ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ενταχθεί το Πολυτεχνείο, η φοιτητική αυτή εξέγερση που σφράγισε την πορεία προς τη Γ’ Ελληνική Δημοκρατία και συνεχίζει να εμπνέει αλλά και να προκαλεί τόσες αντιδράσεις, σε μια σειρά κινημάτων που εκτυλίσσονταν αλλά και εννοιών που διαμορφώνονταν εκτός των ελληνικών συνόρων; Η απάντηση είναι πως ναι. Οι ίδιοι οι νέοι της εποχής εκείνης κατέτασσαν την εξέγερσή τους σε ένα πολύ ευρύ φάσμα εξεγέρσεων εντός και εκτός του ελληνικού ή ακόμα και του ευρωπαϊκού πλαισίου, παράδειγμα η Ταϊλανδη και η φοιτητικη εξεγερση εναντια στον δικτάτορα Κιτικαχόρν· «Απόψε θα γίνει της Ταϊλάνδης», ελεγε το συνθημα.
Και βέβαια η Χιλή, με τον Αλιέντε και τη δραματικη ανατροπή από τον στρατηγό Πινοτσέτ μολις δυο μήνες πριν από το Πολυτεχνείο, σόκαρε τους φοιτητές που έγραψαν σε τοίχους και τρόλεϊ τις λέξεις «Αλιέντε» και «Χιλή». Βέβαια, είχε προηγηθεί το Βιετνάμ, με τη γιεγιέ πλαισίωσή του από τον Σαββόπουλο ως την αποθέωση της σύγκρουσης Δαβίδ και Γολιάθ, του πάνοπλου αμερικανικού ιμπεριαλισμού και του φτωχού, υπανάπτυκτου παγκόσμιου Νότου. Η Παλαιστίνη επίσης εμφανιζόταν δειλά-δειλά ως ένα ακόμα αντιιμπεριαλιστικό ζητούμενο.
Το ζήτημα της αλληλεγγύης, της υπερεθνικής ταύτισης και η ενσυναίσθηση όσον αφορά τις μάχες των «άλλων» που είναι και δικές μας μάχες είναι η κολλητική ουσία όλων των παραπάνω. Εν τέλει η ελληνική δικτατορία αντιμετωπιζόταν ως ένα ακόμα παράδειγμα νεο-αποικιακής τάσης εκ μέρους των ΗΠΑ. Το παγκοσμιοτοπικό στοιχείο, λοιπόν, σε μια εποχή που κατεξοχήν προήγαγε μια υπερτοπική θέαση των γεγονότων είναι έντονο. Το γνωστό σύνθημα του Τσε Γκεβάρα «2, 3, χίλια Βιετνάμ» θα μεταφραζόταν αργότερα σε «2, 3, πολλά Πολυτεχνεία».
Το Πολυτεχνείο ξεχωρίζει ως γεγονός γιατί φέρει πολλά και διαφορετικά χαρακτηριστικά: τον αριστερισμό της κατάληψης και της εξώθησης της σύγκρουσης στα άκρα, τον τριτοκοσμισμό των συνθημάτων που συνδέουν τον εξεγερμένο πλανήτη με τους κολασμένους της γης, το αντικομφορμιστικό φαντασιακό του ’68.
Η γενεακή ταύτιση με το ’68 του Παρισιού, της Ρώμης, του Βερολίνου και του Μπέρκλεϊ είναι μία ακόμα διεθνής συνιστώσα του ελληνικού κινήματος, παρότι έμμεση και συχνά υπαινικτική. Οι Έλληνες αντικαθεστωτικοί φοιτητές μοιράζονταν με το ’68 την απόρριψη της ψυχροπολεμικής συνθήκης, ενώ κι εκείνοι βίωναν εν μέρει τα προβλήματα που προκαλούσε η λεγόμενη μαζικοποίηση των πανεπιστημίων, αντιδρώντας στη σκληρή ακαδημαϊκή ιεραρχία. Ο έντονος τριτοκοσμικισμός και η εντυπωσιακή παρουσία των αριστεριστών, αλλά και η απόρριψη του κοινωνικού συντηρητισμού και ένα αίτημα μεγαλύτερης προσωπικής απελευθέρωσης στο ελληνικό κίνημα, παρότι δεν μπορούν να συγκριθούν με την ένταση του ’68, συνομιλούσαν παρ’ όλα αυτά μαζί του.
Παρά τους περιορισμούς της λογοκρισίας, μοιράζονταν με τους 68άρηδες ένα κοινό θεωρητικό οπλοστάσιο μέσα από κοινά πολιτικά διαβάσματα αλλά και κοινές κινηματογραφικές αναφορές που ενέτειναν την αυτο-εικόνα μιας εξεγερμένης γενιάς με κοινά συμφραζόμενα. Την ίδια στιγμή, βέβαια, αντιμετώπιζαν ένα βάναυσο δικτατορικό καθεστώς όπου συνθήματα όπως «η φαντασία στην εξουσία» έμοιαζαν εκτός τόπου και χρόνου.
Το Πολυτεχνείο, λοιπόν, ξεχωρίζει ως γεγονός γιατί φέρει πολλά και διαφορετικά χαρακτηριστικά: τον αριστερισμό της κατάληψης και της εξώθησης της σύγκρουσης στα άκρα, τον τριτοκοσμισμό των συνθημάτων που συνδέουν τον εξεγερμένο πλανήτη με τους κολασμένους της γης, το αντικομφορμιστικό φαντασιακό του ’68. Επιπλέον, φέρει το τραύμα των αντιθέσεων εντός του εξόριστου ΚΚΕ αλλά και την υπο διαμόρφωση ευρωκομμουνιστική τάση της «νέας αριστεράς» που προσωποποιούσε η ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος. Αλλά παλεύει και για κλασικά, θα λέγαμε, φιλελεύθερα αιτήματα –ίσως εν αγνοία του–, όπως η ελευθερία της έκφρασης, της παιδείας και του συνδικαλισμού.
Ανάλογα στοιχεία φέρουν εν μέρει τα αντικαθεστωτικά κινήματα στην Ισπανία και στην Πορτογαλία αλλά και χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, όπως η Πολωνία, βεβαίως η Τσεχοσλοβακία, αλλά ακόμα και η γειτονική Γιουγκοσλαβία. Όμως η αιματηρή κατάληξη απαντά μόνο σε φοιτητικά ξεσπάσματα, σε δικτατορίες ή και δημοκρατίες της Λατινικής Αμερικής, όπως στο Μεξικό ή στην Αργεντινή – το περίφημο Cordobazo, πράγμα που το διαφοροποιεί από τον υπόλοιπο εξεγερμένο ευρωπαϊκό Νότο. Αυτό είναι εν μέρει το κράμα του Πολυτεχνείου, φτιαγμένο από τόσο διαφορετικά μεταξύ τους υλικά, που το καθιστά τόσο εμβληματικό.
Ο Νοέμβρης του ’73, όμως, κουβαλά στις πλάτες του και άλλες επιρροές από το διεθνές πλαίσιο εκείνης της εποχής. Συμβαίνει σε μια στιγμή υποτιθέμενης αποσυμφόρησης του ψυχροπολεμικού ανταγωνισμού που όμως τσαλαβουτούσε στα απόνερα της σοβιετικής εισβολής της Τσεχοσλοβακίας το ’68 και στο απόγειο των αντιθέσεων μεταξύ κέντρου και περιφέρειας και των αντιαποικιακών αγώνων στις αφρικανικές αποικίες της Πορτογαλίας λίγο πριν από την Επανάσταση των Γαριφάλων. Το ’73 συμπίπτει με τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ και τη μεγάλη πετρελαϊκή κρίση, τροφοδοτώντας τη γνωστή θεωρία συνωμοσίας πως τον Μαρκεζίνη τον έριξαν οι Αμερικανοί γιατί κράτησε στάση ουδετερότητας στην αραβοϊσραηλινή διένεξη.
Τέλος, είναι η εποχή της κατάρρευση του συστήματος ισοτιμιών του Μπρέτον Γουντς και η απαρχή της ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού με την επελαύνουσα παγκοσμιοποίηση ή, όπως έχει σωστά λεχθεί, το «σοκ του παγκόσμιου» (shock of the global). Είναι ακριβώς η στιγμή που στην Ελλάδα μαινόταν η οργή για τον πληθωρισμό και τον τιμάριθμο και πλήθος κοινωνικών κατηγοριών, από τους αγρότες των Μεγάρων μέχρι τους οικοδόμους της Αθήνας, ήταν σε αναβρασμό, ενώ το «πείραμα Μαρκεζίνη» έδινε χώρο για τον συντονισμό μαζικής αντικαθεστωτικής διαμαρτυρίας και δράσης.
Άρα η ελληνική περίπτωση κινείται σε ένα ευρυτερο πλαίσιο διαμαρτυρίας και αντίστασης αλλά και γενικών ανακατατάξεων και τεκτονικών αλλαγών. Μια παγκόσμια πλαισίωση πενήντα χρόνια μετά μας παρέχει τη διεθνική πυξίδα για το πώς θα πρέπει πλέον να διαβάσουμε αυτό το κομβικό γεγονός, πέρα από τον ελληνικό εξαιρετισμό.
Ο Κωστής Κορνέτης διδάσκει Σύγχρονη Ιστορία στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.