Ο ΜΠΕΡΝΑΡ ΠΙΒΟ, που πέθανε πρόσφατα, ήταν ο διάσημος Γάλλος δημοσιογράφος και συγγραφέας του οποίου οι εκπομπές για το βιβλίο και τον πολιτισμό έκαναν θραύση στη Γαλλία και έφταναν σε δυσθεώρητα νούμερα τηλεθέασης. Οι εκπομπές του «Apostrophes», από το 1975 μέχρι το 1990, και «Bouillon de Culture», από το 1991 μέχρι το 2001, έγραψαν ιστορία στη γαλλική τηλεόραση και είχαν εκατομμύρια φανατικούς θεατές. Στο «Apostrophes» είχε καλεσμένους γνωστούς συγγραφείς και άλλες σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, με τους οποίους συζητούσε live κάθε φορά. Συγγραφείς όπως η Μαργκερίτ Ντιράς, η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, ο Τσαρλς Μπουκόφσκι, ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ και o Ουμπέρτο Έκο είναι μερικοί μόνο από όσους παρέλασαν από την εκπομπή του. Θρυλικό είχε μείνει το στιγμιότυπο με τον Μπουκόφσκι που αποχώρησε μεθυσμένος και υποβασταζόμενος από το τηλεοπτικό πλατό.
Η επιδραστικότητα των εκπομπών του υπήρξε πρωτοφανής. Ο Πιβό είχε το σπάνιο χάρισμα να κάνει ένα βιβλίο ελκυστικό ακόμα και για τον πιο αδαή, να θέτει εκείνες τις ερωτήσεις που θα έθετε κι ο ίδιος σε έναν συγγραφέα και να είναι αγαπητός ακόμα και σε ανθρώπους που δεν ήταν συστηματικοί αναγνώστες. Συνδύαζε τη βαθιά γνώση του αντικειμένου, απαλλαγμένη από ελιτισμούς και άλλες αγκυλώσεις, με μια χαρισματική επικοινωνιακή δεινότητητα.
Επιπλέον, ο Πιβό είχε κατορθώσει να έχει αναγνώριση και να ασκεί γοητεία σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Σε συνέντευξή του το 2018, αναφέρει πως όταν έπαιρνε ταξί, οι ταξιτζήδες όχι μόνο τον αναγνώριζαν αλλά του μιλούσαν για τις «Dictées» (υπαγορεύσεις), τον ορθογραφικό διαγωνισμό που διοργάνωνε με μεγάλη επιτυχία από το 1985 έως το 2005. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν ξενικής καταγωγής, οπότε οι διαγωνισμοί ορθογραφίας «ήταν ένα ραντεβού πολύ σημαντικό γι’ αυτούς».
Ο αναλφαβητισμός στην Ελλάδα ήταν η ζοφερή πραγματικότητα για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού για πολλές δεκαετίες, όπως και η ταξική διάσταση της εκπαίδευσης και οι έμφυλες ανισότητες, ενώ η εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση καθιερώθηκε μόλις το 1976.
Είχαν τέτοιο σουξέ μερικές λογοτεχνικές συζητήσεις, όσο ζωηρές και να ήταν, μία «Κουλτουρόσουπα» (Bouillon de culture) και ένας διαγωνισμός ορθογραφίας; Όλα αυτά μοιάζουν εξωπραγματικά, από μια πολύ μακρινή εποχή, με εντελώς άλλες προσλαμβάνουσες, όταν ακόμα δεν υπήρχε ίντερνετ και η δυναμική της τηλεόρασης ήταν μεγάλη, αλλά και από μιαν άλλη κοινωνία, όπως η γαλλική. Αλλά πρέπει να ακούγονται ουτοπικά και για έναν ακόμη λόγο, επειδή στην Ελλάδα ποτέ δεν ζήσαμε κάτι ανάλογο. Μια εκπομπή για το βιβλίο και τη λογοτεχνία με τεράστια θεαματικότητα, που να συζητείται τόσο πολύ και να καθηλώνει τους πάντες μπροστά στις οθόνες, φαντάζει όνειρο θερινής νυκτός.
Οι εκπομπές για το βιβλίο στην Ελλάδα αλλά και γενικά για τον πολιτισμό, αν εξαιρέσουμε τη μουσική, φιλοξενούνται σχεδόν αποκλειστικά στα κρατικά κανάλια και είναι ευνόητο το γιατί. Το βιβλίο δεν πουλά και, ως προστατευόμενο προϊόν που είναι, χρειάζεται την περίθαλψη και την αρωγή της κρατικής τηλεόρασης. Αυτήν τη στιγμή, υπάρχει μία και μοναδική εκπομπή για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, το αξιόλογο «Βιβλιοβούλιο» που παρουσιάζουν ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου στο Κανάλι της Βουλής, ενώ παλιότερα υπήρχε και το «Άξιον Εστί» που παρουσίαζε ο Βασίλης Βασιλικός.
Ας μην ξεχνάμε πως ο εκδημοκρατισμός της εκπαίδευσης και η διάδοση της ανάγνωσης αλλά και οι αναγνωστικές πρακτικές είναι σχετικά όψιμα φαινόμενα, σε μια χώρα όπου μόλις λίγο παραπάνω από μισό αιώνα πριν, στη δεκαετία του 1950, μόνο το 10% του συνολικού πληθυσμού ήταν μορφωμένο. Σύμφωνα με την απογραφή του 1961, μόνο το 1,9% είχε δίπλωμα ανώτατης εκπαίδευσης και μόνο το 7,5% απολυτήριο εξατάξιου γυμνασίου. Ο αναλφαβητισμός ήταν η ζοφερή πραγματικότητα για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού για πολλές δεκαετίες, όπως και η ταξική διάσταση της εκπαίδευσης και οι έμφυλες ανισότητες, ενώ η εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση καθιερώθηκε μόλις το 1976. Εξαιτίας αυτού του χάσματος, το βιβλίο άργησε να καθιερωθεί ως κάτι στο οποίο έχουν όλοι πρόσβαση, ενώ η βιβλιοφιλία και η απόλαυση της ανάγνωσης, που κάποτε δεν αφορούσαν παρά ελάχιστους, μόλις τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα έγιναν κοινό κτήμα.
Είναι αλήθεια πως μια παράξενη αμφιθυμία αλλά και πολλές αντιφάσεις διακρίνουν τη σχέση μας με το βιβλίο, την καλλιέργεια, την εκπαίδευση και τον πολιτισμό γενικά, οι οποίες εκδηλώνονται ποικιλοτρόπως. Για τις στερημένες από μόρφωση γενιές που μεγάλωσαν ταυτίζοντας την ανώτατη εκπαίδευση με την επαγγελματική αποκατάσταση και την κοινωνική άνοδο, η συλλογή πτυχίων παραμένει από την εποχή των παππούδων τους ένα άξιο θαυμασμού γεγονός που προσδίδει κύρος ενώ, αντίθετα, η συλλογή βιβλίων και το συστηματικό διάβασμα αποτελεί παραξενιά και εκκεντρικότητα. Από τις ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπου οι διανοούμενοι και «κουλτουριάρηδες» αντιμετωπίζονταν στερεοτυπικά είτε ως ερμητικοί κοσμοκαλόγεροι, όπως στην ταινία «Ένα κορίτσι για δύο» του 1963 του Γιάννη Δαλιανίδη, όπου ο καθηγητής φιλοσοφίας Αλέκος Αλεξανδράκης παρουσιάζεται ως βλοσυρός και ιδιότροπος που έχει καταπιεί τόνους βιβλία αλλά ανίκανος να ερωτευθεί, είτε ως γραφικοί ημίτρελοι, όπως ο ποιητής Φανφάρας στο «Ξύπνα, Βασίλη». Επίσης, ποιος δεν θυμάται τη φοιτήτρια φιλολογίας Τζένη Σκούταρη, δηλ. την Τζένη Καρέζη, που στις πρώτες σκηνές της ταινίας «Τζένη, Τζένη» του Ντίνου Δημόπουλου χρησιμοποιεί την πλούσια βιβλιοθήκη του εφοπλιστή Μίλτου Κασσανδρή (Λάμπρος Κωνσταντάρας)· σαν να υπογραμμιζόταν έτσι πως είτε μέσω της ανώτερης εκπαίδευσης είτε μέσω της ανώτερης τάξης σου, μόνο έτσι είχες πρόσβαση στους θησαυρούς μιας ιδιωτικής βιβλιοθήκης.
Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, και πολλές κοσμοϊστορικές αλλαγές είδαμε, για να φτάσει σήμερα ο πολιτισμός αλλά και το βιβλίο να καταναλώνεται συχνά όπως μία μπριζόλα και να είναι πιο πιθανό να είναι βιβλιοφάγος ο οποιοσδήποτε άλλος παρά ένας/μία φοιτητής-τρια φιλολογίας. Με τον ίδιο τρόπο που το ίντερνετ δεν εξάλειψε την άγνοια, έτσι και η πλατιά διάδοση της ανάγνωσης δεν οδήγησε στη βαθιά καλλιέργεια. Το παράδοξο είναι πως ακόμα και σε ανωτέρα κοινωνικοοικονομικά στρώματα παρατηρείται μεγάλη αγραμματοσύνη, ενώ ανθρώπους με αυθεντική καλλιέργεια μπορεί να συναντήσεις παντού. Αρκετές ελίτ, από την άλλη, δυσκολεύονται να δουν πέρα από τον μικρόκοσμό τους και είτε επιμένουν να διατηρούν μια εξιδανικευμένη και εξωραϊσμένη αντίληψη της πραγματικότητας είτε αντιμετωπίζουν αφ’ υψηλού το κοινό ως μια ομογενοποιημένη «πλέμπα».
Όσοι έχουν την τύχη αλλά και την ατυχία να περιδιαβαίνουν σε διαμετρικά αντίθετα πολιτισμικά και κοινωνικά περιβάλλοντα, πέρα από το πολιτισμικό χάσμα, μπορούν σίγουρα να αντιληφθούν τη σχιζοειδή κατάσταση για την οποία μιλώ, όπως και την απολογητική διάθεση στην οποία οδηγεί αναγκαστικά όσους τη βιώνουν. Ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεσαι κάθε φορά, για τους μεν θεωρείσαι βαριά διανόηση και «κουλτουριάρης-α» με την κακόσημη έννοια πάντα (ο όρος «θολοκουλτουριάρης» δεν πήρε τυχαία μια έντονη ιδεολογική χροιά και κατέληξε βρισιά) για τους δε, στο άλλο άκρο, μέινστριμ, «του ελαφρού» και πολύ ποπ, μπορεί και αγράμματος.
Αν, δε, τυγχάνει να είσαι συγγραφέας και δεν ανήκεις στην εξαιρετικά ολιγομελή εκείνη χορεία των συγγραφέων που είναι στο γνωστοί στο πανελλήνιο, οπότε εκ των πραγμάτων χαίρεις κάποιας αίγλης και ασυλίας, γνωρίζεις πως η ιδιότητα του συγγραφέα προκαλεί μεγάλη αμηχανία, ενώ του ποιητή ακόμα και θυμηδία.
Δυστυχώς, το βιβλίο στην Ελλάδα αφορά πολύ λίγους και το μη εύπεπτο βιβλίο ακόμα πιο λίγους, και κανένα παραπειστικό επιχείρημα δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό. Όπως δεν γίνεται να το αλλάξει ούτε η θετική, κατά τα άλλα, κοσμοσυρροή στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, ούτε οι πολυπληθείς εκδηλώσεις, όπου δεν έπεφτε καρφίτσα, ούτε οι ουρές για μία υπογραφή από τον διάσημο Γερμανό συγγραφέα ψυχολογικών θρίλερ Σεμπάστιαν Φίτζεκ· ο οποίος, μάλιστα, εντυπωσιασμένος από το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί γι’ αυτόν, δήλωσε: «Είναι πάντα πολύ σημαντικό να βλέπω πως τόσος κόσμος διαβάζει». Σημαντικό ασφαλώς, αλλά διατηρούμε τις αμφιβολίες μας για το πόσος είναι αυτός.
Καταλήγοντας στην αρχική μας αφετηρία, ακόμα και σε εποχές παντοκρατορίας της τηλεόρασης, μια εκπομπή όπως του Πιβό δεν θα είχε ζήτηση ποτέ εδώ, έστω και αν βρισκόταν εκείνη η χαρισματική προσωπικότητα με τις δικές του αρετές. Αν ανατρέξουμε στην ιστορία των εγχώριων media, η μόνη ίσως περίπτωση στην οποία ο πολιτισμός αντιμετωπίστηκε ως κάτι το ζωογόνο που μπορεί και να αφορά το πλατύ κοινό χωρίς εκπτώσεις ήταν η περίοδος μεταξύ 1975 και 1982, όταν ο Μάνος Χατζιδάκις είχε αναλάβει τη διεύθυνση του Τρίτου Προγράμματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας.
Από έναν σταθμό-μαυσωλείο που μετέδιδε αποκλειστικά κλασική μουσική, τον μετέτρεψε σε έναν ενεργό και ζωντανό φορέα πολιτισμού, με τον απαράμιλλα καινοτόμο και αντισυμβατικό αλλά και τόσο ουσιαστικό τρόπο που μόνο ο Μάνος Χατζιδάκις μπορούσε. Αλλά η ουτοπία δεν κράτησε. Πέρασε φυσικά διά πυρός και σιδήρου και με άπειρα εμπόδια από την κρατική γραφειοκρατία και τους «δημάρχους Χαρχούδες» που απειλούσαν κάθε φορά να τον εξολοθρεύσουν. Η πρόσφατη περίπτωση της αναίτιας διακοπής των εξαιρετικών λογοτεχνικών εκπομπών του συγγραφέα Θάνου Σταθόπουλου «Για ένα διάστημα κοιμόμουν νωρίς» και «Flores para los muertos» από το Τρίτο Πρόγραμμα (μοναδικές ανάλογες εκπομπές του είδους τους στο ελληνικό ραδιόφωνο) είναι ενδεικτική πως τίποτε δεν έχει αλλάξει από τον καιρό του Χατζιδάκι, μόνο προς το χειρότερο.
Πώς θα μπορούσε το βιβλίο, στο μέτρο του δυνατού, να αφορά τις πλατιές μάζες και να απελευθερωθεί από τα δεσμά ενός μικρόκοσμου που ομφαλοσκοπεί; Ποια είναι η πρώτη προϋπόθεση για να επανεξετάσουμε τη σχέση μας μαζί του; Μία απάντηση βρίσκεται σε εκείνο το πρώτο αινιγματικό αλλά και απόλυτα καίριο και πολιτικό «Σχόλιο» του Χατζιδάκι από τα πεντάλεπτα «Σχόλια του Τρίτου», που μεταδόθηκε στις 30 Απριλίου 1978, με τον τίτλο «Η καινούργια μορφή ενός προγράμματος και οι ελέφαντες»: «Εγκαινιάζοντας ετούτα τα πεντάλεπτα σχόλια του Τρίτου, νιώθω τον πειρασμό να πω κάτι περισσότερο από όσα λέει ένας σοβαρός σχολιαστής τηλεοράσεως ή ένας επιτυχημένος κι έμπειρος εκφωνητής αθλητικών επικαίρων. Γιατί και οι δύο αυτοί με φιλαρέσκεια αφήνονται στον χείμαρρο των λέξεων, χωρίς την υποχρέωση οι λέξεις που εκστομίζουν να περιέχουν νόημα, βαθύ ή αβαθές, δεν έχει σημασία. Και ξέρετε πόση άνεση δημιουργούν οι λέξεις που δεν υποχρεώνονται να κουβαλούνε μέσα τους τη νόηση. Είναι σαν τους ελέφαντες. Σκεφτείτε να έχουν ξαφνικά φτερά. Το πιο βαρύ ζώο του κόσμου ανάλαφρο σαν πεταλούδα».