ΗΤΑΝ ΤΟ 2015 που o Γιώργος Λάνθιμος, καλεσμένος στην «κουζίνα» της Criterion μαζί με την Αριάν Λαμπέντ (στη σειρά συνεντεύξεων «Kitchen Conversations»), μίλησε για έναν αγαπημένο του σκηνοθέτη που θαυμάζει ιδιαίτερα και για μια «εκπληκτική» ελληνική –αλλά και γενικά– ταινία που «διαδραματίζεται σε ένα χωριό και είναι λίγο βουκολική, αλλά τόσο παράδοξη και μοντέρνα ταυτόχρονα» και «που δεν θα πίστευες πως γυρίστηκε στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’60».
Αναφερόταν φυσικά στους «Βοσκούς της συμφοράς» ή απλώς «Βοσκούς» («Les pâtres du désordre», 1967) του Νίκου Παπατάκη. Αργότερα, σε άλλη συνέντευξη, θα παραδεχτεί πως όσον αφορά τη δημιουργία της βουκολικής μικρού μήκους ταινίας του «Βληχή» (2022) επηρεάστηκε και από τους «Βοσκούς».
Από τον Παπατάκη μέχρι τον Λάνθιμο, η απόσταση είναι μικρότερη απ' όσο φανταζόμαστε. Όσο κι αν τα μέσα που χρησιμοποιούν οι δύο σκηνοθέτες διαφέρουν, μπορούμε να διακρίνουμε συγγένειες και συνάφειες μεταξύ τους· να αναγνωρίσουμε ένα πρώιμο weird στοιχείο στον πρώτο, την παραδοξότητα με την οποία εμβολίζεται το οικείο και τα απότομα ξεσπάσματα βίας και στους δύο, τον παροξυσμό στον οποίο οδηγεί τους χαρακτήρες του ο Παπατάκης ως το άλλο άκρο της αποστασιοποίησης και συναισθηματικής απονέκρωσης του Λάνθιμου, και, τέλος, την απόπειρα ανατροπής της τάξης, έστω και αν στον Λάνθιμο έχει πιο αφηρημένο και συχνά άχρονο συγκείμενο.
Σε μια αντίστροφη από τον Λάνθιμο πορεία, ο Νίκος Παπατάκης έγινε πρώτα γνωστός στο εξωτερικό με το συγκλονιστικό «Les Abysses» που βασίζεται στην αληθινή υπόθεση των αδελφών Παπέν (απ' όπου εμπνεύστηκε και ο Ζαν Ζενέ τις θεατρικές «Δούλες» του).
Ο γεννημένος στην Αιθιοπία από Έλληνα πατέρα και γηγενή μητέρα Νίκος Παπατάκης (1918-2010), έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Γαλλία και υπήρξε ένας φύσει αναρχικός καλλιτέχνης που τόσο με το έργο του όσο και τη μυθιστορηματική ζωή του πήγε κόντρα στις συμβάσεις.
Ο αντιστασιακός, κατά της ιταλικής κατοχής στον πόλεμο της Αιθιοπίας, ο διευθυντής του θρυλικού κλαμπ «La Rose Rouge» στο Παρίσι, ο συμπαραγωγός στις «Σκιές» του Κασσαβέτη και στο «Ένα ερωτικό τραγούδι» του Ζαν Ζενέ, ο σκηνοθέτης του οποίου την πρώτη ταινία εκθείαζαν σε γαλλικές εφημερίδες της εποχής ο Σαρτρ και η Μποβουάρ, ο τολμηρός δημιουργός που δεν δίστασε να καταγγείλει τα βασανιστήρια των Γάλλων στον πόλεμο της Αλγερίας, ο κινηματογραφιστής με την πολύ μικρή σε μέγεθος φιλμογραφία αλλά την τεράστια σε καλλιτεχνική αξία.
Την τελευταία δεκαετία, οι κάποτε δυσεύρετες ταινίες του έχουν αναγνωριστεί ακόμα περισσότερο κι έχουν αποκτήσει αρκετούς θαυμαστές και σε νεότερες γενιές. Για όσους τις αναζητούσαμε διακαώς για χρόνια, τις είχαμε δει σε κακή ανάλυση κι ευχόμασταν να τις πετύχουμε σε κάποιο αφιέρωμα, μοιάζει θαύμα το ότι πλέον μπορούμε σήμερα να δούμε ξανά στην πλατφόρμα Cinobo και τις πέντε αριστουργηματικές ταινίες του Παπατάκη – εκτός από τους «Βοσκούς», τις «Αβύσσους» («Les Abysses») του 1963, το «Gloria Mundi» του 1975, τη «Φωτογραφία» («La Photo») του 1986 και τους «Ισορροπιστές» («Les Équilibristes») του 1991.
Σε μια αντίστροφη από τον Λάνθιμο πορεία, ο Παπατάκης έγινε πρώτα γνωστός στο εξωτερικό με το συγκλονιστικό «Les Abysses» που είναι βασισμένο στην αληθινή υπόθεση των αδελφών Παπέν (απ' όπου εμπνεύστηκε και ο Ζαν Ζενέ τις θεατρικές «Δούλες» του), και επέστρεψε αργότερα στην Ελλάδα για να κάνει δυο ταινίες-σημείο αναφοράς για την ελληνική κινηματογραφική ιστορία, τους «Βοσκούς» και τη «Φωτογραφία».
Οι «Βοσκοί» είναι μια πολυεπίπεδη αλληγορία που ανατέμνει και αποκαθηλώνει όλες τις εξουσίες, περιγελά και δεν αφήνει τίποτα όρθιο από τα ιερά και όσια του έθνους –το τρίπτυχο «πατρίδα-θρησκεία-οικογένεια», την ιδιοκτησιακή λογική απέναντι στη γυναίκα (σχολιάζοντας ακόμα και τη γυναικεία αυτοδιάθεση, κάτι ακραία επαναστατικό για την εποχή), τα μικροαστικά ήθη αλλά και τη δήθεν αγνότητα της επαρχίας, την έννοια της τιμής και τον θεσμό της προίκας, τον χριστιανισμό και τους παπάδες, το κράτος και την αστυνομία– και αγγίζει τα τραύματα του Εμφυλίου, φωτίζοντας το κλίμα εκείνο που οδήγησε στη Χούντα των συνταγματαρχών. Η ταινία είναι όντως εξωπραγματική για το 1967, οπότε γυρίστηκε, μάλιστα τα γυρίσματά της ολοκληρώθηκαν με πολλές δυσκολίες και εμπόδια από τη Χούντα.
Ένας φτωχός βοσκός, ο Θάνος (Γιώργος Διαλεγμένος), που μόλις έχει επιστρέψει από τη Γερμανία, ερωτεύεται μια πανέμορφη αρχοντοπούλα, τη Δέσποινα (Όλγα Καρλάτου), που είναι κόρη του μεγάλου και τρανού Βλαχόπουλου (Τζαβαλάς Καρούσος), αφέντη της περιοχής. Ο πατέρας της αρνείται φυσικά να του δώσει την κόρη του, ενώ προσπαθεί να της βρει έναν πλούσιο γαμπρό. Το βράδυ της Ανάστασης, ο Θάνος και η Δέσποινα θα κλεφτούν και θα καταφύγουν στο βουνό, ενώ τους καταδιώκουν όλοι. Αυτή θα ήταν η τετριμμένη σύνοψη της ταινίας ως ένα ακόμα βουκολικό δράμα, αν ο Παπατάκης δεν δυναμίτιζε όλα αυτά τα γνωστά σχήματα και εικόνες με την εκρηκτική ύλη της τέχνης του.
Τα ίδια τα μέλη της οικογένειας είναι έτοιμα να διαρρήξουν την εύθραυστη καθεστηκυία τάξη και να παραδοθούν με τη θέλησή τους στους αποσυνάγωγους ανατροπείς της εξουσίας. To ψυχογράφημα του νεοέλληνα στους «Βοσκούς» πραγματοποιείται με εξαιρετική ακρίβεια, αγγίζοντας και θέματα ταμπού, όπως η υποτέλεια του Έλληνα: ταπείνωση και ψωροπερηφάνια, υψιπετής συμπεριφορά και αθλιότητα, κουτοπονηριά και ευσεβής πόθος να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα, ημιμάθεια και ψευτοκοσμοπολιτισμός, γλοιώδης υποδούλωση και καταστροφική αλαζονεία.
Εξάλλου, όλα αυτά δεν ήταν διόλου έξω από τις προθέσεις του σκηνοθέτη. Όπως είχε δηλώσει ο ίδιος, στους «Βοσκούς» επιχείρησε να προσεγγίσει το ελληνικό ζήτημα. Για τη «Φωτογραφία», δε, είχε πει: «Ήθελα να κάνω ένα ελληνικό φιλμ και όταν λέω ελληνικό δεν εννοώ να διαδραματίζεται στην Ελλάδα ή να παρουσιάζει ελληνικές φορεσιές αλλά να πραγματεύεται ένα σοβαρό ελληνικό πρόβλημα, και νομίζω πως τα κατάφερα».
Η «Φωτογραφία» είναι μια αριστοτεχνική, επίσης, αλληγορία, τοποθετημένη στις αρχές της δεκαετίας του '70, που απεικονίζει το κλίμα καχυποψίας κατά την επταετή δικτατορία, το όνειρο της μετανάστευσης και μιας καλύτερης ζωής, τις φρεναπάτες που ακολουθούν τυφλά οι άνθρωποι, το ψέμα που έχουν ανάγκη.
Ο νεαρός Ηλίας (Άρης Ρέτσος), γιος κομμουνιστή. μετά από μια φριχτή δοκιμασία στον στρατό φεύγει εν μέσω δικτατορίας για το Παρίσι, για να βρει τον Γεράσιμο (Χρήστος Τσάγκας), έναν μακρινό συγγενή του που τα έχει καταφέρει οικονομικά και ζει μόνος του. Μαζί του κουβαλά τη φωτογραφία μιας τραγουδίστριας που θα την παρουσιάσει ως αδελφή του με το όνομα Ευτυχία, προκαλώντας την ερωτική επιθυμία του Γεράσιμου για μια γυναίκα που δεν υπάρχει, κάνοντάς τον να αναδιοργανώσει όλη του τη ζωή πάνω σε αυτό το ψέμα, με τραγικές συνέπειες στο τέλος. Γύρω από το υποδειγματικό σενάριο εξυφαίνεται όλος ο μηχανισμός κατασκευής του ψέματος αλλά και οι μεγαλοϊδεατισμοί που έχουν ταλανίσει ουκ ολίγες φορές την πατρίδα του.
Είναι μια σύγχρονη ελληνική τραγωδία που περιέχει μοτίβα της αρχαιοελληνικής, όπως η ικεσία, η ασυλία, η άγνοια, η αναγνώριση, η σκευωρία αλλά και το σχήμα «ύβρις - άτη - νέμεσις - τίσις». Ή, αλλιώς, πώς το Greek dream μπορεί άνετα να μετατραπεί σε εφιάλτη.
Στη δε αριστουργηματική σεκάνς της έναρξης και με τη συνοδεία του τραγουδιού «Ευτυχία» του Χριστόδουλου Χάλαρη (σε στίχους Γιάννη Κακουλίδη και ερμηνεία από την Έλυα Φιλίππου) και τι δεν παρελαύνει: η μικροαστική επαρχία, η καχυποψία και ο φόβος που διέτρεχε την εποχή, ο κλασικός χαφιές και ο ασφαλίτης, ο ματσωμένος με την «γκόμενα» και το ακριβό σπορ αμάξι και το δισκοπωλείο στο βάθος του πλάνου ως εργοστάσιο ονείρων. Από το βλέμμα του βασανισμένου και απόβλητου Άρη Ρέτσου, που έχει μόλις υποστεί μια δημόσια ταπείνωση, ενώ ατενίζει το πουλί της Χούντας και τα αναρτημένα συνθήματα της Επταετίας, το γεμάτο βουβό πόνο, μελαγχολία αλλά και έντονη ειρωνεία και περιφρόνηση, περνά όλη η σύγχρονη Ελλάδα ως τραγωδία από τον Εμφύλιο και μετά.
Ο Βασίλης Ραφαηλίδης είχε γράψει για τη «Φωτογραφία»: «Ο Νίκος Παπατάκης είναι ο κατ’ εξοχήν εμιγκρές. Που μ’ αυτή την ταινία προσπαθεί να βρει μια πατρίδα. Δεν ξέρουμε αν αυτός προσωπικά θα τη βρει τελικά. Πάντως τούτο το φιλμ, το φτιαγμένο από έναν εμιγκρέ, είναι η πιο ουσιαστικά και πιο βαθιά ελληνική ταινία που γυρίστηκε ποτέ». (εφημερίδα «Έθνος», 19/10/1986)
Πώς κατάφερε ένας μέτοικος, ένας εμιγκρές, να δει τόσο διεισδυτικά και βαθιά στην ελληνική ψυχή; Πώς κατάφερε ο Παπατάκης, που έζησε για ελάχιστα διαστήματα στην Ελλάδα, να παραδώσει δύο από τις πιο «ελληνικές» ταινίες που έχουμε δει ποτέ; Ίσως το γεγονός ότι ο ίδιος στο ντοκιμαντέρ «Πορτρέτο ενός ελεύθερου σκοπευτή» του Τίμωνα Κουλμάση και της Ηρώς Σιαφλιάκη είχε χαρακτηρίσει «εφιαλτικά» τα χρόνια που έζησε στην Αθήνα από μια άποψη να τον βοήθησε σημαντικά.
Ίσως ακριβώς στην εξορία του να βρίσκεται η απάντηση. Ο Παπατάκης κατάφερε ό,τι κατάφεραν κι άλλοι καλλιτέχνες με την αποδημία τους: να δει πιο καθαρά από απόσταση και χωρίς τις παρωπίδες της ελληνικής πραγματικότητας. Ίσως επειδή πάντα ένιωθε «εξόριστος και αποκομμένος» απ' όλα, όπως είχε πει, να μπορούσε να δει και πιο καθαρά. Ίσως γιατί σε όλες τις ταινίες αυτού του «μοναχικού αναρχικού», όπως αυτοχαρακτηριζόταν, η ταπείνωση και η εξέγερση ήταν τα βασικά θέματα.
Ποιος άλλος είδε τη δεκαετία του ’60 και το «πατρίδα-θρησκεία-οικογένεια» με έναν τόσο μοντέρνα αποδομητικό τρόπο όπως ο Παπατάκης ή ποιος είδε το ελληνικό ζήτημα ως ευθεία σύγκρουση με την πραγματικότητα· τόση προσπάθεια, τόσα όνειρα, τόσος κόπος για ένα ψεύτικο, κατασκευασμένο ειδώλο, «για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη». Μήπως η ανύπαρκτη «Ευτυχία», η ιδεατή γυναίκα της «Φωτογραφίας», δεν είναι παρά μια πολύ ωραία για να είναι αληθινή «Ελένη» της τραγωδίας αλλά και του Γιώργου Σεφέρη;
Σε περιόδους όπως αυτή, που η επικαιρότητα συχνά είναι οδυνηρή και το «Εθνικόν» σπάνια ταυτίζεται με το «αληθές», επιστρέφω σε αυτές τις δυο κρυστάλλινες σε καθαρότητα και αλήθεια ταινίες που μιλούν αλληγορικά για ζωτικά εθνικά ψεύδη και για τις ψευδαισθήσεις μεγαλείου που σχεδόν πάντα καταλήγουν σε τραγωδίες.