Αυτό το λευκό κεφάλι που κάποτε κουβαλούσε περήφανα ένα στέμμα και τώρα το βαραίνει μονάχα θλίψη, αυτά τα πρησμένα πόδια που διέσχισαν χίλιες ερήμους για να φτάσουν ως τη Θήβα και άλλες τόσες για να φύγουν μακριά της, αυτό το ασυγκράτητο χέρι που ορθώθηκε και συνέτριψε το πατρικό κρανίο, αυτά τα πληγιασμένα μάτια που κάποτε αντίκρισαν άφοβα τη Σφίγγα και τώρα βλέπουν μονάχα νύχτα, αυτό το εύθραυστο, ραγισμένο σώμα, εξουθενωμένο από τις κακουχίες της περιπλάνησης, οδηγημένο από Θεό και θυγατέρα στον μόνο προορισμό που του υπόσχεται ανάπαυση, αυτό, το σώμα του διαβόητου Οιδίποδα, βάναυσα εκδιωγμένο από τον οίκο του πατρός του, πρόωρα αποκολλημένο από την αγκαλιά της μητρός του, ως εκ θαύματος σωσμένο, βρίσκεται τώρα τρεμάμενο και κουλουριασμένο στο ιερό των Ευμενίδων, στο άλσος του Κολωνού, εκεί ζητώντας ικετευτικά την εκπλήρωση της ύστατης επιθυμίας του.
Ποιος θα δεχθεί αυτό το σώμα; Ποιος θα υποδεχθεί το μιαρό «τέρας», τον φονιά και αιμομίκτη Οιδίποδα; Ο Χορός φρίττει στο άκουσμα του ονόματός του, τρέχει με τρόμο να κρυφτεί μη τυχόν μολυνθεί από την επαφή. «Φύγε αμέσως απ’ τη χώρα μας, μη προσθέσεις στην πόλη μας μίασμα», του φωνάζουν. Εκείνος επιμένει: ο Φοίβος τον οδήγησε ως εδώ, για καλό σκοπό ∙ όμως οι γέροντες γηγενείς δυσπιστούν, αδυνατούν να δουν το ακτινοβόλο δώρο που φέρει η παρουσία του Ξένου για την πόλη τους.
Είναι να αναρωτιέται κανείς, πώς γίνεται να συγκεντρωθούν τόσοι άνθρωποι, να έχουν προετοιμαστεί τόσον καιρό, να έχουν, υποτίθεται, συντονιστεί για έναν κοινό σκοπό και, όμως, να μη μεταδίδουν τελικά ούτε στο ελάχιστο αυτό που έχουν κληθεί να ζωντανέψουν επί σκηνής.
Μονάχα ο Θησέας θα μπορέσει να συμπονέσει και να σεβαστεί τις ουλές και τα τραύματα που χαίνουν αγιάτρευτα στο σαρκίο του γέροντα. Μονάχα ο βασιλιάς της Αθήνας θα συγκινηθεί στη θέα αυτού του ετοιμόρροπου σώματος που παραπαίει στο ιερό παρακαλώντας τις χθόνιες θεές να του χαρίσουν αίσια κατάληξη.
Ένα σώμα που στηρίζεται σε ένα άλλο για να σταθεί. Σώματα πατέρα και κόρης που συντονίζονται τρυφερά, χωρίζονται βίαια και ξανασμίγουν λυτρωτικά. Σώματα που «κλείνουν» για να προστατευθούν και σώματα που «ανοίγουν» για να προστατέψουν. Σώματα που κυρτώνουν, χάνουν την ικμάδα τους και όμως δεν παύουν ν’ αγαπούν και να μισούν με την ίδια απροσμέτρητη ένταση της αλλοτινής νιότης τους.
Γράφοντας αυτή την τελευταία τραγωδία του, ο Σοφοκλής έχει εισέλθει στην ένατη δεκαετία της ζωής του. Και είναι ίσως τον εαυτό του που βλέπει στον φθίνοντα Οιδίποδα, τον πιο διάσημο ήρωά του, και είναι ίσως την οικεία ετούτη περιπέτεια που ο ποιητής θέλει να ακολουθήσει ως το τέλος, για να μας πει ακριβώς ότι είναι τα σώματα αυτά που, ακόμη και όταν έχουν βυθιστεί στο γήρας, ακόμη και όταν τρέμουν από την αστάθεια, συνεχίζουν να περικλείουν και να ενσαρκώνουν τη δύναμη του πνεύματος, όλες τις πολυκύμαντες διεργασίες του χρόνου, της μνήμης και του γίγνεσθαι.
Το σώμα δεν χάνεται ποτέ, γιατί επιστρέφει στον κόσμο που το γέννησε: ο Οιδίπους θα γίνει ένα με το έδαφος της πόλης που τον δέχτηκε και από το σώμα του θα βλαστήσουν ξανά χιλιάδες ανθοί, το δώρο του στους ευεργέτες του, η ηρωική αύρα του που πάντα θα στεφανώνει όσους τον βοήθησαν να επιτελέσει τη μετάβαση προς τον θάνατο.
Αν κάθε σώμα αφηγείται μια ιστορία, τότε ποια ιστορία είδαμε στην παράσταση της Επιδαύρου; Αν η τέχνη του σκηνοθέτη και του ηθοποιού επιδιώκει να κινητοποιηθεί η νόηση και το σώμα του θεατή, τότε τί κινήθηκε μέσα μας αντικρίζοντας τα τεκταινόμενα στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου; Είναι να αναρωτιέται κανείς, πώς γίνεται να συγκεντρωθούν τόσοι άνθρωποι, να έχουν προετοιμαστεί τόσον καιρό, να έχουν, υποτίθεται, συντονιστεί για έναν κοινό σκοπό και, όμως, να μη μεταδίδουν τελικά ούτε στο ελάχιστο αυτό που έχουν κληθεί να ζωντανέψουν επί σκηνής.
Είναι σπουδαίος ηθοποιός ο Δημήτρης Καταλειφός και όλοι προσμέναμε με λαχτάρα την ερμηνεία του στον ρόλο του Οιδίποδα. Τίποτε όμως από τη σοφία, την εμπειρία, το βάσανο, την αγωνία, που σίγουρα έχει αποκομίσει στη διάρκεια του βίου του, δεν μοιράστηκε μαζί μας ο πρωταγωνιστής. Μετέτρεψε τον Σοφόκλειο ήρωα σε έναν γερο-παράξενο που κουνά σπασμωδικά τη μαγκούρα του, εξισώνει την υποκριτική ένταση με τη διαρκή κίνηση των χεριών, τη στριφνή ή κακομοιριασμένη τοποθέτηση της φωνής – μια «θορυβώδης» εκτόνωση ενέργειας που λειτουργεί ως προπέτασμα καπνού. Μα ο Οιδίπους δεν είναι ένας φοβικός τυφλός που καμώνεται το ταλαίπωρο τέκνο της μοίρας για να τον λυπηθούν ή που υψώνει νευρωτικά τον τόνο της φωνής του για να επιβληθεί. Τον σεβασμό τον κερδίζει με το εκτόπισμα της παρουσίας του, με το μεγαλείο της οδύνης ενός ανθρώπου που έχει περάσει τα μέγιστα μαρτύρια, έχει ανταπεξέλθει σθεναρά, και αυτό έχει χαραχθεί σε κάθε σπιθαμή του σώματός του, σε κάθε απόχρωση του λόγου του, σε κάθε νεύμα του. Ραγισμένος, ναι, αλλά ουδέποτε συρρικνωμένος και σίγουρα όχι μονοσήμαντος.
Τι να πούμε για τον Χορό, που τον βλέπουμε να πηγαινοέρχεται δήθεν αλαφιασμένος, με έναν μόνιμο δισταγμό στην κίνηση και μια αφελή απορία στο βλέμμα; Σώματα που «υπάρχουν», στέκουν, μιλούν, συναντιούνται, δίχως συνεκτικό παλμό. Σώματα άπειρα, που εκτελούν οδηγίες αμήχανα, άχαρα, αβέβαια.
Τι να πούμε γι’ αυτόν τον Θησέα (Χρήστος Χατζηπαναγιώτης) που στέκεται σα μαρμαρωμένος; Αδυνατώντας να αναλάβει υποκριτικές πρωτοβουλίες που θα έδιναν χαρακτήρα και υπόσταση στον ρόλο του, ο ηθοποιός επιλέγει μια άνευρη ουδετερότητα που τον καθιστά ανίκανο να εκπέμψει οποιοδήποτε φίλιο συναίσθημα προς τον ξένο ικέτη.
Τι να πούμε γι’ αυτόν τον Κρέοντα (Χρήστος Σαπουντζής), που εμφανίζεται μαυροντυμένος επειδή είναι ο «κακός» της υπόθεσης, αλλά, όσες απειλές κι αν εκστομίζει, ουδέποτε πείθει ότι συνιστά πραγματική απειλή για τον Οιδίποδα, έτσι όπως στέκεται κι αυτός ψυχικά και σωματικά ασάλευτος;
Μα και πώς να σταθούμε απέναντι στην καπαρντίνα του Μάξιμου Μουμούρη, η οποία αποσπά αιφνιδίως την προσοχή μας; Οχυρωμένος πίσω από το ατσαλάκωτο ένδυμά του, ετούτος ο Πολυνείκης μοιάζει να καταφθάνει όχι για να ζητήσει ικετευτικά την υποστήριξη του πατέρα του προτού εκστρατεύσει εναντίον της Θήβας, αλλά για να του πει ένα «γεια».
Ας τελειώνουμε πλέον με αυτόν τον «μύθο» που κυκλοφορεί τελευταία και που συνοψίζεται στη φράση-επιθυμία «να ακουστεί ο λόγος του αρχαίου ποιητή, δίχως σκηνοθετικά τερτίπια και παρεμβάσεις». Ο λόγος του αρχαίου ποιητή έχει προφανώς μείζονα σημασία, είναι η αφετηρία όλων των ενεργειών. Δεν ακούγεται όμως ποτέ από μόνος του, μαγικά, απλώς και μόνον επειδή οι ηθοποιοί τον αναπαράγουν επί σκηνής, δίχως να έχουν εμβαθύνει στα νοήματα του έργου, δίχως να φλέγονται να τα μεταδώσουν και σε μας.
«Η εμπειρία του αισθάνεσθαι είναι μια ζωτική διαδικασία, όπως η τεκνοποίηση, η αναπνοή ή η ανάπτυξη», λέει ο Μερλώ-Ποντύ: «...είναι αυτή η παλλόμενη επικοινωνία με τον κόσμο, η οποία μας τον καθιστά παρόντα ως οικείο τόπο της ζωής μας». Το πιο σπαραχτικό χορικό άσμα που γράφτηκε ποτέ, αυτό στο οποίο ο Σοφοκλής διοχετεύει όλη την αγωνία της θνητότητας, όλη την απελπισία του για το «επονείδιστο, ασθενές, άφιλο, ασυντρόφευτο γήρας που περιέχει όλα τα κακά των κακών»¹, δεν το «ακούσαμε» ποτέ στη διάρκεια της παράστασης: μα πρέπει πρώτα το μάτι να έχει συγκινηθεί από τον κόσμο, λέει πάλι ο Μερλώ-Ποντύ, πρέπει τα πράγματα, οι ιδέες, το αίμα να έχουν περάσει μέσα στον καλλιτέχνη προτού μπορέσει να τα εκφράσει, ξυπνώντας μια ηχώ μέσα στο σώμα μας που δεν είναι παρά η ανάδυση μιας πηγαίας συγκίνησης για την τραγική μοίρα μας. Το μόνο που απέδειξε ο σκηνοθέτης με αυτή την παράσταση είναι τι μπορεί να συμβεί στο θέατρο, όταν σταθούμε απέναντι στον κόσμο ασυγκίνητοι και μουδιασμένοι, υποτάσσοντας τον λόγο του ποιητή στην κατασκευή μιας κούφιας –πότε κατατονικής και πότε φλύαρης, πάντοτε όμως κενής νοήματος– εκφραστικής δραστηριότητας.
Συμπαθής η εύθραυστη Ισμήνη της Αλεξάνδρας Αϊδίνη, αλλά εκείνη που αποδεικνύει –για μία ακόμη φορά– ότι αισθάνεται με κάθε όργανο του σώματός της είναι η Αγγελική Παπαθεμελή ως Αντιγόνη: αποχαιρετώντας τα αγαπημένα της πρόσωπα, αρχικά τον αδελφό της και μετά τον πατέρα της, η ηθοποιός θρυμματίζει την αποκαρδιωτική αδράνεια της παράστασης και μας προσφέρει (ειδικά στη φράση της προς τον Πολυνείκη «άμα χαθείς, θα χαθώ κι εγώ μαζί σου») αυτή την ηλέκτριση του Είναι που αποκαλούμε πάθος.
(1): Mετάφραση Δημήτρη Δημητριάδη, 2017