Τους γνωρίσαμε ως δύο άχαρους, αμελητέους σχεδόν ήρωες στο σπουδαιότερο έργο του Σαίξπηρ: ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν, το γελοίο δίδυμο με το τραγικό τέλος, δεν είναι παρά οι παλιοί συμμαθητές του Άμλετ που επιστρατεύονται από τον βασιλιά Κλαύδιο για να κατασκοπεύσουν τον μελαγχολικό πρίγκιπα και να εξιχνιάσουν τα αίτια της αλλόκοτης συμπεριφοράς του. Καλοπροαίρετοι, αλλά ανεπαρκείς, ανήμποροι να αντιμετωπίσουν την πειθώ της εξουσίας, κολακευμένοι από την προσοχή των ισχυρών, δέχονται δίχως άλλο να προδώσουν τον παιδικό τους φίλο, για να καταλήξουν θύματα της ίδιας της απάτης τους – μικροί, πολύ μικροί για να υπερνικήσουν τη δαιμόνια μηχανή ονόματι Άμλετ.
Οι δύσμοιροι με τα ονόματα γλωσσοδέτες δεν διαθέτουν σχεδόν καμία γοητεία, τίποτε που να τους κάνει θαυμαστούς ή ξεχωριστούς, πόσο μάλλον πρωταγωνιστές σε δικό τους έργο. Κι όμως, ο Τομ Στόπαρντ είδε στα θαμπά πρόσωπά τους το ιδανικό όχημα για μια συναρπαστική σπουδή επάνω στις έννοιες του θεάτρου και του θανάτου. Ίσως ακριβώς επειδή είναι «μικροί, πολύ μικροί», το συγγραφικό βλέμμα διέκρινε στην ασημαντότητά τους κάτι «ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο». Στο κάτω κάτω, πόσοι από εμάς δεν θα δειλιάζαμε μπροστά στην πίεση μιας βασιλικής παράκλησης, πόσοι από εμάς δεν θα αποδεικνυόμασταν κατώτεροι της αστραφτερής, ασυναγώνιστης διάνοιας ενός Άμλετ;
Πρόκειται για μια καλοκουρδισμένη παράσταση που αφηγείται την ιστορία με ειρμό και παλμό, υιοθετώντας ευφρόσυνα όλους τους δοκιμασμένους και γνώριμους κώδικες του είδους που υπηρετεί. Δυστυχώς, όμως, αδυνατεί να καταστήσει αισθητά στον θεατή τα πολλαπλά επίπεδα που διασταυρώνονται εμπύρετα κάτω από την επιφάνεια μιας τέτοιας στρωτής αφήγησης.
Πράγματι, εξαρχής μοιάζουν χαμένοι. Τους συναντάμε όχι στους διαδρόμους ενός παλατιού αλλά στη μέση του πουθενά. Και τι κάνουν; Παίζουν μανιωδώς κορόνα ή γράμματα. Ειρωνικά, η «κορόνα» κερδίζει πάντα, ογδόντα πέντε φορές συνεχόμενες για την ακρίβεια, πράγμα που προκαλεί την αυξανόμενη απορία τους σχετικά με τον νόμο των πιθανοτήτων. Δεν ξέρουν ποιοι είναι, μετά βίας θυμούνται τα ονόματά τους, συνεχώς μπερδεύονται. Η μόνη ανάμνηση που τους κινητοποιεί σ’ αυτή την αβέβαιη πορεία τους είναι ότι «μας κάλεσαν... γι’ αυτό είμαστε εδώ... ταξιδεύουμε». Μάταια προσπαθούν να κατανοήσουν το λανθάνον νόημα αυτού του καλέσματος, το οποίο αποδέχθηκαν αγνοώντας τις λεπτομέρειες αλλά και τις (ολέθριες) συνέπειες: «δεν μπορεί να μας διάλεξαν... μόνο και μόνο για να μας εγκαταλείψουν... να μας αφήσουν λυτούς να βρούμε τον δρόμο μας. Δικαιούμαστε κάποια οδηγία, θα πίστευα», επιμένει επί ματαίω ο Γκίλντενστερν.
Η μοναξιά τους θα μετριαστεί χάρη στην επαφή τους με ένα μπουλούκι θεατρίνων που κατευθύνονται προς την Αυλή. Ονομάζονται Τραγωδοί, και μέσα από τη συναναστροφή μαζί τους θα εγκαινιαστεί η θεατρική εκπαίδευση των Ρόζενκραντζ και Γκίλντενστερν, έτσι ώστε να μπορέσουν σταδιακά να αναλάβουν τη θέση τους στο σαιξπηρικό δράμα. Οι δυο αρχάριοι βομβαρδίζουν μ’ ερωτήσεις τον έμπειρο Ηθοποιό: «Τι παιχνίδι παίζουμε; Ποιοι είναι οι κανόνες;». Εκείνος, με περίσσιο μπρίο και με την αυτοπεποίθηση του βετεράνου, τους καθησυχάζει: «Χαλαρώστε. Ανταποκριθείτε... Φερθείτε φυσικά... Όλα βασίζονται στην εμπιστοσύνη...», τους λέει δείχνοντάς τους τον δρόμο μιας αξιόπιστης υποκριτικής μεθόδου αλλά και ενός ανακουφιστικού modus vivendi.
Αν βρισκόμαστε εκ γενετής ριγμένοι σ’ ένα σενάριο, το οποίο δεν ελέγχουμε –και του οποίου τον σκοπό αγνοούμε–, τότε ας αποδεχθούμε τους ρόλους μας και ας τους υπηρετήσουμε στο έπακρο. Ακόμη κι αν τίποτε δεν έχει νόημα, ας δημιουργήσουμε το δικό μας, μέσα από το πάθος των ερμηνειών μας. Αρκεί ν’ αποδεχθούμε τη μόνη βεβαιότητα: «Όσοι είναι προορισμένοι να πεθάνουν, πεθαίνουν... Οι κακοί έχουν κακό τέλος, οι καλοί άδοξο». Οι ηθοποιοί το ξέρουν αυτό καλύτερα απ’ όλους: έχουν χίλιους τρόπους για να πεθάνουν και είναι ο θάνατος αυτό που τελικά «ανασύρει την ποίηση από μέσα τους... μια ισχνή αχτίδα φωτός».
Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν διστάζουν να ενστερνιστούν το πολύτιμο δίδαγμα του μέντορά τους και να συμφιλιωθούν εγκαίρως με την προοπτική του δικού τους τέλους, όπως το έγραψε γι’ αυτούς ο Σαίξπηρ. Μέχρι τελευταία στιγμή αδυνατούν να αφεθούν στην απελευθερωτική πνοή του θεάτρου που εμφανίζεται μαγικά όταν κατακτηθεί η τραγική γνώση του αναπόφευκτου. Παραδίδονται έχοντας ελάχιστα απολαύσει τη διαδρομή. Καμία λύτρωση, καμία υπερβατική πράξη που θα μεταμορφώσει το φοβισμένο είναι τους: «Όχι, όχι, όχι για μας, όχι μ’ αυτόν τον τρόπο. Ο θάνατος δεν είναι ρομαντικός, δεν είναι ένα παιχνίδι που σύντομα θα τελειώσει... Είναι η απουσία της παρουσίας, τίποτε περισσότερο... ο ατελείωτος χρόνος της μη επιστροφής...». Ο Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν δεν θα γίνουν ποτέ Άμλετ, δεν θα κατακτήσουν ποτέ κάποιο ηρωικό μεγαλείο. Ίσως, τελικά, αυτή να είναι η μοίρα των «μικρών» ανθρώπων που υποκύπτουν στις «μεγάλες» δυνάμεις της Ιστορίας, περιθωριοποιημένοι και ματαιωμένοι από αυτές μέχρι τέλους.
Το περιπετειώδες ταξίδι των δύο ηρώων αποδίδεται στην παράσταση του Στάθη Λιβαθινού με τρυφερότητα και συμπάθεια, συναισθήματα που γεννιούνται κυρίως χάρη στην ενεργή, παλλόμενη παρουσία των δύο πρωταγωνιστών, του Νίκου Καρδώνη και του Βασίλη Ανδρέου.
Ο πρώτος είναι εκείνος που περισσότερο από όλους καταφέρνει να συνταιριάξει αριστοτεχνικά και αβίαστα την ένταση της υπαρξιακής οδύνης με τη σπινθηροβόλα ενέργεια του κωμικού πνεύματος. Αναγνωρίζει πλήρως τη διττή σημασία των φράσεων, την πολύτιμη αμφισημία των νοημάτων, καλώντας μας να βιώσουμε μαζί του όλους τους τριγμούς μιας ανήσυχης συνείδησης, ανά πάσα στιγμή διχασμένης και αποξενωμένης από την πραγματικότητα – την ίδια στιγμή που μας παρηγορεί, ευθυμώντας μας. Από τη μεριά του, ο Ανδρέου, εκπέμπει όλη την αφέλεια και τη γλυκύτητα ενός ταπεινού ανθρώπου που παίρνει τα πράγματα όπως έρχονται, ανυποψίαστος απέναντι στη βαρύτητα των γεγονότων, ανοιχτός σε όλα τα ενδεχόμενα, απαλλαγμένος από το άχθος των διλημμάτων και των εσωτερικών συγκρούσεων – με λίγα λόγια, ανάλαφρος, αθώος κι ευγενής.
Πρόκειται για μια καλοκουρδισμένη παράσταση που αφηγείται την ιστορία με ειρμό και παλμό, υιοθετώντας ευφρόσυνα όλους τους δοκιμασμένους και γνώριμους κώδικες του είδους που υπηρετεί. Δυστυχώς, όμως, αδυνατεί να καταστήσει αισθητά στον θεατή τα πολλαπλά επίπεδα που διασταυρώνονται εμπύρετα κάτω από την επιφάνεια μιας τέτοιας στρωτής αφήγησης. Η διαφοροποίηση μεταξύ του «σαιξπηρικού» παρελθόντος (όπως αυτό σηματοδοτείται εδώ από το θεατράλε μακιγιάζ και τα κοστούμια εποχής των Τραγωδών) και του ασαφούς παρόντος (τα καπέλα bowler και τα φθαρμένα παλιομοδίτικα κοστούμια των Ρόζενκραντζ και Γκίλντενστερν παραπέμπουν αναπόδραστα στους πλάνητες του Γκοντό) εξαντλείται σε μια σημειολογία συνδεδεμένη με την ιστορία του θεάτρου αλλά όχι με το σήμερα του θεατή.
Με απλούστερα λόγια, η παράσταση θα μπορούσε να έχει ανέβει, λίγο ή πολύ, ως έχει πριν από σαράντα χρόνια και κανένας δεν θα καταλάβαινε τη διαφορά (μοναδική εξαίρεση, ως προς αυτό, κάποιες ενδυματολογικές αναφορές στον Rick Owens, που κι αυτός είναι πλέον «παλιός»). Και δεν εννοώ μόνον την όψη –αν και η αισθητική της μαρτυρά ακριβώς την αναχρονιστική τοποθέτησή της– αλλά και ό,τι αφορά το άυλο, αόρατο υπόστρωμα ενός καλλιτεχνικού εγχειρήματος που οφείλει να αφουγκράζεται τις σύγχρονες προσλαμβάνουσες του κοινού.
Στο έργο του Στόπαρντ οι θεατρικοί χωροχρόνοι ενεργοποιούνται και αλληλεπιδρούν με τους μετα-θεατρικούς (αυτό καθίσταται σαφές από τον τίτλο ακόμη, προτού καν ο θεατής εισέλθει στην αίθουσα)· και είναι αυτό το «μετά» που απουσιάζει από το τρέχον εγχείρημα, ο προβληματισμός δηλαδή πάνω στην ίδια την τέχνη του θεάτρου και πώς αυτή καλείται να μιλήσει στις μέρες μας για το ένδοξο, «μιμητικό» παρελθόν της, να εκφράσει την αγωνία της για την ταυτότητά της, σε μια εποχή, μάλιστα, όπου η τελευταία, αντανακλώντας τους κοινωνικούς και υπαρξιακούς μετασχηματισμούς, αλλάζει με ρυθμούς καταιγιστικούς.
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά, όταν οι έννοιες της αναπαράστασης και της θεατρικότητας έχουν περάσει από χίλια κύματα και έχουν επανεξεταστεί από κάθε πρίσμα, όταν το θέατρο γράφει δυναμικά το μεταδραματικό κεφάλαιο της ιστορίας του, δεν μπορεί πλέον να δίνεται με τόσο απλοϊκά μέσα, δύο καπέλα-σύμβολα, έναν «ηρωικό» μανδύα και τους γλυκερούς ήχους ενός ακορντεόν – όσο συγκινητικές, επαναλαμβάνω, κι αν αποδεικνύονται οι κεντρικές ερμηνείες της παράστασης. Θα χρειαστεί να παιδευτούμε πολύ περισσότερο, προκειμένου να αποτυπώσουμε «όλον τον κόσμο που ήταν, είναι και θα παραμείνει μια σκηνή» – για να παραφράσουμε παιγνιωδώς, αλά Στόπαρντ, τον Σαίξπηρ.
Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.