ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΑ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ, στο να πηγαίνει κανείς προς όλες τις κατευθύνσεις ταυτόχρονα, όπως έλεγε ο Τζον Κολτρέιν. Θέλω να σας μιλήσω για έναν φελλό και μια κορδέλα που υπάρχουν στο δικό μου, προσωπικό αρχείο.
Κάποτε ερωτεύτηκα τρελά, βαθιά και απόλυτα. Κι αυτός ο έρωτας ήταν ό,τι πιο θεϊκό και ευάλωτο έχω ζήσει. Ο φελλός και η κορδέλα στην προσωπική μου συλλογή είναι από το κρασί που ήπια με αυτή την ερωμένη μία μοναδική νύχτα. Ήμασταν ερωτευμένες για πολλά πολλά χρόνια πριν από αυτήν τη νύχτα, και την κορδέλα την είχε πλεγμένη στα μαλλιά της.
Στο αρχείο μου δεν υπάρχει καμιά σημείωση, γιατί δεν έπρεπε να είμαι ερωμένη της κι ούτε εκείνη έπρεπε να είναι δική μου. Δεν έχω πει ποτέ ποια ήταν αυτή η γυναίκα και ποτέ δεν θα το πω. Για μένα όμως, ο Τ.Σ. Έλιοτ συμμετέχει σ’ αυτή την κουβέντα για το πώς κάποια αντικείμενα που υπάρχουν από πάντα μπορούν να διαποτιστούν με βαθύ νόημα.
Αγαπώ τον Τ.Σ. Έλιοτ. Επίσης είναι πολύ μεγάλο καθίκι, κι αυτό είναι εντάξει. Πιστεύω πως αυτό ισχύει για όλους μας. Δεν πιστεύω στο «εμείς/αυτοί». Νομίζω πως είμαστε όλοι βαθύτατα ελαττωματικοί μαλάκες∙ αλλά και πως έχουμε μέσα μας βαθιά τη δυνατότητα να αγγίξουμε το θεϊκό. Αυτό προσπαθώ να πω στους φοιτητές μου όταν με ρωτάνε «Πώς μπορείτε να μας βάζετε να διαβάσουμε Ε.Μ. Φόρστερ;». Απαντώ: «Μπορείς εσύ να γράψεις έτσι;». Δηλαδή, πιστεύω βαθιά πως είναι σημαντικό να κλέβεις απ’ τους κλέφτες. Ο λόγος που θαυμάζουμε αυτούς τους ανθρώπους είναι ότι εκείνοι πρώτοι έκλεψαν από μας κι εμείς τώρα θα πάρουμε πίσω τα κλεμμένα.
Για πολύ καιρό πήγαινα σε τέσσερις κηδείες την εβδομάδα. Εργαζόμουν με ασθενείς του AIDS στο Σαν Φρανσίσκο. Δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο σημαντικό ήταν να βλέπεις όλους αυτούς τους ανθρώπους που ήταν τόσο γενναίοι εξαιτίας ποιητών σαν τον Καβάφη…
Το ένιωσα πολύ βαθιά αυτό όταν μας κάλεσε το Ίδρυμα Ωνάση να επισκεφτούμε την Ελλάδα. Βρισκόμουν μέσα στα μουσεία, κοίταζα τα αρχεία και σκεφτόμουν όλο τον υλικό πολιτισμό και τα αντικείμενα που έχω δει τα οποία ανήκουν στην Αθήνα αλλά βρίσκονται σε άλλες χώρες. Οπότε όταν λέω «κλέψτε απ’ τους κλέφτες», το εννοώ απόλυτα. Είναι σημαντικό να επαναπατρίσουμε αυτά τα αντικείμενα και αυτές τις ιστορίες εκεί όπου ανήκουν.
Μια από τις πολλές διαστάσεις της βιογραφίας του Καβάφη είναι το βαθύτατο πολιτικό και αισθητικό του θάρρος, όπως όλοι ξέρουμε. Πόσο μπροστά από την εποχή του ήταν! Ξέρω ότι οι Έλληνες μπορεί να μην το βλέπουν έτσι, γιατί η ομοερωτική ποίηση είναι μέρος της λογοτεχνικής σας παράδοσης εδώ και χιλιετίες, αλλά για μας τους χαζούς Αμερικάνους, που υπάρχουμε μόνο τέσσερις αιώνες… δεν μπορώ να σας περιγράψω τη σημασία του Καβάφη για τα queer άτομα σ’ αυτήν τη χώρα.
Όταν άρχισα να ποστάρω στο Instagram για το Φεστιβάλ Καβάφη, ο αριθμός των προσωπικών μηνυμάτων που έλαβα από μαύρους γκέι άνδρες ήταν τεράστιος. Μαύρους γκέι άνδρες, όσους κατάφεραν με κάποιον τρόπο να επιζήσουν… Εμείς κανονικά δεν θα ήμασταν εδώ. Επιβιώσαμε από το AIDS. Οι περισσότεροι απ’ τη γενιά μας πέθαναν. Και πάρα πολλοί από αυτούς είχαν στα ράφια τους τα βιβλία του Καβάφη.
Πιστεύω πως μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες της χώρας μας είναι η καταπίεση της διανόησης και η αντιδιανοουμενιστική παράδοση μέσα στην οποία ζούμε. Καταπιέσαμε τα πάντα. Ζούμε σε μια χώρα όπου η καταπίεση πνέει στον αέρα, οπότε δεν μπορούσαμε καν να συλλάβουμε την ύπαρξη ενός ανθρώπου σαν τον Καβάφη.
Πρόσφατα γνώρισα την κόρη μιας φίλης μου, η οποία είναι γύρω στα 20. Μιλούσαμε ένα βράδυ στο Λος Άντζελες, έξω απ’ το αυτοκίνητο. Κάποια απ’ όλες μας είχε περίοδο, κάποιας πονούσε η κοιλιά της, και κάποια άλλη είπε «Θυμάστε τότε που δεν υπήρχαν ταμπόν;». Η κόρη της φίλης μου είπε «Τι εννοείς; Δεν υπήρχαν από πάντα τα ταμπόν;». Και μείναμε να την κοιτάμε σαν να ήταν τρελή. Μας κοιτούσε κι εκείνη σαν να είμαστε εμείς τρελές. Της είπαμε λοιπόν: «Πίστευαν ότι θα έχανες την παρθενιά σου και δεν θα μπορούσες να παντρευτείς αν χρησιμοποιούσες ταμπόν». Εκείνη μας κοίταζε με απόλυτο δέος.
Αυτός είναι ο κόσμος που προσπαθώ να σας περιγράψω στα γρήγορα. Φανταστείτε μας να διαβάζουμε Καβάφη σε αυτό το πλαίσιο: να είσαι queer και να είσαι μαύρος και να πεθαίνουν άνθρωποι κάθε μέρα. Για πολύ καιρό πήγαινα σε τέσσερις κηδείες την εβδομάδα. Εργαζόμουν με ασθενείς του AIDS στο Σαν Φρανσίσκο. Δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο σημαντικό ήταν να βλέπεις όλους αυτούς τους ανθρώπους που ήταν τόσο γενναίοι εξαιτίας ποιητών σαν τον Καβάφη… Δεν έβρισκες τέτοια βιβλία πριν το 1960, ήταν queer, αστειεύεστε;
Δεν υπήρχε για μας αυτό, μιλάω για τα προγράμματα σπουδών μας. Και συγγνώμη που η ανάγνωση που κάνω στον Καβάφη είναι τόσο στενά εστιασμένη. Δέχτηκα να συμμετέχω σε αυτό το φεστιβάλ εν μέρει γιατί, κατά πρώτον, συμβαίνει στις ΗΠΑ και ήθελα οι Αμερικανοί, όσο το δυνατόν περισσότερο να δουν αυτό το απολύτως απίστευτο, θεσπέσιο αρχείο και να δουν πώς το ψηφιοποίησαν, πώς το έκαναν διαθέσιμο στον κόσμο! Αν δεν έχετε δει το αρχείο online, κάντε στον εαυτό σας τη χάρη. Τίποτα απ’ όσα λέμε εμείς δεν έχει σημασία μπροστά στο ίδιο το αρχείο.
Ήταν λοιπόν πολύ σημαντικό για μένα να συμμετάσχω σ’ αυτό το φεστιβάλ εξαιτίας της ιστορίας για την οποία σας μιλώ. Πήρα λοιπόν όλα αυτά τα γράμματα από μαύρους γκέι άνδρες, από μη λευκά queer άτομα: «Δεν έχεις ιδέα τι σήμαινε για μένα ο Καβάφης όταν ήμουν 11 χρονών το 1968», ή «Σκόπευα να αυτοκτονήσω, ξέρεις, και μετά βρήκα τα ποιήματά του», ή «Το ‘χα σκάσει απ’ το σπίτι… και μετά βρήκα τα ποιήματά του». Ήταν πολύ συγκινητικά.
Ποιος να το φανταζόταν όμως, όταν είπαμε «ναι» σ’ αυτό το φεστιβάλ, ότι έναν χρόνο αργότερα η χώρα μας θα έκαιγε και πάλι βιβλία με μανία και θα στοχοποιούσε τρανς και queer παιδιά; Είναι λοιπόν πολύ διαφορετική η ατμόσφαιρα από τότε που είπαμε ναι σε αυτό το πρότζεκτ. Τώρα είναι πολύ μεγαλύτερη η αίσθηση του επείγοντος. Και ο Καβάφης φαίνεται ξανά πολύ πιο σημαντικός. Γίνεται όλο και πιο επίκαιρος, ξανά και ξανά, και ελπίζω να μην πάψει ποτέ να είναι επίκαιρος. Δεν νομίζω πως θα πάψει.
Έγραψα ένα μεγάλο ποίημα για το φεστιβάλ με τίτλο «Το αρχείο του πόθου» σαν απάντηση στο αρχείο του Καβάφη. Κάτι άλλο που με ενδιαφέρει στον Καβάφη, για το οποίο δεν μιλάμε αρκετά όταν διαβάζουμε Καβάφη στην Αμερική, είναι το πόσο δίνουν την αίσθηση της διασποράς τα ποίηματά του. Εδώ δεν σκεφτόμαστε ότι οι Έλληνες έχουν διασπορά. Δυστυχώς.
Πολλοί άνθρωποι στην Αμερική δεν ξέρουν καν πού είναι η Ελλάδα, πόσο μάλλον ότι υπάρχει ελληνική διασπορά. Κι όμως είστε σκορπισμένοι σε όλο τον κόσμο, και έχετε την εμπειρία της αποικιοκρατίας και της μετανάστευσης – κι εμείς δεν το ξέρουμε γιατί το μόνο πράγμα που μας έμαθαν για την Ελλάδα στο αμερικανικό σχολείο, αν μας έμαθαν κάτι, είναι ο Όμηρος, αν ήσουν στα τμήματα προχωρημένων, και κάτι για έναν θεό που τον έλεγαν Δία, αλλά μόνο εν συντομία, επειδή στη χώρα μας εκείνη την εποχή, και ακόμα και τώρα, με πιο ανεπαίσθητους τρόπους, δεν μπορεί να υπάρχει παρά μόνο ένας θεός, μία θρησκεία.
Ένα άλλο στοιχείο του αρχείου που είχε σε μένα βαθύτατη επίδραση ήταν ο τρόπος με τον οποίο η διασπορά και οι διασπορικές χειρονομίες εμφανίζονται συνεχώς στο αρχείο του Καβάφη και στην ποίησή του. Που σημαίνει ότι ο Καβάφης μού δίνει έντονα την αίσθηση ότι είναι μαύρος. Και όταν ήμουν στην Αθήνα σκεφτόμουν συνέχεια «Η Ελλάδα είναι τόσο μαύρη». Έτσι αισθάνομαι. Όταν λέω τη λέξη «μαύρος» εννοώ διασπορικός, κι αυτή η αίσθηση βρίσκεται παντού στο έργο του Καβάφη.
Σκεφτόμουν λοιπόν τη σχέση μεταξύ της διασποράς και του πόθου. Δεν νομίζω πως αυτά τα δυο μπορούν να αποσυνδεθούν το ένα από το άλλο. Δεν μπορώ να σας πω πώς συνδέονται, εκτός από την επιθυμία. Επιθυμούμε μια χώρα όπως επιθυμούμε ένα κίτρινο βάζο.
Επιθυμούμε ο ένας τον άλλον όπως επιθυμούμε το σπίτι μας. Καμιά φορά το μόνο σπίτι που έχουμε είναι το σώμα ενός άλλου ανθρώπου, και ο Καβάφης κατάφερε να το εκφράσει αυτό. Αυτό λοιπόν που είναι ενδιαφέρον για μένα ως συγγραφέα και ως ποιήτρια… αυτό που προσπαθώ να συλλάβω όταν γράφω για τον πόθο –πράγμα που κάνω πολύ σπάνια επειδή είναι μυστήριο για μένα− είναι το πώς, κατά κύριο λόγο, στις ΗΠΑ μας έχουν πείσει να καταπιέζουμε τον εαυτό μας.
Υπάρχει μια σπουδαία σημείωση στο αρχείο του Καβάφη, που λέει περίπου «Αυτό το ποίημα μπορεί να μείνει εδώ στο αρχείο, δεν μπορεί να εκδοθεί αλλά δεν του αξίζει να καταπιεστεί». Που σημαίνει «μην το εκδώσεις, αλλά μην το πετάξεις κιόλας». Είναι απίστευτο. Όταν τη συναντήσαμε στο αρχείο, μείναμε όλοι να την κοιτάμε για ώρα.
Στις ΗΠΑ όμως αυτό που νιώθω ότι συμβαίνει σε πολλούς από εμάς είναι ότι το κάνουμε αυτό στον εαυτό μας, κάθε μέρα, στον δικό μας πόθο. Δεν χρειαζόμαστε το κράτος για να κάψει τα βιβλία μας. Καίμε βιβλία μέσα μας συνεχώς. Καίμε τις λέξεις μας. Καίμε τον πόθο μας. Τι τη χρειαζόμαστε την αστυνομία, όταν αστυνομεύουμε ο ένας τον άλλο στο κρεβάτι;
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.