ΕΙΧΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙ ΝΑ ΜΗ γράψω για το κόμμα «Νίκη» γιατί βέβαια έχουν γίνει όλες οι δυνατές αναλύσεις και γιατί, κυρίως, πιστεύω ότι τέτοιου τύπου σχήματα αποκτούν υπόσταση και από τον θόρυβο που παράγεται στο επικοινωνιακό σύστημα. Θέλω, λοιπόν, να σταθώ περισσότερο σε αυτόν τον άλλο λαό που πιθανόν να εμφανιστεί πολιτικά με μια τέτοια ψήφο, υπάρχει όμως και πέρα από την όποια περιστασιακή εκλογική του φανέρωση.
Η συμβατική αριστερά και η «κανονική» δεξιά προσεγγίζουν κατά κανόνα τον λαό σύμφωνα με δύο τυποποιημένα βλέμματα: η αριστερά βλέπει το συλλογικό υποκείμενο μιας μελλοντικής δικαιοσύνης που θα είναι κυρίως οικονομική, δηλώνοντας την πρόθεσή της να μειώσει την εξουσία του πλούτου στους πολλούς. Η δεξιά βλέπει στον λαό ένα σύνολο ατόμων που βρίσκονται σε διαρκή διαπραγμάτευση μεταξύ τους και με τους θεσμούς με στόχο μια μέση ευημερία. Η αριστερά έχει την τάση να επικεντρώνεται στις δομικές ανισότητες, η δεύτερη να στοχεύει στις υπαρκτές ευκαιρίες. Γι’ αυτό και η αριστερά φαντάζεται την ανατροπή της ρουτίνας ως κάτι καλό, ενώ η δεξιά, αντιθέτως, προτιμά να υπόσχεται στους ανθρώπους μια ρουτίνα προτιμότερη από τις απρόβλεπτες καταστάσεις.
Είναι όμως και ένας λαός που ορίζεται περισσότερο από την απέχθεια και την καταφρόνια που νιώθει για τους άλλους λαούς της χώρας: για το κοπάδι των «υπάκουων προβάτων» της κεντροδεξιάς και φυσικά για το πλήθος των «κομμουνισμένων» που τους λείπει το ελληνικό φρόνημα.
Τι συμβαίνει όμως με εκείνον τον τρίτο λαό που δεν τον εκφράζει ούτε ο ορθολογισμός της ευημερίας των κεντροδεξιών ούτε η αριστερή έμφαση στην οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη; Τώρα, με αφορμή το νέο χριστιανοδεξιό κόμμα, αυτοί οι άνθρωποι συγκεντρώνουν την προσοχή του σχολιασμού. Ας πάμε στη μεγάλη εικόνα, όχι σε τούτο ή εκείνο το πολιτικό κατασκεύασμα αλλά στον «τρίτο» λαό, ο οποίος προκαλεί άγχος στην κανονική δεξιά και τον οποίο η συμβατική αριστερά δυσκολεύεται να κατανοήσει.
Δύο δυνάμεις ορίζουν αυτόν τον κόσμο νομίζω. Από τη μια η αίσθηση ότι η σύγχρονη ζωή έχει στραβώσει, ότι έχει ασχημύνει υπερβολικά σε σχέση με «παλαιότερα» (απροσδιόριστο το πότε). Αφετέρου η άποψη ότι η λύση στα διάφορα αδιέξοδα είναι μόνο μία πολιτική ελληνικών ηθών και τρόπων που αλλοιώθηκαν και κινδυνεύουν με αφανισμό. Αυτός ο λαός νιώθει επίσης πως απειλούνται συγχρόνως και η ελευθερία και η τάξη, και το εγώ του καθενός και το συλλογικό εγώ του έθνους. Πολλοί, λόγου χάρη, βίωσαν τραυματικά τη διαχείριση της πανδημίας από τις κυρίαρχες λογικές της επιστημονικής και πολιτικής κοινότητας. Είδαν πλήγμα στην ελευθερία τους και ιδίως στην αίσθηση προσωπικής αξιοπρέπειας όπως την αντιλαμβάνονται.
Την ίδια στιγμή, όμως, αισθάνονται πως έχουν χαθεί οι σταθερές μιας εύτακτης ζωής, την οποία οι ίδιοι κατανοούν με μέτρο ένα παλαιό πατρικό πρότυπο ή τα παιδαγωγικά μέτρα περασμένων δεκαετιών. Οργίζονται για κάποιες χαμένες ελευθερίες τους και από την άλλη δεν αντέχουν το ξεχείλωμα των επιτρεπτικών ελευθεριών που προσφέρει ο σύγχρονος τρόπος ζωής και οι μεταμορφώσεις των νέων υποκειμένων της σεξουαλικότητας. Ζουν και μιλούν μέσα σε μια εξιδανικευμένη οικογενειακή και ενοριακή τάξη που σε αυτόν τον λαό λειτουργεί μυθικά και συγκινησιακά όπως περίπου η κλασική εργατική τάξη στην κομμουνιστική φαντασία.
Είναι όμως και ένας λαός που ορίζεται περισσότερο από την απέχθεια και την καταφρόνια που νιώθει για τους άλλους λαούς της χώρας: για το κοπάδι των «υπάκουων προβάτων» της κεντροδεξιάς και φυσικά για το πλήθος των «κομμουνισμένων» που τους λείπει το ελληνικό φρόνημα. Εξού και η διπλή απόρριψη, τόσο των ξενόφερτων φιλελεύθερων του Μητσοτάκη όσο και των άθεων διεθνισμών σύμπασας της αριστεράς και των προοδευτικών.
Το σχήμα καταλήγει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στη νοσταλγία για τον δάσκαλο του χωριού, τον αντιστεκόμενο ιερέα και τον αστυνόμο που «πρέπει να απελευθερωθεί» και να δράσει ανεμπόδιστος. Αυτός, λοιπόν, ο λαός που ξεσπάει συχνά κατά του τυραννικού κράτους ονειρεύεται συγχρόνως και την πιο απόλυτη ασφάλεια, άρα μια πανταχού παρούσα αστυνομία. Φαντασιώνεται την επιβολή της τάξης ως εθνοθρησκευτική πάταξη όλων των ζιζανίων της εθνικής και κοινωνικής ζωής.
Όλα τα παραπάνω έχουν προφανώς σχέση με τις κρίσεις των τελευταίων χρόνων και με τους κλονισμούς μέσα στον κόσμο των συντηρητικών ανθρώπων. Έχουν όμως άκρες και σε πολιτικά και δημοσιογραφικά παιχνίδια, σε ηγετίσκους και παράγοντες που προωθούνται ως πωλητές χριστιανο-φασιστικών ιδεών οι οποίες εναλλάσσονται με θεραπευτικά μαντζούνια.
Τι θα γίνει πολιτικά με αυτόν τον χώρο; Νομίζω ότι αυτός ο λαός δεν μπορεί να συγκινηθεί με τη συμβατική, κεντροδεξιά υπόσχεση κανονικότητας. Αποτελείται από ανθρώπους που πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να ταυτιστούν με το clean cut τεχνοκρατικό μανιφέστο του Πιερρακάκη ή με τα σηκωμένα μανίκια του πρωθυπουργού στα τραπέζια συσκέψεων που θυμίζουν συσκέψεις σε σύγχρονες επιχειρήσεις. Αν αυτός ο λαός απεχθάνεται το αριστερό «μπάχαλο», νιώθει επίσης βαθύτατη αντιπάθεια και για την κεντροδεξιά της επενδυτικής βαθμίδας και των ευρω-ατλαντικών, δυτικών αναφορών.
Ό,τι έχει σώσει μέχρι τώρα τη συμβατική πολιτική τάξη της χώρας (μετά την απειλή της Χρυσής Αυγής, που ήταν όμως άλλη ιστορία) είναι η έλλειψη ισχυρών προσώπων για την ηγεσία του «άλλου λαού». Το πλαίσιο όμως έχει διαμορφωθεί, ο χώρος υποδοχής για ιδέες και συναισθήματα περιμένει τους πολιτικούς εμπορικούς του αντιπροσώπους. Θα είναι το κόμμα Νίκη αυτό; Θα υπάρξει κάτι άλλο; Το βέβαιο είναι πως, εκτός από τον λαό της κανονικότητας και τον λαό της αλλαγής, υπάρχει και ένας λαός που πιστεύει ότι όλα πρέπει να σαρωθούν ως έργα του Διαβόλου.
Χιλιάδες πολίτες συζητούν στα σοβαρά για μαγνητικά πεδία και παράξενες δυνάμεις, για ποικίλους σατανάδες και σωτήρια σχέδια που έχουν τη σφραγίδα του Θεού. Το όριο κάθε συμβατικής δεξιάς είναι ο πεζός ρεαλισμός της, τα όρια των προοδευτικών ή και των ριζοσπαστών είναι η αμηχανία ή η δυσχέρεια να χειριστούν έναν λαό που δεν τον ενδιαφέρει η πάλη των τάξεων και η χειραφέτηση αλλά τα θηρία της νέας τάξης. Ποια πολιτική όμως μπορεί να νικήσει τα θηρία και τους θηριόμορφους; Ιδού η απορία.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.