Ο Αποστόλης Παύλου το έχει πάρει απόφαση. Και θα κάνει οτιδήποτε περνάει από το χέρι του για να εκπληρώσει τον στόχο του. Αν χρειαστεί, ναι, θα αιχμαλωτίσει τον Χάρο. Ως άλλος Ηρακλής που σπεύδει να επαναφέρει τη μυθική Άλκηστη από τη χώρα των νεκρών για χάρη του αγαπημένου του φίλου Άδμητου, έτσι και ο Αποστόλης Παύλου θα ανατρέψει το αναπότρεπτο, θα βραχυκυκλώσει τον κύκλο της ζωής και του θανάτου με τη βοήθεια του αγαπημένου φίλου του, Φοίβου.
Μαζί θα επιτεθούν στον εχθρό, θα τον ακινητοποιήσουν και θα τον βάλουν σε καταστολή. Πόσο δύσκολο είναι, άλλωστε, να γραπώσεις τον Χάρο, όταν εργάζεσαι στο μεγαλύτερο νοσοκομείο της χώρας, εκεί όπου ο σκοτεινός καβαλάρης συχνάζει καθημερινά για το αιματηρό απεριτίφ του;
Η αγωνία του ανθρώπου μπροστά στο οριστικό τέλος, η άρνησή του να αντιμετωπίσει το μοναδικό αναπόφευκτο γεγονός του βίου του, βρίσκεται στο επίκεντρο του «Ευαγγελισμού». Η αιώνια ψευδαίσθηση: αχ, και τι δεν θα 'κανα, αν είχα λίγο χρόνο ακόμη! Θα έπαιρνα όλες τις αποφάσεις που ποτέ δεν πήρα, θα ζητούσα συγχώρεση για όλα τα σφάλματα που κατ’ εξακολούθηση διέπραξα, θα συναντούσα για τελευταία φορά τις παλιές μου αγάπες, θα χάιδευα τους γέροντες γονείς μου, θα χόρευα στη βροχή, θα ταξίδευα στο Περού, θα έκοβα το κάπνισμα, θα αγόραζα μια πάβλοβα με φρέσκες φράουλες από το καλύτερο ζαχαροπλαστείο της Αθήνας, θα την έτρωγα με το κουτάλι, θα απολάμβανα κάθε μπουκιά, θα ξεχυνόμουν στους δρόμους με μια άγρια λαχτάρα, ασταμάτητος, ανεμπόδιστος, κυρίαρχος, θριαμβευτής.
Ωραίες προθέσεις, θα έλεγε κανείς, μόνο που ενσαρκώνονται αποσπασματικά, ασυνάρτητα, χωρίς πειθώ, χωρίς γοητεία, και το κυριότερο, χωρίς τελικά να ενεργοποιούν μια βαθύτερη ψυχική ή νοητική διεργασία, έναν γόνιμο –συνειδητό ή ασυνείδητο– διάλογο με τη θνητότητά μας.
Πρόκειται σίγουρα για μια ενδιαφέρουσα σύλληψη, δεν μπορούμε, δυστυχώς, να πούμε το ίδιο και για την εκτέλεσή της, τόσο σε συγγραφικό (λιμπρέτο Γιάννης Αστερής), όσο και σε σκηνοθετικό (Άγγελος Τριανταφύλλου – Δημήτρης Σταυρόπουλος) ή συνθετικό επίπεδο (Άγγελος Τριανταφύλλου). Το σχέδιο των συντελεστών διαγράφεται περίπου ως εξής: από τη μία επιχειρούν να αναπλάσουν την ένταση, τη φρενήρη δραστηριότητα, την έλλειψη συντονισμού, τη δυσθυμία, τα προβλήματα που χαρακτηρίζουν μια τυπική μέρα σ’ ένα κορυφαίο δημόσιο νοσηλευτικό ίδρυμα της χώρας, «έφυγε ο καθετήρας», «δεν έχει έρθει κανένας στο 7», «δεν έχω ενεργηθεί από την Παρασκευή», «ο άνδρας μου δεν είναι καλά», το ασανσέρ δεν λειτουργεί, τα γάντια έχουν μύκητες, οι γιατροί είναι εξαφανισμένοι, η προϊσταμένη δεν εισακούεται, οι προσευχές πέφτουν στο κενό.
Από την άλλη, επιλέγουν να εστιάσουν σε συγκεκριμένα «περιστατικά», να τα ανασύρουν από το χάος και την αναταραχή έτσι ώστε να αναδείξουν τη διαφορετικότητά τους, να αποκαλύψουν τι σκέφτεται η «γυναίκα του εγκεφαλικού» ή η σύζυγος του Μάκη με τον άναρχο κορεσμό, τι διαδραματίζεται στην τρικυμισμένη ψυχή τους ενώ βρίσκονται καθηλωμένοι σε τούτο το καθαρτήριο, περιμένοντας το χειρότερο κι ελπίζοντας για το καλύτερο. Δίπλα τους, σε ένα παράλληλο σύμπαν, τοποθετούνται οι θεράποντες ιατροί, αυτοί που υποτίθεται πως κρατούν τα ηνία, πως έχουν τη γνώση και τη δεξιοτεχνία να κατατροπώσουν την αρρώστια, στην πραγματικότητα, όμως, αποδεικνύονται κι εκείνοι εξίσου «ασθενείς» με τους ασθενείς τους, εξίσου ανήμποροι να επιβληθούν στους φόβους, τα πάθη και τις αδυναμίες τους.
Ωραίες προθέσεις, θα έλεγε κανείς, μόνο που ενσαρκώνονται αποσπασματικά, ασυνάρτητα, χωρίς πειθώ, χωρίς γοητεία, και το κυριότερο, χωρίς τελικά να ενεργοποιούν μια βαθύτερη ψυχική ή νοητική διεργασία, έναν γόνιμο –συνειδητό ή ασυνείδητο– διάλογο με τη θνητότητά μας.
Κανένας από τους ήρωες του «Ευαγγελισμού» δεν αναδύεται ολοκληρωμένος και αληθινά συγκινητικός μέσα στην (υποτιθέμενη) οδύνη και απόγνωσή του. Παρουσιάζονται ενώπιόν μας, μας «συστήνονται», μιλούν και τραγουδούν ασταμάτητα για τον καημό τους, όσο κι αν προσπαθούν, όμως, να εκμυστηρευτούν την αλήθεια τους, τόσο περισσότερο αναλώνονται σε κοινοτοπίες, σε κούφιες φράσεις, σε γλυκερές διατυπώσεις, σε ανούσιες περιγραφές: «Θα πάω στον Μιχάλη μου και θα του κάνω έρωτα / θα τον αναστήσω τον άντρα μου απόψε», λέει η μία, «αγάπη μου, θα έρχομαι κάθε πρωί φρεσκολουσμένη και θα σου κρατάω το χέρι», λέει η άλλη, «αχ Παναγιά μου» λένε όλες μαζί, και ούτω καθεξής. «Η ψυχή και το σώμα είναι ένα / ο θάνατος είναι ψυχοσωματικό φαινόμενο», ακούμε τον γιατρό να ισχυρίζεται, αλλά εμείς ποτέ δεν το αισθανόμαστε να υλοποιείται ενώπιόν μας ως θεατρικό/ποιητικό συμβάν.
Αντ’ αυτού έχουμε λίγη ψυχανάλυση στον μονόλογο του Φοίβου που θυμάται τα παιδικά του χρόνια και τα «μυτερά» ξαδέρφια του, καθώς αποχαιρετά τον ετοιμοθάνατο πατέρα του∙ μια απλουστευτική απόπειρα επεξήγησης της πολλαπλότητας που κατοικεί εντός μας εκ μέρους της ψυχιάτρου Ρότζερς («είστε η Μαρία, στο βάθος όμως δεν είστε η Μαρία, είστε παιδιά πολλών ανθρώπων, μέσα σας έχετε στρατό ολόκληρο, τη Σοφία, τη Λουκία, τον Γεράσιμο, τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο» κ.ο.κ)∙ μια επιδερμική εξομολόγηση υπαρξιακού προσανατολισμού εκ μέρους του καρκινοπαθούς Παύλου («έχω χεστεί πάνω μου», «είμαι υποκριτής», «τρέμουν τα χέρια μου» κ.λπ.)∙ μια πανικόβλητη γιατρό που έχει χάσει τα χρήματά της στις ιπποδρομίες και η εφορία θα της πάρει το σπίτι∙ μια κωμικά άγευστη εικαστικό που μας παρακινεί να τρέξουμε να σωθούμε γιατί η «κακή τέχνη σκοτώνει»∙ μια λευκοντυμένη φιγούρα με μακριά ξανθιά περούκα που περιφέρεται ασκόπως στους θαλάμους: δραματικές και κωμικές ψηφίδες, οι οποίες ούτε το δράμα υπηρετούν ούτε την κωμωδία, και, το κυριότερο, δεν αποκτούν ποτέ «τρίτη» διάσταση, παρά μένουν εγκλωβισμένες μεταξύ ζωντάνιας και τυποποίησης, μεταξύ ρεαλισμού και γραφικότητας.
Μα ούτε η δύναμη της μουσικής καταφέρνει να εξασφαλίσει στους ήρωες το οξυγόνο που χρειάζονται για να αναπνεύσουν, έτσι όπως αυτή αναδύεται άνευ πάθους, άνευ ιδιαιτερότητας, εξασθενημένη και ανήμπορη να χαρίσει στον θεατή την πολυπόθητη υπέρβαση της «κανονικότητας».
Αναζητώντας μάταια μια συναισθηματική ή άλλου είδους ικανοποίηση που ποτέ δεν έρχεται, στο τέλος, για ανταμοιβή, μας προσφέρεται μια γλυκιά καραμέλα: ο ύμνος στην αγάπη. Εμπνευσμένος από την επιστολή προς Κορινθίους (και να που ο Παύλου γίνεται πλέον Παύλος), αλλά χωρίς την πνοή της, η σκηνή αυτή θυμίζει μάλλον ένα προθανάτιο ξέσπασμα, μια ύστατη απόπειρα να γεμίσει το κενό με μια αφοπλιστική ιδέα, ένα όμορφο επιστέγασμα πάντων των δεινών: και τώρα ας υμνήσουμε ενωμένοι την «αγάπη», ποιος μπορεί να σταθεί ασυγκίνητος ενώπιόν της;
Οι ηθοποιοί κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν, τόσο υποκριτικά όσο και φωνητικά, αλλά δεν έχουν από πουθενά να κρατηθούν. Η όψη της παράστασης καμία χαρά δεν προσφέρει, έτσι μικρές και μίζερες όπως εμφανίζονται οι νησίδες των θαλάμων μέσα στον χώρο – το τεράστιο ύψος της σκηνής του Rex τις καταπίνει από την πρώτη στιγμή.
«Είπα στον εαυτό μου ότι θα μπορούσαμε να μάθουμε να πεθαίνουμε, ότι εγώ θα μπορούσα να μάθω πώς να πεθάνω, ότι θα μπορούσε κανείς να βοηθήσει τους άλλους να πεθάνουν», είχε πει ο Ιονέσκο σε συνέντευξή του σχετικά με το αριστούργημά του «Le roi se meurt»: «Αυτό μου φαίνεται το πιο σημαντικό πράγμα που μπορούμε να κάνουμε, εφόσον είμαστε όλοι ετοιμοθάνατοι που αρνούμαστε να πεθάνουμε. Το έργο αυτό είναι μια απόπειρα μαθητείας στον θάνατο». Κάπως έτσι, νομίζω, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε την αρχική φιλοδοξία των συντελεστών του «Ευαγγελισμού», οι οποίοι δεν μπόρεσαν τελικά να ανταποκριθούν σε αυτή την τόσο υψηλή πρόκληση, βυθίζοντάς μας σε πλήρη σύγχυση και σε ακραία απογοήτευση.