποιητικές. Δεν είναι μόνο ότι υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι χορογράφοι, χορευτές και σχήματα, είναι και η πολιτεία που στηρίζει τις τέχνες και βέβαια το χρήμα που διατίθεται γιατί, κακά τα ψέματα, χωρίς χρήματα δύσκολα μπορείς να κάνεις μεγάλη τέχνη και να τη συντηρήσεις.
Η Βραζιλία, ας πούμε, βγάζει ένα σωρό πηγαία ταλέντα, αλλά ελάχιστα από αυτά διακρίνονται γιατί υπάρχει μεγάλη φτώχεια και η ενασχόληση με οτιδήποτε καλλιτεχνικό θεωρείται πολυτέλεια.
Όσο για μένα, πνευματικά έχω γίνει αρκετά Γερμανός, σωματικά και συναισθηματικά όμως παραμένω βέρος Βραζιλιάνος! Και ένας από τους λόγους που αγαπώ την Ελλάδα και την επισκέπτομαι συχνά είναι ακριβώς επειδή οι άνθρωποι, οι συνήθειες και ο τρόπος ζωής θυμίζουν πολύ την ιδιαίτερη πατρίδα μου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.