Νίκος Αλμπανόπουλος
"Και θα συναντηθούμε στον Παράδεισο"
Αφηγήσεις ζωής 36 ανθρώπων της Σύρου και μνήμη Αντώνη Αλμπανόπουλου
Αναδημοσίευση της εισαγωγής και δύο αφηγήσεων από το βιβλίο του Νίκου Αλμπανόπουλου Και θα συναντηθούμε στον Παράδεισο (Ερμούπολη, 2024)
Το Πράσινο μεταλλικό κουτί
Μια μικρή εισαγωγή
Δεκαεπτά άνθρωποι απάρτιζαν τη γενιά που βρισκόταν πάνω από μένα και την αδελφή μου. Δυο οι γονείς. Ο αδελφός του πατέρα μου κι η θεία μου άλλοι δυο, τέσσερις. Τα πέντε αδέλφια της μητέρας μου, εννιά. Συν οι οχτώ γυναίκες και άντρες που πήραν ( υπήρξαν και δεύτεροι γάμοι ), δεκαεπτά.
Με τους δεκαπέντε θείους και θείες υπήρχαν όλες οι διαβαθμίσεις οικειότητας : εκείνοι που έβλεπα καθημερινά. Εκείνοι που έβλεπα περιστασιακά, σε ταξίδια στην Αθήνα. Εκείνοι που έβλεπα σπάνια, κάποιους μια-δυο φορές στη ζωή μου. Αλλά και η θεία Πόπη, που δεν τη γνώρισα ποτέ. Έφυγε στον Λίβανο πριν γεννηθώ, εξαφανίστηκε στον πόλεμο, εντοπίστηκε μέσω του Ερυθρού Σταυρού. Δεν ξεχνώ το τηλεγράφημα που λάβαμε χρόνια αργότερα, με το μήνυμά της « είμαι ζωντανή ». Η γιαγιά μου το κράταγε διπλωμένο στο πορτοφόλι της, με την ελπίδα. Πέθανε χωρίς να ξαναδεί την κόρη της.
Όλοι τους όμως οι δεκαεπτά, κοντινότεροι και πιο μακρινοί, βρίσκονταν μέσα στο πράσινο μεταλλικό κουτί με τις εκατοντάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες που ήταν « η οικογένεια ». Κάθε τόσο, απόγευμα Κυριακής συνήθως, το ανοίγαμε, σκορπούσαμε το περιεχόμενο στο μεγάλο τραπέζι, καμιά φορά στο διπλό κρεβάτι των γονιών, και ξεκινούσαμε το μάθημα οικογενειογραφίας. Ονόματα, μέρη, χαρακτηριστικά, συνήθειες… Διαδρομές στη ζωή. Δουλειές που πήγαν καλά, δουλειές που δεν πέτυχαν. Φτώχεια ή κάποια περιορισμένη ευμάρεια. Με πολύ και διαρκή κόπο. Χαρές, στενοχώριες —τα συνηθισμένα. Ένα σοβαρό ατύχημα που στοίχισε στο θείο Νίκο το χέρι του, κάποιες μεγάλες τραγωδίες, αρκετές μικρότερες. Αδυναμίες και πάθη. Έρωτες, κάποιοι συγκλονιστικοί, με λεπτομέρειες που αργότερα συνειδητοποίησα ότι μπροστά μου παραλείπονταν. Και νεότερα πρόσωπα, τα ξαδέλφια. Άλλα στην ίδια αυλή, στην ίδια παραλία στις διακοπές. Και άλλα, με τόση απόσταση στο χρόνο και στο χώρο, που δεν ήταν εύκολο να τα νιώσω « ξαδέλφια ».
Και βέβαια, η συρρίκνωση. Οι αναπόφευκτες αναχωρήσεις. Το πράσινο μεταλλικό κουτί μας εξοικείωνε και με το θάνατο. Πρώτος ο θείος Μανόλης, ο πιο αγαπημένος αδελφός της μητέρας μου. Και έπειτα, αργά αργά, οι υπόλοιποι. Η γενιά « από πάνω » μειωνόταν σταθερά. Δώδεκα, έντεκα, δέκα, ενώ ήμουν ακόμα φοιτητής. Οχτώ, έξι, πέντε, τέσσερις. Οι γονείς μου έφυγαν σχεδόν μαζί, περιορίζοντας σε δυο τους ζωντανούς. Ακολούθησε ο θείος μου Γιώργος. Τον κηδέψαμε ένα πρωινό στην Ικαρία με την ομίχλη στην κορυφή των δέντρων. Να το σχεδίαζε κανείς τέτοιο σκηνικό, δεν θα πετύχαινε. Και έπειτα ο τελευταίος θείος, ο 17ος, ο άλλος Γιώργος, που έφυγε τον Απρίλη 2022, λίγο πριν τυπωθεί αυτό το βιβλίο. Τότε εξαντλήθηκε η γενιά. Τότε κατάλαβα ότι ήμουν στ' αλήθεια ορφανός. Τότε· όχι όταν έφυγαν οι γονείς μου.
Το καλοκαίρι του 2020, ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα μου, πάρκαρα το αυτοκίνητο στο κέντρο της Ερμούπολης, κοντά σε έναν ηλικιωμένο κύριο. Καθόταν στο πεζούλι πλάι στη Μεταμόρφωση, να πάρει ανάσα για να συνεχίσει τα σκαλιά προς το σπίτι. Στάθηκα να ανταλλάξω δυο κουβέντες, συστήθηκα. Ήταν ο Νίκος Ευμορφόπουλος. Αποδείχτηκε πως όχι μόνο γνώριζε τον πατέρα μου, αλλά έμενε παλιότερα κοντά στο πατρικό μου. « Θυμάστε κάποιο περιστατικό από εκείνον ; » τον ρώτησα. Φυσικά θυμόταν — και φυσικά ήταν κάτι που δεν το γνώριζα. Πολλά δεν ξέρουμε από την από πάνω γενιά. Ενενήντα ένα χρόνια είναι πολλά, ειδικά σε μια εποχή που η ιστορία ήταν πυκνή. Ακόμα περισσότερο, που ο πατέρας μου είχε κάνει πολλά και διάφορα στη ζωή του. Μπήκε στους κινηματογράφους μικρό παιδί, μες στην Κατοχή. Δούλεψε για περισσότερα από σαράντα χρόνια μηχανικός προβολής. Τη δεκαετία του '60 γύρισε πέντε ντοκιμαντέρ με ιδιόκτητες επαγγελματικές μηχανές λήψης 35 χιλιοστών. Έφτιαχνε επιγραφές για καταστήματα, νοίκιαζε τζουκ μποξ, έγραψε σενάρια, συνόδευε τρόφιμα στα Γιούρα του εμφυλίου, διηύθυνε ένα διάστημα την ταβέρνα Το μεθυσμένο φεγγάρι. Στα σαράντα πέντε του, όταν οι κινηματογράφοι ο ένας μετά τον άλλο άρχισαν να κλείνουν, αναγκάστηκε να αλλάξει επάγγελμα μαθαίνοντας να επισκευάζει τηλεοράσεις. Στα πενήντα δύο του άνοιξε μαγαζί ηλεκτρικών συσκευών, από όπου το 2004 πήρε σύνταξη σε ηλικία εβδομήντα έξι ετών.
Εκείνη τη μέρα, με τον Νίκο Ευμορφόπουλο, μου ήρθε η ιδέα. Να ανοίξω το πράσινο μεταλλικό κουτί και άλλων ανθρώπων. Να μου αφηγηθούν τη ζωή τους, να μου πουν πότε και γιατί χάρηκαν, πόνεσαν, θύμωσαν, αγάπησαν, ερωτεύτηκαν. Μέσα από τις αφηγήσεις, την καθημερινότητα και τους αγώνες τους, να ξεδιπλωθεί η Σύρος των προηγούμενων δεκαετιών « από τα κάτω ».
Και να γνωρίσω καλύτερα τον πατέρα μου. Από κάθε αφηγητή ζητούσα να τελειώσει με κάτι που θυμόταν από εκείνον. Ένα περιστατικό, σοβαρό ή αστείο, ένα διάλογο, μια εικόνα, που θα ζωγράφιζαν ποιος ήταν ο Αντώνης Αλμπανόπουλος. Έτσι κατέληγε κάθε συζήτηση : « Γνωρίζατε τον πατέρα μου… Πείτε μου κάτι που θυμάστε από αυτόν ».
Οι άνθρωποι φεύγουν. Το πράσινο κουτί μου έδειξε έγκαιρα ότι αυτό είναι κάτι που συμβαίνει διαρκώς. Και μας στοιχίζει, σε κάθε ηλικία. Κι έπειτα, είναι η σκέψη για το δικό μας θάνατο, που έρχεται. Ο φόβος μπροστά του είναι κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης. Μεγαλύτερος πλέον, συνειδητοποιώ τι με λυπεί περισσότερο για εκείνη την ώρα : ότι με μένα θα σβήσει η από πάνω γενιά. Θα φύγουν από τη ζωή και όσοι σήμερα ζουν μόνο στις αναμνήσεις μου.
Σαν πατέρας, γνωρίζω ότι στην επόμενη, την από κάτω γενιά, λίγα μπορούμε να πούμε και να τ' ακούσει. Πολύ σημαντικότερο είναι τι μπορούμε να δείξουμε. Ωστόσο, αν κάποια μέρα τα παιδιά μου διαβάζουν αυτές τις γραμμές, υπάρχει κάτι που θα ήθελα να τους πω : η φθορά είναι φυσιολογική. Το διάστημα από τότε που η γιαγιά σας έτρεχε άπιαστη σαν τον άνεμο στα βουνά της Σύρου να μαζέψει χόρτα, ως τότε που καθόταν σπίτι ανήμπορη, εκ των υστέρων μοιάζει με στιγμή· με ένα δευτερόλεπτο.
Έτσι λοιπόν, Αντώνη και Έλλη. Οι άνθρωποι φεύγουν. Οι μνήμες σβήνουν, χάνονται. Ακόμα και οι φωτογραφίες, κάποια στιγμή μιλούν για άγνωστα πρόσωπα. Οι τυπωμένες σελίδες με τη ζωή ηλικιωμένων ανθρώπων λιώνουν, εξαφανίζονται. Μα και οι ίδιοι αυτοί δεν θα 'ταν πολύ σπουδαίοι, αφού δεν τους στήθηκαν προτομές και τιμητικές πλάκες. Έζησαν όμως δυνατά, περήφανα και σπουδαία. Κι ένα πράγμα αληθινά σπουδαίο είμαι βέβαιος ότι μένει από τις αφηγήσεις τους : κάντε τη δική σας ζωή τέτοια, που να αξίζει να τη μοιραστείτε.
Νίκος Αλμπανόπουλος
Ερμούπολη, Ιούλιος 2022
Βασίλης Αξαρλής
Όσοι ήμασταν εκεί μετά το '43 σωθήκαμε όλοι.
Πιο πριν βέβαια… Άστα !
Λέγομαι Βασίλης Αξαρλής. Γεννήθηκα στην Άνω Σύρο το 1937 με μαμή τη Νικολέτα Δαλεζίου. Ήμουν γιος της Σταυρούλας Ρούσσου και του Σταμάτη Αξαρλή. Η μάνα μου, μην κοιτάς το επίθετο, ήταν ορθόδοξη. Ρούσσου λεγόταν, επειδή ήταν Σαντορινιά. Τότε, πριν τον πόλεμο, μέναμε Άνω Σύρο με μια φιλενάδα της που δούλευαν μαζί στο κλωστήριο του Φουστάνου. Δεν είχαμε σπίτι, γιατί είχε κάνει κάποια φασαρία ο πατέρας μου και είχε μπει φυλακή, στα Λαζαρέτα. Στον πόλεμο μέσα κατεβήκαμε στις Πλάκες.
Ήμασταν τέσσερα αδέλφια, εγώ ο πρώτος. Μετά ο Στάθης, η Φρασκούλα και τελευταίος ο Δημήτρης. Δεν το 'χεις ξανακούσει ; Φρασκώ και τη λέγαμε Φρασκούλα. Μυκονιάτικο όνομα, είχε πολλές τότε. Η πεθερά της μάνας μου ήταν από τη Μύκονο.
Απ' την Κατοχή, αν θυμάμαι λέει ; Πολλά ! Ξεχνιέται πώς σκοτώθηκε η γιαγιά μου ; Με 'χε αγκαλιά και πέφτει η μπόμπα πλάι μας, στου Μπαρουτάκη το σπίτι. Στις Πλάκες. Και φεύγει το βλήμα, τρυπάει την πόρτα, περνάει ανάμεσα στα πόδια μου που τα 'χα ανοιχτά όπως με κράταγε, της τρυπάει την κοιλιά και βγαίνει από πίσω. Μου λέει, δεν μπορώ άλλο παιδί μου, και μ' ακουμπάει κάτω. Κι έτρεχε το αίμα. Την πήγαν στο νοσοκομείο πάνω σε μια πόρτα, αλλά βέβαια πέθανε.
Με βάλανε τότε στο ορφανοτροφείο, που ήταν στο Μάνα. Το 1943. Είχαμε ένα Γερμανό, τον Γιόζεφ. Ήταν συνταγματάρχης, χειρούργος καρδιολόγος. Ο οποίος… Αυτός μας έζησε ! Μας επέβλεπε στο ορφανοτροφείο. Γιατί η πρώτη μπόμπα που έπεσε στο Βερολίνο σκότωσε τη γυναίκα και τα δυο του παιδιά. Και είχε αφοσιωθεί στα παιδιά πια. Ήθελε να βλέπει το γέλιο τους. Ήταν γεμάτες οι τσέπες του καραμέλες και τέτοια. Τρέχαμε στα χωράφια και μας τις πετούσε, ποιος θα τις πάρει. Αυτός έβαζε το λάδι μέσα στην καζάνα άμα μας κάνανε είτε φακές, που μη σκέφτεσαι τις τωρινές, εκείνες εκεί ήταν γεμάτες πέτρες και σκουλήκια, είτε φασόλες είτε ρεβύθια. Το κράταγε λοιπόν αυτός το λάδι και το 'ριχνε, γιατί το κλέβανε. Και μας έδινε και από μια πανιότα ! Μεγάλη δουλειά, γιατί ήταν διακόσια παιδιά μέσα μέχρι 18 χρονώ. Ήταν ο Μαυροθαλασσίτης, που είχε μετά το καφενείο στου Μακριδάκη απέναντι, ο Μυλωνάς, ο Μπούμπουλης, ο Τάκος ο Νίκος… Τι να σου πω, πολλά παιδιά. Κι από την Πάρο πολλά, την Αντίπαρο, τη Νάξο, τη Σαντορίνη, την Άντρο… Όσοι ήμασταν εκεί μετά το '43 σωθήκαμε όλοι. Πιο πριν βέβαια… Άστα.
Μετά, άμα φύγανε οι Γερμανοί, κατεβήκαμε Ερμούπολη. Πρώτα Κοίμηση, άλλο ορφανοτροφείο εκεί, μετά στο Ισιδώρειο. Μέσα ήμασταν φτιαγμένοι διμοιρίες. Οι τραπεζοκόμοι, αυτοί που καθαρίζανε τις τουαλέτες το πρωί, αυτοί που σκουπίζανε, αυτοί που ήταν να στρώνουν τα κρεβάτια, να κοιτάνε τα μικρά παιδιά, όλα… Μια δόση περίμενα να μου φέρουν νερό να καθαρίσω τις τουαλέτες. Βρύσες δεν είχε. Και επειδή άργησα, έρχεται η αδελφή του Αντρέα του Μηλιού και μου σκάει δυο μπάτσοι. Όχι από κακία, έτσι κάνανε τότε. Αλλά εγώ πώς να τ' αντέξω ; Πηδάω από το παράθυρο, μπαίνω στο Άντρος, κρύβομαι στη βάρκα και πάω Πειραιά. Πέμπτη δημοτικού, έντεκα χρονώ. Μόνος μου. Είχα το νονό μου εκεί. Πλούσιος. Ακίνητα, λεωφορεία, αυτοκίνητα, εκκενώσεις βόθρων και τέτοια. Με ντύσανε και όλα. Μου λέει κάτσε εδώ στο γκαράζ, να γίνεις μηχανικός αυτοκινήτων. Αλλά εγώ σκευόμουνα τη μάνα μου και γύρισα… Πάει εκείνη, πιάνει το Ζορμπάνο, που ήταν διευθυντής τότε και με ξαναπαίρνουν στον ίδρυμα…
Έβγαλα το δημοτικό, γράφτηκα στην Εμπορική Σχολή αλλά δεν πρόλαβα να τελειώσω, γιατί ήδη δούλευα στην Κασιακή. Δεκάξι χρονώ με βάζει ο Ρεθύμνης σε ένα βαπόρι και έφυγα. Έκανα δέκα χρόνια να γυρίσω Σύρο. Πρώτα έμεινα τριάμισι χρόνια συνέχεια στο ίδιο καράβι και μετά το 'σκασα και βγήκα Αμερική. Νέα Υόρκη. Τρία χρόνια έκατσα εκεί. Έπιασα δουλειά σε ένα μεγάλο εβραίικο εστιατόριο στο Μπρονξ και κοιμόμουν στο Μπρούκλιν. Ειδικότητα, πατατάς. Όχι, δεν τις καθάριζα. Είχα ογδόντα τσουβάλια πατάτες στη βάρδια μου, να τις ρίξω στις μηχανές. Με το χέρι έβγαζα μόνο τις μύτες. Σου κάνουν εντύπωση τα ογδόντα τσουβάλια ; Πρόσεξε το λοιπόν ! Αυτό το εστιατόριο είχε τριακόσια τραπέζια χωρίς γκαρσόνι κανένα. Ανοιχτά όλο το εικοσιτετράωρο, δεν έκλεινε καθόλου. Δουλεύαμε εικοσιτέσσερις μαγείροι τη βάρδια. Γύρω γύρω λουριά που γυρίζανε. Κι όλοι οι τοίχοι φαγητά. Έριχνες τα λεφτά, ερχόταν ο δίσκος στα λουριά με ό,τι ήθελες. Μόνο δυο άτομα ήταν έξω, στα απεριτίφ : σοκολάτα, κακάο, καφέδες. Είχε κι ένα καλό παιδί μάγειρα, δεν τον ξεχνώ, γεννημένος Αμερική, αλλά από τα Ψαρά. Ο Σπύρος ο Ρακός. Μετά έφυγε ένας μάγειρας, με παίρνει από πατατά και με βάζει στα πάγια, στα στεγνά. Στις μπριζόλες. Και ανέβηκα από τα 7 δολάρια την ημέρα συν το φαΐ μου, στα 22. Κάθε Παρασκευή πληρωνόμουνα, και τα λεφτά έπρεπε να έρθουν στη Σύρα. Ήταν ακόμα όλα τα αδέλφια μου ορφανοτροφείο.
Συριανοί στη Νέα Υόρκη ; Πάρα πολλοί. Ο Γιακουμής ο Ξένος, που είχε το καφενείο στην πλατεία, ο Τηλέμαχος ο Δαλέζιος και ο Χαρμπούτης. Κι ένας Ξαγοράρης, μάγειρας στο ελληνικό εστιατόριο στις 44 Δρόμοι, που ήταν πολύ φίλος με τον πατέρα μου. Αυτός με βοήθησε να μείνω Αμερική χωρίς χαρτιά και να πιάσω δουλειά.
Με το που βγαίνει ο Αϊζενχάουερ όμως, βγάζει όσοι είναι σκαστοί να φύγουν από την Αμερική. Πάω στο Νιούαρκ, βλέπω ένα καράβι με νορβηγέζικη σημαία, γκαζάδικο. Κι ήταν μέσα πρωτοδεύτερος ο Βόγιοβιτς, του Σκευοφύλακα ο γαμπρός, ο Χυτήρης ο Δημήτρης, μετά ήρθε καπετάνιος ο πατέρας του Κανάκη του Γιώργου και άλλοι. Συνολικά ταξίδεψα τριάντα χρόνια, όλα μαγειροκαμαρώτος. Ξεμπάρκαρα το 1982 και άνοιξα την ταβέρνα του Πούσανου, τη Βικτώρια. Δίπλα στη Φωλιά. Μετά το μπαράκι που θυμάσαι στην παραλία. Ωραία φτιαγμένο, με όλα τα εγγλέζικα κομφόρ, τα ουίσκια κρεμότανε, ένα κόσμημα… Βασίλης λεγόταν.
Ο πατέρας σου ήταν καλότατος και όμορφος άνθρωπος… Και λαϊκός… Ερχόταν στην ταβέρνα, έπινε μια μπύρα με την παρέα του, ποτέ παραπάνω. Στο γάμο μας με την Αγγελική πρώτος πρώτος, γιατί είχε μεγάλη φιλία με τον Γιώργο Βάλβη, τον αδελφό της. Και όταν κάναμε αγρυπνιά των Ταξιαρχών στο σπίτι της πεθεράς μου, επειδή είχαμε την εικόνα του Αγίου Ταξιάρχη, ερχόταν και καθόταν όλη νύχτα. Τι όχι ; Δεν πιστεύεις ότι έκανε αγρυπνιά σε εικόνα ο μπαμπάς σου ; Ε, άκου που σ' το λέω !
Συνάντησα τον Βασίλη Αξαρλή στις 26 Οκτωβρίου 2020 και στις 23 Μαΐου 2022
Θόδωρος Γιαννόπουλος
Πολλές φορές στη ζωή μου γεννήθηκα, μία θα πεθάνω. Το λες και καλή τύχη, έτσι δεν είναι ;
Λέγομαι Θόδωρος Γιαννόπουλος. Γεννήθηκα στην Ερμούπολη το 1935. Ο πατέρας μου λεγόταν Ευάγγελος Γιαννόπουλος και η μητέρα μου Ελευθερία Δαμίγου. Για τον πατέρα μου δεν έχω να σου πω πολλά, γιατί δεν τον γνώρισα. Χάθηκε όταν ήμουν πολύ μικρός.
Αδέλφια δεν είχα. Μοναχοπαίδι ήμουνα και μοναχοπαίδι είμαι ακόμα !
Στην Κατοχή όλος ο κόσμος πείνασε, αλλά εμείς κάπως τα βγάλαμε πέρα. Πήγαινα δημοτικό στο Ρολόι με δάσκαλο τον Καστρινό. Μας δίνανε συσσίτιο στην Περίθαλψη του Παίδος, στου Κουκουλά το σχολείο σήμερα. Κι η μητέρα μου δούλευε υπηρέτρια στη Μαρκουίζαινα, μια « κυρία επί των τιμών », πλούσια, ο άντρας της καπετάνιος. Είχαν δυο κορίτσια και υπηρετικό προσωπικό κάμποσους. Έτσι είχαμε κι από κει κάτι να φάμε. Με τους Ιταλούς ήμουν μικρός, δεν θυμάμαι να μας είχαν πειράξει, αλλά οι Γερμανοί κάνανε τα πάντα. Άγριοι άνθρωποι.
Μετά την Κατοχή δούλεψα στο ζαχαροπλαστείο του Αντώνη Δαλέζιου. Πώς κατεβαίνουμε την Ερμού, εκεί που είναι τώρα το μαγαζί του Παπαμανώλη με τα παιχνίδια ; Εκεί, μες στο στενό το 'χε. Καλός τεχνίτης. Έφτιαχνε γλυκά και τα έπαιρνε ο κόσμος σπίτι ή τα σέρβιρε στα τραπέζια που είχε απέξω, στο πεζοδρόμιο. Από όλα έφτιαχνε, σοκολατίνα, γαλακτομπούρεκο, μπακλαβά, όπως τα ξέρεις και σήμερα. Τότε μάλιστα είχε πολλά ζαχαροπλαστεία η Ερμούπολη. Μόνο στο Κέντρο ήταν ο Δαλέζιος, ο Πασσάς στην πλατεία δίπλα στο φούρνο, ο Στέλλας, ο Μαύρος, ο Λατίνας στο στενό που έχει τώρα το μαγαζί με τους ξηρούς καρπούς ο Μαραγκός, εξαιρετικός ζαχαροπλάστης. Έτρωγε φρέσκα γλυκά ο κόσμος, δεν ήταν τόσα ακόμα του εμπορίου. Στου Δαλέζιου του φέρνανε το γάλα από τα χωριά και παίρνανε γλυκά. Δηλαδή κάνανε το λογαριασμό, πόσο το γάλα, πόσο τα γλυκά, και έδινε τη διαφορά ο ένας ή ο άλλος.
Τώρα πώς δούλεψα εγώ εκεί, θα σου κάνει εντύπωση. Στην τύχη. Πήγαινα τότε σχολείο, στο Ρολόι. Περνούσα απέξω μια μέρα και μου λέει, έλα δω ! Του λέω, εγώ ; Λέει, ναι. Του λέω, τι θες από μένα ; Γυρεύω ένα παιδί, θες να δουλέψεις ; Συμφώνησα αμέσως. Ανέλαβα πρώτα να φτιάχνω τους λουκουμάδες. Όλα έμαθα μετά να τα κάνω, αλλά ειδικός ήμουν στους λουκουμάδες. Κι αργότερα όταν ταξίδευα, αν και είχα άλλα καθήκοντα, τους έκανα μια στις τόσες λουκουμάδες. Μου το ζητούσαν. Θα φάμε Θόδωρε κανένα λουκουμά ;
Το γυμνάσιο το άφησα το 1951 που έφυγα να ταξιδέψω. Τότε ήταν το λιμάνι γεμάτο δεμένα πλοία. Κάποια κρίση. Μόλις έλυσαν, μπήκα από τους πρώτους μέσα. Στην αρχή ταξίδεψα με φορτηγά που κουβαλούσαν σιτάρι από τη Ρωσία. Είχε μεγάλη πέραση. Το πηγαίναμε Βραζιλία, νομίζω Αυστραλία… Δεν θυμάμαι. Για τη θάλασσα… Τι να σου πω ; Παιδάκι τώρα, 16 χρονών, να βλέπεις άλλους τόπους και άλλους ανθρώπους… Ειδικά ανθρώπους. Αλλά και λιμάνια μεγάλα, πόλεις… Θυμάμαι κάποτε, πιο μεγάλος, μπαίναμε στη Νέα Υόρκη και έγραφε στο άγαλμα της Ελευθερίας πάνω με μεγάλα γράμματα « Women of the world unite », δηλαδή « Γυναίκες όλου του κόσμου ενωθείτε » !
Είχα και δυο τρία accidents. Αλλά δεν χρειάστηκε να κολυμπήσω για να σωθώ. Να σου πω την αλήθεια, τότε δεν ήξερα και μπάνιο. Μετά έμαθα. Το χειρότερο συνέβη σε ένα γκαζάδικο που πήρε φωτιά εν πλω. Ήμασταν φορτωμένοι νάφθα. Το πιο επικίνδυνο φορτίο. Χάθηκαν πέντε μέλη του πληρώματος, δυστυχώς. Για καλή μας τύχη των υπολοίπων, μας είδε ένα πλοίο, ήρθε κοντά κι έριξε δυο βάρκες. Μας κατέβασε στο Καράκας. Εκεί λειτουργούσε ένας Έλληνας παπάς ορθόδοξος και το βράδυ μας έφερε να φάμε και ρούχα να φορέσουμε. Τα ρούχα που είχαμε πηδήξει στη βάρκα, τα βάλαμε σε μια τσάντα ο καθένας για ενθύμιο και πήραμε το αεροπλάνο που κανόνισε η εταιρία να γυρίσουμε στα πάτρια εδάφη. Στο Ελληνικό βγήκαμε με αυτή την τσάντα στα χέρια μόνο, τίποτα άλλο δεν είχαμε γλιτώσει. Και μας βάζουν στη σειρά οι τελωνειακοί, να μας ελέγξουν. Τι έχει μέσα η τσάντα ; ρωτάνε τον πρώτο. Τι να έχει ; του απαντά. Ένα ναυάγιο, έχει… Κούνησαν το κεφάλι, συγγνώμη παιδιά, και μας άφησαν όλους να περάσουμε.
Κάποιες φορές ταξίδευα με τη γυναίκα μου. Θαλαμηπόλος εγώ, μαγείρισσα εκείνη. Κανονικό crew member. Είχαμε πιάσει τις θέσεις. Ζηλεύανε λίγο οι άλλοι ναύτες, που εγώ ήμουν με τη Δήμητρα. Ή μάλλον πολύ ! Την είχα ειδοποιήσει όμως : Εδώ που θα 'ρθεις, θα 'ναι μέσα όλο λιοντάρια. Και της κάνανε κόρτε… Αλλά εντάξει, δεν τη δάγκωσε κανένα !
Μια φορά σε ένα ταξίδι με τη γυναίκα μου πέσαμε σε κυκλώνα, όξω από την Καραϊβική. Εκεί κάνει κάτι κυκλώνες, Βαγγελίστρα μου και Χριστέ μου, που λένε. Αλλά γλιτώσαμε. Και περάσαμε καλά μαζί.
Λείπαμε καιρό, μήνες, χρόνο. Μακριά από τις κόρες μας, που τις κράταγε η γιαγιά τους. Λυπάμαι που τις αφήναμε τόσο, αλλά τι να κάνουμε ; Κι εμείς δεν πηγαίναμε για κρουαζιέρα… Μετά βέβαια, άμα φτάνεις σπίτι, με τις βαλίτσες στο χέρι και σ' αγκαλιάζουν, ξαναγεννιέσαι. Πολλές φορές στη ζωή μου γεννήθηκα, μία θα πεθάνω. Το λες και καλή τύχη, έτσι δεν είναι ;
Το γυμνάσιο δεν μ' άρεσε που τ' άφησα τότε. Έλα να σου δείξω. Διάβασε εδώ, το καδράκι : « Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας Σύρου, Τίτλος σπουδών, ισότιμος απολυτηρίου γυμνασίου, στον Θεόδωρο Γιαννόπουλο, 25 Ιουνίου 2018 ». Τώρα είναι να τελειώσω και το Λύκειο. Μας ταλαιπωρούν λίγο η καραντίνα και τα κομπιούτερ, αλλά κοντεύω να το πάρω το πτυχίο. Μόλις το πάρω να 'ρθεις, που θα κάνω λουκουμάδες !
Τον μπαμπά σου να μην ήξερα ; Πολύ καλά ! Ήταν ένας καλός άνθρωπος, γλυκομίλητος, δημοφιλής, είχε αφήσει εποχή. Τον συναντούσα, καλημέρα κυρ-Αντωνάκη, τι κάνεις, τι χαμπάρια, καλά ; Καλά ! Πήγαινα και στο μαγαζί να πάρω καμιά λάμπα, καμιά μπρίζα… Όχι, συγκεκριμένο περιστατικό δεν θυμάμαι. Τι χαμπάρια Αντώνη μου, καλά ; Τέτοια μόνο. Δεν σου κάνουν τα γενικά ; Τι, δε θα με βάλεις στο βιβλίο τώρα ; Α, γελάς. Εντάξει κατάλαβα, θα με βάλεις.
Τι φωτογραφία ; Τι να την κάνεις τη φωτογραφία ; Είσαι σίγουρος ; Ε, τράβα με ντε, αφού θες ! Κάτσε να κρατάω την Ράνια, που ήσασταν και συμμαθητές. Είναι πιο μακριά από τη Ρίτσα και δεν τη βλέπω συχνά… Ε, ξέρεις, μου λείπει.
Συνάντησα τον Θόδωρο Γιαννόπουλο στις 31 Ιουλίου και στις 29 Δεκεμβρίου 2020