Γεννημένος στην Κύπρο και με αστείρευτη έμπνευση για καινοτόμες ιδέες, είναι γνωστός για τα έργα του με γνώμονα τη βιωσιμότητα. Απέκτησε το πτυχίο του στην αρχιτεκτονική από την Πολυτεχνική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και λίγο αργότερα ίδρυσε δικό του αρχιτεκτονικό γραφείο, το οποίο μετρά δεκάδες πολυβραβευμένα πρότζεκτ.
Ο Γιάννης Αρμεύτης μίλησε στην έκδοση ADM The Green Issue για τη βιωσιμότητα και την αειφορία, τις σύγχρονες πόλεις και πώς μπορούμε όντως να γίνουμε ευτυχισμένοι μέσα σε αυτές - γιατί, όπως τονίζει, «είναι κάτι που μπορεί να γίνει πραγματικότητα».
— Περιβάλλον, αειφόρος ανάπτυξη, δημόσιος χώρος: Πώς εντάσσονται στα δικά σας πρότζεκτ αυτές οι έννοιες και πόσο ψηλά είναι στις προτεραιότητες του αρχιτεκτονικού σας γραφείου;
Η περιβαλλοντική βιωσιμότητα αποτελεί κεντρικό αξιακό πυρήνα για κάθε σύγχρονο άνθρωπο που επιδιώκει να είναι ενεργός πολίτης μέσα από πράξεις ευθύνης στην καθημερινότητα και το επάγγελμά του. Ως εκ τούτου, η αρχιτεκτονική πρακτική μας δεν θα μπορούσε παρά να αποδίδει μεγάλη σημασία σε αυτό το ζήτημα. Για εμάς τους αρχιτέκτονες, η έννοια «περιβάλλον» περιλαμβάνει πολλά και διαφορετικά επίπεδα. Το πρώτο αφορά το πώς εντάσσεται ένα κτίριο σε ένα ήδη διαμορφωμένο περιβάλλον. Χτίζουμε κάπου συγκεκριμένα. Δεν χτίζουμε στο πουθενά, ούτε στο Διάστημα. Άρα το κτίριό μας πρέπει να σεβαστεί τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος χώρου.
Ο χρήστης πρέπει να νιώθει άνετα στον χώρο του, να μην κρυώνει τον χειμώνα και να μη ζεσταίνεται το καλοκαίρι. Στην Κύπρο και στην Ελλάδα, με τις μεγάλες περιόδους ηλιοφάνειας, ο ήλιος είναι μια πρόκληση· τα κτίρια χρειάζονται αυτοσκίαση, έτσι ώστε να μειωθεί στο ελάχιστο η χρήση των κλιματιστικών που είναι και οικονομικά ασύμφορα και περιβαλλοντικά επιβλαβή.
Κάποιες φορές, η ένταξη αυτή είναι μια δυναμική διαδικασία. Για παράδειγμα, τα ψηλά κτίρια δεν εντάσσονται αυτόματα στον φυσικό χώρο. Επιδιώκουμε, λοιπόν, μια πιο ομαλή ενσωμάτωσή τους μέσω της δημιουργίας δημόσιου χώρου που διανοίγει δυνατότητες συμβίωσης με το περιβάλλον. Μία άλλη πτυχή αφορά την επιλογή των χρησιμοποιούμενων υλικών, ώστε να είναι χαμηλού ανθρακικού αποτυπώματος και να ακολουθούν τη φιλοσοφία της τοπικότητας.
Προσωπικά, με ενδιαφέρει ιδιαίτερα και η κοινωνική βιωσιμότητα, δηλαδή το πώς ένα κτίριο μπορεί να βοηθήσει τις ανθρώπινες σχέσεις. Όταν κατασκευάζουμε μια κατοικία ή έναν χώρο εργασίας έχει μεγάλη σημασία να εξετάζουμε με ποιους τρόπους συμβάλλει στην ομαλή λειτουργία και σύσφιξη των ανθρώπινων και εργασιακών σχέσεων. Από πλευράς μου, σχεδιάζω κοινόχρηστους χώρους με τη λογική ο κόσμος να έρχεται σε επαφή. Ειδικά μετά την πανδημία, οι άνθρωποι, ως κοινωνικά όντα, έχουμε ανάγκη την ενδυνάμωση των συλλογικών δεσμών. Οι χώροι που φτιάχνουμε, λοιπόν, πρέπει να λειτουργούν ως καταλύτες προς αυτήν την κατεύθυνση, να ενισχύουν το ευ ζην των ανθρώπων όχι μόνο μέσα στην κατοικία τους και στον χώρο εργασίας τους αλλά και στις στιγμές της αναψυχής τους.
— Πώς οραματίζεται ένας αρχιτέκτονας μια βιώσιμη πόλη;
Ένα από τα ζητήματα που ιεραρχώ πολύ ψηλά είναι το κυκλοφοριακό πρόβλημα. Αν χρειάζομαι μία ώρα για να πάω από το ένα σημείο μιας πόλης στο άλλο ή αν απαιτούνται 100 ευρώ για να το κάνω, αυτή η πόλη δεν είναι βιώσιμη. Άρα, η εύκολη και οικονομική μεταφορά είναι ένα από τα βασικά ζητούμενα. Στην ιδεατή «πόλη των 15 λεπτών», όπως την ονομάζουμε, οι πολίτες μπορούν να κάνουν ό,τι χρειάζονται σε ένα τέταρτο της ώρας, χωρίς να χρησιμοποιούν αυτοκίνητα.
Άλλο κρίσιμο θέμα είναι η ποιότητα του δημόσιου χώρου και η προσβασιμότητα. Δεν αρκεί να υπάρχουν πεζοδρόμια. Πρέπει να είναι προσβάσιμα για όλους, ειδικά για τους συμπολίτες μας με κινητικές δυσκολίες. Μια βιώσιμη πόλη είναι μια πόλη για όλους. Επιπλέον, σημαντική παράμετρος είναι οι χώροι πρασίνου. Δεν μπορεί κανείς να ζει εντός μιας αστικής οχλαγωγίας, σε πόλεις ψυχρές, χωρίς πράσινο. Όσο αισθητικά ωραίες κι αν φαντάζουν, είναι μη φιλικές για τον άνθρωπο και την ευζωία του.
— Ποιοι είναι οι μεγαλύτεροι «εχθροί» του αρχιτέκτονα;
Η γραφειοκρατία και η πολυνομία είναι από τα μεγάλα προβλήματα τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, καθώς δημιουργούν χρονοβόρες και κοστοβόρες διαδικασίες. Το ζήτημα της διαφάνειας είναι, επίσης, πολύ σημαντικό. Επιπλέον, μεγάλη πρόκληση όσον αφορά τα αρχιτεκτονικά έργα μεγάλης κλίμακας είναι το πώς ο αρχιτέκτονας θα καταφέρει να εξισορροπήσει το όραμά του για μια καλύτερη ποιότητα ζωής με τις οικονομικές παραμέτρους που τίθενται από την πλευρά ενός επιχειρηματία.
— Ένα βιώσιμο κτίριο από μόνο του δεν κάνει μια πόλη πράσινη, καθώς δεν αρκεί μόνο να κατασκευαστεί ως τέτοιο αλλά πρέπει να παραμείνει τέτοιο και στη χρήση του. Ποιες είναι οι προοπτικές αλλά και οι προκλήσεις σε όλο αυτό; Τι βλέπετε για το μέλλον;
Στις σημερινές συνθήκες, η κλιματική αλλαγή ορίζει διαφορετικά κριτήρια στον σχεδιασμό των κτιρίων απ’ ό,τι στο παρελθόν. Τα κτίρια θα πρέπει να είναι μηδενικού αποτυπώματος σε κάποια χρόνια, ενώ πιθανόν να κληθούν να παράγουν αντί να καταναλώνουν ενέργεια. Μια τέτοια μετάβαση οφείλει να είναι και οικονομικά βιώσιμη για τον χρήστη, ώστε να μπορεί να ζει σε ένα οίκημα χωρίς να χρυσοπληρώνει για την ενεργειακή του κάλυψη. Άρα, μία από τις παραμέτρους βέλτιστου σχεδιασμού είναι το κτίριο να αξιοποιεί τις κλιματολογικές συνθήκες με τη φτηνότερη δυνατή ενέργεια. Ο χρήστης πρέπει να νιώθει άνετα στον χώρο του, να μην κρυώνει τον χειμώνα και να μη ζεσταίνεται το καλοκαίρι. Στην Κύπρο και στην Ελλάδα, με τις μεγάλες περιόδους ηλιοφάνειας, ο ήλιος είναι μια πρόκληση· τα κτίρια χρειάζονται αυτοσκίαση, έτσι ώστε να μειωθεί στο ελάχιστο η χρήση των κλιματιστικών που είναι και οικονομικά ασύμφορα και περιβαλλοντικά επιβλαβή.
— Τα Λανίτεια Εκπαιδευτήρια Λεμεσού είναι ένα καινοτόμο παράδειγμα αρχιτεκτονικής αειφορίας και απέσπασαν το α’ βραβείο στον σχετικό κρατικό διαγωνισμό. Μιλήστε μας γι’ αυτό το πρότζεκτ.
Πρόκειται για ένα σχολείο χωρητικότητας περίπου 400 μαθητών. Βασική παράμετρος του σχεδιασμού του ήταν το κτίριο να αποτελέσει προέκταση του γειτνιάζοντος πάρκου. Αντιμετωπίσαμε τους περιβάλλοντες του σχολείου χώρους ως μέρος του αστικού πάρκου και επιτρέψαμε τις διεισδύσεις καθώς και τις διαμπερείς κινήσεις μέσα στον χώρο από τις γύρω γειτονιές. Παράλληλα, κάναμε έναν σαφή διαχωρισμό πεζών και αυτοκινήτων για να μη δημιουργούνται προβλήματα στην εύρυθμη λειτουργία και στην ασφάλεια του σχολείου. Για να εξασφαλίσουμε την ένταξη του σχολείου στον φυσικό χώρο, αποφασίσαμε τη βύθιση του κτιριακού όγκου στη γη, με την οροφή του να αποτελεί συνέχεια του πάρκου.
Ιδιαίτερη έμφαση δώσαμε στη χωρική εμπειρία των μαθητών, ώστε να νιώθουν ωραία στο σχολικό περιβάλλον και να θέλουν να πάνε στο σχολείο. Οι υψομετρικές διαφορές, οι υπόγειες και εναέριες κινήσεις, οι οπτικές φυγές και γωνιές των κτιρίων δημιουργούν ένα περιβάλλον που υπηρετεί αυτόν τον στόχο.
Ακόμα, επιδίωξή μας ήταν ο νέος κτιριακός όγκος να μην επισκιάσει το υφιστάμενο ιστορικό κτίριο που υπάρχει από το 1950. Από κει και πέρα, ο σχεδιασμός περιλαμβάνει όλες τις απαραίτητες προδιαγραφές, για παράδειγμα τον νότιο προσανατολισμό και τον διαμπερή αερισμό, γιατί τα δημόσια σχολεία λειτουργούν χωρίς κλιματιστικά.
Το αποτέλεσμα είναι πολύ ικανοποιητικό. Όταν βρέθηκα σε μια εκδήλωση 300 ατόμων στο σχολείο, μέσα στον βυθισμένο χώρο του θεάτρου, αισθάνθηκα μεγάλη ικανοποίηση για τις συνθήκες άνεσης που δημιουργεί αυτός ο σχεδιασμός.
— Τι φέρνει η αειφορία σε μια πόλη, ειδικά όταν πρόκειται, μεταξύ άλλων, για τουριστικό προορισμό, όπως η Λεμεσός, αλλά και η Αθήνα;Μπορούν να γίνουν ουσιαστικά πράσινες, βιώσιμες πόλεις;
Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν υπάρχει «μαγικό ραβδί». Η αστική αειφορία απαιτεί χρόνο και σχέδιο, και κυρίως κεντρικό σχεδιασμό. Στη Λεμεσό αυτή η παράμετρος απουσιάζει. Υπό αυτή την έννοια, το κράτος και η αυτοδιοίκηση χρειάζεται να δουλέψουν πολύ στον τομέα των υποδομών. Υπάρχει, βέβαια, ανάγκη εναρμόνισης και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας με αυτόν τον στόχο. Τέλος, σημαντική είναι και η ανάγκη να καλλιεργηθεί μια παιδεία για το πώς καταναλώνουμε και ανακυκλώνουμε. Υπάρχει μεγάλη γκάμα πραγμάτων, τα οποία, ναι, μπορούν να γίνουν, αλλά χρειάζονται στοχευμένο σχεδιασμό και εκπαίδευση.
Επιτρέψτε μου εδώ να πω ότι ένα ιδιαίτερα σημαντικό μέρος αυτής της συζήτησης είναι η επαναχρησιμοποίηση παλιών κτιρίων, παλιών κελυφών. Δεν είναι απαραίτητο ένα παλιό κτίριο να το κατεδαφίσουμε, αλλά θα πρέπει να εξετάσουμε αν έχει δυνατότητες να εξυπηρετήσει τις σύγχρονες ανάγκες. Και εδώ, πάλι, απαιτείται κεντρικός σχεδιασμός και κρατικά κίνητρα, ώστε να επαναξιοποιείται το κτιριακό απόθεμα, ενισχύοντας την ποιότητα ζωής στην πόλη.
— Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η Λεμεσός έχει πέσει θύμα της δικής της επιτυχίας;
Από την άποψη ότι η ανάπτυξη που σημειώθηκε ήταν ραγδαία, αλλά ενδεχομένως να έφερε και προβλήματα. Η ανάπτυξη είναι πάντα καλοδεχούμενη. Το πρόβλημα στη Λεμεσό είναι ότι δεν υπήρξε ο αναγκαίος σχεδιασμός για να την υποδεχθεί. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα είναι η στέγαση, κυρίως η προσιτή. Σε αυτό το πρόβλημα συνέτειναν διαφορετικοί παράγοντες. Της απότομης ανάπτυξης προηγήθηκε μια μεγάλη οικονομική κρίση που σταμάτησε την κατασκευή οικοδομών. Σε αυτό προστέθηκε και η πλήρης απουσία κρατικής πολιτικής για προσιτή κατοικία. Τα τελευταία χρόνια η Λεμεσός προσέλκυσε αρκετούς ξένους εργαζόμενους, κυρίως digital nomads. Πρόκειται μεν για μια σημαντική αλλαγή, η οποία ωστόσο οδήγησε σε ραγδαία αύξηση των τιμών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η πλειονότητα των Λεμεσιανών να μην μπορεί να ανταποκριθεί στην αγορά αλλά ούτε και στην ενοικίαση κατοικιών. Πρόκειται για ένα σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα, εξαιτίας του οποίου πολλοί νέοι αναγκάζονται πλέον να μένουν με τους γονείς τους ή να μετακινούνται σε άλλες κυπριακές πόλεις για να ζήσουν.
— Μοιράζετε τον χρόνο σας μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου, και έχετε επαγγελματική παρουσία και στις δύο χώρες. Τι πιστεύετε ότι μπορεί να μάθει η μία πόλη από την άλλη;
Τα προβλήματα, νομίζω, είναι κοινά. Απλώς κάθε πόλη τα αντιμετωπίζει στη δική της κλίμακα και αναλογία. Και στις δύο περιπτώσεις, ένα κομβικό πρόβλημα είναι το κυκλοφοριακό. Επίσης, υπάρχει και στις δύο πόλεις έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον, ειδικά στο κέντρο τους, που, βέβαια, εξελίσσεται περισσότερο προς τον χώρο της εστίασης. Επίσης, και οι δύο πόλεις κάνουν προσπάθειες ανάπλασης, χωρίς, ωστόσο, να αγγίζουν ένα καλό επίπεδο. Για την Αθήνα ο Βοτανικός είναι ένα πολλά υποσχόμενο πρότζεκτ, για τη Λεμεσό η Ακταία Οδός. Θα πρέπει να αναφερθούμε και σε μια «μάχη των πόλεων» που διεξάγεται σε ό,τι αφορά την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Οι προσπάθειες που γίνονται στο Ελληνικό είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Στη Λεμεσό έχουμε τα ψηλά κτίρια και στην Αθήνα έχει αρχίσει να δημιουργείται η ίδια ανάγκη, κυρίως στα νότια. Οι προκλήσεις, λοιπόν, είναι ίδιες. Το ζητούμενο είναι ο κεντρικός σχεδιασμός, ώστε και οι δύο πόλεις να γίνουν αυτό που ονομάζουμε «ανθεκτικές».
— Πόσο διαφορετικός είναι ο τρόπος δουλειάς για έναν αρχιτέκτονα στην Αθήνα απ’ ό,τι στη Λεμεσό;
Και οι δύο πόλεις είναι μεσογειακές. Άρα, σε ό,τι αφορά τις κλιματικές συνθήκες, που αποτελούν βασική παράμετρο του σχεδιασμού, οι απαιτήσεις είναι πανομοιότυπες. Η βασική διαφοροποίηση αφορά τη νομοθεσία και τον τρόπο δόμησης. Η Αθήνα, στο μεγαλύτερο μέρος της, έχει το συνεχόμενο σύστημα δόμησης. Αυτό είναι ένας περιορισμός και ταυτόχρονα μια πρόκληση για τον αρχιτέκτονα. Ένα κοινό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν και οι δύο πόλεις είναι το ύψος των κτιρίων σε σχέση με την πυκνότητα δόμησης. Με διαφορετικές παραμέτρους να ισχύουν στις δύο πόλεις ως προς το μέγεθος των τεμαχίων και την πυκνότητα δόμησης, η πρόκληση είναι πώς δεν θα υποβαθμίζεται ο χώρος που βιώνει ο χρήστης και δεν θα περιορίζεται η ποιότητα των χώρων. Η εύρεση αυτής της ισορροπίας, μέσα στα διακριτά δεδομένα που ισχύουν για την Αθήνα και τη Λεμεσό, είναι από τα συναρπαστικά του επαγγέλματος.
Architecture Design Map 5: The Green Issue
Η συλλεκτική έκδοση της LiFO σε συνεργασία με το Archisearch.gr και την Design Ambassador.