Από την πρώτη στιγμή, η παράσταση ξεκαθαρίζει τη θέση της. Από την πρώτη στιγμή, το εν Αθήναις alter ego του ντοστογιεφσκικού Ρασκόλνικοβ, o Μιχάλης Σχίζας, εμφανίζεται ενώπιόν μας και μας «συστήνεται» ιδεολογικά: «Καλησπέρα, φίλοι, σήμερα θα μιλήσουμε για το έγκλημα. Τι είναι όμως το έγκλημα;» θα μας ρωτήσει.
Αμέσως μετά, χωρίς περιστροφές, θα κατακρίνει το δικαίωμα του κρατικού μηχανισμού να ασκεί βία και να δολοφονεί τους πολίτες όχι μόνο χωρίς να υφίσταται καμία συνέπεια, αλλά, αντίθετα, να χειροκροτείται. «Φίλοι μου, δεν υπάρχει Άουσβιτς χωρίς κράτος», καταλήγει ο Μιχάλης και, αφού μας το καταστήσει σαφές, αφήνει τη δράση να εκτυλιχθεί, παρεμβαίνοντας όποτε το θεωρεί σκόπιμο να εξηγήσει περαιτέρω τις απόψεις του.
Ξανά και ξανά, η σκηνική μεταγραφή του μυθιστορήματος φανερώνει το πολιτικό της υπόβαθρο: τις αναρχικές επιρροές της, τον έρωτά της για τη βία, τη γοητεία που της ασκεί η πιθανότητα ανατροπής της καθεστηκυίας τάξης αλλά και η φαντασίωση υπέρβασης της κοινής, αγελαίας ηθικής, που κρατάει τους ανθρώπους σκλάβους στα δεσμά τους, δυστυχείς.
Ο Ντοστογιέφσκι δεν εξασφαλίζει εύσχημες λύσεις, πολιτικές, θρησκευτικές ή άλλες. Δεν δίνει οδηγίες ούτε εξηγήσεις για μια καλύτερη ζωή. Δεν ερμηνεύεται ο Ντοστογιέφσκι, κι όμως αυτό προσπάθησε να κάνει ο σκηνοθέτης: να τον ερμηνεύσει και μάλιστα μέσα από πρίσμα στενό, ηθικολογικό.
Φοιτητής Εγκληματολογίας, ο Μιχάλης (Θοδωρής Σκυφτούλης) ζει σε μια ακατάστατη γκαρσονιέρα, παίζει PlayStation, κραδαίνει το φωτόσπαθο του Λουκ Σκάιγουοκερ από τον Πόλεμο των Άστρων, διαβάζει αναρχική θεωρία και Νίτσε, αρνείται να εργαστεί –και κοροϊδεύει όσους εργάζονται–, φρίττει όταν ακούει να μιλούν για χρήματα («λεφτά, λεφτά, λεφτά!» λέει αηδιασμένος), ενώ νοσταλγεί τις «ωραίες εποχές», τότε που οι άνθρωποι σκότωναν «για υψηλά ιδανικά, για υψηλές αξίες, για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης». Έτσι κι εκείνος, θέλει να γίνει ήρωας: να ξεριζώσει τα «καρκινώματα», να εξοντώσει τα λαμόγια, τους εκμεταλλευτές, τα παράσιτα, να υπερβεί τα ηθικά εμπόδια, να διαπράξει το έγκλημα και να ξεχωρίσει από το κοπάδι.
Αν ο Ρασκόλνικοβ, αναλογιζόμενος το έγκλημα, βιώνει μια ιλιγγιώδη ψυχική σύγχυση, ο Μιχάλης, από τη μεριά του, εμφανίζεται γεμάτος αυτοπεποίθηση, σίγουρος για την αξία του αιματηρού σκοπού του. Αν, μετά το έγκλημα, ο Ρασκόλνικοβ βυθίζεται στον πυρετό, παραληρεί και τρέμει, αν το ίδιο του το σώμα υφίσταται μια φρικτά επώδυνη δοκιμασία προτού μπορέσει να επιστρέψει στον κόσμο των ανθρώπων, ο Μιχάλης δεν έχει τέτοια θέματα: αλωνίζει ανέμελος στους δρόμους της Αθήνας –όπως μας τον παρουσιάζουν τα ταινιάκια που προβάλλονται κάθε τόσο στο βάθος της σκηνής–, με τη δερμάτινη μπέρτα του να ανεμίζει και τις σκέψεις του να ζωντανεύουν ως προφορικό εγχειρίδιο πολιτικής ανυπακοής.
Αν ο Ρασκόλνικοβ βλέπει εφιάλτες και ξυπνάει κομματιασμένος, ο Μιχάλης ουδέποτε αμφιβάλλει, ουδέποτε κοντοστέκεται, ουδέποτε ιδρώνει. Μας υποδέχεται χαρωπά στην έναρξη της παράστασης, αποκαλώντας μας «φίλους», μας κάνει κήρυγμα πώς να γίνουμε καλοί αναρχικοί, ενώ στο τέλος, με εξίσου παιχνιδιάρικο ύφος, κατεβαίνει στην πλατεία για να μας ομολογήσει «θεατρικά» την ενοχή του.
Αν ο ο Ρασκόλνικοβ αναλογίζεται την αυτοκτονία ή λογίζεται τρελός από τους γύρω του, ο Μιχάλης, στις δύσκολες στιγμές, παίζει ένα video game «Κill the police ή πώς να κάνετε ντου στο αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς σας» και εκτονώνεται δεόντως.
Με άλλα λόγια, ο Μιχάλης θα μπορούσε να είναι μια ανάλαφρη βερσιόν ή μια καρικατούρα του Ρασκόλνικοβ. Δεν το παιδεύει πολύ το πράγμα. Ξέρει τι κάνει και γιατί το κάνει. Προτάσσει καθαρές απαντήσεις, μονοσήμαντες, απλουστευτικές ερμηνείες, βλέπει τους «καλούς» και τους «κακούς», ξέρει σε ποιους ανήκει.
Όλη η αμφισημία, όλη η αγωνία, όλη η σπαρακτική πολυπλοκότητα και η αδάμαστη ρευστότητα που χαρακτηρίζουν το Έγκλημα και τιμωρία εδώ μπαίνει σε όμορφα κουτάκια, τακτοποιείται σε οικείους δυισμούς, σε βολικά σχήματα αιτίου-αιτιατού. Η κακή, χυδαία τοκογλύφα και ο καλός, οργισμένος επαναστάτης. Η κοινωνική σήψη και το ξερίζωμα των καρκινωμάτων. Το κράτος δολοφόνος και ο Ρομπέν των φτωχών.
Ο Ντοστογιέφσκι, όμως, δεν εξασφαλίζει εύσχημες λύσεις, πολιτικές, θρησκευτικές ή άλλες. Δεν δίνει οδηγίες ούτε εξηγήσεις για μια καλύτερη ζωή. Δεν ερμηνεύεται ο Ντοστογιέφσκι, κι όμως αυτό προσπάθησε να κάνει ο σκηνοθέτης: να τον ερμηνεύσει και μάλιστα μέσα από πρίσμα στενό, ηθικολογικό. Με όχημα το Έγκλημα και Τιμωρία, να μας κάνει μάθημα πολιτικής θεωρίας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Να μας ζητήσει να διαλέξουμε πλευρά: αν είμαστε «προχωρημένοι», τότε να συμμαχήσουμε με τον Μιχάλη. Αν όχι, τότε μας έφαγε η μαρμάγκα.
Έχει, παρ’ όλα αυτά, κάτι γοητευτικό αυτό το θορυβώδες, πολύχρωμο, λούμπεν σύμπαν που οικοδόμησε ο σκηνοθέτης και οι συνεργάτες του πάνω στη σκηνή της Στέγης: ένα μπαρ για αλκοολικούς, ξοφλημένους, σεξεργάτριες και αστυνόμους∙ ένα φοιτητικό διαμέρισμα όπου πηγαινοέρχεται νυχθημερόν κάθε καρυδιάς καρύδι και όπου όλα μπορούν να συμβούν, από γλέντια και συνοικέσια μέχρι βιασμούς και μαχαιρώματα∙ το ημιφωτισμένο γραφείο ανάκρισης του Πορφύρη∙ το «ενεργειακό» ροζ κουβούκλιο της Σόνιας∙ η ρεσεψιόν του ξαναμμένου ξενοδοχείου «Οι Λευκές Νύχτες» (όπου, προς μεγάλη μας λύπη, διαπιστώνουμε ότι το queer ακόμη παρουσιάζεται με τα στερεότυπα του ’60, κρίνοντας από την γκράντε «φτερού»-«Μαρικόν» του Δημήτρη Παπάζογλου).
Μέσα σε αυτά τα δωμάτια, που μοιάζουν το ένα να ξεπηδάει από την κοιλιά του άλλου, κατοικούν σιχαμεροί μεγαλοδικηγόροι-ρουφήχτρες (ο πάντα πληθωρικός Μάνος Καζαμίας), διεστραμμένοι εφηβόφιλοι που στάζουν μολυσματική λαγνεία (Κώστας Φαλελάκης), wannabe τραγουδίστριες με τσαγανό (Ιώβη Φραγκάτου), φιλότιμα αγόρια με καλές προθέσεις (Στέλιος Τυριακίδης), ημιτρελαμένες πρώην αριστοκράτισσες και νυν καθαρίστριες που απαγγέλλουν Τσέχοφ (Νίκη Σερέτη), αμετανόητοι μεθύστακες-στωικοί φιλόσοφοι (Τσέζαρις Γκραουζίνις) κ.ο.κ. Οι ερμηνείες του θιάσου, είτε περισσότερο είτε λιγότερο ολοκληρωμένες, προσφέρουν όλες κάτι ιδιαίτερο στο συνολικό αποτέλεσμα.
Εξαιρετική η Άννα Μάσχα, μια άκρως συγκινητική αποθέωση της μικροαστής μάνας, ενώ η σκηνή του Ζoom διαλόγου με τον γιο της, που τοποθετεί την ηθοποιό ανάμεσά μας, δίπλα μας, αποδεικνύεται μία από τις δυνατότερες της παράστασης. Εξίσου ευθύβολη και συναρπαστική η Μπέττυ Βακαλίδου ως αδίστακτη τοκογλύφα (αν και πάλι εδώ η σκηνή με τον Μιχάλη λειτουργεί διαιωνίζοντας στερεότυπα εις βάρος των queer ατόμων, που τα σκέλια τους βλέπουν χαρά μονάχα εκβιάζοντας τα «θύματά» τους).
Σαγηνευτική, τέλος, η Σόνια της Έρρικας Μπίγιου, μισή νεράιδα, μισή γκουρού των συμπαντικών δονήσεων που ξέρει πώς να ανακουφίζει μια τρικυμισμένη ψυχή από τα άλγη των τύψεων. Ο γήινος λαϊκός ντετέκτιβ Πορφύρης του Βασίλη Μπισμπίκη αναδεικνύει αβίαστα τη διττή επιθυμία του ήρωά του: να ωθήσει τον Μιχάλη στην ομολογία, από τη μια, αλλά και να τον αντιμετωπίσει με βαθιά κατανόηση και συμπόνια, από την άλλη.
Ήρωες που αναδύονται από το σκοτάδι σκίζοντας τον πηχτό αέρα της φτώχειας, της παράνοιας, της ανημπόριας με τα νύχια, τα μαχαίρια, ή τις φωνές τους, κλοτσώντας και βλαστημώντας, διεκδικούν την προσοχή μας σε αυτή την παράσταση που, όταν ξεχνά την ηθικολογική της παρόρμηση, τότε φανερώνει το αληθινό πάθος της, τη δύναμή της, δηλαδή το να πλάθει ζωντανούς χαρακτήρες και παλλόμενες ανθρώπινες καταστάσεις.
Δείτε πληροφορίες για την παράσταση εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.