ΕΔΩ ΚΑΙ ΛΙΓΟ ΚΑΙΡΟ στο Μέγαρο Μαξίμου έχουν αποφασίσει να αλλάξουν τακτική αντιμετώπισης τόσο της εσωκομματικής αμφισβήτησης όσο και των απωλειών από δεξιά. Τα δύο αυτά δεν ταυτίζονται, αλλά αξιοποιούν συχνά κάποια κοινά ζητήματα.
Το τελευταίο διάστημα ακολουθείται η συνταγή του «διαίρει και βασίλευε». Με τον Κώστα Καραμανλή υπήρχε από την αρχή της διακυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη μια ψυχρή σχέση και μια απόσταση, αλλά με τον Αντώνη Σαμαρά, στην αρχή της πρώτης θητείας, υπήρχε η εντύπωση μιας αρμονικής συμπόρευσης. Μετά τις εκλογές του 2023 έγινε φανερό σε όλους ότι οι μήνες του μέλιτος μεταξύ του Σαμαρά και του Μητσοτάκη είχαν τελειώσει.
Μέχρι τώρα το Μέγαρο Μαξίμου τηρούσε στάση ανοχής απέναντι στον Αντώνη Σαμαρά («είναι γνωστές οι απόψεις του», «έχει δικαίωμα να τις εκφράζει» κ.λπ.), ενώ με τον Κώστα Καραμανλή είχε επιλέξει να κάνει ότι δεν ακούει.
Η απόφαση του Μεγάρου Μαξίμου είναι να μην κάνει καμία υποχώρηση και να συνεχίσει ακλόνητα στην πολιτική γραμμή που έχει χαράξει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Η κοινή εμφάνιση των δύο στο Πολεμικό Μουσείο και κυρίως η ταύτισή τους στη σκληρή κριτική απέναντι στην κυβέρνηση για τα εθνικά θέματα είχε προκαλέσει, εκτός από ενόχληση, αιφνιδιασμό και αμηχανία. Τότε ήταν που επέλεξαν –πιο δειλά στην αρχή– μέσω κυρίως ανεπίσημων διαρροών, να αντιμετωπιστεί ο Αντώνης Σαμαράς ξεχωριστά και πιο επιθετικά, αφήνοντας στην άκρη τον Κώστα Καραμανλή.
Θεωρούν πως ο Αντώνης Σαμαράς έχει μια πιο συγκροτημένη δεξιά θεώρηση και συγκεκριμένη ιδεολογικοπολιτική ατζέντα. Από αυτή την άποψη τον θεωρούν πιο επικίνδυνο, καθώς εκφράζει ένα συγκεκριμένο δεξιό ρεύμα που είναι σε ανοδική πορεία στην Ευρώπη. Ο Κώστας Καραμανλής εκφράζει μια πιο μετριοπαθή λαϊκή δεξιά και την καρδιά της παραδοσιακής βάσης του κόμματος. Ωστόσο, η κριτική και των δύο στα ελληνοτουρκικά περίπου ταυτίζεται και στο Πολεμικό Μουσείο ο Κώστας Καραμανλής δεν διαφοροποιήθηκε ούτε στο θέμα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών, ούτε στο Μεταναστευτικό.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ανήκε ποτέ στη δεξιά πλευρά της ΝΔ, ούτε υπήρξε εκφραστής της λαϊκής δεξιάς. Ήταν πιο κοντά στο φιλελεύθερο κέντρο, αυτό που στη Γαλλία εκφράζεται από τον Εμανουέλ Μακρόν.
Το 2016 κέρδισε την ηγεσία του κόμματος με την υποστήριξη του «αντισύριζα» μετώπου, στο οποίο βρισκόταν και η δεξιά πτέρυγα, και όχι επειδή κυριάρχησε το ιδεολογικό ρεύμα που εκφράζει. Κάπου εκεί ξεκίνησαν και οι παρεξηγήσεις, καθώς οι δεξιοί που τον στήριξαν περίμεναν την αντίστοιχη πολιτική, ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είχε τέτοιες προθέσεις.
Η αντιμετώπιση της κρίσης στον Έβρο παρουσιάστηκε στο κοινό αυτό ως μια πατριωτική πολιτική που δεν ήταν αυτονόητη (παρότι ακόμα και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έλεγαν ότι θα έκαναν το ίδιο). Η κυβέρνηση την εμφάνισε ως μια μεγάλη «εθνική επιτυχία» και αυτό της έδωσε χρόνο, όπως και η κρίση της πανδημίας που ακολούθησε. Η απόλυτη κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη στο πολιτικό σκηνικό δεν άφηνε περιθώρια για αμφισβήτηση. Μετά τις εκλογές του 2023 και το 41% ο πρωθυπουργός αισθάνθηκε ακόμα πιο ισχυρός και πιο ελεύθερος να εφαρμόσει τη δική του πολιτική, χωρίς συμβιβασμούς και ανάγκη για ισορροπίες. Εκτίμησε ότι η ενσωμάτωση του Μάκη Βορίδη και του Άδωνι Γεωργιάδη ήταν αρκετή για να αισθάνεται και αυτό το κοινό ότι εκπροσωπείται.
Τόσο η «πατριωτική» όσο και η «λαϊκή» δεξιά όμως (οι οποίες σε πολλά ζητήματα ταυτίζονται) δείχνουν να ασφυκτιούν στη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, με τους βουλευτές αυτού του κλίματος να υποστηρίζουν ότι «απομακρύνεται από τις ρίζες και τις παραδοσιακές αξίες της».
Οι ευρωεκλογές του περασμένου καλοκαιριού και το 41% που δεν υπάρχει πια, όπως είπε ο πρωθυπουργός, έδωσαν το σήμα για περισσότερη πίεση. Τότε ήταν που προέκυψε και η γνωστή διαμάχη για το αν οι μεγαλύτερες απώλειες της ΝΔ ήταν από δεξιά ή από το κέντρο. Στο Μαξίμου δεν θεώρησαν ότι υπήρχε τόσο μεγάλο πρόβλημα στα δεξιά, αν και καταγράφηκε μια τάση ανόδου των δεξιών κομμάτων. Εκτίμησαν, όμως, ότι αν παρουσίαζαν τον Απόστολο Τζιτζικώστα ως «δεξιά μακεδονική» επιλογή, μαζί με μια ρητορική περί φύλαξης συνόρων κ.λπ., θα κατεύναζαν τις αντιδράσεις.
Οι ερωτήσεις δυσαρεστημένων βουλευτών της ΝΔ, η συνεχιζόμενη κινητικότητα του Αντώνη Σαμαρά και του Κώστα Καραμανλή, τα στελέχη της ΝΔ που κατευθύνονται προς το κόμμα της Αφροδίτης Λατινοπούλου, μαζί με την εικόνα που βλέπουν στις κυλιόμενες δημοσκοπήσεις, φαίνεται πως ταρακούνησαν το Μαξίμου, καθώς άρχισαν να μαζεύονται πολλά.
Η επίθεση του κυβερνητικού εκπροσώπου στην Αφροδίτη Λατινοπούλου και του πρωθυπουργού στους «υπερπατριώτες» και τους «πατριώτες της φακής» φανερώνουν την αλλαγή στάσης του Μεγάρου Μαξίμου, το οποίο από την άμυνα έχει περάσει στην επίθεση.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ωστόσο, δήλωσε πως διαχωρίζει τις θέσεις του Αντώνη Σαμαρά, τις οποίες χαρακτήρισε και πάλι «σεβαστές», και επισήμανε ότι «υπάρχουν πολλές εξαιρετικά ακραίες φωνές στην Ελλάδα από κόμματα τα οποία βρίσκονται στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας και από διάφορα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα οποία περίπου κατηγορούν την κυβέρνηση και τον υπουργό Εξωτερικών ότι είναι μειοδότες, γιατί συζητούν με την Τουρκία».
Ο πρωθυπουργός προσπαθεί να βάλει ένα φρένο, κυρίως στην κριτική που δέχεται ειδικά για τα ελληνοτουρκικά, καθώς ενδέχεται αυτή να λάβει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις, εν όψει και της επίσκεψης του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών, Χακάν Φιντάν, στις 8 Νοεμβρίου στην Αθήνα.
Ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Πρώτο Πρόγραμμα του ραδιοφώνου της ΕΡΤ είπε ότι «βρισκόμαστε σε ένα σημαντικό σταυροδρόμι» και ότι «αυτήν τη στιγμή εκείνο το οποίο απαιτείται είναι να υπάρξει μια ισχυρή πολιτική βούληση» χωρίς να διευκρινίσει κάτι περισσότερο.
Εκεί, πάντως, που η κυβέρνηση θεωρούσε ότι στα εθνικά θέματα κινδυνεύει μόνο από τα δεξιά και τα εσωκομματικά βέλη, προέκυψε πρωτοβουλία της Ρένας Δούρου με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε στη Βουλή ερώτηση με θέμα: «Βραχονησίδες στο Αιγαίο χωρίς ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα», προς τον Γ. Γεραπετρίτη και τον Θ. Σκυλακάκη, με την οποία κατηγορεί την κυβέρνηση ότι μέσω του νέου Ειδικού Χωροταξικού για τον Τουρισμό, προωθεί το «γκριζάρισμα» ορισμένων περιοχών.
Στην ερώτησή της (που υπογράφουν και άλλοι βουλευτές) η Ρένα Δούρου υποστηρίζει ότι «σύμφωνα με το προτεινόμενο Σχέδιο που αναρτήθηκε για διαβούλευση, προβλέπεται η απαγόρευση τουριστικής ανάπτυξης σε ελληνικά νησιά, συμπεριλαμβανομένων ακατοίκητων νησιών και βραχονησίδων άνευ υποδομών οικονομικής δραστηριότητας» και πως «είναι γνωστό ότι σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο της θάλασσας, ανυπαρξία οικονομικής δραστηριότητας σε νησί ή μικρονησίδα συνεπάγεται απώλεια των δικαιωμάτων του σε ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα». «Τούτο σημαίνει ότι η κυβερνητική αυτή ρύθμιση μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας σε νησιά και βραχονησίδες του Ανατολικού Αιγαίου».
Η Ρένα Δούρου πρόλαβε και έθεσε πρώτη ένα θέμα που συζητείται και από βουλευτές της ΝΔ αλλά και του ΠΑΣΟΚ, το οποίο δεν αποκλείεται να έρθει και από άλλους στη Βουλή.
Η απόφαση του Μεγάρου Μαξίμου είναι να μην κάνει καμία υποχώρηση και να συνεχίσει ακλόνητα στην πολιτική γραμμή που έχει χαράξει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ο πρωθυπουργός υποστήριξε άλλωστε δημόσια τον υπουργό Εξωτερικών, Γιώργο Γεραπετρίτη (που είναι αυτός ο οποίος την εφαρμόζει), παρότι γνωρίζει ότι δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στον κόσμο της Νέας Δημοκρατίας. Αυτό ήταν και το νόημα της πρόσφατης παρέμβασής του για τους «πατριώτες της φακής».