Πώς να τον σοδομήσουν; Με ένα μπουκάλι ή με κάποιο άλλο αντικείμενο; Μήπως να τον κάψουν με βενζίνη; Μπα, πού τέτοια πολυτέλεια... Α, τότε να τον κρεμάσουν! Αυτό δεν κοστίζει. Μα κάποιος έκοψε τα δέντρα έξω στην αυλή...
Σκοτάδι, σώματα που κινούνται βίαια, πρόσωπα που φωτίζονται με φακούς, κλειστοφοβία, αίσθηση ωμότητας χαρακτηρίζουν τη μάλλον εντυπωσιακή έναρξη του «Βίι».
Σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο (ξεχαρβαλωμένο σχολικό γυμναστήριο;), μια οικογένεια Ουκρανών κρατά αιχμάλωτο και βασανίζει έναν Ρώσο στρατιώτη. Κι ενώ τα τρία αδέλφια κατεργάζονται την εξόντωσή του, ο παπούς τους –καίτοι «βρόμικος, πεινασμένος, και χεσμένος»– τους σταματά∙ έχει άλλο σχέδιο στο μυαλό του: θέλει ο αιχμάλωτος να παραμείνει ζωντανός, για να διαβάσει «Ρωμαίο και Ιουλιέττα» στη νεκρή εγγονή του.
Η νεκρή ανασταίνεται, γίνεται μαριονέτα, ο αιχμάλωτος γίνεται Ιουλιέττα και για μερικά λεπτά εξατμίζεται η κατάρα του πολέμου: όλοι παραδίδονται στη σαιξπηρική ποίηση, το κελάρι έρχεται στη ζωή, το σανιδένιο φέρετρο γίνεται βάρκα, στη συνέχεια κούνια, μια κιθάρα αρχίζει να συνοδεύει τους στίχους, «αυτό που αποκαλούμε τριαντάφυλλο με οποιοδήποτε άλλο όνομα θα μύριζε εξίσου γλυκά», όμως εδώ δεν έχει σημασία το όνομα, παρά μόνο η εθνικότητα, και αυτή είναι μισητή, όσον Σαίξπηρ κι αν μας διαβάσει ετούτος ο βρομο-Ρώσος: χώστε τον στο φέρετρο!
Όλα τα υπόλοιπα επεισόδια κινούνται μεταξύ του τετριμμένου, του αυτονόητου και του διδακτικού. Τα τρία αδέλφια, κρεμάμενα από τα κάγκελα σαν σφαχτάρια, μας αφηγούνται τη σύλληψη, τον βασανισμό, την παρολίγον εκτέλεσή τους, δεν υπάρχει όμως τίποτε στην ιστορία τους ή στον τρόπο αφήγησής της που να την καθιστά ξεχωριστή, συγκινητική ή έστω ενδιαφέρουσα.
Παρόλο που οι αρχικές δράσεις κρατούν εν μέρει την περιέργειά μας σε εγρήγορση, γρήγορα αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι των απογοητεύσεων. Η μάνα που αρνείται να παραλάβει τη σορό του γιου της για να μη χάσει το επίδομα κηδείας («αφού δεν τον έστειλα εγώ στον πόλεμο, αρνούμαι να παραλάβω το πτώμα του») επιχειρεί να συνεισφέρει λίγο μπρεχτικό μαύρο χιούμορ στη βαρβαρότητα της συνθήκης. Οι δύο Ρωσίδες που αρνούνται να κάνουν οποιαδήποτε θυσία για χάρη των συζύγων τους, άμα τη επιστροφή των τελευταίων από το μέτωπο («Θα γυρίσεις με αναπηρία κι εγώ θα σε νταντεύω; Θα βλέπω εφιάλτες τα βράδια; Θα κάθομαι να με σπας στο ξύλο; Όχι, δεν έδωσα τέτοιον όρκο. Καλύτερα να σκοτωθείς, μη σκέφτεσαι μόνο την πάρτη σου, πρέπει να πληρώσουμε την υποθήκη»), εκφέρουν ίσως τον μοναδικό πρωτότυπο διάλογο της παράστασης, έναν μάλιστα που στάζει απρόσμενο βιτριολικό φεμινιστικό χιούμορ.
Όλα τα υπόλοιπα επεισόδια κινούνται μεταξύ του τετριμμένου, του αυτονόητου και του διδακτικού. Τα τρία αδέλφια, κρεμάμενα από τα κάγκελα σαν σφαχτάρια, μας αφηγούνται τη σύλληψη, τον βασανισμό, την παρολίγον εκτέλεσή τους, δεν υπάρχει όμως τίποτε στην ιστορία τους ή στον τρόπο αφήγησής της που να την καθιστά ξεχωριστή, συγκινητική ή έστω ενδιαφέρουσα.
Στη συνέχεια εμφανίζεται ο Βίι, κάτι σαν ξεπεσμένος ποπ σταρ, φαφλατάς τυραννίσκος νάρκισσος, με ξυρισμένο κεφάλι και μαύρα γυαλιά ηλίου, που επιμένει «μόλις κουνήσω το χέρι μου, θέλω να γελάσετε». Με όπλο του την κραυγαλέα –και κατ’ επέκταση αυτοακυρούμενη– ειρωνεία, αρχίζει να στηλιτεύει τον πόλεμο, να μιλάει για διαμελισμένα μωρά και βιασμένες γυναίκες, καταφεύγοντας σε όλα τα πιθανά κλισέ σχετικά με το θέμα: «Απ’ τη μια μέρα στην άλλη η φυσιολογική ζωή έχει χαθεί», «Τα πτώματα παύουν να σε σοκάρουν, όταν τα βλέπεις καθημερινά: γίνονται στατιστική», «Μαθαίνεις να αγαπάς τον πόλεμο», «Αν είσαι εσύ ο πόλεμος, είμαι κι εγώ ο πόλεμος», ενώ απευθύνεται ξανά και ξανά στον «Απελευθερωτή», χρησιμοποιώντας χλευαστικά τον ίδιο χαρακτηρισμό με τον οποίο αυτοπαρουσιάστηκε ο Πούτιν, προκειμένου να δικαιολογήσει τις εγκληματικές ενέργειές του. «Πηγαίνω όπου με καλούν», λέει ο Βίι. «Με κάλεσες, Απελευθερωτή. Ας ροκάρουμε εδώ, στη γαμημένη χώρα σου, λοιπόν». Είναι, όμως, τόσο άνοστο και ανέμπνευστο όλο αυτό το «σόου» κυνισμού του Βίι, ώστε ούτε... ροκ ούτε σοκ μπορούμε να αισθανθούμε, μονάχα μια ενοχλημένη θλίψη για την επιπολαιότητα του σκηνοθέτη, που καταφεύγει σε τόσο ακατέργαστες και εύκολες μορφές καταγγελίας.
Κι ενώ νομίζει κανείς ότι τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν χειρότερα, η παράσταση κλείνει με τον μονόλογο του τσακισμένου Ρώσου στρατιώτη (του αιχμαλώτου στο υπόγειο), που ουρλιάζει για δέκα ολόκληρα λεπτά την ενοχή του. «Τον σκότωσα. Αρκετά. Δεν αντέχω άλλο. Είμαι ένοχος! [...] Μας ανάγκασαν. Γουρούνια [...] Σταματήστε με. Το δάχτυλο στη σκανδάλη έχει μουδιάσει [...] [Οι Ουκρανοί] δεν χρειάζονται σωτηρία... Δεν ήξερα. Μας έστειλαν τάχα σε γυμνάσια, μα εδώ γίνεται μακελειό... Τους μισώ. Δεν δίνουν δεκάρα για μένα» και όλα αυτά σε ένα «υστερικό» κρεσέντο που μόνο θορυβώδη μελοδραματισμό οικοδομεί ως αποτέλεσμα.
Είναι ίσως πολύ δύσκολο να εμβαθύνει κανείς στα πράγματα σε πραγματικό χρόνο, την ώρα δηλαδή που συμβαίνουν δίπλα του. Ο Σερεμπρένικοφ κατελήφθη από τόσο μεγάλη αγωνία και άγχος να καταδικάσει την εισβολή, ώστε θυσίασε στον βωμό της άμεσης καλλιτεχνικής ανταπόκρισης μερικές από τις πολυτιμότερες αρετές της (θεατρικής) τέχνης. Συνεργαζόμενος με τον Ουκρανό συγγραφέα Μπόνταν Πανκρουχίν, κατέληξε να αναμασά αντιπολεμικές κοινοτοπίες και κραυγαλέες ειρωνείες, παρουσιάζοντας επί σκηνής αφηγήσεις του πολέμου τις οποίες ο θεατής γνωρίζει ήδη από μαρτυρίες στον Τύπο και οι οποίες δεν είχαν τίποτε να κερδίσουν ή να φωτίσουν περισσότερο απλώς και μόνο επειδή «τοποθετήθηκαν» στη σκηνή ενός θεάτρου.
Είναι πολύ κρίμα όταν ένας τόσο τολμηρός καλλιτέχνης, που έχει έλθει σε ρήξη με το ρωσικό καθεστώς και ζει αυτοεξόριστος στο Βερολίνο, συστήνεται στο ελληνικό κοινό μέσω μιας παράστασης που αδυνατεί να σταθεί ως κάτι περισσότερο από μία πρωτόλεια, ενστικτώδης αντίδραση απέναντι σε έναν φρικτό πόλεμο. Αυτό μπορεί να συνιστά μια γενναία πολιτική πράξη αλλά σίγουρα όχι και μια αξιόλογη θεατρική πρόταση.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ