Τι κι αν βγαίνουν ανακοινώσεις λίγο πριν αρχίσει η παράσταση, τι κι αν παρακαλούν να βάλουν το κινητό τους στο αθόρυβο ή να τα κλείσουν εντελώς, τι κι αν υπενθυμίζουν ότι απαγορεύεται οποιαδήποτε φωτογράφιση, βιντεοσκόπηση, ηχογράφηση μέρους ή όλης της παράστασης; Και τα κινητά μένουν ανοιχτά, και συζήτηση ανοίγει, και μηνύματα ανταλλάσσονται, ενώ η οθόνη φεγγοβολά μέσα στο σκοτάδι· αρκετοί σηκώνουν την κάμερα και φωτογραφίζουν, ενίοτε δε βιντεοσκοπούν! Η επέλαση των κινητών στα ελληνικά θέατρα συνεχίζει ακάθεκτη…
Θα το ομολογήσω. Μου έχει συμβεί και μένα, σε παράσταση του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη στο θέατρο Αθηνών, κι ενώ ήμουν σίγουρος ότι είχα κλείσει το κινητό. Κι όμως, σε μια στιγμή έντασης, ευτυχώς, επί σκηνής, με δυνατές φωνές και μουσική, ξαφνικά άρχισε να χτυπάει.
Πανικοβλήθηκα, έψαξα να το βρω μέσα στο πανωφόρι μου, και έκπληκτος διαπίστωσα ότι χτυπούσε το ξυπνητήρι, παρόλο που η συσκευή ήταν κλειστή. Κανένας δεν το πήρε χαμπάρι, αλλά αλίμονο αν είχε συμβεί σε μια άλλη στιγμή του έργου ή σε ένα ακόμα μικρότερο θέατρο.
Έχουν συμβεί πολλά και με ήχους, και με φως, και με άλλους θορύβους. Έχει τύχει να επέμβω σε μια κωμωδία που χτυπούσε ένα κινητό με το ringtone το «Dancing Queen» των ABBA. Καθώς συνέχισε να χτυπάει απευθύνθηκα στον θεατή, λέγοντάς του, επειδή με έπαιρνε, αφού παίζαμε κωμωδία, «θα το σηκώσετε ή θα το χορέψουμε;».
Αποφασίζοντας να κάνω την έρευνα που ακολουθεί, σκέφτηκα να ξεκινήσω με το «θύμα» μου, δηλαδή τον Μαρκουλάκη. Δεν του αποκάλυψα το συμβάν, αλλά είχε να μου πει τα εξής: «Στο Αθηνών, που είναι μικρό θέατρο, δεν υπήρχε ανακοίνωση από μεγάφωνο, γιατί νομίζω ότι κανένας δεν δίνει σημασία, όπως συμβαίνει και με τις ανακοινώσεις στα αεροδρόμια. Έτσι, προτιμούσα να μπαίνει κάποιος και, αφού ησυχάσουν όλοι, να κάνει μια ανακοίνωση, εξηγώντας ότι, εκτός από τον ήχο, και η λάμψη της οθόνης δημιουργεί πρόβλημα τόσο στους θεατές όσο και στους ηθοποιούς. Αυτό κινητοποιούσε το κοινό πολύ περισσότερο απ' ό,τι αν γινόταν από μεγάφωνο.
Βέβαια, σε ένα μεγάλο θέατρο όπως το Παλλάς ίσως να μην μπορεί να γίνει παρά μόνο από μεγάφωνο, αλλά δεν ενοχλεί και το ίδιο. Μια λάμψη στα εκατό μέτρα είναι διαφορετική σε σχέση με τα πέντε μέτρα σε ένα μικρό θέατρο όπου η λάμψη φωτίζει όλο τον χώρο. Ενοχλεί και τους θεατές λιγότερο.
Μια και μου δίνεται η ευκαιρία, να πω ότι οι ηθοποιοί αντιλαμβάνονται τα πάντα, τον παραμικρό θόρυβο. Λόγου χάρη, το να ανοίξει κάποιος καραμέλες που θα βγάλει το σελοφάν και θα ακουστεί ένα κριτς κριτς, ενοχλεί. Αν το κάνεις ενώ υπάρχει δυνατή μουσική ή έντονος διάλογος μπορεί και να μην ενοχλήσει, αλλά οι θεατές νομίζουν ότι η καλύτερη στιγμή για να το κάνουν είναι μια στιγμή παύσης. Αποφεύγουν την ώρα που οι ηθοποιοί μιλάνε γιατί πιστεύουν ότι είναι καλύτερα. Όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Όσο πιο μικρό είναι το θέατρο, δε, όσο μεγαλύτερη εγγύτητα μεταξύ σκηνής και πλατείας, όσο πιο ατμοσφαιρική η παράσταση και το ύφος της, τόσο περισσότερο ένα κινητό ή μια καραμέλα μπορεί να διαλύσει οτιδήποτε έχουμε προσπαθήσει με πολύ κόπο να φτιάξουμε στη σκηνή.
Έχουν συμβεί πολλά και με ήχους, και με φως, και με άλλους θορύβους. Έχει τύχει να επέμβω σε μια κωμωδία που χτυπούσε ένα κινητό με το ringtone το "Dancing Queen" των ABBA. Καθώς συνέχισε να χτυπάει, αναγκάστηκα να απευθυνθώ στον θεατή λέγοντάς του, επειδή με έπαιρνε, αφού παίζαμε κωμωδία, "θα το σηκώσετε ή θα το χορέψουμε;". Έπεσε το θέατρο από τα γέλια, αλλά ταίριαζε και βοήθησε στο να χαλαρώσει και η αίθουσα από τον εκνευρισμό που δημιουργήθηκε λόγω του κινητού. Γιατί το θέατρο είναι μια ζωντανή πράξη και δεν μπορείς να παριστάνεις ότι δεν συμβαίνει τίποτα».
Κάτι ανάλογο μου παραδέχτηκε και η Βίκυ Σταυροπούλου, πρωταγωνίστρια πολλών επιτυχημένων κωμωδιών και ιδιαίτερα δημοφιλής στο μεγάλο κοινό λόγω τηλεόρασης: συχνά οδηγείται σε μια άτυπη διάδραση με το κοινό της.
«Όποτε συμβαίνει, βάζω το κοινό μέσα στο έργο. Σε μια παράσταση όπου μια κυρία είχε πιάσει κουβέντα στο κινητό, σταμάτησα και της είπα "μήπως ενοχλώ;". Εκείνη, σαν να ήταν απολύτως φυσιολογικό, μου απάντησε ότι μιλάει με τη μητέρα της και τότε αναγκάστηκα να στείλω χαιρετίσματα στη μητέρα της από τη σκηνή και εν μέσω παράστασης.
Αλλά δεν είναι μόνο τα κινητά. Σε παλιότερη παράσταση στο Μικρό Παλλάς, που είναι και μικρό θέατρο, με ελάχιστη απόσταση μεταξύ κοινού και ηθοποιών, το κριτς κριτς μιας σακούλας πατατάκια με ανάγκασε να πω "κόψτε το, το αλάτι κάνει πολύ κακό". Γενικά, απαντάω σε σχόλια για το αν αδυνάτισα και άλλα παρόμοια».
Απ’ ό,τι φαίνεται, η κωμωδία πάντα βοηθάει να αντιμετωπίσει ο ηθοποιός με χαλαρότητα το πρόβλημα με τα κινητά και άλλους θορύβους. Μίλησα με τον ηθοποιό Κωνσταντίνο Μπιμπή, ο οποίος αναφέρθηκε σε ανάλογη περίπτωση:
«Θυμάμαι, όταν έκανα το "Υπηρέτης δυο αφεντάδων" τη σεζόν '17-'18, επειδή είχα μεγάλο περιθώριο αυτοσχεδιασμού λόγω κομέντια ντελ’ άρτε, αντέδρασα ως εξής: μια κυρία η οποία καθόταν στην τρίτη σειρά άνοιξε το κινητό της και το έβλεπε καθ’ όλη τη διάρκεια του πρώτου μέρους. Δεν ξέρω τι σκέφτονται οι θεατές, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι οι ηθοποιοί βλέπουν τα κινητά να ανάβουν και να φωτίζουν τις μούρες τους σαν πυγολαμπίδες μέσα στο σκοτάδι. Λίγο πριν από το διάλειμμα είχα ένα μικρό αυτοσχεδιαστικό κομμάτι και είπα "να ενημερώσουμε την κυρία στην 3η σειρά, που νομίζει ότι δεν φαίνεται μέσα στο σκοτάδι, πως θα παρακαλέσω τον φωτιστή μας στο διάλειμμα να βάλει έναν προβολέα να τη βοηθήσει με το κινητό της που μισοφωτίζει". Παρόλο που το έκανα με πολύ χιούμορ, εκείνη πρέπει να αισθάνθηκε πολύ άσχημα γιατί γέλασε όλο το θέατρο μαζί της και στο διάλειμμα έφυγε.
Από το 2016 μέχρι σήμερα δεν υπάρχει βραδιά που να μη συμβεί. Πάντως, πλέον δεν χτυπούν τα κινητά, κι αν αυτό συμβεί συνήθως είναι γιατί κάποιος το ξέχασε ανοιχτό ή χτύπησε το ξυπνητήρι. Παρ' όλα αυτά, οι οθόνες ανάβουν ασταμάτητα, ιδίως το καλοκαίρι, στα ανοιχτά θέατρα, παντού, όπου κι αν είμαστε. Εμένα με αποσπά πολύ αυτό».
Συμμετείχε στην παράσταση «Πεταλούδες στο στομάχι» του Κωνσταντίνου Ρήγου στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, όπου ένας θεατής άρχισε να σχολιάζει δυνατά επειδή δεν συμφωνούσε με όλα όσα συνέβαιναν επί σκηνής, και τον ρωτάω για το συμβάν. Μου λέει: «Εγώ δεν τον άκουσα γιατί βρισκόμουν πιο πίσω στη σκηνή, τον άκουσαν οι συνάδελφοί μου, που ήταν μπροστά. Δεν σταματήσαμε την παράσταση. Πάντως σχολίαζε καθ’ όλη τη διάρκειά της, δεν ήταν μόνο μια στιγμή. Αυτοί που ενοχλήθηκαν ήταν οι υπόλοιποι θεατές, οι οποίοι και αντέδρασαν».
Όντως κυριαρχούν πια οι φωτεινές οθόνες και η ανταλλαγή μηνυμάτων. Το διαπίστωσα μόλις πριν από λίγες ημέρες σε κεντρικό θέατρο της πλατείας Καρύτση, όπου μια κυρία που καθόταν κοντά σε μένα άνοιγε κάθε λίγο και λιγάκι στα γρήγορα το κινητό της για να το ελέγξει. Πρέπει να μέτρησα δέκα φορές τουλάχιστον σε παράσταση μιάμισης ώρας.
Θυμάμαι, πριν από μερικά χρόνια, σε παράσταση στο θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας, όπου υπάρχει μεγάλη εγγύτητα μεταξύ θεατών και ηθοποιών, να έχουν χτυπήσει τρία διαφορετικά κινητά, που δεν έκλεισαν αμέσως. Το αποτέλεσμα ήταν να εκραγεί από σκηνής ο Νίκος Χατζόπουλος, λέγοντας με μια δόση αγανάκτησης: «Αν είναι δυνατόν αυτό το πράγμα».
Κάλεσα την κ. Μπέττυ Αρβανίτη, ιδρύτρια της θεατρικής εταιρείας Πράξη που στεγάζεται στο συγκεκριμένο θέατρο, και μου σχολίασε σχετικά: «Είναι πολύ δυσάρεστο όταν συμβαίνει αυτό και έχει επιπτώσεις και στους θεατές και σε εμάς. Θέλω να πω, όταν κανείς βγαίνει στο θέατρο, πηγαίνει να δει μια παράσταση. Αλλιώς να κάτσει σπίτι του με το κινητό του. Εμποδίζει την παράσταση και είναι πολύ αγενές. Ουσιαστικά, το πληρώνουμε όλοι μας.
Έχουν υπάρξει αρκετά περιστατικά, αλλά στο δικό μας θέατρο τελευταία δεν συμβαίνει τόσο συχνά. Ο θεατής οφείλει να μην ξεχνάει να κλείσει το κινητό του. Πρέπει να προσέχει και, όπως λέω πάντα, το κοινό έχει την παράσταση που του αξίζει. Οπότε πρέπει να την προστατεύει».
Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και το σχόλιο που απέσπασα από τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Δημήτρη Τάρλοου, καλλιτεχνικό διευθυντή του θεάτρου Πορεία: «Γενικότερα, έχουμε ένα προσηλωμένο κοινό, αλλά επειδή έχω τη δυνατότητα να βλέπω την παράσταση από ψηλά, βλέπω και ότι οι οθόνες όντως αναβοσβήνουν. Ευτυχώς, όχι συχνά, και θα έλεγα ότι όσο πιο προσηλωμένο είναι το κοινό στην παράσταση, τόσο λιγότερο συμβαίνει. Θα το δεις πολύ συχνότερα σε παραστάσεις που δεν κρατούν το ενδιαφέρον των θεατών, λιγότερο όταν τους έχουν κερδίσει.
Ο εθισμός στα κινητά είναι τεράστιος και πολλές φορές βλέπεις ότι ανταλλάσσουν μηνύματα σε κοινωνικά δίκτυα. Να μιλήσουν στο κινητό έχει συμβεί πιο σπάνια, ίσως οι πιο ηλικιωμένοι, που δεν έχουν επαφή με το περιβάλλον και μιλούν μεγαλοφώνως. Το πρόβλημα ξεκινάει από το ότι δεν εκπαιδεύεται σωστά το κοινό όταν υπάρχει χαλαρότητα και καμία αυστηρότητα από την πλευρά του θεάτρου. Γι’ αυτό παρατηρείται λιγότερο σε εμάς.
Θυμάμαι ένα ευτράπελο από τη "Μεγάλη Χίμαιρα". Μια κυρία μιλούσε μεγαλοφώνως τη στιγμή που ήμουν επί σκηνής σε εκείνον το μικρό ρόλο που είχα ως Καραγάτσης. Σηκώθηκε από τη θέση της και συνέχισε να μιλάει, φεύγοντας από τον διάδρομο και ανεβαίνοντας τα σκαλιά, λέγοντας: "Δεν μπορώ να σου μιλήσω τώρα, είμαι στο θέατρο, θα σε πάρω σε λίγο απ’ έξω".
Εκείνη τη στιγμή έφευγα κι εγώ από τον ίδιο διάδρομο και καθώς βρέθηκα δίπλα της άρπαξα το τηλέφωνο από το χέρι της κι εξαφανίστηκα. Τα έχασε γιατί δεν κατάλαβε τι συνέβη και έμεινε με το χέρι στον αέρα. Βγήκε από την αίθουσα και φώναζε έκπληκτη στους υπαλλήλους του θεάτρου: "Νομίζω ότι μου πήρε το κινητό μου ο κύριος Τάρλοου"…».
Ο θεατρικός παραγωγός Βαγγέλης Κώνστας, που φέτος επιμελήθηκε μια σειρά πρωτοποριακών παραστάσεων στο θέατρο Σφενδόνη, λέει: «Σε εμάς έρχεται ένα συνειδητοποιημένο κοινό, ξέρει ότι πρέπει να το έχει στο αθόρυβο ή να το κλείσει, σκέψου ότι δεν έχουμε καν ανακοίνωση. Είναι θέμα παιδείας νομίζω, και αυτό δεν συμβαίνει με το κοινό του εναλλακτικού θεάτρου.
Τώρα, το πιο τηλεοπτικό κοινό, που θα πάει σε εμπορικό θέατρο, δεν θα ασχοληθεί μόνο με το κινητό. Θα βήξει, θα φάει, θα μιλήσει δυνατά. Σε παραστάσεις δικές μου, δύσκολα, αν και φέτος είδα θεατή να τρώει σε παράσταση της Κιτσοπούλου. Γενικώς, δεν έχουμε σταματήσει παράσταση γιατί χτύπησε κινητό».
Και, φυσικά, οι ηθοποιοί μόνο υπομένουν, όπως έγινε και στην περίπτωση του "Collection" του Χάρολντ Πίντερ που ανέβηκε πρόσφατα στο Faust σε σκηνοθεσία Τάσου Πυργιέρη, επίσης μικρό χώρο, όπου ένας θεατής της πρώτης σειράς απάντησε στη μαμά του –ακούστηκε δυνατά να το λέει– σηκώθηκε, πέρασε μπροστά από κοινό και ηθοποιούς, βγήκε από την αίθουσα, μίλησε και επέστρεψε στη θέση του σαν να μην είχε συμβεί τίποτα».
Το θέμα είναι ότι τα κινητά υπάρχουν στη ζωή μας εδώ και αρκετές δεκαετίες και θα περίμενε κανείς από το κοινό να έχει πια εκπαιδευτεί ώστε να μη χρειάζεται καν ανακοίνωση πριν από τις παραστάσεις.
Ρώτησα τον ηθοποιό και πρόεδρο του ΣΕΗ Σπύρο Μπιμπίλα σχετικά και μου είπε: «Είναι μεγάλη μάστιγα τα κινητά και συμβαίνει παντού, από τα μικρά θέατρα έως την Επίδαυρο. Χτυπάνε συνεχώς, οι θεατές απαντάνε δυνατά, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η αναμμένη οθόνη διασπά εντελώς την προσοχή του ηθοποιού. Έχει πολλά χρόνια που ξεκίνησε αυτό το κακό.
Θυμάμαι στη "Θεοδώρα" μια κυρία μιλούσε τόσο δυνατά που η Ντενίση σταμάτησε και περίμενε να τελειώσει η συνδιάλεξη. Εκείνη δεν κατάλαβε καν ότι η παράσταση είχε διακοπεί εξαιτίας της και έφτασε να πει το αμίμητο "συγγνώμη, σας ενοχλώ;". Η Μιμή της απάντησε: "Όχι, απλώς περιμένουμε να τελειώσετε για να συνεχίσουμε".
Προσωπικά, μου συνέβη φέτος στο "Σκρουτζ", όπου άρχισε να χτυπάει ένα κινητό στην πρώτη σειρά. Αν και μπερδεύτηκα, δεν σταμάτησα. Πέρσι παρακολουθούσα μια παράσταση στο θέατρο Σταθμός, ένα αλβανικό έργο, όπου μια κυρία άρχισε να κάνει βιντεοκλήση. Όλα αυτά δημιουργούν πρόβλημα στην απόδοση των ηθοποιών».
Επικοινώνησα με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του θεάτρου Σταθμός, τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Μάνο Καρατζογιάννη, που μου επιβεβαίωσε το περιστατικό. «Πράγματι, συνέβη στην παράσταση "Η χώρα που ποτέ δεν πεθαίνεις" της Ορνέλα Βόρπσι σε σκηνοθεσία Ένκε Φεζολάρι, όπου μια κυρία έκανε live αναμετάδοση. Ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός της που έβλεπε μια παράσταση στη γλώσσα της με ένα θέμα για την πατρίδα της, που κάλυπτε τη συνθήκη. Μιλούσε με πολλή χαρά στο τηλέφωνο, έλεγε "άκου πώς μιλάνε για τη χώρα μας". Της είπαν ότι δεν γίνεται να συνεχίσει και σταμάτησε.
Αλλά το πιο έντονο που έχει συμβεί ήταν στη δική μου παράσταση "8 ώρες και 35 λεπτά" με την Κατερίνα Χέλμη. Κάποια σήκωσε το τηλέφωνο και μίλαγε κανονικά. Η Χέλμη έκανε μια παύση μέχρι που το κατάλαβε κι εκείνη και σταμάτησε».
Βέβαια, δεν είναι μόνο τα κινητά που αποσπούν τους θεατές. Παλιότερα ήταν συχνό φαινόμενο να τρώνε οι θεατές, κάποιοι άλλοι να παίζουν κομπολόι. Ο ήχος του κομπολογιού έχει αναγκάσει πολλούς ηθοποιούς να σταματήσουν παράσταση.
Παράδειγμα ο συχνά ευέξαπτος Λάκης Λαζόπουλος, όπως μου θύμισε ένας φίλος συγγραφέας που κάποτε παρευρέθηκε ως θεατής σε επιθεώρησή του στη Θεσσαλονίκη.
Ο ίδιος μου είπε και για ένα περιστατικό στη Μικρή Σκηνή της Μονής Λαζαριστών του ΚΘΒΕ, όπου ο ηθοποιός Μάνος Σταλάκης άρπαξε αντικείμενο που κρατούσε μια γυναίκα στην πρώτη σειρά την ώρα της παράστασης γιατί τον ενοχλούσε.
Η δημοσιογράφος της LiFO Αργυρώ Μποζώνη μου αποκάλυψε πόσο ενοχλητικός ήταν τα παλιότερα χρόνια, πριν από τα κινητά, ο ήχος των ηλεκτρονικών ρολογιών που χτυπούσαν κάθε μία ώρα. Η ίδια μου περιέγραψε πως όταν εργαζόταν στο θρυλικό Αμόρε του Γιάννη Χουβαρδά εμφανίστηκε μια οικογένεια με εργατικά εισιτήρια να παρακολουθήσει το έργο του Κολτές «Στη μοναξιά των κάμπων με βαμβάκι» σε σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη με τους Μιχαήλ Μαρμαρινό και Ακύλλα Καραζήση – δεν άντεξαν ούτε 10 λεπτά και αναζητώντας την πόρτα εξόδου ανέβηκαν στη σκηνή, καταστρέφοντας εντελώς την παράσταση.
Σε ανάλογη περίπτωση, στο πάλαι ποτέ Θέατρο Εξαρχείων νεαρός τότε σκηνοθέτης πήρε τη μητέρα του και τη θεία του, που τον είχαν επισκεφθεί από τη Θεσσαλονίκη, να δουν μαζί την «Έντα Γκάμπλερ» του Ίψεν. Σε μια σκηνή που οι θεατές παρακολουθούσαν περίπου με κατάνυξη την εξέλιξη του έργου ακούστηκε μέσα στο σκοτάδι ένας αναστεναγμός της θεία του, που συμπληρώθηκε από ένα «Ωχ, μάνα μου…».
Πάντως, τα μικρά θέατρα σε υπόγεια και χώρους μη θεατρικούς αγχώνουν πολλούς κλειστοφοβικούς ανθρώπους ή άτομα μιας κάποιας ηλικίας με θέματα υγείας που θέλουν να νιώθουν ότι υπάρχει δυνατότητα διαφυγής.
Σε παράσταση στο θέατρο Θησείο ένας θεατής δεν έκανε καν την προσπάθεια να πάει στην τουαλέτα και εν ώρα παράστασης απλώς ούρησε εκεί που καθόταν. Το διαπίστωσαν όσοι καθόντουσαν δίπλα του όταν σηκώθηκαν να φύγουν, με το τέλος του έργου.
Σε άλλο θεατράκι της Κυψέλης μου αφηγήθηκαν πως σε μια στιγμή κορύφωσης της αγωνίας ακούστηκε ένα καζανάκι τουαλέτας. Στα δε ανοιχτά θέατρα το καλοκαίρι πρωταγωνιστούν συχνά οι γάτες που αλωνίζουν στις σκηνές, αποσπώντας την προσοχή των θεατών και αποσυντονίζοντας τους ερμηνευτές.
Διαχρονικά, τα σχετικά περιστατικά που έχουν ακουστεί είναι αναρίθμητα, άλλοτε εξωφρενικά, άλλοτε απλώς κωμικά. Η Σπεράντζα Βρανά, στην αυτοβιογραφία της «Τολμώ», αφηγείται πως σε μια επιθεώρηση ένας θεατής στις πρώτες σειρές αυνανιζόταν. Ο Άγγελος Παπαδημητρίου, που πρόλαβε τον απόηχο της παλιάς επιθεώρησης, μου εξηγεί: «Ήταν συχνό φαινόμενο γιατί οι άντρες εκείνα τα χρόνια ήταν ερωτικά πεινασμένοι. Μόνο στα λαϊκά θέατρα ερχόντουσαν σε επαφή με την εικόνα μιας γυναικείας γάμπας, ενός πλούσιου μπούστου ή με μια αγαπημένη τους πρωταγωνίστρια που ήξεραν από το σινεμά».
Τα ιδεολογικά και πολιτικά πάθη επίσης είχαν κατά καιρούς ξεπεράσει τα όρια του απλού γιουχαΐσματος. Η Αργυρώ Μποζώνη θυμάται πως στον Εξώστη του Αμόρε, κατά τη διάρκεια των παραστάσεων του «Shopping and fucking» του Μαρκ Ρέιβενχιλ σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου, σε μια εικονική σκηνή σεξ μεταξύ του Γεράσιμου Σκιαδαρέση και του Βαγγέλη Χατζηνικολάου, αρκετοί αποχωρούσαν. Καθώς η σκηνή ήταν μικρή σχεδόν περνούσαν μέσα από αυτή, οπότε μια φορά ένας γύρισε και τους ευχήθηκε «Καλή διασκέδαση».
Αλλά υπάρχουν παραδείγματα από το παρελθόν ακόμα σοβαρότερα. Η Φιλαρέτη Κομνηνού μου υπενθύμισε ότι σε παράσταση της «Άλκηστης» του Ευριπίδη το 1984 σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, στην πρεμιέρα της Επιδαύρου, εκτός από την Άννα Συνοδινού, που σηκώθηκε και διέσχισε την ορχήστρα οργισμένη, φωνάζοντας «ντροπή σας», μερίδα του κοινού αποπειράθηκε να δείρει και να πετροβολήσει σκηνοθέτη και ηθοποιούς.
Σε μια μακρινή εποχή πάλι, το 1933, σε επιθεώρηση που πρωταγωνιστούσε ο Βασίλης Αυλωνίτης, κάποιοι φανατισμένοι βενιζελικοί κινήθηκαν εναντίον του με κουμπούρια στα χέρια επειδή σατίριζε τον Βενιζέλο. Στον χαμό που προκλήθηκε ο ηθοποιός φυγαδεύτηκε, αλλά ένας τεχνικός έχασε τη ζωή του.
Αν, εκτός από τη μεγάλη μας αγάπη για το θέατρο, είχαμε και θεατρική αγωγή, ίσως να μην αντιμετωπίζαμε τέτοια φαινόμενα. Η κριτικός θεάτρου Ματίνα Καλτάκη θυμάται ότι όταν πήγε με τον γιο της να παρακολουθήσουν το «Ο Πέτρος και ο λύκος» του Προκόφιεφ με τον Σαββόπουλο, μια μαμά άνοιξε πατατάκια (στα περισσότερα παιδικά επιτρέπεται η κατανάλωση φαγητού), αποσπώντας την προσοχή της. Όταν την επέπληξε, η απάντηση που πήρε ήταν: «Ε, δεν είμαστε και στην Όπερα της Βιέννης». «Μετά από αυτό τι να περιμένεις από τα παιδιά όταν μεγαλώσουν;» συμπλήρωσε.