ΟI ΠΑΛΙΟΤΕΡΕΣ ΓΕΝΙΕΣ θυμούνται το παρελθόν, αλλά συνήθως δεν το νοσταλγούν και τόσο. Ειδικά όσοι έζησαν πόλεμο, εμφύλιο, φτώχεια και όλες τις βίαιες εμπειρίες δύσκολα θα νοσταλγήσουν τα παιδικά τους χρόνια. Οι αναμνήσεις υπάρχουν, αλλά σπάνια γίνονται αφορμή για μια θετική επιστροφή στο παρελθόν. Επίσης, η νοσταλγία τα παλιότερα χρόνια αφορούσε κυρίως τον τόπο, όχι τον χρόνο. Η μετανάστευση ήταν μια βασική αιτία νοσταλγίας για την πατρίδα, το χωριό, τον τόπο καταγωγής.
Αντίθετα, όσο απομακρυνόμαστε από τις γενιές που έζησαν εκείνες τις εμπειρίες βαναυσότητας και ανέχειας, τόσο το παρελθόν φαντάζει όχι μόνο μια προσωπική, ευχάριστη θύμηση αλλά και μια εξαιρετική συλλογική εμπειρία που αξίζει να αναπολήσει κανείς.
Οι παλιότερες δεκαετίες, ειδικά από το 1960 και ύστερα, γίνονται σταθερές αναφορές ολόκληρων τρόπων ζωής, παίρνοντας μάλιστα τις σχετικές διεθνείς ονομασίες τους: ’60s, ’70s, ’80s, ’90s. Ο υλικός πολιτισμός εκείνων των περασμένων «εποχών» φετιχοποιείται και σε ορισμένες περιπτώσεις αναγεννιέται (βλ. βινύλιο). Η δημοφιλής κουλτούρα κάθε δεκαετίας γίνεται πεδίο μιας παράξενης αγιογραφίας.
Η τηλεόραση από κει που στο παρελθόν θεωρούνταν συνώνυμο της αλλοτρίωσης και της αποβλάκωσης, αναθεωρείται ως σημαντικό σημείο αναφοράς της παλιάς οικογενειακής συνοχής και της παιδικής ηλικίας με συγκροτημένα αφηγηματικά-πολιτισμικά πρότυπα.
Το διαδίκτυο και τα social media αποδείχτηκαν ιδανικές πλατφόρμες αναζωπύρωσης του νοσταλγικού πνεύματος. Αρκετές μελέτες έχουν αρχίσει να βλέπουν το φαινόμενο της νοσταλγίας με μεγάλο ενδιαφέρον, ειδικά όταν αυτό επικεντρώνεται γύρω από τον παλιό και νέο κόσμο των media. Η τηλεόραση, για παράδειγμα, από κει που στο παρελθόν θεωρούνταν συνώνυμο της αλλοτρίωσης και της αποβλάκωσης, αναθεωρείται ως σημαντικό σημείο αναφοράς της παλιάς οικογενειακής συνοχής και της παιδικής ηλικίας με συγκροτημένα αφηγηματικά-πολιτισμικά πρότυπα. Άλλες μελέτες βλέπουν το φαινόμενο της νοσταλγίας (ειδικά για τις δεκαετίες του ’70 και του ’80) ως αποτέλεσμα μιας τάσης για αποστασιοποίηση από τα προβλήματα του παρόντος και της δημιουργικής ατροφίας του.
Για άλλους, πάλι, η νοσταλγία συνιστά μια αντίδραση στο βίωμα της παροδικότητας και της χρονικής ασυνέχειας που επιφέρει η σύγχρονη ζωή. Η αναζήτηση μιας εποχής αυθεντικότητας στο παρελθόν εδράζεται στη ρευστότητα των κοινωνικών και πολιτισμικών προτύπων και επιχειρεί να αισθητοποιήσει και να εμπορευματοποιήσει διάφορες «χρυσές εποχές» μέσα από τη δυνατότητα πολιτισμικής διάσωσης, ανακύκλωσης και αναδιαμόρφωσης του χθες που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες.
Είναι γεγονός ότι, αν παρατηρήσει κανείς με προσοχή τον νοσταλγικό λόγο που αναπτύσσεται στο διαδίκτυο και αλλού, θα βρει τρεις αλληλένδετες εκδοχές απώλειας: την απώλεια μιας ηλικίας ή χρονικής εμπειρίας που έχει χαθεί αμετάκλητα. Την απώλεια που έχει να κάνει με το ηθικό ή αισθητικό επίπεδο της νεότητας. Την απώλεια της αθωότητας που κρύβεται στο παρελθόν και το οποίο έρχεται να αλωθεί από τη νέα κάθε φορά τεχνολογία επικοινωνίας και ψυχαγωγίας. Οι τρεις αυτές εκδοχές ενός ανεπίστρεπτου παρελθόντος συγκροτούν ένα συντηρητικό περίβλημα γύρω από το συναίσθημα της νοσταλγίας, αφού ουσιαστικά το φέρνουν σε ρήξη με το παρόν. Δεν είναι όμως οι μοναδικές.
Για να μείνουμε σε λίγα μόνο παραδείγματα, ας προσέξουμε όλα αυτά τα μιμίδια που παράγονται για τη δεκαετία του ’80 και τη διακυβέρνηση ΠΑΣΟΚ. Το παρελθόν σε αυτή την περίπτωση πράγματι το αναπολούμε ως μια εποχή ευμάρειας που παρήλθε, πράγματι εξιδανικεύεται, αλλά ταυτόχρονα σατιρίζεται και αποδομείται σε όρους αισθητικούς και πολιτικούς (ως υπερβολική, ψεύτικη, προσωρινή κ.λπ.).
Οι νοσταλγοί παλιών τηλεοπτικών εκπομπών ή διαφημίσεων νοσταλγούν εικόνες, πρωταγωνιστές και ατάκες του παρελθόντος όχι μόνο ως εμβληματικά σπαράγματα της εφηβείας τους, των παλιών συνηθειών μιας πιο «αθώας» εποχής αλλά ταυτόχρονα και για να θυμηθούν πόσο παράξενες, αστείες ή ανεξήγητες ήταν οι επιλογές τους στο παρελθόν όσον αφορά τη διασκέδαση ή την κατανάλωση. Ένα τελευταίο παράδειγμα είναι, επίσης, η τηλεοπτική σειρά «Τα καλύτερά μας χρόνια» στην ΕΡΤ, που γνωρίζει επιτυχία, μεταξύ των άλλων και γιατί συγκροτεί, όπως υποδηλώνει άλλωστε και ο τίτλος της, ένα νοσταλγικό αφήγημα για τη δεκαετία του ’70. Μια εποχή που είναι στην αρχή της πολιτικά ζοφερή, εξαιτίας της χούντας, αλλά την ίδια στιγμή προαναγγέλλει το τέλος του ελληνικού αντιδραστικού συντηρητισμού, τόσο μέσα από την κοινωνική ανοδικότητα και την εξωστρεφή κατανάλωση/ψυχαγωγία όσο και στο επίπεδο των έμφυλων σχέσεων και άλλων κοινωνικών ρόλων (την εποχή της Μεταπολίτευσης).
Κατά συνέπεια, η εντύπωση που τείνει να διαμορφωθεί ότι η νοσταλγία αναγκαστικά είναι ένα άκριτο συναίσθημα για το παρελθόν, που απλώς το εξιδανικεύει και «κλαίει» την απώλειά του, δεν είναι καθόλου ακριβής. Όπως, επίσης, ότι η νοσταλγία είναι αναγκαστικά ξένη προς την επιθυμία για ιστορική γνώση.
Η νοσταλγία και η δημόσια εξωτερίκευσή της είναι ένα αρκετά καινούργιο φαινόμενο, άρρηκτα συνδεδεμένο με αναμνήσεις κατά βάση ειρηνικές που γεννιούνται από τη μακρά περίοδο οικονομικής ευημερίας της μεταπολεμικής περιόδου αλλά και αναμνήσεις ιδιαίτερα αντιφατικές για βιώματα, σύμβολα και πρότυπα που δύσκολα μπορούν να καταταγούν σε γνωστές κατηγορίες «καλού» και «κακού» γούστου, ήθους ή μιας ξεκάθαρης ιδεολογίας.
Η νοσταλγία μπορεί να λειτουργήσει, και λειτουργεί συχνά, ως ένας δημόσιος αναστοχασμός, πλούσιος σε αμφιταλάντευση μεταξύ εύκολου ρομαντισμού και αμφίσημου αυτοσαρκασμού. Έρχεται πολλές φορές όχι μόνο να αναπολήσει «τις μέρες τις καλές» αλλά και να ξύσει με χαριτωμένο τρόπο τραύματα ή κενά που δεν έχουν πλήρως αναγνωριστεί.
Υπάρχει περίπτωση να σκεφτόμαστε στο μέλλον με νοσταλγία την περίοδο της οικονομικής κρίσης ή της πανδημίας; Είναι κάπως απίθανο να νοσταλγήσουμε τα μνημόνια και τα αντιμνημόνια. Είναι σχεδόν αδιανόητο να νοσταλγήσουμε τις μάσκες, την καραντίνα, πόσο μάλλον τους θανάτους που έφερε η πανδημία. Κι αυτό όχι γιατί δεν θα έχουμε ισχυρές αναμνήσεις για όλα αυτά αλλά γιατί εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία έχουμε εισέλθει σε μια εποχή πραγματικών απωλειών που θα θέλουμε να ξεχάσουμε. Σε μια εποχή που το μέλλον ευχόμαστε να είναι πιο κοντά στο παρελθόν μας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.