«“ΕΛΑ ΕΔΩ CHARLOTTE”, είπε η κ. Sowerberry, που είχε ακολουθήσει τον Oliver. “Δώσε στο παιδί λίγο από το παγωμένο κρέας που φυλάξαμε για τον Trip. […] Θα έλεγα ότι το παιδί δεν είναι και τόσο καλομαθημένο για να μην τα φάει, έτσι δεν είναι μικρέ;” Ο Oliver, που τα μάτια του γυάλισαν μόλις άκουσε να αναφέρεται η λέξη κρέας και που έτρεμε από την επιθυμία να το καταβροχθίσει, απάντησε αρνητικά ‒ τότε έβαλαν μπροστά του ένα πιάτο με χοντροκομμένα αποφάγια». (Κάρολος Ντίκενς, Όλιβερ Τουίστ, μτφρ. Φωτεινή Μεγαλούδη, εκδ. Πατάκη)
Διαβάζοντας τις μαρτυρίες των παιδιών της Κιβωτού για εξοντωτική καταναγκαστική εργασία, απομόνωση για μήνες, ξυλοδαρμούς και πείνα («Εμείς συνήθως τρώγαμε το ίδιο φαγητό για τρεις ημέρες. Υπήρξαν φορές που πάθαμε τροφική δηλητηρίαση. Ξυπνούσαμε και τα τριάντα παιδιά της δομής και ήμασταν με διάρροιες και εμετούς», είπε ένα παιδάκι στο news247) θυμήθηκα τον Όλιβερ Τουίστ να ζητιανεύει για λίγο χυλό, να κλαίει κλειδωμένος στο δωμάτιο και να τρώει τα αποφάγια του σκύλου.
Ο ιδρυματισμός των παιδιών, ακόμα και όταν οι συνθήκες δεν είναι ακραίες όπως στην Κιβωτό του Κόσμου, ισοδυναμεί με κακοποίηση και αμέλεια, γι’ αυτό και στο εξωτερικό έχουν περάσει, χρόνια τώρα, στην αναδοχή και στην αποϊδρυματοποίηση.
Ο Ντίκενς, ίσως επειδή είχε ζήσει μια τραυματική παιδική ηλικία, είχε σχεδόν εμμονή με τα ορφανά ‒ παρουσιάζονται σε όλα σχεδόν τα βιβλία του. Η βικτοριανή λογοτεχνία του δέκατου ένατου αιώνα βρίθει από ανεπιθύμητα παιδιά που καταλήγουν, στη χειρότερη, σε κρύα, υγρά ιδρύματα να τρώνε ξύλο, να τουρτουρίζουν και να ζητιανεύουν φαγητό, και στην καλύτερη γκουβερνάντες με το ζόρι σε κάποια πλούσια οικογένεια, όπως η περίφημη Τζέιν Έιρ της Σάρλοτ Μπροντέ ή η Τζέιν Φέρφαξ στην Έμα της Τζέιν Όστεν). Ας σταθούμε στην εποχή που γράφτηκαν αυτά τα βιβλία. Ο δέκατος ένατος αιώνας ήταν ο χρυσός αιώνας της βρετανικής αυτοκρατορίας, μια εποχή πρωτοφανούς αποικιοκρατικής επέκτασης αλλά και της βιομηχανικής επανάστασης. Παράλληλα όμως ήταν και μια εποχή τρομακτικής ταξικής ανισότητας, με φριχτές συνθήκες ζωής για χιλιάδες παιδιά που δούλευαν από τα οκτώ τους κιόλας χρόνια σε όλες τις πιθανές θέσεις, από εργοστάσια έως βιοτεχνίες. Εκείνη την εποχή γεννήθηκε και η έννοια της «μοντέρνας» φιλανθρωπίας, των ιδρυμάτων και των συσσιτίων. Ο εικοστός αιώνας σηματοδότησε την έναρξη του κοινωνικού κράτος, της υποχρεωτικής παιδείας, των δικαιωμάτων του παιδιού.
Δεν είμαι σίγουρη πότε ακριβώς τέλειωσε η εποχή του κοινωνικού κράτους στον τομέα της παιδικής προστασίας στην Ελλάδα και ξαναπεράσαμε σε αυτή την παλιομοδίτικη «φιλανθρωπία», με εκκλησιαστικά ιδρύματα, παπάδες και κυρίες της φιλόπτωχου. «Εμείς έχουμε και φιλοξενούμε παιδιά, τα οποία δεν είναι τα συνηθισμένα παιδιά, από παραβατικές οικογένειες, παιδιά μεγάλα σε ηλικία που έχουν διαμορφώσει τον χαρακτήρα τους, παιδιά που δεν ήξεραν από όρια, παιδιά που θέλουν να παραβατούν», δήλωσε ο πατέρας Αντώνιος τις πρώτες ημέρες, πριν αρχίσουν οι καταγγελίες να έρχονται η μία μετά την άλλη. Δεν μπορεί κανείς παρά να αναρωτηθεί ποιος άνθρωπος που ασχολείται με την παιδική προστασία σήμερα χρησιμοποιεί με τόση ευκολία αυτήν τη σκληρή γλώσσα της τιμωρίας, ενώ η πρώτη του αντίδραση στο άκουσμα των καταγγελιών είναι να κατηγορήσει τα παιδιά. Και ποιο κράτος «παρκάρει» εκατοντάδες κακοποιημένα και παραμελημένα παιδιά χωρίς έλεγχο, χωρίς φροντίδα ή εξειδικευμένο προσωπικό σε έναν ιδιώτη;
Αν κάτι έχει φανεί ξεκάθαρα από την πρόσφατη ειδησεογραφία είναι πως το τοπίο στο θέμα της προστασίας των παιδιών στην Ελλάδα είναι χαώδες. Ενώ επί δεκαετίες όλος ο δυτικός κόσμος προχωρούσε στην αποϊδρυματοποίηση, στην Ελλάδα ανοίγαμε καινούργιες δομές παιδικής προστασίας. Νομοθετικές ρυθμίσεις και νομοθετικό πλαίσιο σε αυτές τις δομές μπήκαν μόλις τα τελευταία χρόνια, αν όχι κάποιους μήνες πριν, συναντώντας μάλιστα οργισμένες αντιδράσεις από πολλές ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στον χώρο. Προηγουμένως, περίπου όποιος ήθελε άνοιγε και μια δομή παιδικής προστασίας, χωρίς προδιαγραφές, εξειδικευμένο προσωπικό ή, έστω, προσωπικό με λευκό ποινικό μητρώο, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο από κρατικούς φορείς.
Η πρώτη καμπάνια για την αναδοχή ξεκίνησε πέρσι. Ήρθε η ώρα να ωριμάσει και η ελληνική κοινωνία, να αφήσει τις αγκυλώσεις του παρελθόντος με «παπάδες που κάνουν έργο» και «φιλανθρωπικά τσάγια για κυρίες», να κατανοήσει πως δεν υπάρχουν καλά ιδρύματα και να στηρίξει την αναδοχή. Ο ιδρυματισμός των παιδιών, ακόμα και όταν οι συνθήκες δεν είναι ακραίες όπως στην Κιβωτό του Κόσμου, ισοδυναμεί με κακοποίηση και αμέλεια, γι’ αυτό και στο εξωτερικό έχουν περάσει, χρόνια τώρα, στην αναδοχή και στην αποϊδρυματοποίηση.
Έρχονται Χριστούγεννα, ας μη δούμε για άλλη μια χρονιά πολιτικούς και διάσημους να φωτογραφίζονται στα ορφανοτροφεία με παιδάκια που λένε τα κάλαντα, ενώ τους κάνουν πατ-πατ στο κεφαλάκι για να τους θαυμάσουμε. Δεν υπάρχει τίποτα φυσιολογικό ή ουσιαστικά φιλάνθρωπο σε αυτή την εικόνα, μόνο η ντροπή μας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.