Ο Δεκαπενταύγουστος στην Αθήνα με δύο ταινίες έχει συνδεθεί στη σινεφίλ συλλογική συνείδηση: τα «Φτηνά Τσιγάρα» του Ρένου Χαραλαμπίδη και τον «Τσίου» του Μάκη Παπαπαδημητράτου.
Αν το πρώτο φέρει τον αέρα μιας κινηματογραφικής Αθήνας, μιας ρομαντικής (και ρομαντικοποιημένης) εκδοχής της άδειας πρωτεύουσας, πρόσφορης για συλλογή «στιγμών» κατά τον κεντρικό χαρακτήρα, αν δείχνει, εν ολίγοις, την Αθήνα ενός φιλότεχνου αστού, ο «Τσίου» του Μάκη Παπαδημητράτου στρέφει το βλέμμα του στην Αθήνα του περιθωρίου και κοιτάζει τους ανθρώπους του με έναν αγαπητικό τρόπο που, τουλάχιστον τον καιρό της κυκλοφορίας του, το ελληνικό σινεμά δεν μας είχε συνηθίσει.
Ένα άλλο κοινό στοιχείο των δύο ταινιών είναι ότι πέρασαν σχεδόν απαρατήρητες όταν βγήκαν στις αίθουσες, καθώς κυκλοφόρησαν σε μια εποχή που το εναλλακτικό ελληνικό σινεμά μόλις είχε αρχίσει να χτίζει τις γέφυρες με τους θεατές, τις οποίες είχαν γκρεμίσει οι παρεκβάσεις του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου.
Στα επόμενα χρόνια, μέσα από το YouTube και την πειρατεία, που καμιά φορά μπορεί και να σώζει το σινεμά, απέκτησαν ένα κοινό που διογκώθηκε, έγιναν γνωστές από στόμα σε στόμα, για να καταλήξουν σήμερα να έχουν έναν μεγάλο αριθμό πιστών οπαδών που επιστρέφουν τακτικά σ’ αυτές, επαναλαμβάνουν τις ατάκες και συνεννοούνται μεταξύ τους σαν ισότιμα και ένδοξα μέλη μιας παθιασμένης φαντασιακής κοινότητας.
Από τη στιγμή που πήραμε την απόφαση να παίξουμε αυτούσιο το σενάριο της ταινίας στην παράσταση, θα το παίξουμε ως έχει. Αν έγραφα τώρα κάτι καινούργιο, ενδεχομένως να το αντιμετώπιζα διαφορετικά, αλλά σε κείμενο που γράφτηκε πριν από είκοσι χρόνια δεν πρόκειται να παρέμβω, δεν αποδέχομαι τέτοια εμπόδια, τέτοια stop στη δημιουργία, δεν θα κωλώσω, για να σ' το πω ωμά. Από κει και πέρα, οι φίλοι μας θα αναγνωρίσουν τις καλές προθέσεις και οι εχθροί μας ας κάνουν ό,τι θέλουν.
Ο σκηνοθέτης του «Τσίου» Μάκης Παπαδημητράτος, με τον οποίο επικοινωνήσαμε για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου, αναγνωρίζει τη συνεισφορά της πειρατείας στη δημοφιλία του έργου.
«Ο “Τσίου” ήταν ίσως η πρώτη ελληνική ταινία για την οποία η πειρατεία λειτούργησε ευεργετικά. Η ταινία είχε κόψει μόλις λίγες χιλιάδες εισιτήρια στα σινεμά και κατέληξε να γίνει γνωστή μέσα από αυτήν. Μάλιστα κάποιοι έβγαλαν και χρήματα από αυτό. Είχα γνωρίσει έναν ιδιοκτήτη βιντεοκλάμπ στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος μου είπε “έλα να σε κεράσω, σου χρωστάω πολλά”, και μου εξήγησε ότι είχε την ταινία να παίζει μέρα-νύχτα στην τηλεόραση του μαγαζιού και τον ρωτούσαν οι πελάτες τι είναι και τους έλεγε “α, ο “Τσίου”, φοβερή ελληνική ταινία, πάρε δες την” και τους την πουλούσε, χρεώνοντας πέντε ευρώ το δισκάκι. “Το τι χρήματα έχω βγάλει από σένα και από την Τζούλια (σ.σ. την Αλεξανδράτου) δεν περιγράφεται”, μου είπε. Συνεπώς, ναι μεν προσωπικά δεν έβγαλα ούτε ένα ευρώ από την πειρατική διακίνηση και εκμετάλλευση της ταινίας μου αλλά αναγνωρίζω ότι τη βοήθησε να γίνει αυτό που είναι σήμερα».
Το φιλμ αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα εγχώριου DIY σινεμά. Γυρισμένο εμφανώς για ένα κομμάτι ψωμί –«δεν πήρε κανείς από τους συμμετέχοντες φράγκο», μας ενημέρωσε ο Παπαδημητράτος–, ακολουθεί μια χούφτα ανθρώπους που έχουν ξεμείνει στην Αθήνα τον Δεκαπενταύγουστο και έχει ως κεντρικό ήρωα τον Τσίου, ένα σε γενικές γραμμές καλόψυχο πρεζάκι που ψάχνει απεγνωσμένα να βρει τη δόση του και δυσκολεύεται, καθώς όλοι οι dealers την έχουν κάνει για άλλες πολιτείες.
«Δεκαπενταύγουστο στην Αθήνα μένουν μόνο οι μπατίρηδες και όσοι δεν ξέρουν κόσμο να πάνε έξω», ακούγεται να λέει ο Τσίου, που εκτελεί χρέη αφηγητή. Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι βρισκόμαστε σε εποχές προ κρίσης, όπου η πραγμάτωση του καλοκαιρινού ιδανικού για τους κατοίκους της πρωτεύουσας ήταν συνυφασμένη με την έξοδο από το κλεινόν άστυ. Οριακά θα έλεγες πως αποτελούσε στίγμα να μένεις στην Αθήνα εκείνη την περίοδο, το έβλεπες σε εκείνο το μείγμα έκπληξης, τρόμου και οίκτου στην έκφραση όσων έπαιρναν τη λέξη «πουθενά» ως απάντηση στην ερώτηση «πού θα πας τον Δεκαπενταύγουστο;».
Μετά την κρίση άλλαξαν οι προτεραιότητες και οι ανάγκες, το ίδιο το ελληνικό καλοκαιρινό ιδανικό αναπροσαρμόστηκε, αν και επί της ουσίας δεν μεταβλήθηκε – «τα μπάνια του λαού» παραμένουν μια ιερή συμφωνία μεταξύ κράτους και κοινωνίας και όποια κυβέρνηση τη διαρρήξει θα υποστεί σοβαρές εκλογικές απώλειες.
Σε κάθε περίπτωση, για μια νεότερη γενιά που δεν πρόλαβε την εποχή των «παχιών αγελάδων», αυτό το σκέλος της ταινίας ίσως να μην έχει ανάλογο αντίκτυπο, καθώς η παραμονή στην πόλη κατά τη συγκεκριμένη επέτειο όχι μόνο δεν συνιστά εναλλακτικό τουρισμό αλλά δεν συνδέεται καν με τη ματαίωση μιας (ψυχαναγκαστικής) ανάγκης απόδρασης.
Από την άλλη, αυτό της το στοιχείο την καθιστά και μια «φούσκα» της εποχής της, εν μέρει εξηγεί τόσο τον αμοραλισμό όσο και την ευφορική διάθεση – όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος ο δημιουργός της, αν την έγραφε και τη γύριζε μετά την κρίση, θα άλλαζε λίγο τον τόνο της και κάποια πράγματα.
«Επειδή και ο ίδιος είμαι πολιτικοποιημένος ως άνθρωπος, θα την έκανα σίγουρα πιο πολιτική και λιγότερο χαρούμενη», ανέφερε. «Μην ξεχνάτε ότι η ταινία προέκυψε έναν χρόνο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, νιώθαμε όλοι πιο ανέμελοι τότε, πιστεύαμε ότι είμαστε το κέντρο του κόσμου».
Μέσα από μια πολυπρόσωπη, κερματισμένη αφήγηση, που στα ‘00s αποκαλούσαμε ταραντινική, γνωρίζουμε τους χαρακτήρες με το μικρό τους όνομα και το παρατσούκλι τους –η Τζένη το κοκάκι, ο Νώντας το λαμόγιο κ.ο.κ.– και παρακολουθούμε τις ιστορίες τους να διαπλέκονται με αφετηρία μια κλασικού τύπου παρεξήγηση, όπου όλοι αναζητούν το ίδιο πράγμα χωρίς να το ξέρουν.
Κατά βάση πρόκειται για αφορμή ώστε ο Παπαδημητράτος και οι συνεργάτες του να στήσουν μια σειρά από σκηνές ανεκδοτολογικού χαρακτήρα ανάμεσα σε γραφικούς, κινηματογραφικά ενδιαφέροντες χαρακτήρες – αν θέλουμε να βρούμε ένα αγγλόφωνο ανάλογό της, θα λέγαμε ότι μάλλον είναι πιο κοντά στο «Clerks» του Κέβιν Σμιθ παρά στο «Trainspotting» του Ντάνι Μπόιλ, έναν παραλληλισμό που κάνουν μερικοί (αποκλειστικά) λόγω του εθισμού των χαρακτήρων στα ναρκωτικά.
Για το πώς γεννήθηκε η ταινία, ο δημιουργός της είχε να μας πει τα εξής. «Ο χαρακτήρας του Τσίου προϋπήρχε, ήταν μια περσόνα που είχε πλάσει ο Αλέξανδρος Παρίσης και μας έπαιζε καμιά φορά και γελούσαμε. Όταν ήμουν στη σχολή, για να πειραματιστώ με το μέσο, είπα στους φίλους μου να γράψουν μια σκηνή, ώστε μετά να τη γυρίσω και να τη μοντάρω, και προέκυψε αυτή η σκηνή μπροστά στον οίκο ανοχής με το “ρωσικό” και την πρέζα που βλέπετε και στην ταινία. Επειδή μας άρεσε το αποτέλεσμα, είπαμε με τον Αλέξανδρο να τα βάλουμε κάτω και να σκεφτούμε το πριν και το μετά.
Μη σας τα πολυλογώ, προέκυψε ένα μικρού μήκους 17 λεπτών, το οποίο είδε ο παραγωγός μας, ο κ. Μακρής, και μας είπε "εδώ υπάρχει υλικό για μια ταινία μεγάλου μήκους". Στη συνέχεια έκατσα και δούλεψα από την αρχή, γιατί είναι άλλο να κάνεις μια ταινία 17 λεπτών και άλλο 87».
Το αποτέλεσμα σίγουρα δικαίωσε τόσο τον Παρίση όσο και τον Παπαδημητράτο. Τον μεν πρώτο γιατί, τουλάχιστον για σινεφίλ στην ηλικία του υπογράφοντος, που βαδίζει στα δεύτερα –αντα του, ο Τσίου και ο ιδιοσυγκρασιακός τρόπος ομιλίας του είναι μία από τις συχνότερες κινηματογραφικές μιμήσεις, τον δε Παπαδημητράτο γιατί οι ατάκες της ταινίας έχουν αποκτήσει μια δική τους ζωή, πολλές φορές ανεξάρτητη από την ίδια την ταινία.
Σε ερώτηση για τις ατάκες, o σκηνοθέτης απάντησε ότι η αυτή που ακούει συχνότερα στον δρόμο είναι το «θα σου βάλω τον Ταΰγετο στον κώλο πέτρα πέτρα», η οποία, όπως αποκάλυψε, ανήκει στον ίδιο τον Ερρίκο Λίτση. «Δεν ήταν καν προϊόν αυτοσχεδιασμού στην πρόβα, o Ερρίκος ήρθε από το σπίτι του με την ατάκα έτοιμη. “Αυτός που μιλάω στο τηλέφωνο είναι Μανιάτης, έτσι;” με ρώτησε, εγώ του απάντησα καταφατικά και έπειτα μου είπε “ωραία, άκου τι θα του πω”. Αρχικά του επισήμανα ότι είναι πολύ σκληρή ατάκα, ότι μου φέρνει τον κόσμο του Οικονομίδη στην ταινία, αλλά, από την άλλη, ήταν εμπνευσμένη, με έπεισε ότι θα χωρέσει στον κόσμο του “Τσίου” και, όπως φάνηκε και εκ του αποτελέσματος, είχε δίκιο.
Το άλλο που μου επαναλαμβάνουν συχνά, ειδικά όταν με συναντούν έξω σε μπαρ, είναι το “έχεις κόκα, έχεις Τζένη”. Φαντάζομαι ότι θα έχει δεινοπαθήσει και η Τζένη (σ.σ. η Τζένη Θεωνά, που υποδύεται τον χαρακτήρα στην ταινία) με αυτή την ατάκα, ελπίζω να μην την ταλαιπωρούν όταν βγαίνει έξω. Καταλαβαίνω ότι επειδή σε έχει δει στην ταινία κάποιος αποκτά μια οικειότητα και νομίζει ότι σε ξέρει, αλλά, ειλικρινά, για να κάνει κάτι τέτοιο, πρέπει να έχει έλλειψη τακτ.
Εδώ που τα λέμε, η κοινωνία μας σήμερα δεν θα έλεγες ότι ξεχειλίζει από πολιτισμό, μεγάλη συζήτηση αυτή. Αλλά, για να μην παρεξηγηθώ, νιώθω πολύ όμορφα που η ταινία έχει αγαπηθεί τόσο από τον κόσμο, μου αρέσει που τόσοι άνθρωποι βρήκαν στις ατάκες της κάτι δικό τους».
Στο σημείο αυτό δεν μπορούσα να αποφύγω τον πειρασμό να τον ρωτήσω αν πιστεύει ακόμα ότι μόνο οι μαλάκες βάζουν καλαμπόκι και ανανά στην πίτσα, όπως ακούγεται μέσα στην ταινία. «Είχα μια κοπέλα που έβαζε ανανά στην πίτσα και την κορόιδευα», απάντησε γελώντας. «Γι' αυτό μπήκε αυτή η ατάκα στην ταινία, σαν πείραγμα. Και συνειδητοποίησα ότι ταυτίζεται πολύς κόσμος μαζί της, ότι υπάρχουν κι άλλοι σαν εμένα. Είναι αυτό που σας έλεγα πριν, μιλάει για κάτι προσωπικό, κάτι δικό σου, ακόμα και κάτι εντελώς χαζό, και βλέπεις ότι φαίνεται οικείο σε αρκετούς ανθρώπους. Γενικά, για το σενάριο της ταινίας άντλησα λεπτομέρειες από ιστορίες που είχα ακούσει και από πράγματα που παρατηρούσα γύρω μου. Ίσως αυτό να έδωσε ζωή στο σύνολο και ίσως γι' αυτό τόσος κόσμος να βρίσκει σημεία ταύτισης με τα τεκταινόμενα στο έργο».
Το αθηναϊκό κοινό, πάντως, βρίσκει σημεία ταύτισης (και) επειδή η δράση της ταινίας εξελίσσεται στην πόλη όπου ζει. Ας μην ξεχνάμε ότι ο «Τσίου» είναι και μια «ταινία πόλης», μας το ξεκαθαρίζει με το «καλημέρα», μέσα από τη διαδρομή στο λεωφορείο των τίτλων αρχής, που δείχνει μια μεγαλούπολη άδεια από ανθρώπους – μια τόσο κινηματογραφική αντίφαση.
Παρακολουθώντας την ταινία σήμερα, σου κάνει εντύπωση το γεγονός ότι κάποιες τοποθεσίες μοιάζουν να μην έχουν αλλάξει ιδιαίτερα, ειδικά η περιοχή των Πατησίων – «ακόμα και τα γκράφιτι είναι ίδια, ίσως μόνο κάποιο δέντρο να μεγάλωσε ή να μην υπάρχει πια, γιατί το ξήλωσε ο δήμαρχός μας», σχολίασε ο Παπαδημητράτος.
Τον παλμό της πόλης αφουγκράζεται και η μουσική της ταινίας, ένα μπιτάτο, ηλεκτρονικό σάουντρακ καμωμένο από προϋπάρχοντα κομμάτια των Μάνου Ροβίθη, Κωνσταντίνου Βήτα και Vodkatini. Όπως μας εκμυστηρεύτηκε ο σκηνοθέτης, έβαλε τελικά λιγότερες μελωδίες του Κωνσταντίνου Βήτα στην ταινία σε σχέση με το αρχικό του πλάνο, καθώς ο συνιδρυτής των Stereo Nova είναι μεν φανταστικός μουσικός αλλά η μουσική του είναι πιο μελαγχολική και θα ερχόταν σε σύγκρουση με τον τόνο της ταινίας.
Αυτή ακριβώς η μουσική θα χρησιμοποιηθεί και στη θεατρική παράσταση που ανεβαίνει από 15 Ιουνίου ως 16 Ιουλίου στον Βοτανικό. Πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα ανέβασμα του σεναρίου της ταινίας στη σκηνή υπό τη μορφή θεατρικού, με το μεγαλύτερο μέρος του καστ να επιστρέφει μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες για να ενσαρκώσει τους ίδιους χαρακτήρες.
«Δεν ήθελα να αλλάξω λέξη από το σενάριο κι αυτό δίνει μια μελαγχολία στο εγχείρημα», λέει ο Παπαδημητράτος. «Όπως και να το κάνουμε, είναι διαφορετικό να βλέπεις έναν σαρανταπεντάρη να ψάχνει τη δόση του, από έναν εικοσιπεντάχρονο. Φοβάμαι, βέβαια, μήπως από εκεί που το έργο είχε μια ελαφρότητα, βαρύνει επικίνδυνα, αλλά θα κάνω ό,τι μπορώ για να μη συμβεί αυτό».
Φυσικά, έχουν αλλάξει οι καιροί και τα sex politics, κάποια αστεία που τότε «περνούσαν» τώρα ίσως να έχουν διαφορετική αντιμετώπιση από μερίδα του κοινού – η προαναφερθείσα παρεξήγηση με το «ρωσικό» για παράδειγμα, που ο Τσίου αναφέρεται σε πρέζα και ο τύπος έξω από τον οίκο ανοχής μιλά για σεξεργάτρια, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
«Δεν με απασχολεί καθόλου αυτό», ξεκαθαρίζει ο Παπαδημητράτος, «από τη στιγμή που πήραμε την απόφαση να παίξουμε αυτούσιο το σενάριο της ταινίας στην παράσταση, θα το παίξουμε ως έχει. Αν έγραφα τώρα κάτι καινούργιο, ενδεχομένως να το αντιμετώπιζα διαφορετικά, αλλά σε κείμενο που γράφτηκε πριν από είκοσι χρόνια δεν πρόκειται να παρέμβω, δεν αποδέχομαι τέτοια εμπόδια, τέτοια stop στη δημιουργία, δεν θα κωλώσω, για να σ' το πω ωμά. Από κει και πέρα, οι φίλοι μας θα αναγνωρίσουν τις καλές προθέσεις και οι εχθροί μας ας κάνουν ό,τι θέλουν».
O σκηνοθέτης ελπίζει ότι οι νέοι θεατές θα περάσουν καλά με ένα δοκιμασμένο κείμενο. Όσον αφορά αυτούς που ξέρουν καλά την ταινία, υπόσχεται ότι τους περιμένουν κάποιες εκπλήξεις, σχετικές κυρίως με τα ευρήματα μέσω των οποίων θα αναπαραστήσουν κάποιες σκηνές της ταινίας, παραπέμποντας στον τρόπο που γυρίστηκε.
«Είναι κι ένας τρόπος για να πληρωθούν επιτέλους οι άνθρωποι που δούλεψαν τότε χωρίς να πάρουν χρήματα», δήλωσε μεταξύ σοβαρού κι αστείου για την παράσταση. Όταν του επισήμανα ότι κάποιοι θεατές ίσως θα προτιμούσαν να δουν ένα έργο που θα έβρισκε τους ίδιους χαρακτήρες είκοσι χρόνια μετά, εκείνος μου ξεκαθάρισε ότι δεν τον ενδιαφέρει ένα τέτοιο ενδεχόμενο – «δεν θέλω να πάθω και “Trainspotting”», είπε γελώντας, αναφερόμενος στο sequel της βρετανικής επιτυχίας που μάλλον έχει ξεχάσει ακόμα και ο ίδιος ο Ντάνι Μπόιλ ότι γύρισε.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η παράσταση δεν είναι μιούζικαλ. Αν και υπήρχαν κάποιες σκέψεις σε αρχικό στάδιο να ενταχθεί το στοιχείο του χιπ-χοπ στο έργο, όταν ο Παπαδημητράτος πληροφορήθηκε για την ετοιμασία ανάλογων εγχειρημάτων που είδαμε πρόσφατα στο σανίδι, εγκατέλειψε την ιδέα.
Μάλιστα, η παράσταση αρχικά είχε προγραμματιστεί να ανέβει πέρυσι τον Δεκαπενταύγουστο –κάποιοι θυμόμαστε και σχετικές αναρτήσεις στα social media–, μα τελικά ματαιώθηκε για μια σειρά από λόγους που ο δημιουργός θα αποκαλύψει σε ένα ντοκιμαντέρ που ετοιμάζει, θυμίζοντας ακουσίως το «Lost in La Mancha», το κινηματογραφικό χρονικό της καταστροφικής πρώτης απόπειρας του Τέρι Γκίλιαμ να γυρίσει τον «Δον Κιχώτη» του.
Η παράσταση σίγουρα θα αποτελέσει για πολλούς θεατές μια επίκληση στο συναίσθημα της νοσταλγίας αλλά και μια αναδρομή στις «καλύτερες μέρες» που πολλοί φαίνεται να χρειαστήκαμε μετά το ξέσπασμα της πανδημίας – για τον υπογράφοντα έτσι εξηγείται και η έκρηξη αυτοβιογραφικών δημιουργιών στη μεγάλη οθόνη εντός της τελευταίας διετίας.
Στο τέλος της μέρας, αυτό που θα πετύχει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι να επιβεβαιώσει και να ενισχύσει τον μύθο του «Τσίου», μιας ατόφια cult δημιουργίας, για την οποία μπορούμε πλέον να γράψουμε με σιγουριά ότι άντεξε στον χρόνο, ακόμα κι αν δεν μένουν πια στην Αθήνα τον Δεκαπενταύγουστο μόνο οι μπατίρηδες και όσοι δεν έχουν κόσμο να πάνε έξω.