Δύο άνδρες με μαύρα κοστούμια πηγαινοέρχονται αλαφιασμένοι στον απογυμνωμένο κύκλο της ορχήστρας. Τι ψάχνουν; Έχουν χαθεί; Ο άνεμος σφυρίζει απειλητικά, απόκοσμα μέσα στο σκοτάδι – θα έλεγε κανείς πως βρίσκονται στην επιφάνεια ενός ξένου πλανήτη. Μες στον στροβιλισμό τους, επέρχεται μοιραία η σύγκρουση. «Εγώ είμαι! Εγώ!», λέει ο ένας από τους δύο, καθησυχάζοντας τον φίλο του, που μοιάζει απείρως πιο τρομαγμένος με τις εξελίξεις. «Α, εσύ, εσύ, μόνον εσύ...», του απαντά εκείνος μ’ ένα μείγμα ανακούφισης και απογοήτευσης στη φωνή του.
Έτσι, με αυτό το αφαιρετικό, κωμικό «νούμερο» μετα-μπεκετικών αντηχήσεων, το στίγμα έχει ήδη δοθεί. Το κλασικό πρωταγωνιστικό ορνιθικό ντουέτο έχει αναβαπτισθεί. Ετούτος ο Πισθέταιρος και ετούτος ο Ευελπίδης δεν θυμίζουν σε τίποτα τους οικείους θεατρικούς «προγόνους» τους. Ειδικά ο πρώτος: δεν συναντούμε εδώ τον τυπικό δαιμόνιο αριστοφανικό ήρωα, γήινο, πληθωρικό, πλήρη δυναμισμού, ενθουσιασμού, ανακατωσούρικης διάθεσης και διονυσιακού πνεύματος, αλλά μάλλον το αντίθετό του, έναν νευρωτικό, αγχωτικό άνδρα, τόσο εύθραυστο, τόσο επιρρεπή στην κατάρρευση, ώστε μοιάζει αδύνατο να επιβιώσει αβλαβής σε αυτές τις αντίξοες συνθήκες.
H μετατόπιση βάρους, αυτή η υπονόμευση του παραδοσιακού κωμικού στοιχείου, φανερώνει εξαρχής την επιθυμία του σκηνοθέτη να προσφέρει μια εναλλακτική ανάγνωση του έργου, να πλάσει μια δική του εκδοχή της ιστορίας, αναδεικνύοντας την πιο σκοτεινή και υπαρξιακή διάσταση του κειμένου.
Κι όμως. Δεν είναι μονάχα η σταθερή, εύσωμη και στέρεα παρουσία του πιστού συντρόφου του, που θα τον στηρίξει στη διάρκεια της περιπέτειάς τους. Όπως θα αποδειχθεί, ο φοβικός Πισθέταιρος (ένας άκρως απολαυστικός Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος) έχει πολλά κρυμμένα αποθέματα δύναμης στο αδύνατο σκαρί του. Και δεν θα οπισθοχωρήσει ποτέ, άπαξ και συλλάβει το σχέδιό του να ιδρύσει μια νέα πολιτεία, μακριά από τη σήψη και την οχλοβοή της Αθήνας, από την οποία δραπέτευσε αναζητώντας έναν διαυγέστερο, αυθεντικότερο τρόπο ζωής.
Η εμφάνιση των πουλιών είναι η πρώτη μεγάλη δοκιμασία για τους δύο αποκαμωμένους αστούς. Στον Αριστοφάνη, τα φτερωτά πλάσματα του Χορού αντιδρούν με αδιαμφισβήτητη καχυποψία και εχθρότητα απέναντι στους απρόσκλητους επισκέπτες της επικράτειάς τους, σε κάθε περίπτωση, όμως, η Πάροδος διαθέτει μια σαφή κωμική υπόσταση, έτσι όπως ο Πισθέταιρος και ο Ευελπίδης πασχίζουν να αμυνθούν απέναντι στα ράμφη και τα γαμψά νύχια των πτηνών, ανασύροντας τσουκάλια, πιατέλες και πάσης φύσεως κατσαρολικά από τα μπαγκάζια τους. Ο Μπινιάρης παίρνει τη σκηνή αυτή και της προσδίδει αίσθηση θρίλερ, τη μετατρέπει σε επεισόδιο από τον «Πλανήτη των Πιθήκων». Η μουσική επιτίθεται, δυσοίωνοι ήχοι παντού. «Αυτό είναι βλάσφημο! Βλάσφημο! Να τους ρίξουμε κάτω! Κάτω! Κάτω!», επαναλαμβάνουν εμμονικά τα εξαγριωμένα πτηνά του ορνιθοχορού, σαν μέλη πρωτόγονης φυλής που απειλούν να τεμαχίσουν, να ξεκοιλιάσουν, να ποτίσουν με τοξίνες και να πετάξουν τα σώματα των εισβολέων στα βράχια.
Αυτή η μετατόπιση βάρους, αυτή η υπονόμευση του παραδοσιακού κωμικού στοιχείου, φανερώνει εξαρχής την επιθυμία του σκηνοθέτη να προσφέρει μια εναλλακτική ανάγνωση του έργου, να πλάσει μια δική του εκδοχή της ιστορίας, αναδεικνύοντας την πιο σκοτεινή και υπαρξιακή διάσταση του κειμένου. Επιλογή τολμηρή, που τελικά δικαιώνεται, οδηγώντας τον θεατή σε μια «άλλη», απρόσμενη Νεφελοκοκκυγία.
Υπάρχει πολύς καημός, πολλή στενοχώρια, πολλή αγωνία και υπέρμετρος αγώνας πίσω από τούτη τη φαινομενικά φρουφρουδένια πολιτεία. Δεν είναι τόσο απλό να δημιουργήσει κανείς έναν χώρο συλλογικής ελευθερίας∙ «αλήθεια, ξέρεις πώς είναι να ζεις με τα πουλιά;»: όχι τυχαία, το ερώτημα –που θα μπορούσε κάλλιστα να απευθύνεται σε εμάς– τίθεται πλειστάκις στη διάρκεια της παράστασης.
Γιατί αυτή η ζωή που ονειρευόμαστε, μοιάζει να ισχυρίζεται η σκηνοθεσία, αυτή η ζωή που χαρίζει «τον έρωτα, τις χάρες τις αθάνατες, το αγαθό πρόσωπο της γαλήνης», αυτή η ζωή που λαχταρούν «όσοι δεν βρίσκουν καταφύγιο ή τόπο να σταθούν, όσοι κοιτάζουνε πέρα από τη γη και ξεσηκώνονται με του σμήνους το πέταγμα», αυτή η ζωή χρειάζεται τόλμη για να τη φανταστείς, χρειάζεται σθένος και πάθος για να τη γευτείς, να σαλπάρεις με όλους τους ανέμους (Νίτσε), να συναντάς τους Άλλους, αενάως διαβαίνοντας παγωμένες βουνοκορφές, κατώφλια και καταπακτές. Όσο για τους μισερούς εκπροσώπους της παλιάς σου πατρίδας, αυτούς που θα βρίσκεις μπροστά σου σε κάθε στροφή να σου θυμίζουν τις δοκιμασμένες συνταγές, τις πάγιες πρακτικές, να σου τάζουν «μεγάλες μπίζνες» κι ακριβές κατασκευές, εγκώμια και κριτικές ευνοϊκές, ζητώντας ανταλλάγματα και μεταχειρίσεις ειδικές, αυτούς χρειάζεται απλώς να τους κλωτσάς, να τους φτύνεις, να τους περιγελάς. Και να προχωράς...
Αναγκαζόμαστε, δυστυχώς, να διανύσουμε μεγάλο μέρος της παράστασης, προτού αποκαλυφθεί ενώπιόν μας ο πραγματικός και πολύτιμος πυρήνας του σκηνοθετικού οράματος. Μέχρις ότου συμβεί αυτό, έχουμε πρώτα διασχίσει ποταμούς αμφιθυμίας, έχουμε υποστεί έναν Χορό αμήχανο, στερούμενο κάθε υποκριτικής γοητείας, έτσι όπως αναλώνεται σε παραλλαγές των ίδιων και των ίδιων ανέμπνευστων κινήσεων και σχηματισμών (το «άγριο» δεν σημαίνει «ασχημάτιστο» ή «ανερμάτιστο», έχει ανάγκη κι αυτό τη δική του χορογραφία)∙ έχουμε περιηγηθεί σε ένα μονοεπίπεδο –κυριολεκτικά και μεταφορικά– σκηνικό, που αποτρέπει τις πτητικές ενορμήσεις μας∙ έχουμε αποκρούσει απανωτά κύματα μουσικού γιγαντισμού, επικού μυστικισμού, γλυκερού μελοδραματισμού, άγαρμπων «επαναστατικών» ξεσπασμάτων (δεν αναφέρομαι στον λόγο αλλά στο δεσπόζον ύφος), μεσσιανικών κρεσέντων, ψευτο-πριμιτίβ τελετουργιών, πλήθος εκφάνσεων μιας άγουρης, θορυβώδους αισθητικής διαμόρφωσης που εγείρει ένα ψηλό, αποθαρρυντικό τείχος ανάμεσα σε μας και στα «πουλιά», ανάμεσα σε μας και στο επίδοξο φτερούγισμα του θυμικού μας.
Ευτυχώς, το τοπίο σταδιακά καθαρίζει. Και κάποια στιγμή, μετά το πέρας των βρυχηθμών και μετά την ολοκλήρωση της διασκεδαστικής παρέλασης των εξ Αθηνών παρασίτων (του Χρησμολόγου, της Ποιήτριας, του Γεωμέτρη, του Επιτρόπου και του Συκοφάντη), φτάνει η ώρα του θαύματος.
Η αλλαγή σηματοδοτείται από το ξέσπασμα του Ευελπίδη: έχοντας υποστεί, ο ίδιος όπως και όλα τα πουλιά, έναν καταιγισμό προσβολών και ταπεινώσεων από τη θεά Ίριδα, ο ήρωας, πνιγμένος από αγανάκτηση απέναντι στη θεϊκή ασυδοσία κι έχοντας εμφανώς αγγίξει τα όρια των αντοχών του, αποστομώνει την απεσταλμένη του Ολύμπου παραβιάζοντας θριαμβευτικά το πρωτόκολλο της θνητής υποταγής (εξαιρετικός εδώ ο Γιώργος Χρυσοστόμου). Αποκαμωμένος από το κατόρθωμά του, παραδίδεται με λυγμούς στην αγκαλιά του Πισθέταιρου. Οι δυο τους, πεπεισμένοι πλέον για την ιερή αξία της αποστολής τους, ενδυναμωμένοι κι ονειροπόλοι όσο ποτέ (με τη μουσική να υπογραμμίζει τρυφερά την ευθραυστότητά τους), δηλώνουν αποφασισμένοι να ετοιμάσουνε φτερά, να συμμαχήσουν με τ’ αγρίμια στα βουνά, να σμίξουν τις φωνές τους με κάθε ζωϊκή λαλιά, να ενωθούν με τους δραπέτες και τους αποσυνάγωγους, με τους άυπνους, τους ανήσυχους, τους αεικίνητους, με όλους όσους «αψηφούν την εξουσία των θεών», γυρεύοντας μια πολιτεία στα πέρατα των ουρανών.
Η είσοδος του Προμηθέα οδηγεί τη συγκίνηση στα άκρα: ο πρώην αιχμάλωτος του Δία, ο πυρφόρος απελευθερωτής των ανθρώπων, εμφανίζεται εδώ ενώπιον των φρεσκοαφυπνισμένων πουλιών, που κάθονται τώρα οκλαδόν, σαν παιδάκια που τους λένε παραμύθια.
Ο (πραγματικά εκπληκτικός) Στέλιος Ιακωβίδης, μασκοφόρος απεσταλμένος μιας άχρονης διάστασης, εισέρχεται αθόρυβα στη σκηνή, μια φιγούρα με αύρα μυθική, φωνή υπνωτιστική, ένας κάτοχος βαρύτιμων μυστικών, που θέλει να διδάξει τους άπειρους στασιαστές εν όψει της επίκειμενης άφιξης των οργισμένων θεών, να τους μεταδώσει τη φλόγα της εξέγερσης και της ανυπακοής, να αναζωπυρώσει εντός τους τη σπίθα της έσχατης αναλαμπής: «Βάλτε τα δυνατά σας, ω εσείς, καλότυχο γένος, γιατί υπάρχουν κι άλλες μάχες που πρέπει να δοθούν, γιατί είναι η πρώτη φορά που κάτι έχει αλλάξει στη γη κι ο κόσμος όπως τον ξέραμε δείχνει να φτάνει σ’ ένα τέλος».
Ποίηση και πολιτική συνυφαίνονται εδώ αρμονικά. Μέσα από την αντισυμβατικά αντιεξουσιαστική μορφή του Προμηθέα (πόσο πιο ώριμη, πιο εσωτερική, η τωρινή εκδοχή από εκείνη του 2021!), η παράσταση συντονίζεται με τις βαθύτερες επιδιώξεις της και βρίσκει επιτέλους τον εαυτό της. Οι κραδασμοί αυτής της συνήχησης πλημμυρίζουν αφοπλιστικά το κοίλον.
Ο Άρης Μπινιάρης ανοίγει έναν νέο δρόμο πρόσληψης του αριστοφανικού κειμένου, ξεφεύγοντας από τις συνήθεις «ουτοπικές» και χαρωπές ερμηνείες του. Το μπεκετικό κλείσιμο βρίσκει τους δύο πρωταγωνιστές και πάλι μόνους στην ορχήστρα. Αυτήν τη φορά δεν τρέχουν, βρίσκονται καθισμένοι καταγής με τα πόδια ανοιχτά. Ενώ όλοι ετοιμάζονται για τη γιορτή, το τραγούδι που ακούγεται είναι μελαγχολικό. «Αλήθεια, ξέρεις πώς είναι να ζεις με τα πουλιά;», ρωτά ο ένας τον άλλο. «Να τα βλέπεις και να τ’ ακούς σού ευφραίνει την καρδιά...».
Η παράσταση ανέβηκε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου στις 9 & 10 Αυγούστου.
Επόμενοι σταθμοί περιοδείας
Κυριακή 18 Αυγούστου | Θέατρο Φλόκα - Αρχαία Ολυμπία
Δευτέρα 19 Αυγούστου| Σαϊνοπούλειο - Σπάρτη
Τρίτη 20 Αυγούστου | Αρχαίο Θέατρο Μεσσήνης - Μεσσήνη, Μεσσηνία
Τετάρτη 21 Αυγούστου | Θέατρο «Γ. Παππάς» - Αίγιο
Κυριακή 25 Αυγούστου | Θέατρο Ορέστης Μακρής - Χαλκίδα
Πέμπτη 29 Αυγούστου | Κατράκειο θέατρο - Νίκαια
Παρασκευή 30 Αυγούστου | Τεχνολογικό και Πολιτιστικό Πάρκο - Λαύριο
Σάββατο 31 Αυγούστου | Υπαίθριο Θέατρο Δελφών «Φρύνιχος» - Δελφοί
Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου | Θέατρο Νταμάρι - Αλίκη Βουγιουκλάκη - Βριλήσσια
Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου | Δημοτικό Κηποθέατρο Παπάγου
Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου | Δημοτικό Κηποθέατρο Παπάγου
Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου | Θέατρο Πέτρας - Πετρούπολη
Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου | Υπαίθριο θέατρο ΕΗΜ - Φρόντζου - Γιάννενα
Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου | Θέατρο Δάσους - Θεσσαλονίκη
Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου | Θέατρο Δάσους - Θεσσαλονίκη
Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου | Βεάκειο Θέατρο Πειραιά
Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου | Θερινό Δημοτικό Θέατρο Δήμου Πατρέων
Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου | Δημοτικό Θέατρο Αλέξης Μινωτής - Αιγάλεω
Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου | Θέατρο Βράχων Μελίνα Μερκούρη
Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου | Δημοτικό Θέατρο Ηλιούπολης Δημήτρης Κιντής
Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου | Σχολείο της Αθήνας Εθνικού Θεάτρου Ειρήνη Παππά
Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου | Σχολείο της Αθήνας Εθνικού Θεάτρου Ειρήνη Παππά
Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου | Σχολείο της Αθήνας Εθνικού Θεάτρου Ειρήνη Παππά
Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου | Δημοτικό Θέατρο Λυκαβηττού
Περισσότερες πληροφορίες για τους συντελεστές εδώ.