ΣΑΒΒΑΤΟ 25 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2018, μεσημέρι, στο σπίτι-σκήτη της Μαριανίας Κριεζή στην Ερέτρια. Ισόγεια, γκρίζα, μεταπολεμική, λιλιπούτεια μονοκατοικία, δεν την προσέχει ανθρώπου μάτι απ’ έξω. Τσιμεντοστρωμένη αυλή με τέσσερα σκυλιά –«τρία δικά μου, ένα της Άννας (σ.σ. Παναγιωτοπούλου)»–, ένα υπνοδωμάτιο κι ένα σαλόνι όλα κι όλα. Καθόμαστε μέσα ν’ αποφύγουμε την αντηλιά. Στο τραπέζι ζουμερός κόκορας με χόρτα αλά Μαριανίνα, σαλάτα με ανθότυρο, μαύρο ψωμί.
Παρέα με τον ραδιοφωνικό παραγωγό της ΕΡΑ Σιδερή Πρίντεζη, ο οποίος μεσολάβησε μεγαλόθυμα για τη συνάντηση, ακούμε την οικοδέσποινα να διατρέχει τοπία ακριβής μνήμης. Καμιά ώρα μετά την άφιξή μας έγινε ανείπωτα φανερό ότι είχε αποφασίσει να μιλήσει, πρώτη φορά αποκλειστικά, τόσο εκτεταμένα και από καρδιάς, για τη μικρή πατρίδα του μυαλού της. Την εκπομπή «Εδώ Λιλιπούπολη» που έβγαινε στον αέρα του Τρίτου Προγράμματος απ’ τον Δεκέμβριο του 1977 ως τον Μάιο του 1980. Μέσα στη φωτεινή επταετία (1975-1982) που ο Μάνος Χατζιδάκις και οι συνεργάτες του καλλιέργησαν με πείσμα και αίσθηση καθήκοντος τις πολιτιστικές τους προτάσεις στα πετροχώραφα του ελληνικού Δημοσίου.
Κι όμως. Ο Μάνος είχε καταλάβει ότι ένα θαύμα συντελούνταν παράλληλα. Οι ηθοποιοί, μια dream team που συγκρότησε η Καπετανάκη κυρίως με συμμαθητές της απ’ τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου στα sixties, έχτιζαν συνεχώς τους χαρακτήρες που είχαν αναλάβει.
Τέσσερα χρόνια μετά τη συνάντησή μας, λίγο πριν κυκλοφορήσει το βιβλίο μου «Στον καιρό της Λιλιπούπολης» και μερικούς μήνες πριν από τον θάνατό της τον Φεβρουάριο του 2022, η Μαριανίνα είχε μετακομίσει απ’ την Ερέτρια σ’ ένα αρχοντικό στο Πόρτο Λίλι, ασημένιο καθρέφτισμα στα νερά της Ύδρας των παιδικών της χρόνων – φεγγαροκλωστές.
Εκείνο το αυγουστιάτικο Σάββατο πήραμε τον δρόμο της επιστροφής με τον Σιδερή γύρω στις έντεκα το βράδυ. Ήξερα ότι το ερωτηματολόγιο-σημειωματάριο των είκοσι τριών σελίδων που είχα ετοιμάσει δεν θα απαντηθεί όλο. Σε έξι ώρες μαγνητοφωνημένων συζητήσεων άνθρωποι, τόποι, χρονολογίες, περιστατικά, τραγούδια και επεισόδια της εκπομπής απλώνονταν σαν κίτρινη θάλασσα από μαγιονέζα, πρόκληση για μια κολυμβήτρια Κινέζα, τεκμηριωτικό μοναστηριακό εργόχειρο για μένα στα χρόνια που ακολούθησαν.
Απ’ τις πρώτες μνήμες της στιχουργού και συγκειμενογράφου της εκπομπής ήταν ότι λίγες εβδομάδες (τι εβδομάδες, μέρες…) μετά το παρθενικό επεισόδιο της Δευτέρας 19 Δεκεμβρίου 1977 μπήκε φουριόζα στο γραφείο του συνθέτη Γιώργου Κουρουπού, χαλκέντερου αναπληρωτή διευθυντή του Τρίτου. Του ζήτησε να μεταφέρει στον Χατζιδάκι την πρότασή της να… σταματήσει αμέσως η Λιλιπούπολη. Γιατί; Λόγω καχεκτικών κειμένων.
Η Κριεζή έκρινε ότι η ίδια, η εμπνεύστρια και σκηνοθέτιδα της σειράς Ρεγγίνα (Τζίνα) Καπετανάκη και η παραγωγός Ελένη Α. Βλάχου τσαλαβουτούσαν και οι τρεις σε ρηχά νερά. Ελεγε ότι επαναλαμβάνονταν, ότι δεν ήξεραν να γράψουν θεατρικούς διαλόγους, να κινήσουν χαρακτήρες, να στήσουν ιστορίες. Ακούγοντας τα «άγουρα» πρώιμα επεισόδια αυτής της περιόδου (της Εποχής της Αμηχανίας, Δεκέμβριος 1977 - Ιούνιος 1978) δεν είχε κι άδικο. Υπάρχει επεισόδιο που για να γεμίσει η ημίωρη διάρκεια το ίδιο τραγούδι επαναλαμβάνεται ολόκληρο τέσσερις φορές.
Ιδού τι κατέγραψε το mp3 recorder στην Ερέτρια:
Θυμάμαι να λέμε: «Κι άλλο, δεν γεμίζει το ημίωρο».
— Ήταν ένας ραδιοφωνικός αιώνας.
Ναι. Και μια αφάνταση βαρεμάρα από μέρους μου. Λογικό δεν είναι; Και αμηχανία. Πήγα στον Κουρουπό, του είπα «δεν τραβάει». Λέει «κοίτα, εγώ θέλω να το κόψω, αλλά δεν μ’ αφήνει ο Χατζιδάκις, λέει "θα γίνει η καλύτερη εκπομπή του Τρίτου"».
— Συζητάγατε το πρόβλημα της σεναριακής αμηχανίας με την Τζίνα και την Ελένη;
Με τα κορίτσια; Δεν το βλέπανε. Απλώς τα στύλωσα εγώ. Ούτε εγώ είχα καταλάβει ότι το πρόβλημα ήταν ότι δεν μπορούσα να γράψω διαλόγους. Μιλάω σε πρώτο πρόσωπο γιατί οι κοπέλες, από κάποια στιγμή και μετά, λέγανε ιδέες για να γίνουν κείμενα, αλλά δεν γράφανε. Και είπα «πρέπει να 'ρθει κι άλλος συγγραφέας. Δεν βγαίνει, κάτι φταίει». Και εκεί έγινε μια περατζάδα. Απευθυνθήκαμε σε ανθρώπους που ήταν πάρα πολύ καλοί συγγραφείς, δεν ήταν άγνωστοι. Και δεν τους λέγαμε «κάνε πιλότο». Λέγαμε μεταξύ μας «ό,τι δώσουν το μεταδίδουμε και βλέπουμε στον αέρα». Και βλέπαμε στον αέρα τα ίδια, να μη στρώνει, δεν έβγαινε το πράγμα.
Τι είδε όμως ο Χατζιδάκις και έδωσε εντολή να συνεχιστεί η εκπομπή; Το παραγέμισμα του ραδιοφωνικού χρόνου με βαρετούς διαλόγους, σεναριακά πυροτεχνήματα ή επαναλήψεις ευρημάτων ήταν η θεμελιώδης αδυναμία στα πρώτα επεισόδια. Κι όμως. Ο Μάνος είχε καταλάβει ότι ένα θαύμα συντελούνταν παράλληλα. Οι ηθοποιοί, μια dream team που συγκρότησε η Καπετανάκη κυρίως με συμμαθητές της απ’ τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου στα sixties, έχτιζαν συνεχώς τους χαρακτήρες που είχαν αναλάβει.
Οι τέσσερις συνθέτες, ο Νίκος Κυπουργός, ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος, η Λένα Πλάτωνος και ο Νίκος Χριστοδούλου, κατέθεταν εξαιρετικά τραγούδια. Ο μαέστρος Βύρωνας Φιδετζής χρησιμοποίησε ακόμη και τη Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ. Ο βαρύτονος και διευθυντής της νεοσύστατης Χορωδίας του Τρίτου, Αντώνης Κοντογεωργίου, τραγούδησε ο ίδιος και στρατολόγησε ως μονωδούς τη Μαριέλλη Σφακιανάκη και τον Φίλιππο Κουτλίδη. Στο μέτωπο των τραγουδιστών ο Σπύρος Σακκάς, που διέπρεπε στο εξωτερικό, επιστρατεύτηκε από τον ίδιο τον Χατζιδάκι. Σύντομα η Πλάτωνος έφερε τη Σαβίνα Γιαννάτου, συμμετείχαν η Νένα Βενετσάνου και η Κρίστη Στασινοπούλου, ενώ οι ηχολήπτες Γιάννης Συγλέτος και Γιάννης Σμπούνιας ξενυχτούσαν στο μοντάζ, αδιαφορώντας για ωράρια εργασίας.
Με ένστικτο και πρακτικό πνεύμα, με πείσμα για το θολό προσωπικό του στοίχημα γύρω από μια «παιδική ζώνη», η οποία δεν μακροημέρευσε –πλην την Λιλιπούπολης–, ο διευθυντής του Τρίτου απέτρεψε την επιβολή της εσχάτης των ραδιοφωνικών ποινών.
Ετσι, στις αρχές του 1978 δοκιμάστηκαν τέσσερις κειμενογράφοι, κατά τεκμήριο σοβαροί. Η πεζογράφος Μαργαρίτα Καραπάνου (1946-2008), η ποιήτρια Λένα Αστρινάκη (1952-2018), ο ποιητής Γιώργος Χρονάς και το θεατρικό πολυεργαλείο που ακούει στο όνομα Σταμάτης Φασουλής. Δεν στέριωσε κανείς.
Η Καραπάνου είχε σπουδάσει παιδαγωγικά και είχε εργαστεί για λίγο στη Μοντεσσοριανή Σχολή Αθηνών της Μαρίας Γουδέλη. Διανύοντας περίοδο σχετικής εξωστρέφειας λόγω της ευμενούς υποδοχής του κλασικού σήμερα μυθιστορήματός της «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος» (Εκδόσεις Ερμής, 1976), πάλευε θαρραλέα με τη διπολική διαταραχή. Περιέφερε το βαρύ της βλέμμα και τη σωματική της εξάντληση. Σημειώνει στο ημερολόγιό της:
Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 1978
«… αυτό που προσπαθώ να γράψω (σ.σ. εννοεί ένα θεατρικό έργο) είναι τόσο ακατάλληλο για το ραδιόφωνο! Ταυτόχρονα, όμως, η δουλειά μου στο ραδιόφωνο θα με βοηθήσει στους διαλόγους».
Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 1978
«1η μου μέρα στην ΕΡΤ, όπου μαζί με την Ελένη Βλάχου και τη Μαριανίνα Κριεζή γράφουμε τη "Λιλιπούπολη". Αισθάνομαι πως μια καλή καινούργια φάση αρχίζει». […] «Να δουλεύω για το έργο μου πρωί πρωί. Μετά, τ’ απόγευμα, η ΕΡΤ».
Παρασκευή 13 Ιανουαρίου
«Εχω λίγο αποκοπεί από το έργο. Ίσως τώρα με τη "Λιλιπούπολη" πάρω πάλι φόρα. Πρέπει να οργανωθώ, έτσι ώστε το πρωί να έχω λίγες ώρες για μένα και για τη δουλειά μου. Μετά όλα τ’ άλλα. Ψώνια-μαγείρεμα κ.λπ. Και το απόγευμα, Γ’ Πρόγραμμα. Αυτό όμως προϋποθέτει πως πρέπει: Ή να κοιμάμαι νωρίς ή να συνηθίσω λιγότερες ώρες ύπνου. Πάντως, μόνο έτσι θα βγει δουλειά. Δεν βλέπω άλλο σχήμα.
(Μαργαρίτα Καραπάνου, «Η ζωή είναι αγρίως απίθανη», εκδόσεις Ωκεανίδα, 2008)
Προφανώς η Μαριανίνα Κριεζή έθεσε θέμα προβληματικών σεναρίων με το που βγήκε η Λιλιπούπολη στον αέρα. Στις 19 Δεκεμβρίου 1977 μεταδίδεται το πρώτο επεισόδιο, 12 Ιανουαρίου 1978 η Καραπάνου ανεβαίνει στο Ραδιομέγαρο. Δυστυχώς δεν καταγράφει τίποτε άλλο, ούτε για το κλίμα ούτε για τη διάρκεια της συνεργασίας. Από μόνο του αυτό δείχνει ότι μάλλον δεν τη θεωρούσε και τόσο σημαντική, παρόλο που συνυπέγραψε επτά επεισόδια, εκ των οποίων τα δύο σώζονται στο αρχείο της ΕΡΤ.
Ο τότε συνεργάτης του χατζιδακικού Τρίτου, Γιώργος Χρονάς, έγραψε ένα και μοναδικό επεισόδιο, χαμένο σήμερα. «Πρωταγωνιστούσε ο Παπαγάλος, δεν θυμάμαι τίποτε άλλο πια. Ήταν μια ομάδα που ήδη λειτουργούσε. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι δύσκολο να μπει ένας που δεν συμμετέχει από την αρχή», μου είπε.
Η Μαριανίνα στην Ερέτρια χάιδεψε τη Ριρίκα, τη μόνη απ’ τα σκυλιά της που έμπαινε εντός σπιτιού, άναψε το πολλοστό τσιγάρο και θυμήθηκε: «Στο επεισόδιο του Χρονά παίρνανε οι ήρωες το λεωφορείο. Σκέφτηκα: "Είδες πώς ξαφνικά η Λιλιπούπολη μπορεί να γίνει Παγκράτι;"».
Πρώτη ξαδέλφη της Πλάτωνος ήταν η Λένα Αστρινάκη. Κνίτισσα τότε, στο σύντομο, μόλις δύο επεισοδίων, πέρασμά της αποτυπώνεται μια πρώιμη πολιτικοποίηση της εκπομπής. Οι Λιλιπουπολίτες διαδηλώνουν ενάντια στους άρπαγες ξένους που ήθελαν να τους αγοράσουν κοψοχρονιά «το μοναδικό στον κόσμο καρπούζι-γίγας που φυτρώνει στον Λιλιγρό». Αντί για μια χρειαζούμενη «θεριστική μηχανή» οι εξωχώριοι καπιταλιστές πήγαν να τους πασάρουν 20 ξεπερασμένα οπλικά συστήματα: 20 σφεντόνες.
Ο Σταμάτης Φασουλής είχε αυξημένες υποχρεώσεις ως ηθοποιός και σκηνοθέτης και η γερή γκρίνια της Μαριανίνας για να έρθει «ένας άνθρωπος που να ξέρει να γράφει» συνεχίστηκε. Μέχρι που κατέφθασε το… ιππικό. Δηλαδή η ηθοποιός και κειμενογράφος Άννα Παναγιωτοπούλου, με όλο το γκάζι των επιθεωρήσεων του Ελεύθερου Θεάτρου που χαλούσαν κόσμο κάθε καλοκαίρι στο Άλσος Παγκρατίου. Και άλλαξαν όλα. Η απεύθυνση στα νήπια υποχώρησε. Προέκυψε ένα μουσικοθεατρικό πολιτικό ακρόαμα για μεγάλους με τον μανδύα της «παιδικής εκπομπής».
Έτσι άρχισαν να απολαμβάνουν τη Λιλιπούπολη χιλιάδες ενήλικες συντονισμένοι στους 13 αναμεταδότες που διέθετε πανελλαδικά το χατζιδακικό Τρίτο. Αλλά και να αφηνιάζουν οι συντηρητικοί, επίσης πάμπολλοι. Μη γελιόμαστε: το «λαϊκό» Δεύτερο Πρόγραμμα, θλιβερή αποικία των δισκογραφικών εταιρειών à l’époque, είχε περισσότερους ακροατές απ’ τη ραδιοφωνική όαση που ανθοβόλησε παράδοξα στον πρώτο όροφο του Ραδιομεγάρου. Οι δε κήνσορες της αρετής θεωρούσαν ότι ο Μάνος παρέδωσε μια συχνότητα της δημόσιας ραδιοφωνίας σε κομμουνιστές, αναρχικούς, ομοφυλόφιλους και αυλικούς, να «αλωνίζουν» πλουτίζοντας και διαφθείροντας τα χρηστά ήθη.
Αυτά τα χαριτόβρυτα όμως συνέβησαν αργότερα, ιδίως το 1979, χρονιά που το αναγεννησιακό φαινόμενο του Τρίτου εξακοντίστηκε στη ραδιοφωνική ακμή του. Προσοχή: όχι στην ακμή της εξωστρεφούς πολιτιστικής του δράσης, αυτή θα ερχόταν το 1980 και το 1981, με τα πολυήμερα φεστιβάλ «Μουσικός Αύγουστος» στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Πίσω στα ασταθή νηπιακά βήματα της εκπομπής «Εδώ Λιλιπούπολη», δύο γεγονότα στάθηκαν μοιραία για την επιβίωση και τη δημοφιλία της. Το ένα ήταν η συναισθηματικά φορτισμένη απόπειρα της στιχουργού να μπει λουκέτο, που έφερε την έμπειρη Παναγιωτοπούλου στο σεναριακό τιμόνι. Το άλλο ήταν μια σωτήρια για την εκπομπή απεργία διαρκείας. Την κήρυξε τον Φεβρουάριο του 1978 το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ) στη ραδιοτηλεόραση, απαιτώντας υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Με πρόεδρο την αγωνίστρια του ΚΚΕ Μαρία Φωκά (1917-2001), συγκατηγορούμενη του Μπελογιάννη το 1952, οι ηθοποιοί δεν πάτησαν το πόδι τους για τρεις μήνες ούτε στην Αγία Παρασκευή ούτε στην ΥΕΝΕΔ στην Κατεχάκη. Ο «δεξιός» Χατζιδάκις ήταν ο μόνος διοικητικός που τους στήριξε δημοσίως.
Η απεργία πέτυχε, η σύμβαση υπογράφηκε, η Λιλιπούπολη έμεινε εκτός ερτζιανών πέντε μήνες, ως τον Ιούλιο του ’78.
Πήρε ανάσα η δημιουργική ομάδα, νέα σενάρια και τραγούδια γεννήθηκαν στο παρασκήνιο, τα επεισόδια έγιναν 15λεπτα.
Ηθοποιοί έφυγαν και ηθοποιοί ήρθαν, καινούργιοι ήρωες λανσαρίστηκαν (ο Πρίγκιπας με τον Λευτέρη Βογιατζή και η Χιονάτη με την Άννα Παναγιωτοπούλου), εδραιώθηκαν στους ρόλους τους η Ράνια Οικονομίδου (Πιπινέζα), ο Λάμπρος Τσάγκας (Παπαγάλος), ο Νίκος Τσιλούνης (Μπρίνης και Δρακατώρ), ο Θόδωρος Μπογιατζής (Δυστροπόπιγκας), ο Σταμάτης Φασουλής και η Μίρκα Παπακωνσταντίνου (Μπιξ Μπιξ και Μπομπίλα).
Και ο δήμαρχος Χαρχούδας, από παχουλό λούτρινο αρκουδάκι, που λέει ο λόγος, μεταλλάχθηκε πλήρως. Έγινε φαύλος συνωμότης και γκαφατζής πολιτικάντης, με ιδανικό ενσαρκωτή τον Βασίλη Μπουγιουκλάκη απ’ τα Μανιάτικα του Πειραιά, ηθοποιό για τον οποίον η τελευταία λέξη δεν είχε ειπωθεί ακόμη.
Η Μαριανίνα Κριεζή μόνο τρεις φορές στη ζωή της πήγε σε συναυλίες με τραγούδια της Λιλιπούπολης. Η πρώτη ήταν στο Ηράκλειο στις 18 Αυγούστου 1980 – η παρθενική συναυλία με μαέστρο τον Βύρωνα Κολάση. Η δεύτερη ήταν στο νυν Θέατρο Βράχων (τότε «νταμάρι της Μεταμόρφωσης») στις 20 Σεπτεμβρίου 1980 – η πρώτη συναυλία στην Αθήνα, σκέτο πανηγύρι, με τουλάχιστον 2.500 κόσμο. Αλλά για την τρίτη φορά έπρεπε να περάσουν δεκαετίες.
Την Τρίτη 20 Ιουλίου 2021 κατέφθασε στον περίβολο του Ηρωδείου, συνοδευόμενη από μια φίλη της. «Να κάτσουμε λίγο», είπε κάπως αλαφιασμένη από την πολυκοσμία στη μικρή ομήγυρη όσων την υποδεχτήκαμε, πέντε-έξι άνθρωποι. Βολευτήκαμε σ’ ένα πεζούλι. «Με φέρνει εδώ η ενοποιητική παρουσία του μαέστρου!» πρόσθεσε γελώντας. Εννοούσε ότι ο φίλος της συνθέτης και αρχιμουσικός Νίκος Χριστοδούλου θα διηύθυνε για πρώτη φορά λιλιπουπολιτική συναυλία, γεγονός υψηλής συμβολικής σημασίας. Γιατί στη Λιλιπούπολη δεν τέλειωσαν όλα σαν ευτυχισμένη οικογενειακή γιορτή αποχαιρετισμού. Ίσως βρω κάποτε τις λέξεις να περιγράψω την έκλυση ενέργειας από τον βουβό θρηνητικό εναγκαλισμό της Κριεζή με την Πλάτωνος που σημειώθηκε σε απόσταση αναπνοής από τη θέση μου, καθώς οι μουσικοί έμπαιναν στη σκηνή. Επί δύο λεπτά έκλαιγαν η μία στην αγκαλιά της άλλης χωρίς να λένε κουβέντα – είχαν να βρεθούν και να μιλήσουν 40 χρόνια.
Σε λίγες μέρες από την ανάρτηση του παρόντος, στις 3 και 4 Δεκεμβρίου 2022, εκείνη η συναυλία (με τη βαριά απουσία της Μαριανίνας) θα επαναληφθεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Με τους ίδιους συντελεστές: τον Χριστοδούλου στο πόντιουμ, τη Σαβίνα Γιαννάτου, τη Λένια Ζαφειροπούλου, τον Δώρο Δημοσθένους και τον Τάση Χριστογιαννόπουλο στο τραγούδι, το μουσικό σύνολο Ventus Ensemble και την παιδική-νεανική χορωδία Rosarte.
Ραντεβού σε όλα τα stages με τα σάουντρακ απ’ τις Μητροπόλεις των Ονείρων. Η Λιλιπούπολη υπήρξε κατεξοχήν τέτοια Μητρόπολη, εγκαρδιωτική και παρηγορητική. Ένα συλλογικό έργο τέχνης δεκάδων καλλιτεχνών (μόνο οι ηθοποιοί ήταν τριάντα) που ακολούθησαν, για λίγο, τον μαγεμένο αυλό του Χατζιδάκι σε μιαν άκρη της αρένας με τις προσδοκίες και τις αυταπάτες της Μεταπολίτευσης.
Και μια τελευταία φράση απ’ την κουβέντα με τη Μαριανίνα Κριεζή στην Ερέτρια. Μήνυμα σε μπουκάλι στο Λιλιπέλαγος.
«Για μένα αυτό που χρειάζεται σήμερα, αυτό που έπρεπε να είναι η συνέχεια της Λιλιπούπολης και που έπρεπε να 'χει γίνει, θα ήταν ωραία ποπ για παιδιά, ωραία ποπ τραγούδια», είπε, σαρώνοντας νωχελικά με το βλέμμα την ταπεινή αυλή. «Να τα βάζουν στα παρτάκια τους. Να τα ζητάν τα παιδιά. Να μην τους τα κάνει κλύσμα η μαμά και το σχολείο. Θα μπορούσε να γίνει ακόμη και μια όπερα για παιδιά, αλλά ποπ όπερα, εγώ δεν είχα το ταλέντο να την κάνω, καμία σχέση όμως. (μικρή παύση) Θα ήταν καλά τα μικρά ποπ τραγούδια για παιδιά».
Ο Γιώργος Ι. Αλλαμανής είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου έρευνας «Στον καιρό της Λιλιπούπολης» (εκδόσεις Τόπος, 2022)