Σε μια εποχή που η κλιματική αλλαγή έχει κάνει τις φυσικές καταστροφές πιο συχνές και πιο έντονες, η σημασία της αρχιτεκτονικής την περίοδο της ανασυγκρότησης είναι κεφαλαιώδης. Σε αυτό το πλαίσιο, μέρος του έργου του Yoshiharu Tsukamoto, του οραματιστή αρχιτέκτονα, συνιδρυτή του Atelier Bow-Wow, καταλαμβάνει κεντρικό ρόλο. Μόλις λίγους μήνες πριν από την καταστροφική κακοκαιρία «Daniel», η οποία έπληξε τον Θεσσαλικό Κάμπο, ο Tsukamoto είχε μιλήσει στην 11η ΕΣΩ, κορυφαία ημερίδα για το design και την αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, σχετικά με την αρχιτεκτονική μετά την καταστροφή. Μαζί με τη σύζυγό του και συνιδρύτρια του γραφείου, Momoyo Kaijima, και ως ιδρυτικά μέλη της ArchiAid, μιας ομάδας αρχιτεκτόνων, δικαιούχου του Ταμείου Αρωγής για τους Σεισμούς της Ιαπωνίας (JERF), συνεισέφεραν στην αναζωογόνηση της περιοχής Tohoku μετά τον καταστροφικό σεισμό και τσουνάμι του Μαρτίου του 2011, αναπτύσσοντας μια μοναδική γνώση και μεθοδολογία. Αμέσως μετά τον σεισμό επισκέφθηκαν τη χερσόνησο Oshika, μια απομακρυσμένη περιοχή του νομού Miyagi, γνωστή για τα ψαροχώρια της, όπου δούλεψαν για έξι χρόνια. Ο Tsukamoto σχεδίασε το «core house», ένα μικρό σπίτι που μπορεί να επεκταθεί σταδιακά, και η Kaijima ξεκίνησε μια σχολή ψαράδων. «Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η ανάκαμψη από τον μεγάλο σεισμό της ΒΑ Ιαπωνίας πρέπει να συγκριθεί με την ανάκαμψη της Ιαπωνίας από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» είχε πει τότε ο Tsukamoto.
Η προσέγγισή του, βασισμένη στην τομή της αρχιτεκτονικής και της εθνογραφίας, αντανακλά μια βαθιά κατανόηση της περίπλοκης σχέσης ανάμεσα στα κτιριακά περιβάλλοντα, τους κατοίκους τους και τα γύρω οικολογικά συστήματα. Αφορμή στάθηκε ο προαναφερθείς καταστροφικός σεισμός και τσουνάμι.
Παρόλο που η κυβέρνηση κατάφερε να αποκαταστήσει τα φυσικά κτίρια στο σύνολό τους, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε την ανάγκη των κατοίκων να γνωρίζουν τους πόρους της περιοχής τους και να έχουν πρόσβαση σε αυτούς, ώστε το βιοτικό τους επίπεδο να είναι καλό
«Κατά τη διάρκεια της αποκατάστασης μετά τον σεισμό στα χωριά της ΒΑ Ιαπωνίας οργανώσαμε ένα δίκτυο εθελοντών αρχιτεκτόνων οι οποίοι επισκέφθηκαν τις πληγείσες περιοχές. Εργαστήκαμε μαζί με τους χωρικούς που έχασαν τα σπίτια τους. Σχεδόν 28 χωριά είχαν εξαφανιστεί και οι άνθρωποι ζούσαν στα ερείπια» λέει. Εκείνη ήταν η στιγμή που ο Tsukamoto αντιλήφθηκε την απουσία σύνδεσης μεταξύ των αρχιτεκτόνων που ζούσαν και εργάζονταν στις πόλεις και των ανθρώπων της υπαίθρου. «Οι ψαράδες, οι οποίοι διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με την παράδοση, έχουν αποτελεσματική πρόσβαση στους τοπικούς πόρους» εξηγεί – αυτός ήταν ένας ακόμη λόγος που εμπόδιζε την καθιερωμένη διαδικασία σχεδιασμού. «Δεν ήμασταν σε θέση να πάρουμε συνεντεύξεις από τους ανθρώπους. Πολλοί βίωναν μεγάλο πένθος, καθώς είχαν χάσει και αγαπημένα τους πρόσωπα». Με αυτούς τους περιορισμούς ως αφορμή, το έργο των αρχιτεκτόνων μετατράπηκε σε πρότυπο καινοτόμου σχεδίασης και διατήρησης του περιβάλλοντος. Οι αρχιτέκτονες δημιούργησαν μαζί με τους κατοίκους μια αγροικία, μαθαίνοντας και ενσωματώνοντας στη διαδικασία αποκατάστασης παραδοσιακές τεχνικές και τοπικά υλικά. Έμαθαν από τους ντόπιους για τη βελτίωση των θεμελίων, τη μετατροπή εγκαταλελειμμένων χώρων σε λειτουργικούς, ακόμα και για την ανανέωση της στέγης με τη χρήση τοπικών υλικών. Η εμπειρία της συνεργασίας με τους ανθρώπους της υπαίθρου και η σταδιακή εξερεύνηση της δικής τους, «ανώνυμης αρχιτεκτονικής» ήταν τόσο ισχυρές, που ο Tsukamoto ξεκίνησε να σκέφτεται αστικά κτίρια που θα ενσωμάτωναν εκ νέου τις παραδοσιακές πρακτικές, προσαρμοσμένες στον αστικό τρόπο ζωής.
Μια καταστροφή μπορεί να επιτάξει τη μετεγκατάσταση των οικισμών για διάφορους λόγους. Έτσι, οι αρχιτέκτονες πήγαν στο βουνό, για να βρουν την τοποθεσία όπου θα χτιζόταν το νέο χωριό με τη σύμφωνη γνώμη των κατοίκων και την υποστήριξη της κυβέρνησης. Ο Tsukamoto και η ομάδα του κινήθηκαν προς την κορυφή ενός λόφου, όπου βρήκαν δάση κέδρων παραμελημένα επί τριάντα χρόνια, καθώς η διαθέσιμη φθηνότερη ξυλεία από τη Βόρεια Αμερική είχε μειώσει τη χρήση της τοπικής ξυλείας, με αποτέλεσμα την εγκατάλειψη αυτών των δασών, αλλά και την παρακμή των χωριών που ζούσαν από την εκμετάλλευσή τους. Έπειτα, δημιούργησαν νέους τύπους σπιτιών, βάσει στοιχείων που προέκυψαν από συνεντεύξεις πλέον. Επέστρεψαν στο χωριό, έδειξαν τα σχέδια στους χωρικούς και τους ενθάρρυναν να οραματιστούν νέους χώρους διαβίωσης. Πρότειναν ένα είδος στέγασης μικρής κλίμακας, εμπνευσμένο από το παραδοσιακό σπίτι των ψαράδων, προσαρμοσμένο στις τρέχουσες ανάγκες. Αυτή η πρωτοβουλία είχε στόχο να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των κατοίκων του χωριού και του περιβάλλοντός τους, προωθώντας μια ανανεωμένη σύνδεση και αξιοποίηση των τοπικών πόρων. «Το σπίτι του ψαρά είναι ευπροσάρμοστο. Σε επόμενο στάδιο, μπορεί να μεγαλώσει», σημειώνει ο Tsukamoto.
«Οι οικισμοί στις περιοχές επανεγκατάστασης, όσον αφορά τη διάταξη και το δίκτυό τους, μοιάζουν με τις κατοικημένες περιοχές των προαστίων του Τόκιο. Παρόλο που η κυβέρνηση κατάφερε να αποκαταστήσει τα φυσικά κτίρια στο σύνολό τους, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε την ανάγκη των κατοίκων να γνωρίζουν τους πόρους της περιοχής τους και να έχουν πρόσβαση σε αυτούς, ώστε το βιοτικό τους επίπεδο να είναι καλό» λέει ο Tsukamoto. Ο ίδιος επισημαίνει ότι στη ζωή των ψαράδων υπάρχει μια ενδιαφέρουσα αντίθεση: αν και παραμένουν βαθιά ριζωμένοι στις παραδόσεις τους, χρησιμοποιούν τη σύγχρονη τεχνολογία, όπως ταχύπλοα και λέιζερ, για να εντοπίσουν κοπάδια ψαριών στον ωκεανό, συνδυάζοντάς την με την παραδοσιακή γνώση. Η αυξημένη χρήση smartphones αναδεικνύει περαιτέρω αυτόν τον συνδυασμό.
«Αυτοί οι ψαράδες κατοικούν σε μια μοναδική “υβριδική ζώνη”, όπου οι παραδοσιακοί τρόποι ζωής συνυπάρχουν με τις σύγχρονες εξελίξεις. Σε αντίθεση με τους αστικούς αρχιτέκτονες του Τόκιο, οι οποίοι ανήκουν σε ένα βιομηχανοποιημένο δίκτυο όπου ο κύριος όγκος των τροφίμων και της ενέργειας προέρχεται από περιοχές εκτός της πόλης, αυτοί οι ψαράδες είναι σε μεγάλο βαθμό αυτόνομοι. Ψαρεύουν στον ωκεανό, έχουν πρόσβαση στο δάσος και καλλιεργούν ρύζι, επιδεικνύοντας την επινοητικότητα και την αυτάρκειά τους, σε αντίθεση με τον εξαρτημένο τρόπο ζωής που παρατηρείται στις αστικές περιοχές» συμπληρώνει.
«Εμάς, τους αρχιτέκτονες, μας αποκαλούν κατά κάποιον τρόπο “ανθρώπινο δυναμικό” (human resources), ενώ οι ψαράδες είναι πολυμήχανοι άνθρωποι (resourceful human). Η διαφορά είναι μεγάλη. Θέλω πραγματικά να γίνω επινοητικός άνθρωπος, αντί για “ανθρώπινο δυναμικό”. Αυτό είναι ένα είδος πρόκλησης που απαιτεί την πρόσβαση στους τοπικούς πόρους, που μόνο οι παλιοί χωρικοί γνωρίζουν. Αυτοί είναι οι μόνοι που έχουν τις δεξιότητες και τα εργαλεία» καταλήγει.
Who is who
Ο Yoshiharu Tsukamoto, βραβευμένος με το Wolf Prize in Architecture το 2022 από το Wolf Foundation, είναι γνωστός για την καινοτόμο προσέγγισή του στην αρχιτεκτονική, η οποία δίνει έμφαση στα εθνογραφικά και οικιστικά χαρακτηριστικά των κτιρίων. To βραβείο αναγνωρίζει την εξαιρετική συνεισφορά του στον τομέα, τιμώντας τα επιτεύγματα που έχουν προωθήσει σημαντικά την αντίληψή μας για την αρχιτεκτονική και τον ρόλο της στην κοινωνία.
Ο Tsukamoto, μαζί με τη σύζυγο και συνεργάτιδά του Momoyo Kaijima, είναι συνιδρυτές του Atelier Bow-Wow με έδρα το Τόκιο από το 1992. Το Atelier Bow-Wow είναι γνωστό για τη μοναδική προσέγγισή του στην αρχιτεκτονική, ιδιαίτερα στο πλαίσιο των πυκνών αστικών περιβαλλόντων. Διακρίνεται για το «Micro-Public Space», που περιλαμβάνει τη δημιουργία μικρών, μη κλειστών δημόσιων χώρων, οι οποίοι ενθαρρύνουν την ενεργό συμμετοχή των χρηστών και υποστηρίζουν ατομικές εμπειρίες και συμπεριφορές. Αυτοί οι χώροι εμφανίζονται συχνά σε παρηκμασμένες περιοχές της πόλης, αντανακλώντας το ενδιαφέρον του Atelier Bow-Wow για τη δυναμική της αστικής ζωής και τις κοινωνικές πτυχές του χώρου.
Μία από τις χαρακτηριστικές έννοιες του Atelier Bow-Wow είναι η «Da-Me Architecture» (όχι καλή αρχιτεκτονική), ένας όρος που επινόησαν για να περιγράψουν κτίρια στο Τόκιο που ανταποκρίνονται με «πεισματική ειλικρίνεια» σε συγκεκριμένες συνθήκες τοποθεσίας και απαιτήσεις προγράμματος χωρίς να δίνουν προτεραιότητα στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική, αισθητική και μορφή. Αυτή η προσέγγιση οδηγεί συχνά σε υβριδικές, αντισυμβατικές δομές, που θεωρούνται δημιουργικές απαντήσεις στην αστική κατάσταση της πόλης. Το «Da-Me Architecture» αποτελεί παράδειγμα μιας νέας, προσαρμοστικής αισθητικής, που αποτυπώνει την ουσία του αστικού τοπίου του Τόκιο.
Επιπλέον, ο Tsukamoto έχει ερευνήσει την Τυπολογία των Γενεών (Generational Typology), ιδιαίτερα μέσω των machiya (παραδοσιακά αρχοντικά/εμπορικά σπίτια) στην Kanazawa της Ιαπωνίας. Επιδίωξη αυτής της έρευνας είναι η κατανόηση του τρόπου που αυτοί οι τύποι κτιρίων έχουν εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου, επηρεασμένοι από τις πιέσεις του εκσυγχρονισμού. Είναι μια μελέτη στη Συμπεριφορολογία (Behaviorology) της Αρχιτεκτονικής, που λαμβάνει υπ’ όψιν τις διαφορετικές χρονικές κλίμακες στις οποίες λειτουργούν διάφορα συστήματα, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπινων συμπεριφορών και της κοινοτικής ρουτίνας.
Το έργο του Tsukamoto εμβαθύνει επίσης στον Κενό Μεταβολισμό (Void Metabolism), μια αστική φόρμουλα που εστιάζει στους κενούς χώρους οι οποίοι αναπτύσσονται μεταξύ των κτιρίων όταν αυτά ξαναχτίζονται, ιδιαίτερα στο Τόκιο. Αυτή η ιδέα θεωρεί την αστική μορφή βιώσιμη και αναγεννητική –με ιδιόκτητα ακίνητα και πράσινο να γεμίζει τα κενά μεταξύ των κτιρίων– και έρχεται σε αντίθεση με την αρχιτεκτονική εστίαση της δεκαετίας του 1960 στη σύνθεση του κάθετου πυρήνα, υπογραμμίζοντας τη σημασία των χώρων μεταξύ των δομών.