Φιλαρέτη Κομνηνού Facebook Twitter
Η ζωή με έχει μάθει να μη χτίζω τα όνειρά μου σε μπαζωμένα ρέματα γιατί κάποια στιγμή το μπαζωμένο ρέμα θα φέρει την κατάρρευση. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Φιλαρέτη Κομνηνού: «Με πληγώνει το ότι δεν διεκδικούμε πλέον το αυτονόητο»

0

Κατάγομαι από τη Μακεδονία. Επειδή ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός, δεν μπορώ να πω πού ακριβώς γεννήθηκα, γιατί αλλάζαμε συνέχεια πόλεις. Άλλαζα σχολεία, άλλαζα σπίτια, και αυτό κατά κάποιον περίεργο τρόπο συνεχίστηκε μετά και στη ζωή μου, στον χώρο του θεάτρου. Δηλαδή ήμουν για πολλά χρόνια ένα παιδί που δεν αισθανόταν μονιμότητα, ότι εκεί που είναι θα μείνει για πολύ καιρό. Έχω ξεχάσει πια πόσα σπίτια έχουμε αλλάξει οικογενειακώς λόγω των μεταθέσεων του πατέρα μου και πια έχω χάσει και τον λογαριασμό σε πόσα θέατρα έχω παίξει, πόσα καμαρίνια έχω αλλάξει, πόσες συνεργασίες έχουν ξεκινήσει και κάποια στιγμή είχαν ημερομηνία λήξης. Όλο αυτό με έκανε να είμαι ένα παιδί μαθημένο να προσαρμόζεται στις καινούργιες καταστάσεις που έρχονταν κάθε φορά. Μου αρέσει αυτός ο κατά κάποιον τρόπο τσιγγάνικος τρόπος ζωής, ο φόβος της πλήξης που δημιουργεί μια μόνιμη κατάσταση με έκανε κάθε φορά να ψάχνω ένα καινούργιο τοπίο, γι’ αυτό και μετά από κάποια χρόνια άρχισα να ταξιδεύω πάρα πολύ και να ψάχνω προορισμούς μακρινούς, όχι τόσο τουριστικούς.  

• Δεν ήθελα να γίνω ηθοποιός όταν ήμουν μικρή, δεν είχα συνειδητοποιήσει την κλίση μου, γιατί δεν είχε καμία σχέση το οικογενειακό περιβάλλον με καλλιτεχνικά. Ωστόσο, από τα εφηβικά μου χρόνια υπήρχε ένα ένστικτο που με οδηγούσε, ένιωθα να με μαγνητίζει ο χώρος της υποκριτικής. Στο σπίτι του παππού μου στο Καλλίφυτο Δράμας, όπου περνούσαμε το καλοκαίρι, μάζευα όλα τα εγγόνια και τους έπαιζα κάτι δραματικό. Η μεγαλύτερη ευχαρίστησή μου ήταν να τους βλέπω να κλαίνε.

Το να πάω να δω μια ωραία παράσταση, να επισκεφθώ μια έκθεση ζωγραφικής, τη στιγμή που λίγο μετά θα έρθω αντιμέτωπη με την ασχήμια της πόλης μου δεν είναι πολιτισμός.

• Κατάγομαι από Μικρασιάτες, οι παππούδες ήταν πρόσφυγες, και από τις πιο όμορφες αναμνήσεις που έχω ως παιδί είναι να είμαστε στους καναπέδες τα εγγόνια και η γιαγιά να μας λέει ιστορίες από τη Μικρασιατική Καταστροφή: πώς γλιτώσανε, πώς περπατήσανε μέσα στα βουνά, που τους κυνηγούσαν οι Τούρκοι. Τα παραμύθια που άκουγα, δηλαδή, δεν ήταν τόσο η Χιονάτη και η Σταχτοπούτα αλλά τα παραμύθια της γιαγιάς, τα οποία μετά ένιωθα ότι έπρεπε να αναπαραστήσω, να τα δείξω στα άλλα παιδιά της οικογένειας και να ζήσουμε όλη αυτήν τη δραματικότητα. Νομίζω ότι η σχέση μου με την υποκριτική δημιουργήθηκε και τυχαία, αν πιστεύουμε ότι υπάρχει το τυχαίο στη ζωή μας. Ενώ ήμουν στο πανεπιστήμιο, στη Φιλοσοφική, ένα βράδυ στην περίφημη ταβέρνα «Δόμνα» της Θεσσαλονίκης μού λέει μια κοπέλα «σε δύο μέρες θα πάω να δώσω στη δραματική σχολή του Κρατικού». Τη ρώτησα «τι θα δώσεις ακριβώς;» «Ένα ποίημα και έναν μονόλογο». Δεν είπα σε κανέναν τίποτα, γύρισα στο σπίτι μου, έψαξα να βρω ένα ποίημα του Ελύτη κι έναν μονόλογο της Ηλέκτρας και κρυφά απ’ όλους πήγα κι έδωσα εξετάσεις. Επειδή, πάλι, πιστεύω ότι κάτι γίνεται στο σύμπαν που μας οδηγεί, αν στην επιτροπή δεν ήταν ο Μίνως Βολανάκης, δεν θα είχα καμία τύχη στην υποκριτική. Ήταν ο διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου και έτυχε να είναι εκεί όταν έδωσα τις εξετάσεις, οι οποίες, σύμφωνα με τα δεδομένα τότε, ήταν ένα Βατερλό, δηλαδή και τα λόγια μου ξέχασα και από το τρακ δεν μπορούσα να σταθώ όρθια και ζήτησα να καθίσω σε μια καρέκλα. Οπότε, όταν έφυγα από κει, είχα το αίσθημα της ήττας βαθιά ριζωμένο μέσα μου, έφυγα ταπεινωμένη. Μετά από λίγες μέρες μου τηλεφωνούν από τη σχολή και μου λένε «πέρασες»! Εκ των υστέρων έμαθα ότι έθεσε βέτο ο ίδιος ο Βολανάκης, είπε «εγώ αυτήν τη μικρή τη θέλω». Για χρόνια με αποκαλούσε έτσι, «η μικρή», γι’ αυτό και ευγνωμονώ την τύχη μου και τον άνθρωπο αυτόν, γιατί δεν νομίζω ότι θα επιχειρούσα ξανά να δώσω εξετάσεις. Κάτι γίνεται και στροφάρει η ζωή σου ανάλογα με τη συνάντηση που μπορεί να έχεις και για μένα αυτή η συνάντηση ήταν σημαδιακή.

Φιλαρέτη Κομνηνού Facebook Twitter
Το όφελος από την ασχολία με το θέατρο είναι ότι σου επιτρέπει να παρατηρείς μια εφηβεία και, ασχέτως της βιολογικής ηλικίας, να μην εγκαταλείπεις το παιδί που έχεις μέσα σου, να μην το αποχαιρετάς.  Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

• Οι γονείς μου για ενάμιση χρόνο δεν ήξεραν τίποτα, νόμιζαν ότι πήγαινα στη Φιλοσοφική και παρακολουθούσα μαθήματα. Το μάθανε τελείως συμπτωματικά. Με φώναξε μια μέρα ο κλητήρας της σχολής, μου είπε «κάποιος κύριος θέλει να σε δει στο γραφείο» και βρέθηκα απέναντι στον πατέρα μου. Δεν με μάλωσε, δεν είπε τίποτα, με κοίταξε όμως με ένα βαθύ αίσθημα απογοήτευσης στο βλέμμα του που έλεγε «το κορίτσι μου, αυτή που ήθελα να γίνει καθηγήτρια, που ήταν στο πανεπιστήμιο, θα γίνει θεατρίνα;». Καρφώθηκαν στη μνήμη μου η απογοήτευση και το παράπονό του και δεν τα ξεπέρασα εύκολα. Βέβαια, συμφιλιώθηκα και με τον πατέρα μου και με την αντίδρασή του, γιατί ήταν μια γενιά που το επάγγελμα του ηθοποιού δεν το θεωρούσε και τόσο ευυπόληπτο. Από τη μια το συνέδεε με κάτι κάπως ανήθικο και από την άλλη ήταν ένα επάγγελμα που δεν σου εξασφάλιζε κάτι σίγουρο οικονομικά. Ήταν αδιανόητο το να εγκαταλείψεις μια πανεπιστημιακή καριέρα και να κυνηγάς δουλειά ως ηθοποιός. Τον πατέρα μου τον κατάλαβα μετά από χρόνια και αισθάνομαι ότι αντέδρασε όπως όλοι οι πατεράδες και τα αρσενικά εκείνης της εποχής. Δεν ήρθε ποτέ να με δει στο θέατρο, αλλά με δέχτηκε, ξαναγύρισα στο σπίτι – γιατί έφυγα από το σπίτι για ένα διάστημα όταν το μάθανε, μάζεψα τα πράγματά μου κι έμεινα στο σπίτι μια φίλης. Ωστόσο, πολύ γρήγορα παντρεύτηκα και έκανα τον γιο μου, έτσι αισθάνθηκαν τουλάχιστον ότι έχω κάνει οικογένεια.

• Τη Φιλοσοφική την τέλειωσα – και είδες τι παιχνίδια παίζει η ζωή; Αυτό που ήθελε ο πατέρας μου τού το έκανα δώρο, πήρα το πτυχίο μου και μετά, για πολλά χρόνια, υπήρξα επίκουρη καθηγήτρια και αργότερα αναπληρώτρια στο τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών. Δηλαδή η πανεπιστημιακή μου καριέρα κατά κάποιον τρόπο συμβάδιζε πάντα με το θέατρο. Υπήρξα και τυχερό παιδί, γιατί ήταν μια εποχή που συναντιόμουν με πάρα πολύ έντονους και σημαντικούς ανθρώπους.

• Η πρώτη παράσταση που έπαιξα ήταν το Ημέρωμα της στρίγκλας και νομίζω ότι το θέατρο με υποδέχτηκε με τους καλύτερους όρους. Επειδή τότε υπήρχε αξιοκρατία, η νεαρή ηθοποιός έπρεπε να παίξει κάτι πολύ μικρό, έτσι πήγα στην οντισιόν που έκανε ο Σεβαστίκογλου, ο οποίος είχε μόλις έρθει από το Παρίσι. Ήταν η πρώτη φορά που έγινε οντισιόν και με διάλεξε να παίξω τον ρόλο της Μπιάνκα δίπλα στη Μάγια Λυμπεροπούλου. Ήταν μια παράσταση που χαρακτηρίστηκε εκ των υστέρων ως ιστορική γιατί παίχτηκε και στον Λυκαβηττό και είχε έρθει όλος ο θεατρικός κόσμος να τη δει. Μετά ακολούθησαν οι παραστάσεις με τον Ανδρέα Βουτσινά που επίσης ήταν μέντοράς μου, μου έμαθε την υποκριτική αλφάβητο. 

• Από τότε που κατέβηκα και εγκαταστάθηκα στην Αθήνα το 1996 έπαιξα σε αρκετές παραστάσεις του Εθνικού. Μία απ’ αυτές ήταν η Λυσσασμένη Γάτα, αργότερα ήταν το Τρίτο Στεφάνι, έπαιξα στον Ιππόλυτο στην Επίδαυρο και σε πολλές.

Φιλαρέτη Κομνηνού Facebook Twitter
Φαίδρα στον Ιππόλυτο το 2004. Μαζί της η Μπέτυ Βαλάση
Φιλαρέτη Κομνηνού Facebook Twitter
Στον ρόλο της Μάγκη στη Λυσσασμένη Γάτα με τον Δάνη Κατρανίδη το 1998

• Η διδασκαλία με έκανε να είμαι πιο απαιτητική και με τους μαθητές μου αλλά και με τον εαυτό μου, γιατί είναι αμφίδρομη η σχέση με τη νέα γενιά που καταλαβαίνεις ότι θέλει να σπάσει το κατεστημένο. Σε κάνει να συστήνεσαι ξανά και να αμφισβητείς αυτό που εσύ θεωρείς ότι έχεις κατακτήσει. Η διδασκαλία ήταν κέρδος και για μένα, γιατί έβαλα ερωτηματικό σε πράγματα που θεωρούσα δεδομένα κι έτσι τα τοποθέτησα σε άλλη βάση· αν ένας ηθοποιός της δικής μου γενιάς εμμένει σε αυτά που ξέρει, μηρυκάζει και αναπαράγει συνεχώς κάτι που ίσως κρίθηκε επιτυχημένο, αρχίζει σιγά σιγά να βαριέται και ο ίδιος. Ένας λόγος που πήγα στο θέατρο ήταν ότι ήθελα να αντιμετωπίσω αυτόν τον έμφυτο φόβο που είχα για την πλήξη. Συνειδητοποίησα ότι πιο πολύ με ενδιαφέρει η έρευνα στο θέατρο και στην υποκριτική, παίρνοντας βεβαίως και το ρίσκο μιας αποτυχημένης ερμηνείας. 

• Αυτή η τάση της αποδόμησης και του εκμοντερνισμού που γίνεται καμιά φορά και ελαφρά τη καρδία και με μια απλοϊκότητα και ευκολία δημιουργεί ένα άλλου είδους κατεστημένο: να κάνω κάτι που δεν έχει συμβεί, να κάνω το διαφορετικό. Όταν αυτό είναι το κίνητρό σου για να κάνεις την τέχνη, κάτι δεν πάει καλά. Ποια είναι η έμπνευσή σου, μόνο να προκαλέσεις; Ένας μεγάλος θεατράνθρωπος, ο Όστερμαϊερ, είπε ότι είναι πολύ μπανάλ πια να ανεβαίνει μια παράσταση για να σοκάρει – που αυτός κι αν έχει κάνει τολμηρές παραστάσεις. Κι αφού ο καθένας περνάει την εφηβεία του, κάνει την επανάστασή του στον τομέα της τέχνης του, καταλήγει ότι καταντά μια μπαναλιτέ κι αυτό, το να ξεκινάς με αυτή την προϋπόθεση, ότι θα κάνω οπωσδήποτε κάτι γιατί πρέπει να σοκάρω. Από την άλλη, η νέα, τολμηρή ματιά επιβάλλεται, γιατί με αυτόν τον τρόπο αξιοποιείς τα ερεθίσματα της εποχής σου. Όταν αυτήν τη στιγμή έχουμε μια πρωτοφανή έκρηξη βίας, δεν μπορείς να παρουσιάζεις έργα ήσυχα και τακτοποιημένα. Μου έρχονται στο μυαλό οι στίχοι από το «Fragile» του Στινγκ που λένε «η βία δεν οδηγεί πουθενά, και για όλους αυτούς που γεννήθηκαν κάτω από ένα θυμωμένο αστέρι ας μην ξεχνάμε πόσο εύθραυστοι είμαστε». Δεν ξέρω αν αυτό που βιώνουμε τώρα, αυτή η βιαιότητα στις συμπεριφορές, στις σχέσεις, οι γυναικοκτονίες, είναι αποτέλεσμα της πανδημίας ή μια παγκόσμια κρίση, αλλά είναι σοκαριστικό και δεν ξέρω πού θα οδηγήσει. Δεν ξέρουμε αν ζούμε την κορύφωση του φαινομένου και κάποια στιγμή θα καταλαγιάσει ή αν αρχίζει να εγκαθίσταται μια καινούργια νοοτροπία, ιδεολογία ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο.

• Η Αθήνα, αν κανείς την δει αντικειμενικά και χωρίς συναισθηματική εμπλοκή, με το βλέμμα του ταξιδιώτη, είναι μια βρόμικη πόλη, άναρχη, και κάποια σημεία της είναι και πολύ άσχημα. Μέσα σε όλα αυτά υπάρχουν και κάποια ξέφωτα που είναι όμορφα, στην Πλάκα, στο Θησείο, αυτά που είναι γύρω από τον Ιερό Βράχο, όπου ξαφνικά ανασαίνεις και λες «πόσο πιο όμορφη θα μπορούσε να είναι αυτή η πόλη!». Είναι μεγάλη η ευθύνη των κατοίκων σε όλο αυτό, όλων εμάς που ας πούμε ότι έχουμε δημόσιο λόγο. Μου έρχεται στον νου μια ιστορία που μου είπαν φίλοι Μεξικανοί όταν ήμουν στο Μεξικό: επειδή το ιστορικό κέντρο της πόλης ήταν μια άθλια περιοχή, σε συνέντευξη που έδωσε σε ένα φαντασμαγορικό σόου μια διάσημη ηθοποιός τους, η Μαρία Φέλιξ, βγήκε μπροστά στην κάμερα και κατήγγειλε και έβρισε τον δήμαρχο, λέγοντας «αυτήν τη στιγμή δεν έχει καταντήσει απλώς το ιστορικό κέντρο παμβρόμικο αλλά έχει αυξηθεί και η εγκληματικότητα. Θα έπρεπε να βγάλεις το παντελόνι σου, γιατί δεν αξίζεις τίποτα». Την επόμενη μέρα βγήκαν συνεργεία καθαρισμού στο κέντρο, μέσα σε είκοσι μέρες καθαρίστηκε και πήραν και ειδικά μέτρα προστασίας όσον αφορά την εγκληματικότητα. Εκεί επηρέασε την κατάσταση η γνώμη μιας διασημότητας, εδώ αναρωτιέμαι ποιος δικός μας θα βγει και θα μιλήσει και θα τον πάρει κανείς στα σοβαρά.   

Φιλαρέτη Κομνηνού Facebook Twitter
Αυτό που μπορεί να μου δώσει μεγάλη χαρά αυτόν τον καιρό και να με κάνει να κάθομαι χωρίς πολλά λόγια να χαζεύω και να χαμογελάω είναι να βλέπω την εγγόνα μου. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

• Τα δημόσια πρόσωπα στην τέχνη οφείλουν να εκφράζουν τη γνώμη τους και να παίρνουν τα ρίσκα τους. Η αγωνία να είναι αρεστοί σε όλους, γιατί αυτό εξυπηρετεί την καριέρα τους, αυτόματα τους κάνει αδιάφορους και ανάλγητους – εγώ πάντα θαύμαζα τους ακτιβιστές καλλιτέχνες, αυτούς που κατάφεραν να μη γίνει απλώς μια μάσκα ναρκισσισμού η δημοφιλία τους, η δημοσιότητά τους γενικά.

820
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

• Εμείς κάνουμε τη δουλειά μας και προσπαθούμε να την κάνουμε όσο καλύτερα γίνεται – όσοι έχουν αναλάβει το συγκεκριμένο έργο στον δήμο ας βρουν τι πρέπει να κάνουν, δεν με αφορά το πώς. Αυτοί οι άνθρωποι είναι διαχειριστές της εξουσίας που τους δώσαμε εμείς, ας βρουν λοιπόν τους τρόπους, ας συμβουλευτούν τους ειδικούς και ας περάσουν σε άμεση δράση. Έχω κάνει καταγγελία για όλες τις μηχανές και τα αυτοκίνητα που έχουν ξεμείνει στους δρόμους εγκαταλειμμένα χρόνια, που τους έχουν βγάλει τα πιο πολλά σιδερικά κι έχουν μείνει κάτι κουφάρια, τα οποία μόνο βρομίζουν και δημιουργούν μια εικόνα θλιβερή, και μου απάντησαν «δεν έχουμε χώρους να τα μαζέψουμε». Και γιατί ως πολίτης να μπω στη διαδικασία να λυπηθώ το κράτος; Ας βρει χώρους, γιατί πρέπει απαλλαγούμε από αυτή την εικόνα της πόλης σε μόνιμη εγκατάλειψη, παραδομένη στη μιζέρια και τη βρόμα. Και μιλάμε για μια περιοχή σαν το Θησείο, που το επισκέπτεται το 95% των τουριστών. 

• Όταν ταξιδεύεις, αυτό που κερδίζεις και κατακτάς είναι ότι επισκέπτεσαι χώρες που είναι οργανωμένες και διαπιστώνεις την ποιότητα ζωής των κατοίκων, ότι αυτά τα πράγματα μπορούν να γίνουν αν υπάρχουν άνθρωποι στα κέντρα εξουσίας υπεύθυνοι, που ξέρουν και μπορούν να εξασφαλίσουν την ποιότητα ζωής στην καθημερινότητα. Την ίδια στιγμή αυτό σού δημιουργεί την αίσθηση ότι πρέπει να διεκδικεί ο πολίτης, γιατί είναι δικαίωμά του να ζει σε μια πόλη τουλάχιστον καθαρή. Αλλά υπάρχει μια παθητικότητα και κάτι σαν ανοσία πια, μια αδιαφορία και ένας απόλυτος πεσιμισμός ότι ζούμε σε μια χώρα όπου τίποτα δεν θα αλλάξει. Με πληγώνει αυτό, το ότι δεν διεκδικούμε πλέον το αυτονόητο. Μιλάμε για πολιτισμό εμείς οι άνθρωποι της τέχνης, αλλά πολιτισμός είναι η ίδια η καθημερινότητά μας. Το να πάω να δω μια ωραία παράσταση, να επισκεφθώ μια έκθεση ζωγραφικής, τη στιγμή που λίγο μετά θα έρθω αντιμέτωπη με την ασχήμια της πόλης μου δεν είναι πολιτισμός. 

• Ρομαντικά μιλώντας, θα σου έλεγα ότι, ναι, η τέχνη μπορεί να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους. Είναι έμφυτη η ανάγκη στον καθένα μας να έρχεται σε επαφή με οτιδήποτε χαρακτηρίζεται ως τέχνη. Δεν αρκεί να έχεις ένα πολύ ωραίο σπίτι και ένα πολύ ωραίο αυτοκίνητο, η απουσία της τέχνης στη ζωή μας προκαλεί μιζέρια. Για μένα, επίσης, η τέχνη, πέρα από οτιδήποτε άλλο, είναι και καταφύγιο, παρηγοριά. Σε εποχές όπως αυτή που ζήσαμε με την πανδημία και τον εγκλεισμό, που έβλεπα τις αγαπημένες μου ταινίες, τις οποίες ανακάλυψα ξανά, ειδικά των μεγάλων Ιταλών δημιουργών, αισθανόμουν ότι μπορούσα να αντιμετωπίσω και, αν θέλεις, να ξεγελάσω τη μοναξιά που έφερε η πανδημία. Ήταν σαν ψυχοφάρμακο οι ταινίες. Γι’ αυτό και νιώθεις ένα είδος ευγνωμοσύνης απέναντι σε αυτό που πρόσφερε η τέχνη με την κάθε μορφή της στον άνθρωπο.

• Η αλήθεια είναι πως είναι κάπως μοναχική η πορεία μου γιατί δεν αισθάνομαι ότι ανήκω σε μια συγκεκριμένη παρέα ή σε συγκεκριμένα θέατρα, έτσι ώστε κάθε χρόνο να βρίσκομαι εκεί. Καμιά φορά πιάνω τον εαυτό μου να επιθυμεί και να νοσταλγεί αυτή την οικειότητα που σου δημιουργεί μια ομάδα με ανθρώπους που γνωρίζεις και δεν χρειάζεται κάθε φορά να συστηθείς απ’ την αρχή, αλλά, από την άλλη, και αυτή η διαδρομή του ελεύθερου σκοπευτή φαίνεται πως με γοητεύει και γι’ αυτό και την ακολουθώ, γιατί η δουλειά μας έχει κάτι το τυχοδιωκτικό. Ήμουν στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος δεκατρία χρόνια και είχα την ψυχολογία του θερμοκηπίου, γι’ αυτό και αποφάσισα να κάνω αυτή την εσωτερική μετανάστευση και να έρθω στην Αθήνα. Έχει το ρίσκο του αυτό, αλλά, από την άλλη, και το απρόβλεπτο κάθε καινούργιας συνεργασίας έχει τη γοητεία του. 

• Το όφελος από την ασχολία με το θέατρο είναι ότι σου επιτρέπει να παρατηρείς μια εφηβεία και, ασχέτως της βιολογικής ηλικίας, να μην εγκαταλείπεις το παιδί που έχεις μέσα σου, να μην το αποχαιρετάς.  

Φιλαρέτη Κομνηνού Facebook Twitter
H Φιλαρέτη Κομνηνού στο Εγώ, μια δούλα του Νίκου Χατζόπουλου. Φωτ.: Ελπίδα Μουμουλίδου

• Το έργο Εγώ, μια δούλα που έχει γράψει ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης είναι από τη σύλληψή του ανατρεπτικό. Έρχεται μια γυναίκα, η δούλα της Εκάβης, και ανατρέπει το ιερό τοτέμ που είναι η Εκάβη, που για χάρη της γράφτηκαν τραγωδίες. Μέσα από το χιούμορ και μια πολύ σαρκαστική διάθεση έρχεται να μιλήσει εκ μέρους μιας ανώνυμης γυναίκας, γιατί οι δούλες στο αρχαίο δράμα ποτέ δεν έχουν όνομα, και ουσιαστικά να κρίνει και να κατακρίνει τη συμπεριφορά μιας βασίλισσας που έχει γίνει ιερό θύμα πολέμου και παγκόσμιο σύμβολο. Η ιδιαιτερότητα που έχει το κείμενο του Χατζηγιαννίδη είναι ότι συνομιλώ με έναν μουσικό και δέχομαι ερωτήσεις απ’ αυτόν μέσω της μουσικής του. Επίσης, υποδύομαι μια γυναίκα με έντονη λαϊκότητα, έντονο θυμικό – παρόμοια υποκριτική συμπεριφορά δεν είχα μέχρι τώρα επιχειρήσει. Υπάρχει μια φράση στο έργο που λέει «στον στίχο 890 η Εκάβη δεν γυρίζει σε μια δούλα και της δίνει παράγγελμα να φέρει μπροστά της τον Πολυμήστορα; Ε, εγώ είμαι αυτή! Το όνομά μου, βέβαια, δεν αναγράφεται πουθενά, αλλά έτσι είναι, όλες εμείς ήμασταν ανώνυμες». Δηλαδή, δίπλα στα πρόσωπα που κρίθηκαν ως μυθικά υπήρξαν πάρα πολλοί άνθρωποι που η ανωνυμία τους δημιουργεί και ένα είδος οργής γιατί κανένας δεν μιλάει γι’ αυτούς, περνάνε στην Ιστορία πάντα χωρίς να ονοματίζονται, είναι σχεδόν ανύπαρκτοι. Το έργο αποκαθηλώνει κατά κάποιον τρόπο το πρόσωπο της Εκάβης. Τη συγκεκριμένη παράσταση σκηνοθετεί ο Νίκος Χατζόπουλος και η αλήθεια είναι ότι απολαμβάνω ιδιαίτερα και τη συνεργασία μας και τις υπέροχες συζητήσεις μας.

• Αυτό που μπορεί να μου δώσει μεγάλη χαρά αυτόν τον καιρό και να με κάνει να κάθομαι χωρίς πολλά λόγια να χαζεύω και να χαμογελάω είναι να βλέπω την εγγόνα μου, να συναντιέμαι ξανά δηλαδή με την παιδική αθωότητα, ένα πλάσμα που είναι γεμάτο περιέργεια και με τις ματάρες της προσπαθεί να καταλάβει τι γίνεται γύρω της.  

• Η ζωή με έχει μάθει να μη χτίζω τα όνειρά μου σε μπαζωμένα ρέματα γιατί κάποια στιγμή το μπαζωμένο ρέμα θα φέρει την κατάρρευση. Και σ’ το λέω αυτό γιατί ανήκω σε μια γενιά που πιστέψαμε, τρέξαμε στις πορείες, διαμαρτυρηθήκαμε, φάγαμε ξύλο για ιδέες που πιστεύαμε, που τις υπερασπιζόμασταν και όταν έγινε η ανατροπή και η κατάρρευση νιώσαμε το κενό. Και μετά, επειδή έχεις ανάγκη από κάτι να σε στηρίζει, μοιραία επενδύσαμε πια στις ανθρώπινες σχέσεις. Αυτό που θα έλεγα για μας, τους Έλληνες, είναι «φτάνει πια με την παθητικότητα, επιβάλλεται να διεκδικείς άλλη ποιότητα ζωής...» 

Δείτε εδώ περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Η μεγάλη επιστροφή του Χριστόφορου Παπακαλιάτη

Οθόνες / Η μεγάλη επιστροφή του Χριστόφορου Παπακαλιάτη

Δώδεκα χρόνια μετά την τελευταία του σειρά και ενώ μεσολάβησαν δύο μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες, ο χρυσός σεναριογράφος-σκηνοθέτης-πρωταγωνιστής επιστρέφει στο μέσο που τον ανέδειξε με τον «Maestro», που σηματοδοτεί και επίσημα την έναρξη μιας νέας εποχής στην τηλεοπτική μυθοπλασία.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Άκης Δήμου

Θέατρο / «Ζούμε σε καιρούς φλυαρίας· έχουμε ανάγκη τη σιωπή του θεάτρου»

Άφησε τη δικηγορία για το θέατρο, δεν εγκατέλειψε ποτέ τη Θεσσαλονίκη για την Αθήνα. Ο ιδιαίτερα παραγωγικός συγγραφέας Άκης Δήμου μιλά για τη Λούλα Αναγνωστάκη που τον ενέπνευσε, και για μια πόλη όπου η ζωή τελειώνει στην προκυμαία, δίχως να βρίσκει διαφυγή στο λιμάνι της.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς: Ένα θεατρικό τσουνάμι αναμνήσεων

Θέατρο / Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς: Ένα θεατρικό τσουνάμι αναμνήσεων

Ο νεαρός σκηνοθέτης Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος ανεβάζει στην Πειραματική του Εθνικού το «ΜΑ ΓΚΡΑΝ'ΜΑ», μια ευαίσθητη σκηνική σύνθεση, αφιερωμένη στη σιωπηλή ηρωίδα της οικογενειακής ιστορίας μας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Ματαρόα στον ορίζοντα»: Φέρνοντας ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Θέατρο / «Ματαρόα στον ορίζοντα»: Ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Στην πολυεπίπεδη νέα παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, λόγος, μουσική και σκηνική δράση συνυπάρχουν ισάξια και συνεισφέρουν από κοινού στην αφήγηση των επίδοξων ταξιδιωτών ενός ουτοπικού πλοίου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το video art στο ελληνικό θέατρο

Θέατρο / Video art στο ελληνικό θέατρο: Έχει αντικαταστήσει τη σκηνογραφία;

Λειτουργεί το βίντεο ανταγωνιστικά με τη σκηνογραφία και τη σκηνική δράση ή αποτελεί προέκταση του εθισμού μας στην οθόνη των κινητών μας; Οι γιγαντοοθόνες είναι θεμιτές στην Επίδαυρο ή καταργούν τον λόγο και τον ηθοποιό; Πώς φτάσαμε από τη video art στα stage LED screens; Τρεις video artists, τρεις σκηνοθέτες και ένας σκηνογράφος καταθέτουν τις εμπειρίες τους.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Κωνσταντίνος Ρήγος

Οι Αθηναίοι / «Έχω αισθανθεί να απειλούμαι τη μέρα, όχι δουλεύοντας τη νύχτα»

Οκτάνα, Επίδαυρος, ΚΘΒΕ, Πέγκυ Ζήνα, Εθνικό, Λυρική, «Brokeback Mountain» και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ως χορογράφος και σκηνοθέτης, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έχει κάνει τα πάντα. Και παρότι έχει αρκετούς haters, νιώθει ότι αυτοί που τον καταλαβαίνουν είναι πολύ περισσότεροι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Οσιέλ Γκουνεό: «Είμαι πρώτα χορευτής και μετά μαύρος»

Χορός / «Δεν βλέπω τον εαυτό μου ως έναν μαύρο χορευτή μπαλέτου αλλά ως έναν χορευτή καταρχάς»

Λίγο πριν εμφανιστεί ως Μπαζίλιο στον «Δον Κιχώτη» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο κορυφαίος κουβανικής καταγωγής χορευτής Οσιέλ Γκουνεό –έχει λάβει πολλά βραβεία, έχει επίσης εμφανιστεί στο Θέατρο Μπολσόι της Μόσχας, στην Όπερα του Παρισιού, στο Λίνκολν Σέντερ της Νέας Υόρκης και στο Ελίζιουμ του Λονδίνου– μιλά για την προσωπική του πορεία στον χορό και τις εμπειρίες που αποκόμισε, ενώ δηλώνει λάτρης της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Οι Αθηναίοι / Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Ηθοποιός, σκηνοθέτις, ακατάτακτη και αγαπημένη του κοινού, η Σμαράγδα Καρύδη θυμάται πως ανέκαθεν ήθελε το σύμπαν, χωρίς να περιορίζεται. Στον απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας της, ως η Αθηναία της εβδομάδας, καταλήγει πως, ούτως ή άλλως, «στο τέλος ανήκεις εκεί που μπορείς να φτάσεις», ενώ δηλώνει πως πάντα θα επιλέγει συνειδητά να συντάσσεται με τη χαρά.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Θέατρο / Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Πώς διαβάζουμε σήμερα τον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Oυίλιαμς; Στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης ο Antonio Latella προσφέρει μια «άλλη» Λόρα που ορθώνει το ανάστημά της ενάντια στο κυρίαρχο αφήγημα περί επαγγελματικής ανέλιξης, πλουτισμού και γαμήλιας ευτυχίας.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ