Χαμογελαστοί και κάθιδροι φεύγουν οι τουρίστες από το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου την ώρα που φτάνουμε, απομεσήμερο με καύσωνα, σε ένα από τα κτίσματα του Άρη Κωνσταντινίδη, δίπλα από το Ξενία, που φιλοξενούσε μια φωτογραφική έκθεση των παραστάσεων, η οποία για χρόνια ήταν κλειστή στο κοινό.
Η ιδέα της καλλιτεχνικής διευθύντριας του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου Κατερίνας Ευαγγελάτου ήταν να ανοίξει ο χώρος για να αφηγηθεί την ιστορία του φεστιβάλ μέσα από περιοδικές εκθέσεις. Τη συναντάμε στον χώρο, λίγο πριν την πρόβα της, την ώρα που οι άνθρωποι της παραγωγής στήνουν στην κούκλα το κοστούμι της μητέρας της, Λήδας Τασοπούλου, ένα χειροποίητο αριστούργημα του Γιάννη Μετζικώφ, το οποίο φόρεσε στη Μήδεια σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου το 2001.
«Ξεκινάμε με αυτή την περιοδική έκθεση στον υπέροχο αυτό χώρο με στόχο να αποκτήσει του χρόνου ή το 2025 και ένα κομμάτι μόνιμης έκθεσης της ιστορίας των Επιδαυρίων, ώστε ο επισκέπτης που δεν ξέρει καθόλου την ιστορία τους να έχει ένα corpus, γιατί το 2025 είναι και τα 70 χρόνια του θεσμού» λέει. «Θα θέλαμε κάθε χρόνο ή κάθε δυο χρόνια να αλλάζει η περιοδική έκθεση για να ανανεώνεται το ενδιαφέρον του κοινού».
Κάθε παράσταση έχει τον χώρο της στην έκθεση, με φωτογραφίες, τεκμήρια και βίντεο, προγράμματα και σημειώσεις, σε μια «ραχοκοκαλιά» από πάνελ σε ροδάκια, τα οποία αναπτύσσονται χρονολογικά και είναι εμπνευσμένα από τα μεγάλα ξύλινα κουτιά που χρησιμοποιούνται στο θέατρο για τη μεταφορά σκηνικών και κοστουμιών, τις περίφημες «βαλίτσες». Τα κινούμενα αυτά μέρη του εκθεσιακού χώρου δίνουν τη δυνατότητα άλλης διάταξης σε μια επόμενη έκθεση.
Στην είσοδο του κτιρίου του Άρη Κωνσταντινίδη, μια πλακέτα υπενθυμίζει την έναρξη της λειτουργίας του ως Θεατρικού Μουσείου Επιδαύρου το 2001. Η επιμελήτρια της έκθεσης, Ερατώ Κουτσουδάκη, βρήκε στο Μουσείο Μπενάκη τα υπογεγραμμένα από το 1964 σχέδιά του για το συγκεκριμένο κτίσμα, που προοριζόταν για κοιτώνες του προσωπικού και λειτούργησε δέκα χρόνια μετά την πρώτη παράσταση του φεστιβάλ, που ήταν ο Ιππόλυτος, το ίδιο έργο που σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου ανοίγει την Παρασκευή 7 Ιουλίου το πρόγραμμα της φετινής περιόδου.
Η έκθεση «γιορτάζει» τη Μήδεια και τις 21 φορές που έχει παρασταθεί στο αρχαίο θέατρο. Η εμβληματική τραγωδία του Ευριπίδη, όνειρο ζωής για τις πρωταγωνίστριες του θεάτρου, ανέβηκε 17 φορές από το 1956 μέχρι σήμερα, δυο ακόμα φορές στην οπερατική εκδοχή του Κερουμπίνι, το 1961 στη θρυλική παράσταση με τη Μαρία Κάλλας και το 2007 με την Άννα Κατερίνα Αντονάτσι, ενώ έχουμε δει την παρωδιακή Μήδεια του Μποστ –το πρώτο έργο νέου Έλληνα συγγραφέα που ανέβηκε στην Επίδαυρο– και ετοιμάζεται η Μήδεια σε σκηνοθεσία του Φρανκ Κάστορφ που θα κάνει πρεμιέρα, με πέντε γυναίκες ηθοποιούς στον ομώνυμο ρόλο, στις 21 Ιουλίου 2023.
«Είχαμε πολλές αφορμές, είχαμε την επέτειο της Κάλλας που έπαιξε τη Μήδεια του Κερουμπίνι, η οποία άφησε ιστορία, είχαμε τη δική μας Μήδεια του φεστιβάλ φέτος. Είδαμε ότι είναι πολύ διαφορετικές οι προσεγγίσεις και πολύ διαφορετικό το πώς είδε κάθε δημιουργός το έργο και αξίζει να δούμε και ένα ταξίδι στην ιστορία του θεάτρου, των σκηνικών γλωσσών τόσο των Ελλήνων όσο και των ξένων σκηνοθετών» λέει η Κατερίνα Ευαγγελάτου.
Κάθε παράσταση έχει τον χώρο της στην έκθεση, με φωτογραφίες, τεκμήρια και βίντεο, προγράμματα και σημειώσεις, σε μια «ραχοκοκαλιά» από πάνελ σε ροδάκια, τα οποία αναπτύσσονται χρονολογικά και είναι εμπνευσμένα από τα μεγάλα ξύλινα κουτιά που χρησιμοποιούνται στο θέατρο για τη μεταφορά σκηνικών και κοστουμιών, τις περίφημες «βαλίτσες». Τα κινούμενα αυτά μέρη του εκθεσιακού χώρου δίνουν τη δυνατότητα άλλης διάταξης σε μια επόμενη έκθεση.
Ο θεατής σίγουρα θα εντυπωσιαστεί από το κατακόκκινο φόρεμα του Γιώργου Πάτσα για την Καριοφυλλιά Καραμπέτη στην παράσταση του 1997 του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη, το κόσμημα κεφαλής του Νίκου Αλεξίου για τη Ρένη Πιττακή (Θέατρο Τέχνης, 1995), το ζωγραφισμένο στο χέρι από τον Απόστολο Βέττα κοστούμι της Λυδίας Φωτοπούλου στην παράσταση του ΚΘΒΕ σε σκηνοθεσία Αντρέα Βουτσινά το 1990, το χειροποίητο μακραμέ και πολύ βαρύ κοστούμι του Γιώργου Ζιάκα για τον Ιάσονα στη Μήδεια του 1986 σε σκηνοθεσία Μίνωα Βολανάκη, τις τρεις φωτογραφίες του Κώστα Μεγαλοκονόμου από τα παρασκήνια της Μήδειας με την Κάλλας το 1961 που παρουσιάζονται για πρώτη φορά, το βίντεο με την ανάληψη στον φωτεινό δίσκο με τους 460 προβολείς της Μανταλένα Κρίπα για τη Μήδεια του Πέτερ Στάιν το 2005, τον χειρόγραφο οδηγό σκηνής για την επανάληψη της Μήδειας με την Κατίνα Παξινού το 1973, τη μάσκα και το περίτεχνο κόσμημα κεφαλής του Διονύση Φωτόπουλου που φορούσε η Τζένη Γαϊτανοπούλου το 1984 στη Μήδεια του ΘΟΚ.
«Ήταν μια επιλογή να βάλουμε και παλιότερα και πολύ φρέσκα και μελλοντικά εκθέματα, γιατί είναι και ένας αναστοχασμός. Ο επισκέπτης μπορεί να δει πώς εξελίσσεται η θεατρική γλώσσα –το βλέπουμε αυτό μέσα από τα θεατρικά αποσπάσματα στα βίντεο–, πώς αλλάζει η γλώσσα των σκηνικών και των κοστουμιών. Το δεύτερο που θέλαμε να δείξουμε είναι ότι μια παράσταση έχει πολλούς συντελεστές που δεν τους γνωρίζουμε, και γι’ αυτό θα δούμε οδηγούς σκηνής, ένα σκηνογραφικό τετράδιο του Γιώργου Πάτσα, μακέτες εργασίας σκηνικών, παρτιτούρες και σημειώσεις για το πώς γεννιούνται οι μουσικές ιδέες και ό,τι από τα τεκμήρια μάς δίνει μια εικόνα του κόσμου μιας παράστασης. Όλα αυτά μαζί λειτουργούν συμπληρωματικά και αντιστιτικά. Είναι ενδιαφέρον να δούμε πώς σκέφτηκε ένας σκηνοθέτης και πώς ένας άλλος πάνω στο ίδιο κείμενο, στον ίδιο τόπο, εδώ στην Επίδαυρο» λέει η Ερατώ Κουτσουδάκη.
Η έκθεση κάνει ένα πρώτο βήμα προκειμένου να ανοίξει μια συζήτηση για την ιστορία του θεσμού, που ακόμα δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένη και μελετημένη. Η έκθεση «Η Μήδεια στην Επίδαυρο» παρέχει τα εργαλεία για να διαβάσουμε στους τοίχους την υπόθεση του έργου του Ευριπίδη και σε τι διαφέρει από εκείνο του Μποστ ή του Κερουμπίνι.
Διαβάζοντας τα ονόματα των συντελεστών βλέπουμε ομάδες που δουλεύουν ξανά και ξανά μαζί μέσα στις δεκαετίες, τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουν στην ίδια τραγωδία οι ίδιοι συντελεστές σε διαφορετικές παραστάσεις, για παράδειγμα, πώς είδε ο Φωτόπουλος το 1984 τη Μήδεια του ΘΟΚ και πόσο διαφορετικά σχεδίασε το σκηνικό το 2008 για την παράσταση του Ανατόλι Βασίλιεφ. Όλες αυτές οι πληροφορίες κρατάνε το μάτι του επισκέπτη απασχολημένο και επικεντρωμένο σε λεπτομέρειες αόρατες σε θέατρο αυτής της κλίμακας ή άγνωστες, που φανερώνουν τον κόπο της προεργασίας.
Όλοι ξέρουμε πόσο εφήμερη είναι η τέχνη του θεάτρου. Το υλικό που μπορεί να δώσει ο κόσμος του σε μια έκθεση είναι πεπερασμένο, μακέτες, κοστούμια και μάσκες, προγράμματα και βίντεο. Ωστόσο πολλές παραστάσεις δεν αφήνουν ίχνος πίσω τους και αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση δηλωτικό του πόσο πλούσιες ή καλές μπορεί να είναι, απλώς δεν κρατήθηκε κανένα αρχείο –ενώ σε άλλες έχει κρατηθεί με επιμέλεια– ή τα κοστούμια πήγαν σε βεστιάρια ή οι μάσκες ανακυκλώθηκαν σε άλλες παραστάσεις, κάτι που έχει να κάνει με την ουσία του θεάτρου. Μπορεί να δημιουργείται μια ενδιαφέρουσα αρχειακή συνθήκη ή μια σπαζοκεφαλιά για τους μουσειολόγους, που η επιστήμη τους βασίζεται στα αρχεία, ας μην παραλείπουμε ωστόσο την ποιητική διάσταση αυτής της συνθήκης, αυτό που έχει κρατήσει για πάντα ο νους και οι αισθήσεις μας.
Η έκθεση θα λειτουργεί όλο το καλοκαίρι πριν και μετά τις παραστάσεις της Επιδαύρου και θα είναι ανοιχτή μέχρι τη 1 π.μ., οπότε αξίζει, πριν επιστρέψετε στην Αθήνα ή συνεχίσετε τη βραδιά σας στην περιοχή, να επισκεφθείτε αυτό το μικρό κόσμημα του Κωνσταντινίδη που ξεχειλίζει ιστορίες θεάτρου, μας αφήνει να δούμε μέσα από μια χαραμάδα τον κόσμο του και δίνει αφορμή για πολλές συζητήσεις.