Ο Άγνωστος Χειμώνας (Γιώργος Σιατίτσας) είναι από τα θρυλικά ονόματα του ελληνικού χιπ-χοπ, ράπερ χαμηλών τόνων εκτός σκηνής, με δυνατό κοινωνικό στίχο που όρισε την αστική ποίηση των προηγούμενων δύο δεκαετιών και εξακολουθεί να την ορίζει με τις σόλο δουλειές του, μέλος του συγκροτήματος Ψυχόδραμα 07 και παλαιότερο μέλος της χιπ-χοπ κολεκτίβας Hit & Rap Crew. Η επιλογή του Άρη Μπινιάρη να χρησιμοποιήσει τους στίχους του στη νέα του παράσταση που εμπνέεται από τον μύθο του Προμηθέα είναι ένα θεατρικό γεγονός που ανοίγει νέους ορίζοντες και βάζει την ποίηση των δρόμων στο ελληνικό θέατρο. Ο Προμηθέας είναι μια παράσταση που φέρνει τον ραπ στίχο επί σκηνής με έναν τρόπο ιδανικό, με ένα έργο που στήθηκε από την αρχή σε ένα αισθητικό πλαίσιο εντελώς δικό του. Στη συνάντηση με τον Άρη και τον Άγνωστο Χειμώνα μιλήσαμε για τη συνάντησή τους στον Προμηθέα και για το ελληνικό ραπ. Δυστυχώς, δεν μπορούν όλα να χωρέσουν σε 1.500 λέξεις.
«Ασχολήθηκα ξανά με τον Προμηθέα επειδή δεν μου είχε ολοκληρωθεί ως ιδέα μετά τον Προμηθέα Δεσμώτη που έκανα στην Επίδαυρο», λέει ο Άρης Μπινιάρης. «Συνέχισε να τρέχει μέσα μου όλη η φάση με τον μύθο και τα νοήματα που έχει. Επίσης, πάντα αναρωτιόμουν αν σχετίζεται και πόσο ο σημερινός θεατής με όλα αυτά τα μυθολογικά στοιχεία που ακούει στις παραστάσεις. Οπότε ήταν μια ανοιχτή εκκρεμότητα, μια ανάγκη που έχω να επιστρέψω στο αρχαίο δράμα, αλλά λίγο πιο ελεύθερα, λίγο πιο απλοποιημένα, χωρίς τα βάρη μιας επιδαύριας παραγωγής. Ήθελα να γίνει μια παράσταση σε κλειστό χώρο, να μπορούμε να κάνουμε πιο πειραματικά πράγματα, να πειράξουμε τον μύθο του Προμηθέα. Επειδή ακούω ραπ, και τα κομμάτια του Γιώργου, πάντα αναρωτιόμουν πόσο εύκολα, μέσω αυτών των κομματιών, μέσω των στίχων των παιδιών αυτών, μπορείς να αισθανθείς κάτι, να ταυτιστείς, ειδικά αν ανήκεις στην ίδια γενιά και έχεις τα ίδια βιώματα. Αυτή η δυσκολία, από τη μια μεριά, με τα μυθολογικά στοιχεία που είναι μιας άλλης εποχής και από την άλλη με το πόσο προσβάσιμος γίνεται ο λόγος μέσα από τη ραπ μουσική μού έφεραν κάποια στιγμή την ιδέα να τα συνδυάσω.
Η τραγωδία για μένα έχει μεγάλη σχέση με το ραπ. Είναι πολύ βασικό ότι και οι αρχαίοι τραγικοί χρησιμοποιούσαν τη γλώσσα μουσικά. Δηλαδή, δεν τους ενδιέφερε τόσο η εγκεφαλική πρόσληψη του νοήματος, όσο να εκλάβει ο θεατής τον κραδασμό, τον παλμό των λέξεων.
Και στον Προμηθέα Δεσμώτη στην Επίδαυρο είχα χρησιμοποιήσει αποσπάσματα από Απολλόδωρο, Ησίοδο και Σόλωνα, αλλά τώρα είχα την ανάγκη να γίνει μια προσέγγιση πιο αστική. Και κάποια στιγμή, ακούγοντας τα κομμάτια του Γιώργου κυρίως από τους τρεις πρώτους δίσκους, σκέφτηκα ότι οι στίχοι του θα μπορούσαν να είναι σαν μονόλογοι του Προμηθέα και αποφάσισα να παίξω με αυτούς. Οπότε, πήρα τους στίχους, αφαίρεσα τη μουσική και τους είδα ως κείμενο. Μετακινώντας λίγο τη ρίμα ώστε να είναι λίγο πιο πεζός ο λόγος, αποκαλύφθηκε κάτι πάρα πολύ ωραίο. Έχει γίνει στην ουσία μια ελαφριά απόδοση, οι στίχοι όμως είναι του Γιώργου. Κι όταν ξεκίνησα να δουλεύω με τους στίχους, άρχισε να δημιουργείται η ανάγκη να χτιστούν κι άλλοι ρόλοι, να μην είναι μονόλογος, και σιγά σιγά άρχισα να γράφω το κείμενο. Έτσι, το έργο που προέκυψε είναι μια σύγχρονη προσέγγιση του μύθου του Προμηθέα, όχι του Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου, δεν είναι μια δουλειά πάνω στην τραγωδία, είναι ένα καινούργιο έργο. Το μόνο όνομα που ακούγεται από τον αρχαίο μύθο είναι ο Προμηθέας, δεν υπάρχει τίποτε άλλο.
Είμαστε η γενιά του λάθους που ψάχνει παλμογράφο / Να δει γιατί φοβάται την καρδιά της σαν τον τάφο / Να σ’ αγαπάς λιγάκι πιο πολύ για να σε μάθω / Να φτύσω το ξυράφι που κρύβω κάτω απ’ τη γνάθο…
Όλο το έργο τοποθετείται στο λευκό κελί μιας φυλακής υψίστης ασφαλείας ενός απολυταρχικού καθεστώτος. Στο κελί αυτό υπάρχει μια ηλεκτρική καρέκλα κι εμείς παρακολουθούμε τη στιγμή που ο Προμηθέας μπαίνει μέσα και διάφορα πρόσωπα της εξουσίας που μπορείς όντως να βρεις σε μια φυλακή, ένας εισαγγελέας, μια ψυχίατρος, μια συγκρατούμενη, προσπαθούν να τον πείσουν να αποκηρύξει τις εξεγέρσεις που έχει κάνει εναντίον του καθεστώτος. Αυτός αρνείται να το κάνει και στο τέλος ενεργοποιείται η ποινή, η οποία είναι το αντίστοιχο της πτώσης στα Τάρταρα. Πάει δηλαδή στην ηλεκτρική καρέκλα που μπορείς να πεις ότι είναι ο Καύκασος. Μπορεί οι ρόλοι να έχουν μια αντιστοιχία με το Κράτος και τη Βία που υπάρχουν και στον αρχαίο μύθο, αλλά στην ουσία είναι ένα νέο έργο, δεν υπάρχουν καθόλου κομμάτια του αρχαίου κειμένου.
Με τον Άγνωστο Χειμώνα γνωριστήκαμε τώρα με αφορμή το πρότζεκτ, αλλά τον ακούω πολλά χρόνια, από πολύ παλιά, από τότε που βγάζανε κομμάτια ως Ψυχόδραμα. Πάντα με συγκινούσε, και επειδή ανήκουμε στην ίδια γενιά, θεωρώ ότι ακουμπάει πολύ βαθιά μέσα μου αυτό που περιγράφει στα κομμάτια. Τον ξέρω αυτόν τον κόσμο που ανοίγεται, στις αντίστοιχες γειτονιές έχω περπατήσει κι εγώ, υπάρχουν τα βιώματα της δικής μου της γενιάς. Στα κομμάτια του διαχειρίζεται πάρα πολύ δύο συναισθήματα που τα έχουμε και στο έργο, την οργή και τη θλίψη. Θεωρώ ότι ως γνήσια τέκνα της Μεταπολίτευσης αυτά τα έχουμε νιώσει, την υπαρξιακή αγωνία, τη μοναξιά, και ξέρουμε πολύ καλά να τις αφηγηθούμε. Πέρα από το κοινωνικό στοιχείο που έχει στα κομμάτια του, υπάρχει και κάτι πολύ πιο υπαρξιακό.
Η τραγωδία για μένα έχει μεγάλη σχέση με το ραπ. Ένα πολύ βασικό ότι και οι αρχαίοι τραγικοί χρησιμοποιούσαν τη γλώσσα μουσικά. Δηλαδή, δεν τους ενδιέφερε τόσο η εγκεφαλική πρόσληψη του νοήματος, όσο να εκλάβει ο θεατής τον κραδασμό, τον παλμό των λέξεων. Έγραφαν μουσικά με έναν τρόπο, έκοβαν τις λέξεις, έδιναν σημασία στο flow, στοιχεία που υπάρχουν στη ραπ γραφή, έφτιαχναν λέξεις, έκαναν παρατονισμούς, ήταν ένα είδος πολύ λαϊκό που σχολίαζε την κοινωνία. Υπάρχουν πολλές ομοιότητες με το ραπ».
«Καταρχάς, έχει μεγάλη σχέση με την τραγωδία όσον αφορά την τεχνοτροπία και την αμεσότητα του λόγου, το ίδιο συμβαίνει και με το ρεμπέτικο, Φυσικά δεν άμεση η σχέση, αλλά μπορείς να βρεις κοινά στοιχεία», προσθέτει ο Άγνωστος Χειμώνας.
«Θεατρικά τον Άρη τον γνώριζα, είχα ακούσει πράγματα που είχε κάνει, αλλά όταν με πήρε τηλέφωνο και μου παρουσίασε ένα μέρος από αυτό που είχε το μυαλό του έμεινα άναυδος. Κι αυτό το λέω γιατί δύσκολα δίνω στίχους μου. Επειδή είναι πολύ προσωπικοί, πολύ βιωματικοί, δεν θα τους έδινα αν ήταν να αποδοθούν με λίγο ή πολύ διαφορετικό τρόπο. Αυτό που μου περιέγραψε ο Άρης ήταν πάρα πολύ δυνατό και περιμένω με ανυπομονησία να δω την παράσταση».
«Ένας άλλος λόγος που πήγα στους στίχους του Γιώργου είναι ότι επειδή το έργο στην ουσία κάνει ένα σχόλιο σε απολυταρχικές συμπεριφορές και στους τρόπους της εξουσίας οποιασδήποτε μορφής. Ο τρόπος με τον οποίο επιχειρείται η μεταστροφή του Προμηθέα, όλα όσα απλώνονται μέσα στο έργο ως νοήματα είναι ένα σχόλιο στις διάφορες μορφές της απολυταρχίας, σε οτιδήποτε μπορεί να αποτελεί καθεστώς και να σε φυλακίσει, να σου βάλει δεσμά. Διαχειριζόμαστε αρχετυπικές έννοιες και σύμβολα, οπότε μέσα σε αυτό το ψυχρό κλίμα που έχουμε φτιάξει στην παράσταση έρχονται οι στίχοι του Γιώργου φέρνοντας έναν αέρα υπαρξιακό, πολύ ωραίο, που ξεπλένει συναισθηματικά όλο αυτό και το φωτίζει, γιατί εκδραματίζει το συναίσθημα της θλίψης, της μοναξιάς, την υπαρξιακή αγωνία που η γενιά μου έχει ζήσει πολύ βαθιά στο πετσί της, και συνεχίζει να τη ζει προφανώς» εξηγεί ο Άρης.
«Ο Προμηθέας στην παράσταση εκφράζει την αντίσταση σε ένα καθεστώς απολυταρχικό με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που προσπαθεί να επιβάλει την αποδοχή των δεσμών με τρόπο καταπιεστικό. Αυτό διαχειριζόμαστε στο έργο, τη φυλάκισή σου, οτιδήποτε σημαίνει αυτό, την καθήλωσή σου σε ένα σημείο, είτε είναι ο Καύκασος είτε η ηλεκτρική καρέκλα, η δουλειά σου, μια σχέση, η οικογένειά σου. Οπότε ο Προμηθέας λέει κάποια στιγμή “εδώ πρέπει να μπει ένα όριο, δεν θα εξαφανιστώ ούτε θα δεχτώ την κατάσταση της καθήλωσης, του περιορισμού, που θέλει να με εξαφανίσει γιατί θεωρεί ότι είμαι ελαττωματικός”.
Αυτό που νιώθω είναι περίεργο κι έχει χρώμα άσπρο / Αγκάθια πάνω έχουν οι συλλαβές πώς να σου το εκφράσω / Πώς να σου το πω, πώς να το κοιτάξω, πώς να το ηρεμήσω, πες μου / Πώς να το δαμάσω, πώς να το νικήσω, πώς, λέω να το θαυμάσω / Λέω να το κοιμίσω να το προσπεράσω… / Φως να το γεμίσω, το κενό μου να το σπάσω / Φέρτε βαριοπούλες, φέρτε και βενζίνη να το κάψω… / Περάσαν χρόνια δύσκολα σ’ αυτόν τον άσπρο τόπο / Τη ζωή μου θυμάμαι γρήγορα περνάει από έναν κρότο / Κόβω με σπαθί… δεν λύνω πια τον κόμπο.
Στην παράσταση ακούγονται μόνο οι στίχοι του Άγνωστου Χειμώνα, η μουσική είναι πρωτότυπη, έχει όμως και στοιχεία drill. Είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιώ το στοιχείο της μάσκας που είναι ένας άλλος κόσμος, ένας άλλος τρόπος, έχει άλλους θεατρικούς κώδικες, είναι άλλη τεχνοτροπία. Έχει έντονα το στοιχείο της μουσικής, υπάρχει η εικαστικότητα του σκηνικού χώρου, η παράσταση συμβαίνει στον δικό μου κόσμο».
— Γιώργο, μετά από αυτήν τη συνεργασία, σκέφτεσαι να κάνεις κάτι από την αρχή για το θέατρο;
«Η αλήθεια είναι ότι αυτή η συνεργασία μού άνοιξε έναν δρόμο που δεν τον είχα σκεφτεί. Ήμουν γενικά επιφυλακτικός με το θέατρο και θα ήταν πολύ ωραίο να κάνουμε κάτι μαζί με τον Άρη, από το μηδέν. Δεν θα έδινα εύκολα στίχους μου σε κάποιον, με τον Άρη αυτό που συνάντησα ήταν πολύ ιδιαίτερο, αναγνώρισα ότι ένιωσε πολύ βαθιά τους στίχους μου και όπως μου τους παρουσίασε ένιωσα ότι τους έχει βιώσει από μια δική του οπτική γωνία, που είναι και το σημαντικότερο. Ευχαρίστως θα το έκανα, η συνέχεια δεν ξέρεις ποτέ ποια θα είναι. Θα μπορούσαν να γίνουν πράγματα χωρίς ταμπέλες και χωρίς κολλήματα…»
Γιατί γράφω απ’ την καρδιά μου / Η νύχτα να φύγει πίσω απ’ τον καπνό / Γιατί καίνε τα σωθικά μου / Ο πάγος να λιώσει, να γίνει νερό…
Βρείτε πληροφορίες για την παράσταση «Ο Προμηθέας» εδώ.
Το άρθρο δημοσιέυθηκε στην έντυπη LiFO