ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ ΤΟΥ 1993, έφηβη στα 14, ξεφυλλίζω το περιοδικό «Και», γνωστό νεανικό περιοδικό της εποχής που κυκλοφορούσε από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και κάπου στα μέσα της επόμενης έκλεισε. Στο εξώφυλλο, μια όμορφη έφηβη, έναν χρόνο μεγαλύτερή μου, που στις μέσα σελίδες θα έδινε συνέντευξη ως «η ξανθιά της τάξης». Κανείς δεν παραξενευόταν ακόμα με ανέκδοτα ή τίτλους για ξανθιές. Τριάντα ένα χρόνια μετά, σε ένα σκρολάρισμα στο Facebook, το παλιό εξώφυλλο του «Και» θα ανασυρόταν από τα βάθη της μνήμης.
«Δείτε τη 15χρονη Βίκυ Καγιά μαθήτρια σε σπάνιο εξώφυλλο», η λεζάντα. Είχα να το δω από τότε. Η έκπληξη ήταν μεγάλη, σαν να έφερε η αρχαιολογική σκαπάνη στο φως ένα σπάνιο εύρημα. Η άγνωστη τότε Βίκυ Καγιά, στα πρώτα της βήματα στο μόντελινγκ, σήμερα είναι βετεράνα του χώρου, το περιοδικό «Και» δεν υπάρχει πια, τα τοπ μόντελ της δεκαετίας του ’90 έχουν αποσυρθεί προ πολλού και μαζί τους έχει αποκαθηλωθεί πανηγυρικά και το lifestyle. Επιπλέον, μαζί με την Καγιά του glossy εξωφύλλου, έχω μεγαλώσει κι εγώ. Προφανώς, δεν θρηνούσα για το lifestyle ούτε για τον περιοδικό τύπο που τον σάρωσε η λαίλαπα του ίντερνετ αλλά για τη δική μου εφηβεία.
Το Facebook, ως γνωστόν, το έχουν εγκαταλείψει οι πολύ νέοι και έχουν βρει σ’ αυτό καταφύγιο κυρίως μπούμερ, καλλιτέχνες και διανοούμενοι ή wanna be –είτε το ένα είτε το άλλο– και όσοι αρέσκονται σε μακροσκελείς αναρτήσεις-«σεντόνια» ή εξασκούν τον γραπτό λόγο. Αλλά ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το ελληνικό Facebook, συγκριτικά με άλλα social media, καλλιεργεί κατά κόρον μια ρετρολαγνεία μέσα από πάμπολλες σελίδες με τίτλους όπως: «Παλιές ελληνικές διαφημίσεις», «Διαφημίσεις μιας άλλης εποχής», «Παλιές φωτογραφίες της Ελλάδας», «Η Παληά Αθήνα», «Η Αθήνα του 19ου και 20ού αιώνα», «Αθηναϊκός μοντερνισμός», «'80s νοσταλγία», «Βιομηχανική αρχαιολογία».
Ο πονηρός αλγόριθμος αναγνωρίζει τη λαχτάρα μου για κατανάλωση εικόνων από το παρελθόν και γεμίζει το timeline μου με ασπρόμαυρα ενσταντανέ νεκρών και εξώφυλλα αλλοτινών, ένδοξων ημερών.
Αν βρίσκεις γοητεία σε vintage φωτογραφίες και γίνεις μέλος σε μια τέτοια σελίδα, έχεις παγιδευτεί στο δίχτυ της νοσταλγίας. Ο αλγόριθμος αρχίζει να σε βομβαρδίζει με προτάσεις για σχετικού περιεχομένου σελίδες, προωθώντας ένα συνονθύλευμα ετερόκλητων εικόνων από το παρελθόν: η παλιά Φλώρινα και τα Χανιά του 1900, διαφημίσεις της Κολυνός, ορεσίβιοι στον φακό του Boissonnas, η Αλίκη Βουγιουκλάκη στον Θεολόγο, ο Τζέι Αρ του «Ντάλας», η Θεία Όλγα να προτείνει απορρυπαντικό, η Βασιλίσσης Όλγας τη δεκαετία του ’60, η Μπλε πολυκατοικία στα μπετά, η Ελένη Φιλίνη στη «Γυναικάρα με τα πράσινα», μια πολύ νεότερη εκδοχή της Χαρούλα Αλεξίου στη «Μανίνα», ο «Άγνωστος πόλεμος» στη «Ραδιοτηλεόραση», η στρογγυλή Ομόνοια, η Ομόνοια πριν γίνει ακόμα πλατεία, η Αθήνα ακόμα χωριό, διαφημίσεις για διακοποδάνεια, αρχαίοι υπολογιστές στο περιοδικό «Pixel» και διαφημίσεις για αρχαία κινητά, σειρές που εξαφανίστηκαν από το αρχείο της ΕΡΤ.
Πρόσωπα και αναφορές που άλλοτε αναγνωρίζω και άλλοτε μου είναι παντελώς άγνωστα σε ένα καλειδοσκόπιο χωρίς κανέναν ειρμό και καμία λογική συνέχεια. Κάθε δεκαετία και άλλη στιβάδα του χρόνου. Πετάγομαι από τα τέλη του 19ου αι. στο 1990 και από τη δεκαετία του ’90 πίσω στα '60s και μετά πάλι στις αρχές του 2000.
Ο πονηρός αλγόριθμος αναγνωρίζει τη λαχτάρα μου για κατανάλωση εικόνων από το παρελθόν και γεμίζει το timeline μου με ασπρόμαυρα ενσταντανέ νεκρών και εξώφυλλα αλλοτινών ένδοξων ημερών. Κάθε «τυμβωρύχος» των social έχει τις προτιμήσεις του. Η δική μου είναι τα εξώφυλλα λαϊκών περιοδικών της δεκαετίας του ’70, όπως το «Ντόμινο» και το «Φαντάζιο».
Συχνά σεξιστικά, ωστόσο εκπέμπουν μια λαγνεία που δεν είχαν τα εξώφυλλα των '60s, μια αθωότητα που θα χαθεί στα πολύ πιο γνώριμα '80s και σίγουρα όχι τη χυδαιότητα των ’90s. Οι catchy για τότε τίτλοι τους είναι οι πρόγονοι των clickbaits στα σάιτ. Σήμερα ακούγονται παρωχημένοι, εκείνη την εποχή, όμως, ήταν φρέσκα θέματα που οι αρχισυντάκτες θεωρούσαν πως θα έπιαναν.
Και μια στρατιά από άγνωστες σήμερα στάρλετ που η εποχή τις προσπέρασε βιαστικά και οι φιλοδοξίες τους ματαιώθηκαν, αλλά κάποτε κέρδισαν μια εφήμερη δόξα, ποζάροντας σε σέξι πόζες σε περιοδικά-φαντάσματα. Κάποιες ίσως είναι ακόμα εν ζωή. Πού να βρίσκονται σήμερα; Τι να σκέφτονται, άραγε, βλέποντας τον εαυτό τους σε αυτά τα εξώφυλλα να κερδίζουν λάικ και βλέμματα δεκαετίες μετά;
Οι ίδιες φωτογραφίες κάθε φορά επανανοηματοδούνται, όπως το εξώφυλλο της Καγιά στο «Και» που από φρέσκια φάτσα μαθήτριας με στόχο τα νεανικά κοινά εξελίχθηκε σε νοσταλγικό σταθμό της καριέρας ενός παλαίμαχου μοντέλου και σε κιβωτό αναμνήσεων από μια αθώα εποχή για μένα. Το εξ ορισμού εφήμερο αποκτά εκ των υστέρων μια αθανασία που δεν προσδοκούσε, όχι πλέον σε μια έκθεση, ένα λεύκωμα, ένα μουσείο ή ένα αρχείο, αλλά σε κάτι ακόμα πιο εφήμερο, ακατάτακτο, χαοτικό και ανοιχτό σε ερμηνείες: τα social media. Δεν ξέρεις πότε και από ποια πύλη θα εισβάλει το παρελθόν χωρίς να σε ρωτήσει.
Κι αν οι διάσημοι και οι στάρλετ διεκδικούν, ούτως ή άλλως, το δικό τους μερίδιο στην υστεροφημία, οι ορδές των ανώνυμων άγνωστων νεκρών που κατακλύζουν το χωρίς καμία χρονική γραμμικότητα timeline μου τι ακριβώς διεκδικούν; Ποιος αποφάσισε να παραδώσει τις ιδιωτικές τους στιγμές βορά στα αδηφάγα μάτια και στην παρελθοντολαγνεία μας;
Όχι μόνο δεν συναίνεσαν ποτέ σε αυτή την έκθεση αλλά σίγουρα, όσο πιο πίσω στον χρόνο τούς συνέλαβε ο φωτογραφικός φακός, τόσο πιο απίθανο είναι να τους περνούσε από το μυαλό πως μπορεί, και 100 χρόνια μετά, άλλοι άνθρωποι, βουλιάζοντας σε καναπέδες, από μια μικρή οθόνη που χωράει στην παλάμη του χεριού, να καταβροχθίζουν με περιέργεια λεπτομέρειες του βίου τους· σε γλέντια και σε πανηγύρια, σε στημένες οικογενειακές φωτογραφίσεις που θα γίνουν κάδρα στον τοίχο, σε επισκέψεις στην Ακρόπολη, ποζάροντας σε πλανόδιους φωτογράφους, σε αναμνηστικές σε αυλές σχολείων.
Ποιοι είναι όλοι αυτοί με ρούχα εποχής, ποια είναι αυτά τα βλοσυρά παιδάκια που κοιτούν έντρομα τον φακό, οι φοβισμένες και περήφανες γυναίκες, οι σοβαροί και ντροπαλοί άντρες; Άλλοι άνθρωποι, αλλόκοτοι, που διαφέρουν όχι μόνο στην όψη και στα χαρακτηριστικά αλλά και σε ό,τι αποπνέουν. Τι θα σκέφτονταν, άραγε, όλοι αυτοί οι άγνωστοι που τα ονόματά τους χάθηκαν στη λήθη, αν ήξεραν πως τους παρατηρούμε και αναρωτιόμαστε πώς ζούσαν, τι τους βασάνιζε, πώς ξύπνησαν εκείνο το πρωί, τι προηγήθηκε του κλικ της φωτογραφικής μηχανής; Παγωμένες ζωές και απομεινάρια μιας καθημερινότητας στην οποία δεν μπορούν να επέμβουν πλέον.
Μου θυμίζουν όλο και πιο έντονα αυτό που έγραφε ο Κωστής Παπαγιώργης στο «Ζώντες και Τεθνεώτες»: «Ο νεκρός έζησε, αλλά δεν μπορεί να ξαναζήσει, ούτε να αλλάξει κάτι απ' τα όσα ήδη έχουν παρέλθει. Η ορφάνια του βίου του είναι ότι, ενώ άλλοτε συμπορευόταν με... τη ζωή, ακολουθούσε τις καμπές του χρόνου, είχε την ελευθερία να αναμορφώνει κατά βούληση το νόημα του παρελθόντος, τώρα –νικημένη σκιά καθώς είναι– μένει αμέτοχος. Σαν αδέσποτη μνήμη, η ζωή του παραδίδεται στους άλλους, ενώ το μέλλον του ξεριζώνεται τελεσίδικα. Κάθε άνθρωπος χωρίς μέλλον, ήτοι κάθε νεκρός, αποκεφαλίζεται, καταντάει ιστορία στα χείλη των άλλων, αφορμή για ατελεύτητες δηώσεις και παρεξηγήσεις». («Ζώντες και Τεθνεώτες», εκδ. Καστανιώτης, 1995)
«Αδέσποτες μνήμες» που κυκλοφορούν ελεύθερες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πρόσφορες σε παρεξηγήσεις, ερμηνείες κατά το δοκούν, υποθέσεις και αυθαίρετες διαπιστώσεις. Καταναλώνουμε με λαιμαργία αναφορές για εποχές που δεν ζήσαμε καν, οπότε δεν είναι δυνατό να τις νοσταλγούμε ή, κι αν τις ζήσαμε, η πρόσληψή τους καθορίζεται από την υποκειμενικότητα.
Οι ιστορικοί του μέλλοντος θα κάνουν ίσως αντίστοιχες σκέψεις για τα δικά μας ψηφιακά αποτυπώματα. Σύμφωνα με έρευνα, έως το 2070 το Facebook, αν φυσικά υπάρχει ακόμα, θα έχει περισσότερους νεκρούς εγγεγραμμένους χρήστες παρά ζωντανούς. Ποιος θα αναλάβει να ξεθάψει όλες τις σέλφι μας όταν και τα social, το ένα μετά το άλλο, θα μετατρέπονται σε νεκροταφεία και κάποιοι άλλοι θα παρατηρούν εμάς;