Ένας Λυγμός εν μέσω γέλιου. Ένας Λυγμός καμουφλαρισμένος. Ένας Λυγμός που θα αποτελειώσει όλους τους λυγμούς. Δεν είναι απλώς ότι τα δάχτυλα του ποδιού μας σαπίζουν σιγά σιγά από μυκητίαση: ένα τέτοιο πρόβλημα, ενδεχομένως, με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, να μπορούσε να αντιμετωπιστεί. Αυτό, όμως, που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί, αυτό για το οποίο δεν υπάρχει φαρμακευτική αγωγή είναι ότι έχει χαθεί το γαλάζιο απ’ τον ουρανό...
«Όλα είναι κούφια, χαλασμένα, σαν φαφούτικα δόντια, σαν πανιασμένη ομελέτα», γράφει ο Ροτ. Οι κοπέλες που εργάζονται στο φαρμακείο του Μαρτάλερ δεν δείχνουν να αγχώνονται, παρ' όλα αυτά. Τοποθετούν απερίσπαστες τα φάρμακα στα ράφια, ελέγχουν τις ετικέτες, ανοιγοκλείνουν τα συρτάρια, καταγράφουν τις ελλείψεις.
Είναι αγέρωχες, αμέτοχες, ανάλαφρες. Είτε μας αφηγούνται μια παράξενη, ανατριχιαστική ιστορία, είτε μας μιλούν για θόλωση της όρασης και τυμπανισμό, η εκφορά του λόγου τους παραμένει χαριτωμένη, έμπλεη ειρωνείας και σαρκασμού: Υποφέρετε από αϋπνίες; Δυσκολεύεστε να καταπιείτε την τροφή σας; Είστε ανορεξικοί; Είστε παχύσαρκοι; Ανησυχείτε για τη λειτουργία του ψυγείου σας; Έχετε ιλίγγους; Σπασμούς; Έχετε πέσει σε κώμα; Ό,τι κι αν σας απασχολεί, η φαρμακολογία έχει τη λύση. Κι αν πάλι ψοφήσετε, δεν πειράζει. «Οι μόνες πιθανές ενέργειες προέρχονται από τις παρενέργειες... Σε κάθε περίπτωση, το όφελος ενδέχεται να υπερτερεί του κινδύνου».
Η λούπα δεν θα σπάσει ποτέ. Η ψευδαίσθηση της συνέχειας, της λειτουργικότητας, του εύτακτου ξετυλίγματος της ζωής θα συνεχιστεί, ακόμη κι αν παρουσιάζονται «βραχυκυκλώματα» στη σκηνική ροή. Υπάρχει κάτι χειρότερο από αυτό, αναρωτιέται ο Μαρτάλερ. Απ’ αυτή την τεχνητή συνέχιση της ζωής;
Σε πρώτο επίπεδο, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η ψυχρότητα της στάσης τους εκφράζει το άκαμπτο σχήμα της εξουσίας, ενός ανάλγητου και κατασταλτικού κυρίαρχου λόγου, που ισχυρίζεται αλαζονικά πως κάθε σύμπτωμα έχει γιατρειά και πως η ευθύνη της αποτυχίας ανήκει εξ ολοκλήρου στον αμελή, απείθαρχο άρρωστο: αγαπητοί ασθενείς, αν κάνατε ό,τι έπρεπε, αν κάνατε ό,τι σας λέγαμε, αν ακολουθούσατε τις οδηγίες μας, δεν θα είχατε φτάσει σε αυτήν την κατάσταση. Εσείς φταίτε για την κατάντια σας. Η κακή σας διατροφή και η επιπολαιότητά σας. Παρ' όλα αυτά, εμείς θα σας βοηθήσουμε. Έχουμε την τεχνολογία, έχουμε την εξειδίκευση, έχουμε τη γνώση: υποταχθείτε και θα σας θεραπεύσουμε. Ειδαλλιώς, θα σας σφάξει ο βασιλιάς ο λαγομακελάρης, όπως έσφαξε τη θεία που βγήκε περιχαρής από το σπίτι για να τον υποδεχτεί.
Οι συνέπειες αυτής της υποταγής, όπως εύγλωττα φανερώνει ο Μαρτάλερ σε αυτή την εξαιρετική δουλειά του, είναι ανυπολόγιστες: όχι μόνο δεν εξασφαλίζουν τη σωτηρία, αλλά οδηγούν στην ακατάσχετη επιδείνωση της όποιας εναπομείνασας υγείας. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την πλέον αθεράπευτη ασθένεια: τη διάσπαση του υποκειμένου. Η γλώσσα, η νόηση και το σώμα δεν συνεργάζονται πια: το καθένα λειτουργεί χωριστά από το άλλο, αυτόνομα, μηχανικά. Οι αγαπητές υπάλληλοι του φαρμακείου, ωσάν αεροσυνοδοί που εξηγούν πώς να φουσκώσουμε τα σωσίβιά μας σε περίπτωση βλάβης του αεροσκάφους, περιγράφουν εδώ τη μοιραία βλάβη του πολιτισμού, ενσαρκώνουν την ήδη συντελεσθείσα πτώση του.
Ο λόγος δεν συνάδει με τα σώματά τους (τι είναι άραγε πιο ανατριχιαστικό: η περιδίνηση στο κενό του νοήματος, ή η παρουσίασή του εν είδει «σόου»;), τα συναισθήματα μένουν ανενεργά: είτε διαβάζουν μια λίστα με φαρμακευτικές ουσίες, είτε σκιαγραφούν την εκμηδένιση του ανθρώπου, ο φρουφρουδένιος τόνος της φωνής τους διατηρείται αναλλοίωτος.
Μία από τις κοπέλες πασχίζει να βρει τη σωστή «θέση»: στρίβει τον κορμό της, χέρια και πόδια μπλέκονται, ξεμπλέκονται, γίνεται «φιόγκος» – κανένα αποτέλεσμα. Αλλά κι όταν, λίγο αργότερα, ανεβαίνουν δυο-δυο πάνω στα σκαμπό για να εκτελέσουν φιγούρες χορευτικές, σαν φώκιες σε τσίρκο, χάνουν διαρκώς την ισορροπία τους. Τελικά εγκαταλείπουν, υποκλίνονται και αποχωρούν.
Μες στο σκοτάδι, εισβάλλει ο ήχος μιας μύγας που κολλάει στην ηλεκτρική μυγοπαγίδα. Όταν ανάβει πάλι το φως, τίποτε δεν έχει αλλάξει. Εξίσου ατσαλάκωτες, θα αφηγηθούν την ίδια ιστορία για δεύτερη φορά. Πόθεν έρχεσαι, λαγομακελάρη βασιλιά; Κοιλάδες και βραχότοπους διασχίζω... Σκετς που αναπαράγονται ατέρμονα, πότε με τα ίδια λόγια πότε με άλλα. «Αν κάποιος μου σερβίρει ένα φιλέτο, θα του σερβίρω κι εγώ (κλαίγοντας)». Το συζητάμε; Όχι, το παζαρεύουμε.
Άψυχα, πλην όμως καλοκουρδισμένα κι ευδιάθετα, τα σώματα των γυναικών φέρουν εις πέρας τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας, συνομιλούν χωρίς να ανοίγουν διάλογο, θέτουν ερωτήματα χωρίς να νοιάζονται για την απάντηση. Ουδεμία υπόνοια μελαγχολίας, δισταγμού ή εσωτερικού κλονισμού. Όλα όσα συνθέτουν την ανθρωπινότητα έχουν εκλείψει και το μόνο που απομένει είναι να ανοιγοκλείνουμε συρτάρια, να παπαγαλίζουμε τσιτάτα και ν’ αποχωρούμε μόλις νυχτώνει. Ό,τι γνωρίζαμε και ορίζαμε ως ύπαρξη δεν υπάρχει πια.
Η πραγματικότητα αποκαλύπτεται εδώ παγερά, χωρίς καμία επίστρωση συναισθηματισμού, χωρίς αρχή, μέση ή τέλος, χωρίς δάκρυα: δεν πρόκειται για σουρεαλισμό αλλά για τον πιο αποστασιοποιημένο, «ιατρικό» ρεαλισμό. Αναισθητοποιημένοι παζαρεύουμε φιλέτα ακούγοντας τη «Lacrimosa» στο repeat. Αυτή είναι η δυστοπία μας: δεν κάνει θόρυβο, ούτε φοράει διαστημικά βινύλ κοστούμια. Είναι η αέναη, απρόσωπη επανάληψη του (μπανάλ) Ιδίου. «Χάπι» μπαίνει, «χάπι» βγαίνει.
Δύο φιγούρες ξεχωρίζουν μέσα σε τούτη την αστραφτερά σιδερωμένη συντροφιά: ο κυριούλης με το ασπρόμαυρο κοστούμι και η Ραμόνα, η μεγαλύτερη σε ηλικία επικεφαλής του προσωπικού. Ο πρώτος, αδύνατος στα πρόθυρα της εξαΰλωσης, επισκέπτεται κάθε τόσο το φαρμακείο για να ζυγιστεί. Οι δεσποινίδες κέρβεροι όμως δεν τον αφήνουν να ανεβεί στη ζυγαριά. Εμποδισμένος, μόνος, με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό, εκείνος θα επιδοθεί στον φιλοσοφικό του μονόλογο, αναλογιζόμενος την ουσία των πραγμάτων και των πολλαπλασιασμών.
Όσο για τη Ραμόνα, εκείνη βρίσκει καταφύγιο στη μουσική, στο παλιό της πικάπ και στον «Ονειρεμένο γάμο» της, το τραγούδι που ερμηνεύει νοσταλγικά εγείροντας τον (υποτιθέμενο) θαυμασμό των κοριτσιών. Οι δυο τους μοιάζουν να συγκεντρώνουν τα τελευταία υπολείμματα ανθρωπινότητας: μια ισχνή αντίσταση απέναντι στο σαρωτικό κύμα εξομοίωσης των πάντων ή η τελευταία, συγκινητική αναλαμπή ενός είδους που σβήνει;
Η παράσταση θα μπορούσε να σταματήσει ανά πάσα στιγμή, ή, αντιστρόφως, να συνεχιστεί επ’ άπειρον – δεν θα έκανε μεγάλη διαφορά. «Θα συνεχίσουμε να παίζουμε, προσπερνώντας το τέλος του έργου», απειλούν οι ηθοποιοί, μένοντας κοροϊδευτικά εντός «ρόλου». Η λούπα δεν θα σπάσει ποτέ. Η ψευδαίσθηση της συνέχειας, της λειτουργικότητας, του εύτακτου ξετυλίγματος της ζωής θα συνεχιστεί, ακόμη κι αν παρουσιάζονται «βραχυκυκλώματα» στη σκηνική ροή. Υπάρχει κάτι χειρότερο από αυτό, αναρωτιέται ο Μαρτάλερ. Απ’ αυτή την τεχνητή συνέχιση της ζωής;
«Αλυσοδεμένο βαδίζει το γένος μας στα μονοπάτια της Ιστορίας», λέγαμε κάποτε, βγάζοντας έναν ηρωικό αναστεναγμό και σχεδιάζοντας τη μεθαυριανή επανάσταση. Τώρα ούτε καν αυτό. «Ορκίζομαι να εκτελώ πιστά το καθήκον μου και να μη διακινώ αυθαίρετα τα φάρμακα», υπόσχονται μισοσοβαρά οι υπάλληλοι, ενώ αρχίζουν να αδειάζουν τα ράφια πετώντας τα πολύχρωμα κουτάκια στο πάτωμα. Ο εξαϋλωμένος κυριούλης θα εμφανιστεί κουβαλώντας στους ώμους του έναν ασήκωτο σταυρό φαρμακείου που αναβοσβήνει πυρετωδώς. Το κοινό –δικαίως– γελάει φωναχτά. Ούτε ανάσταση ούτε σταύρωση: μονάχα η παρωδία είναι πια εφικτή, το «έξυπνο» σχόλιο, η τσαχπινιά (κι ούτε μια δακρυσμένη Παναγιά να πάρει τον Υιό της αγκαλιά...)