Ομολογώ ότι με κέρδισαν και η παράσταση και η ερμηνεία σου σε ένα δύσκολο είδος όπως ο μονόλογος, που στο έργο αυτό διαρκεί αρκετά.
Λοιπόν, σε άλλους φάνηκε μεγάλος ο μονόλογος, άλλοι πάλι θέλανε να είναι άλλος τόσος! Και δεν είναι καθόλου εύκολο να κοπεί, καθώς κάθε φράση κάθε χαρακτήρα έχει τη σημασία της και δίκαια ο συγγραφέας Ζουζέπ Μαρία Μιρό επιμένει σε αυτό. Να πω εδώ ότι είναι ο πρώτος μονόλογος στην καριέρα μου και χαίρομαι αν άρεσε το αποτέλεσμα. Είναι πράγματι απαιτητικό είδος, χρειάζεται πολλή προπόνηση κι ένα «τάξιμο» σαν αυτό των δρομέων μεγάλων αποστάσεων, οι οποίοι όταν τρέχουν κρατούν το τέμπο και πολλές φορές μονολογούν κιόλας – δεν είναι όπως οι σπρίντερ των 100 και των 200 μέτρων που φεύγουν σφεντόνα.
— Υπάρχουν πάντως και τέτοιοι ρόλοι, όχι;
Ναι, σε μια πολυπρόσωπη παράσταση σίγουρα μπορεί να συμβεί ένας ηθοποιός να μπει σαν σίφουνας στη σκηνή, παίζοντας κάτι το οποίο μπορεί να μην έχει μεγάλο διάνυσμα αλλά δουλεύει, προκαλεί ανατροπές. Ανεξάρτητα όμως από το είδος της παράστασης, η εξοικείωση με ένα έργο δεν είναι τόσο να θυμάσαι απέξω όλα τα λόγια, αλλά να ξέρεις τι συμβαίνει ανά πάσα στιγμή ώστε, ό,τι κι αν γίνει, κάπου να βρεις να πιαστείς και να προχωρήσεις. Ωστόσο, ναι, έχει συμβεί να ξεχάσω τα λόγια μου και μάλιστα στο «Shopping and Fucking», την πρώτη μου παράσταση! Σε τέτοιες φάσεις έχεις τους άλλους γύρω σου που το καταλαβαίνουν και σε βοηθούν να ξαναβρείς τον βηματισμό σου, κάτι που βέβαια δεν συμβαίνει σε έναν μονόλογο. Εκεί πια το παλεύεις μόνος σου!
«Πάμε κι ό,τι γίνει», έλεγες, η φράση που έγινε σλόγκαν μετά την τραγωδία στα Τέμπη είναι ενδεικτική μιας νοοτροπίας που μας έχει γαμήσει σε αυτήν τη χώρα σε κάθε επίπεδο.
— Μια και ανέφερες το «Shopping and Fucking», που πρωτοανέβηκε τη σεζόν 1997-98, υπάρχει άραγε στον ορίζοντα κάποιο δυνατό καλλιτεχνικό ρεύμα όπως το «in yer face», το οποίο εκπροσωπούσαν συγγραφείς όπως ο Μαρκ Ρέιβενχιλ και η Σάρα Κέιν;
Το θέατρο «in yer face» σίγουρα έδωσε πράγματα και άφησε ένα «μπόλι», στοιχεία του οποίου εξακολουθούμε να συναντάμε και σε κείμενα άλλων θεατρικών συγγραφέων. Κάποιο καινούργιο ρεύμα όχι, δεν διαφαίνεται σήμερα ούτε στο θέατρο αλλά ούτε και στη μουσική που συνήθως προπορεύεται – αυτά πιστεύω πάνε μαζί. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 είχαμε το μεγάλο κύμα του rave και της techno, κοντά στο οποίο ευδοκίμησε και το «in yer face». Σήμερα δεν έχουμε κάτι ανάλογο, εντάξει, υπάρχει η τραπ μουσική, αλλά δεν τη λες καινούργια, αφού είναι ένα υποείδος της ραπ, τα «σκουπίδια» της για την ακρίβεια! Δεν συγκρίνεται δηλαδή με αυτό που συνέβη τότε, που την ηλεκτρονική χορευτική μουσική τη συνόδευε μια ολόκληρη κουλτούρα η οποία σημάδεψε τη γενιά μας, μια κουλτούρα επαναστατική, όπως ήταν παλιότερα το πανκ, άσχετα που παράκμασε κι αυτή με τον καιρό, όπως συνήθως συμβαίνει. Στην τωρινή φάση απλώς «αναμασάμε» τα ρεύματα όλων των τελευταίων δεκαετιών, είτε μιλάμε για μουσική, είτε για θέατρο, είτε για λογοτεχνία, είτε για εικαστικά. Γεγονός είναι πάντως ότι μετά την πανδημία το κοινό στράφηκε πολύ στο ζωντανό θέαμα κι αυτό σίγουρα ευνοεί το θέατρο.
— Δεν συνέβαινε από πριν αυτό; Υπάρχει μια διάχυτη εντύπωση ότι το θέατρο ήταν από τις τέχνες που «ευνόησε» η οικονομική κρίση.
Αν εννοούμε την προσέλευση του κοινού, όχι, αυτή δεν αυξήθηκε στα χρόνια της κρίσης. Ανέβαιναν μεν περισσότερες παραστάσεις, αλλά αυτό σχετιζόταν με τη διάλυση των εργασιακών, με το κόψιμο των επιχορηγήσεων κ.λπ., που δημιούργησε μια κατάσταση «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Δεν μπορούσα, π.χ., να πάρω εσένα σε μια παράσταση γιατί δεν είχα να σε πληρώσω, απευθυνόμουν λοιπόν στον κολλητό μου που θα δεχόταν να δουλέψει αμισθί, οπότε «πολλαπλασιάζονταν» και οι θίασοι. «Πάμε κι ό,τι γίνει», έλεγες, η φράση που έγινε σλόγκαν μετά την τραγωδία στα Τέμπη και είναι ενδεικτική μιας νοοτροπίας που μας έχει γαμήσει σε αυτήν τη χώρα σε κάθε επίπεδο. Δεν έγινε δηλαδή από πλουραλισμό ιδεών, αλλά εξαιτίας μιας γενικευμένης διάλυσης! Μέχρι και το 2016 η κατάσταση ήταν στην κυριολεξία δραματική. Μετά ήρθε η πανδημία και όταν πια κόπασε κι αυτή, άρχισε να ενδιαφέρεται περισσότερο ο κόσμος για το θέατρο και να πλημμυρίζει τις αίθουσες, μαζί και νεότερες ηλικίες που σπάνια έβλεπες πριν, κι αυτό γιατί έγινε επιτακτική η ανάγκη μιας ζωντανής εμπειρίας, μακριά από το πλαίσιο «εγώ και η οθόνη μου» (του κινητού, του laptop κ.λπ.) που κυριάρχησε τον καιρό της καραντίνας. Είναι θεμελιώδης ανθρώπινη ανάγκη η ζωντανή επικοινωνία, γι’ αυτό και το θέατρο δεν ψόφησε, όσα ζόρια κι αν τράβηξε!
Το κακό για τις τέχνες γενικότερα στην Ελλάδα είναι η ανυπαρξία πολιτιστικής πολιτικής. Καθένας κάνει ό,τι μπορεί, με όσα μέσα δύναται και με όσους μπορεί να πείσει στο πλαίσιο μιας κατάστασης που συνορεύει μόνιμα με την ανέχεια. Παλιότερα υπήρχε ένα πλάνο βάσει του οποίου μπορούσα να δεσμεύσω εσένα, π.χ., και να δουλέψουμε μαζί και του χρόνου. Αυτό πια είναι μια πολυτέλεια που την έχουν μόνο δυο-τρεις μεγάλοι παραγωγοί. Στον δικό μας θίασο, για να καταλάβεις, δώσαμε «όρκο αίματος» μεταξύ μας ότι θα κάνουμε τις έξι προγραμματισμένες μας παραγωγές, άσχετα αν θα πάρουμε ή όχι επιχορήγηση.
Αλλά ακόμα κι αν τον τηρήσουμε μέχρι τέλους, πόσοι άλλοι μπορούν να πράξουν το ίδιο όταν βρίσκονται σε μια διαρκή επαγγελματική αβεβαιότητα; Και πόσο να κατηγορήσεις κάποιον που προτίμησε το σίγουρο έσοδο από ένα αμφίβολο; Έχεις έπειτα και το ΥΠΠΟ που περιμένει κάθε φορά τον Αύγουστο για να βγάλει τις επιχορηγήσεις της σεζόν, όταν δηλαδή θα πρέπει να ξεκινήσουν οι πρόβες. Η όλη ιστορία είναι «πάρε εσύ, ο κολλητός μας, τρία· εσύ, ο λιγότερο κολλητός, δύο· ο ακόμα λιγότερο, ένα· ο παρακάτω του χρόνου και βλέπουμε». Είναι όλα ένα αλισβερίσι, ένα βολεματάκι, αλλά μισό, σαν να σου δίνουν το ένα πόδι μιας καρέκλας και να σου λένε «κάτσε».
— Ήσουν από τους ηθοποιούς που δημιούργησαν την πρωτοβουλία Support Art Workers στη διάρκεια της πανδημίας, στην Berlinale πέρσι ανάρτησες επίσης πανό διαμαρτυρίας κατά του Προεδρικού Διατάγματος για τους τίτλους σπουδών των καλλιτεχνών. Διατυπώθηκαν ωστόσο παράπονα ότι οι καλλιτέχνες δεν δείχνουν πάντα μεταξύ τους την οφειλόμενη αλληλεγγύη.
Κοίτα, αναφορικά με το Support Art Workers, υπήρχε αφενός η ομάδα που το στήσαμε, αφετέρου όλοι οι άλλοι που το ανέβασαν ως σλόγκαν στο προφίλ τους στα σόσιαλ και που είναι πράγματι πιθανό να μην το έκαναν πάντα ανιδιοτελώς ή επειδή το πίστευαν πραγματικά, που μπορεί οι ίδιοι να είναι όντως κακοί εργοδότες ή συνάδελφοι. Αυτό όμως είναι κάτι που συμβαίνει παντού και πάντα, νομίζω ότι εύκολα κανείς μπορεί να ξεχωρίσει τους ανθρώπους που αφοσιώθηκαν σε αυτή την υπόθεση δουλεύοντας νυχθημερόν για να ετοιμάσουν κείμενα, προτάσεις, επιστολές κ.λπ. και να προτείνουν μέτρα, κοστολογημένα κιόλας, από κάποιους άλλους που απλώς ακολούθησαν τον συρμό.
— Με το ζήτημα, αλήθεια, των πτυχίων τι γίνεται, πού βρισκόμαστε;
Έχουν γίνει αγωγές από όλες τις δραματικές σχολές και τα καλλιτεχνικά σωματεία της χώρας, από καλλιτέχνες επίσης και πλέον η υπόθεση βρίσκεται στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Το πρώτο δικαστήριο έγινε πρόσφατα και ήταν θετικό για μας, καθώς αναγνωρίστηκε η καλλιτεχνική εκπαίδευση ως τρίτη βαθμίδα, αυτό που ήταν πριν, βασικά. Θα ακολουθήσουν κι άλλα, που αν είναι εξίσου θετικά φαντάζει πολύ πιθανό όλο αυτό το άδικο νομοσχέδιο να πάει «κουβά». Γεγονός είναι ότι έχουμε φτιάξει ένα εκπαιδευτικό σύστημα με διαφορετική διαβάθμιση από όλη την υπόλοιπη Ευρώπη, με αποτέλεσμα να υπάρχει πάντα ένα ζόρι αν θελήσει κάποιος καλλιτέχνης να συνεχίσει τις σπουδές του σε ένα ξένο πανεπιστήμιο. Στο εξωτερικό, εάν έχεις τελειώσει οποιαδήποτε δραματική σχολή στην Ελλάδα, συνεχίζεις κανονικά για το master, κάτι που εδώ δεν μπορείς να κάνεις, γιατί το bachelor προϋποθέτει τετραετή εκπαίδευση. Και αν η αρχή είναι στραβή, λογικό είναι να στραβώνουν όλα στη συνέχεια! Θα πρέπει βέβαια να ειπωθεί ότι όλες εκείνες οι κινητοποιήσεις αποκλιμακώθηκαν όταν έγινε το πολύνεκρο δυστύχημα στα Τέμπη – ήταν αδύνατο να συνεχίσει κανείς να φωνάζει για το νομοσχέδιο και το Προεδρικό Διάταγμα στον απόηχο μιας τέτοιας τραγωδίας, για την οποία βέβαια υπάρχουν τεράστιες ευθύνες. Είχε επιπλέον υπάρξει από τον πρωθυπουργό μια υπόσχεση ότι μέσα στο 2025 θα δημιουργηθεί μια πανεπιστημιακού επιπέδου δραματική σχολή, οι συναντήσεις και οι διαβουλεύσεις που είχαν όμως ξεκινήσει επ’ αυτού σταμάτησαν λίγο πριν από τις εκλογές και δεν επαναλήφθηκαν έκτοτε.
Είναι μεγάλο πρόβλημα η αίσθηση ιδιοκτησίας που αποκτούν κάποιοι άνθρωποι σε θέση εξουσίας, είτε αυτή αφορά το φύλο και τη φυσική δύναμη, είτε το κύρος και την κοινωνική θέση, απέναντι σε πιο μικρούς, πιο αδύναμους, πιο ευάλωτους, γυναίκες ή άντρες. Το είδαμε αυτό και στην περίπτωση του Λιγνάδη.
— Για να επιστρέψουμε στην παράσταση, τι σου αρέσει περισσότερο στο κείμενο του Μιρό και ποιον ρόλο από τους επτά θα προέκρινες;
Μου αρέσει καταρχάς ο τρόπος που χτίζει το έργο και η μόνιμη ψευδαίσθηση που σου δίνει ότι πρόκειται για αστυνομική υπόθεση με τον θεατή σε ρόλο ντετέκτιβ, ενώ πρόκειται για κάτι πολύ διαφορετικό: το διακύβευμα εδώ δεν είναι να βρεις τον δολοφόνο, αλλά το τι φταίει για την τόση βία γύρω μας, ποιο εύφορο χωράφι τής επιτρέπει να φυτρώνει και να θεριεύει. Πολύ ενδιαφέρον βρήκα επίσης το «ρόστερ» των χαρακτήρων καθώς και τον τρόπο που ο ένας δίνει τη σκυτάλη στον άλλο. Όχι, δεν θα ξεχώριζα κάποιον γιατί καθένας διαφέρει ως προς τη συνθήκη και τη φάση, περισσότερο όμως με δυσκόλεψε ο ηλικιωμένος, γιατί ο λόγος του ήταν τελείως παραληρηματικός. Αν δεν ήμουν απόλυτα συγκεντρωμένος δεν θα καταλάβαινα τι ακριβώς λέει και κάνει, ακόμα κι αν τον αποστήθιζα. Το αποτέλεσμα όμως φαίνεται εντελώς φυσικό γιατί έτσι μιλάμε συχνά στην καθημερινότητά μας, ανοίγουμε συνέχεια παρενθέσεις, αλλάζουμε θέματα, παλινδρομούμε κ.λπ. Υπάρχει έπειτα μια ατάκα που εξακολουθεί να με συνταράζει όποτε τη λέω, ότι «τα παιδιά στα χωριά ανήκουν τελικά σε όλους», φράση που μπορεί να έχει πολλές αναγνώσεις.
— Εγώ ξεχώρισα και μια άλλη ατάκα, εκεί που λέει «δεν υπάρχει τίποτα πιο προκλητικό κι επαναστατικό από την ομορφιά». Είναι, νομίζω, μια μεγάλη αλήθεια με την έννοια ότι, αντίθετα με την αισθητική, που είναι σχετική, την ομορφιά καθαυτή δύσκολα την αμφισβητείς γιατί σε καθηλώνει, σε αφοπλίζει με την αλήθεια της.
Το έθεσες πολύ καλά και θα πρόσθετα ότι η ομορφιά όχι μόνο μας αφοπλίζει αλλά και μας τρομάζει, διότι μας υπενθυμίζει ότι υπάρχει κάτι σπουδαιότερο, μεγαλύτερο από το εγώ μας. Και δεν μας το υπενθυμίζει απλώς, μας αναγκάζει να το παραδεχτούμε, κάτι που δεν είναι εύκολο, γι’ αυτό και πέρα από το να μας αφήσει σύξυλους μπορεί επίσης να μας κάνει επιθετικούς, ζηλιάρηδες, κακεντρεχείς. Επιχειρούμε έτσι να την ακυρώσουμε, να την εκμηδενίσουμε, λέγοντας, π.χ., ότι ομορφιά και εξυπνάδα δεν συμβιβάζονται. Και αυτό, όμως, είναι αποτέλεσμα ακριβώς του φόβου ότι υπάρχει κάτι που μας υπερβαίνει.
Δεν εννοώ εδώ κάποια κατεστημένα πρότυπα, καθένας έχει την αίσθηση της ομορφιάς, έστω κι αν δεν το παραδέχεται. Είμαστε εντούτοις και σε μια εποχή στην οποία πολλοί άνθρωποι διεκδικώντας τη μοναδικότητά τους αποκτούν και μοναδικές, κατά τη γνώμη τους, αισθητικές. Έχουν παρέλθει οι εποχές που οι άνθρωποι εντάσσονταν πολύ ευκολότερα σε μεγάλα σύνολα. Γι’ αυτό και ο συγγραφέας λέει ότι οποιοσδήποτε ηθοποιός μπορεί να παίξει όλους τους ρόλους του έργου, ανάμεσά τους κι αυτόν του εφήβου που είναι ο πρώτος στη σειρά, ανεξάρτητα από φύλο, ηλικία, καταγωγή και σωματική διάπλαση. Ακριβώς διότι όποιος-α κι αν ήταν, δεν θα επρόκειτο για ένα πρότυπο ομορφιάς καθολικά αποδεκτό. Απαλλάσσει ταυτόχρονα τον θεατή από το να μπει στη διαδικασία να αναρωτηθεί αν το σώμα για το οποίο γίνεται λόγος είναι πράγματι ό,τι ομορφότερο υπάρχει!
— Διέκρινα στην παράσταση αναφορές τόσο στον Τάτζιο από τον «Θάνατο στη Βενετία» του Βισκόντι όσο και στον Επισκέπτη από το «Θεώρημα» του Παζολίνι.
Βεβαίως, άλλωστε το «Θεώρημα» το μνημονεύει και στην εισαγωγή του έργου ο Μιρό. Και μπορεί κανείς βέβαια να βρει σημεία επαφής με το ιδεώδες της απόλυτης, εξιδανικευμένης εφηβικής ομορφιάς που αντιπροσώπευε ο Τάτζιο.
— Υπάρχει όμως και η δολοφονία ενός νέου ανθρώπου, που παραπέμπει σε εγκλήματα όπως εκείνο το ’15 στα Γιάννενα με θύμα τον 20χρονο Βαγγέλη Γιακουμάκη.
Ναι, και στην υπόθεση Γιακουμάκη αλλά και σε πιο πρόσφατες, όπως η δολοφονία της 28χρονης Κυριακής Γκίκα από τον πρώην σύντροφό της έξω από το ΑΤ Αγίων Αναργύρων. Ούτε η γυναίκα αυτή στοχοποιήθηκε επειδή έκανε κάτι κακό, ούτε επειδή το πάθος τάχα «τύφλωσε» τον δράστη – απλώς δεν της συγχώρεσε ότι ήθελε πλέον να κάνει τη δική της ζωή και η ζωή αυτή δεν τον περιλάμβανε. Είναι μεγάλο πρόβλημα η αίσθηση ιδιοκτησίας που αποκτούν κάποιοι άνθρωποι σε θέση εξουσίας, είτε αυτή αφορά το φύλο και τη φυσική δύναμη, είτε το κύρος και την κοινωνική θέση, απέναντι σε πιο μικρούς, πιο αδύναμους, πιο ευάλωτους, γυναίκες ή άντρες. Το είδαμε αυτό και στην περίπτωση του Λιγνάδη. Ακόμα κι αν κάποιος δεν θεωρεί ότι συμπεριφέρεται αυταρχικά και βίαια επειδή ο ίδιος έχει συνηθίσει να κινείται σε αυτό το πλαίσιο, το αποτέλεσμα για τον αποδέκτη αυτής της βίας δεν αλλάζει.
— Έχεις δηλώσει, θυμάμαι, ότι δεν θα επιθυμούσες κανένα θεσμικό αξίωμα. Αν όμως κάποιος σου πει «ωραία τα λέτε, κ. Ξάφη, αναλάβετε λοιπόν την τάδε θέση για να τα υλοποιήσετε»;
Ισχύει εκείνο που είχα πει, ότι δηλαδή όχι, δεν θα με ενδιέφερε μια τέτοια πρόταση, για πολλούς και διάφορους λόγους. Έπειτα, να μου προτείνουν τι, να αναλάβω το Εθνικό Θέατρο, ας πούμε; Και άντε, πες ότι δέχομαι. Να σου πω τι συμβαίνει, ώστε να καταλάβεις γιατί δεν θα μπορούσα να κάνω πολλά: Το Εθνικό δεκαετίες τώρα βασίζεται στην έκτακτη επιχορήγηση κι αυτό συμβαίνει ώστε να μπορεί η εκάστοτε κυβέρνηση να ελέγχει όποιον βρεθεί στο πόστο αυτό. Το αν θα σε κάνει «θεό» ή θα σε απαξιώσει εξαρτάται από το αν και πότε θα σου δώσει την έκτακτη επιχορήγηση αυτή, που εφόσον δίνεται κάθε χρόνο θα έπρεπε να είναι σταθερή και μόνιμη. Αν δεν τη λάβεις, που σημαίνει ότι θα αδυνατείς να καλύψεις κενά και υποχρεώσεις, μπορεί να κατηγορηθείς για κακοδιαχείρηση, που άφησε, για παράδειγμα, μισό εκατομμύριο ευρώ «τρύπα», αντίθετα, ας πούμε, με τον προκάτοχό σου που μπορεί να παρουσιάζεται ως υπόδειγμα συγκριτικά, κι ας μην οφείλεται αυτό στην αξιοσύνη του αλλά στο ότι επιχορηγήθηκε εξαρχής γενναία.
Πρέπει λοιπόν να δεχτείς να μπεις σε ένα μη υγιές σύστημα που, ακριβώς επειδή έχει μάθει να λειτουργεί έτσι, δεν σου αφήνει περιθώρια πέρα από εκείνα που το ίδιο επιτρέπει, κάτι που προσωπικά αρνούμαι και που δεν συμβαίνει σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα από όσο γνωρίζω – οι άνθρωποι που αναλαμβάνουν τέτοιες θέσεις είναι εντελώς ανεξάρτητοι για όσο διαρκεί η θητεία τους. Το ίδιο ισχύει και για άλλους ελληνικούς θεατρικούς οργανισμούς, τα ΔΗΠΕΘΕ κ.λπ. Προτιμώ λοιπόν να κουράζομαι δεκαπλά για να κάνω και πράγματα που δεν κάνει, αν και θα όφειλε, το υπουργείο Πολιτισμού και να διατηρώ ταυτόχρονα το δικαίωμα να κρίνω ελεύθερα και την τωρινή υπουργό και τους προκατόχους της και τον όποιο διάδοχο. Η αντίληψη κάποιων υψηλά ιστάμενων που δεν έχουν καν σχέση με την τέχνη ότι οι ηθοποιοί είμαστε κάτι τυχάρπαστοι, αστοιχείωτοι καραγκιόζηδες, μου ανατινάζει το κεφάλι!
— Υπάρχει κάποιο θεατρικό έργο ή ρόλος στον οποίο δεν έχεις ακόμα δοκιμαστεί αλλά σε εξιτάρει;
Όχι, δεν έχω τέτοια «απωθημένα». Αυτό που οραματίζομαι και προσπαθώ διαρκώς είναι να μπορώ να δουλεύω με ανθρώπους που πολύ θα ήθελα για συνεργάτες, αλλά δεν μου το επιτρέπει είτε η τρέχουσα οικονομική συνθήκη είτε/και η φάση στην οποία βρίσκονται, οικογενειακή ή άλλη. Οι άνθρωποι με τους οποίους μπορείς να ταιριάξεις και να συνεργαστείς δημιουργικά είναι το κυριότερο, τα έργα και οι ρόλοι έρχονται και παρέρχονται. Και οφείλω να τονίσω ότι η άριστη συνεργασία που είχα τόσο με τη Ζωή Ξανθοπούλου όσο και με τους υπόλοιπους συντελεστές, άτομα τα οποία γνώριζα ελάχιστα και δεν είχαμε ξαναδουλέψει μαζί, ήταν πολύ σημαντική. Αυτό αξίζει να ειπωθεί για τον επιπλέον λόγο ότι πολλές φορές ο θεατής δεν αντιλαμβάνεται πόσο σημαντική είναι η σκηνοθεσία, ειδικά σε έναν μονόλογο. Η Ζωή με καθοδήγησε σοφά και με «άνοιξε» ακόμα περισσότερο ως ηθοποιό, συμβάλλοντας έτσι ιδιαίτερα στην επιτυχία αυτής της παράστασης.