Το ισχνό Τεξανό κορίτσι με τα πεταχτά μάτια και τα μεγάλα δόντια ήθελε να ασχοληθεί σοβαρά και μόνο με τη διατροφή – αντίθετα με το αναμενόμενο, οι συμμαθητές της τη θεωρούσαν φρικιό όχι για την εμφάνισή της, αλλά επειδή ονειροπολούσε ασταμάτητα.
Φοιτήτρια ακόμη το 1969, η Σέλεϊ Ντιβάλ δέχθηκε πρόταση από τη δημιουργική ομάδα του Ρόμπερτ Άλτμαν να περάσει screen test για την ταινία Brewster McLoud, μετά τη γνωριμία μαζί τους σε πάρτι που παρέθεσε ο τότε αρραβωνιαστικός της. Η Ντιβάλ δεν το συζητούσε καν, δεν ενδιαφερόταν καθόλου, ο Άλτμαν επέμενε, το τεστ έγινε, ο Αμερικανός σκηνοθέτης της μίλησε θερμά για τον ρόλο μιας ξεναγού-πλανεύτρας, και εκείνη ενέδωσε λέγοντας «ε, μάλλον θα το γυρίσω για τα καλά στην υποκριτική».
Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν ο Άλτμαν διέκρινε τη μελλοντική Όλιβ Όιλ στα κινηματογραφικά του σχέδια, αλλά δεν υπήρχε καμία περίπτωση να την υποδυθεί άλλη, όταν ήρθε η στιγμή της υλοποίησης του εμπορικά αποτυχημένου, καλλιτεχνικά παραγνωρισμένου μουσικοχορευτικού οράματός του για τον Ποπάι, με πρωταγωνιστή τον Ρόμπιν Γουίλιαμς, περίπου μια δεκαετία αργότερα.
Είχε προηγηθεί μια σειρά από συναρπαστικές συνεργασίες με τον δημιουργό που την ανακάλυψε και, όπως υποστήριζε η ίδια, την άφησε να αποκαλύψει δυνατότητές που δεν υποψιαζόταν, υπενθυμίζοντάς της πως δεν πρέπει ποτέ να παίρνει τον εαυτό της σοβαρά. Ήταν η νύφη στο McCabe and Mrs Miller, η ερωμένη του ληστή στο Thieves Like Us, η γκρούπι με τις πλατφόρμες στο Nashville και η σύζυγος του Προέδρου στο Buffalo Bill.
Ακόμη και ο Νίκολσον της έλεγε «πώς μπορείς και το κάνεις!», κι εκείνη άκουγε λυπητερές μπαλάντες στο walkman της για να διατηρείται στη θλίψη, με το σώμα της να επαναστατεί προς το τέλος του 13μηνου γυρίσματος.
Ο καλύτερος της ρόλος, που μάλιστα της χάρισε το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Καννών του 1977, ήταν στις 3 Γυναίκες, σε ένα στόρι που προέκυψε μετά από όνειρο που είδε ο Άλτμαν. Η Μίλι Λαμουρό παραμένει ο πλέον πολύπλοκος και δραματικά απαιτητικός ρόλος της, και η Ντυβάλ μεταμορφώνει ένα φλύαρο πλάσμα με λιγοστές επιλογές και αλλοπρόσαλο χαρακτήρα σε μια γυναίκα που αναγκάζεται να αντιστρέψει τη συμπεριφορά της όταν η συνάδελφός της η Πίνκι (Σίσι Σπέισεκ), που τη λατρεύει και τη μιμείται, συνέρχεται από απόπειρα αυτοκτονίας και κοπιάρει τους μανιερισμούς της.
Ακούγεται δύσκολο, αλλά δεν συγκρίνεται με την ανατριχιαστική εμπειρία της κάτω από την μπαγκέτα του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, στα μεγάλα του… κέφια, όταν της ζητούσε να κλαίει νυχθημερόν επί έναν μήνα και να υποστεί τη σκηνή με το τσεκούρι στην πόρτα για 127 λήψεις, με την ίδια έκφραση έντασης και τρόμου, αμείωτα και, όπως αποδείχθηκε από την αποτίμηση που έκανε αργότερα, ηθικά μειωτικά.
Κι ενώ στις πρώτες της συνεντεύξεις η Ντιβάλ δεν υπαινισσόταν κακοποίηση από την υπερβολή (υπάρχουν βίντεο με θετικές της αντιδράσεις και σεβασμό στον σκηνοθέτη), δεν άργησε να απορρίψει τη μέθοδο και να ορκιστεί πως δεν θα το επαναλάμβανε για χάρη καμίας τέχνης στον κόσμο. Ακόμη και ο Νίκολσον της έλεγε «πώς μπορείς και το κάνεις!», κι εκείνη άκουγε λυπητερές μπαλάντες στο walkman της για να διατηρείται στη θλίψη, με το σώμα της να επαναστατεί προς το τέλος του 13μηνου γυρίσματος.
Ημερολογιακά, η Λάμψη σήμανε το τέλος μιας δεκαετίας μεστής του ευρέος ταλέντου και της εξαιρετικής παρουσίας της ηθοποιού, για όσους και όσες δεν αρκούνται στις προφανείς καλλονές και τις θορυβώδεις καρατερίστες. Αν και την έχουμε δει σε αναπάντεχα φιλμ και ποικίλα είδη, από το Νευρικό Εραστή και το Time Bandits του Γκίλιαμ ως το Πορτρέτο μιας Κυρίας της Κάμπιον, η στροφή της Ντιβάλ, ήδη από το 1981, στο πεδίο της ψυχαγωγίας για παιδιά ήταν καθοριστική και σημαντικότατη. Το Sweet Dreams ήταν ένα μουσικό άλμπουμ για παιδιά, το 26 επεισοδίων πρόγραμμα FaerieTale Theater βραβεύτηκε με Peabody Award, ενώ το 1985 λάνσαρε την ωριαία σειρά ανθολογίας Tall Tales and Legends, για λογαριασμό του καλωδιακού δικτύου Showtime, στρατολογώντας φίλους της, όπως ο Μικ Τζάγκερ, η Βανέσα Ρέντκγκρεϊβ, η Λάιζα Μινέλι, ο Τζεφ Μπρίτζες και ο Ρόμπιν Γουίλιαμς, να συμμετέχουν σχεδόν αφιλοκερδώς.
Η πιο ασυνήθιστη και εν τέλει «αναπάντεχη» ηθοποιός του ανεξάρτητου, και όχι μόνο, αμερικανικού κινηματογράφου, διαυγής στις ερμηνείες και ανοιχτή στις προκλήσεις, πάντα με ένα διάπλατο χαμόγελο στα χείλη, όπως την είχε συμβουλεύσει ο μέντορας Άλτμαν, εξελίχθηκε σε πρωτοπόρο της εκπαιδευτικής ψυχαγωγίας για ένα ανήλικο κοινό που αγνοούσε την ύπαρξή της μέχρι τον Ποπάι, και τα κατάφερε περίφημα, με διακρίσεις και γερές πωλήσεις σε βίντεο, χρόνια μετά την πρεμιέρα των εκπομπών που συνέλαβε μέσω της εταιρείας παραγωγής της, Think Entertainment.
Μερικά χρόνια αργότερα είχε κουραστεί από το Χόλιγουντ και επέστρεψε στα πάτρια εδάφη του Τέξας, έχοντας βρει τον άνθρωπο της ζωής της, τον ντράμερ και τραγουδιστή Νταν Γκιλρόι. Δυστυχώς η υγεία της ήταν ήδη κλονισμένη: έχοντας αποσυρθεί αναγκαστικά από τα πλατό μετά το Manna from Heaven του 2002, επανήλθε για λίγο σε μια τηλεοπτική σειρά πριν από μια διετία, αλλά δήλωσε σε τηλεοπτική εκπομπή πως έπασχε από ψυχική ασθένεια και τελικά έφυγε από τη ζωή εξαιτίας επιπλοκών από διαβήτη, επιτέλους ελεύθερη από τα βάσανα, όπως επισήμανε στο αποχαιρετιστήριο σημείωμά του ο σύντροφός της.