Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια το 1955, αλλά τρεις μήνες μετά η μητέρα μου με πήρε μαζί της στην Τζέντα, όπου είχαν εγκατασταθεί με τον πατέρα μου από το 1953. Ο πατέρας μου, δικηγόρος, στα 23 του χρόνια είχε μόλις αποφοιτήσει από το Φαρούκειο Πανεπιστήμιο στην Αλεξάνδρεια, ένα πολύ καλό και αυστηρό πανεπιστήμιο για την εποχή του και την περιοχή του. Ήταν από τους ελάχιστους νομικούς που ήξεραν αγγλικό, γαλλικό και μουσουλμανικό δίκαιο, τη λεγόμενη σαρία. Τον προσέλαβε τότε ο Ωνάσης για ένα κομβικό επιχειρηματικό του σχέδιο: τη συμφωνία με την κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας για τη μονοπωλιακή μεταφορά των πετρελαίων της με πλοία του Ωνάση που θα έφεραν τη σαουδαραβική σημαία.
• Η Σαουδική Αραβία ήταν τότε μια έρημος χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς τηλέφωνα, χωρίς καν ραδιόφωνο. Θάλασσα είδα δύο ετών πρώτη φορά στο Όμπχορ της Ερυθράς Θάλασσας, όπου πηγαίναμε για μπάνια – τοπία που θύμιζαν πολύ τα ελληνικά νησιά του νότιου Αιγαίου, ίδιες βραχώδεις και ερημικές ακτές, άνυδρες, με θάμνους και ρείκια, και απίστευτη ζέστη. Αυτή η θάλασσα και αυτό το τοπίο μου αρέσουν ακόμα.
• Στον νεανικό τους ενθουσιασμό οι γονείς μου έκαναν αμέσως και τον δεύτερο γιο τους. Γυρίζουμε στην Αλεξάνδρεια με τη μητέρα μου για τον τοκετό και ξαναεπιστρέφουμε στην Τζέντα. Αυτό το πηγαινέλα από μικρός συνεχίστηκε και στην υπόλοιπη ζωή μου. Αυτό με βοήθησε στη ζωή: με έμαθε να μην έχω ρίζες σε έναν τόπο· να έχω ρίζες σε πνευματικούς τόπους. Ένας έπηλυς ήμουν τότε, παντού, όπως είμαι και τώρα.
• Όταν η ιστορία με την Aramco τελείωσε άσχημα για τον Ωνάση, γυρίσαμε οικογενειακώς στην Αλεξάνδρεια, αρχές του ’60. Ξαναβρεθήκαμε μέσα στην κοινότητα των Ελλήνων που είχε αρχίσει να είναι σε αποδρομή, μετά την εθνικοποίηση των ξένων και ελληνικών επιχειρήσεων από τον Νάσερ. Ο Νάσερ εθνικοποίησε τότε όλες τις μεγάλες εταιρείες που βρίσκονταν στα χέρια μη Αιγυπτίων – σιγαρέτα, υφάσματα, μπαμπάκια, κρασιά, αρώματα… Η επιστροφή της περιουσίας στα χέρια των Αιγυπτίων ήταν μια ιστορική ανάγκη, είναι κατανοητό, αν και δεν τους βγήκε σε καλό οικονομικά. Οπότε οι Έλληνες που δούλευαν εκεί αντικαταστάθηκαν από Αιγύπτιους ως πράκτορες των αποικιοκρατών (που δεν ήταν) και άρχισαν να φεύγουν. Δεν υπήρχε εναλλακτική. Σε πέντε χρόνια, από το 1958 έως το 1963, αποδεκατίστηκε η ελληνική κοινότητα στην Αίγυπτο, όπως και οι άλλες κοινότητες των ξένων.
Μ’ αρέσει να είναι κανείς ρηξικέλευθος. Και θεωρώ ότι έτσι είμαι κι εγώ. Είμαι μέσα στο σύστημα, αλλά στην πραγματικότητα είμαι εξωσυστημικός. Ήταν κι ο πατέρας μου έτσι, αλλά όχι τόσο.
• Στο σπίτι μας υπήρχε προοδευτική ατμόσφαιρα. Ήταν ένα φιλολογικό και πολιτικό σαλόνι. Θυμάμαι έναν φίλο του πατέρα μου, τον Γιάννη Μαγγανάρη, πολύ καλός ζωγράφος και ωραίος, ψηλός άντρας, θερμός κομμουνιστής, να απαγγέλλει Καβάφη. Γίνονταν κουβέντες και συγκρίσεις μεταξύ Θεοδωράκη και Χατζιδάκι, αν είναι δόκιμο το ρεμπέτικο να μπαίνει σε μουσική γραμμένη από αυτούς, αν ο Τσίρκας μιμήθηκε τον Τζέιμς Τζόις, αν ο Σεφέρης επηρεάστηκε και πόσο από τον T.Σ. Έλιοτ κ.λπ. κ.λπ. Άλλες κουβέντες γίνονταν για την κρίση της Κούβας, το Βερολίνο, το κίνημα των ανένταχτων. Δεν υπήρχε βέβαια τηλεόραση ούτε τίποτε άλλο, οπότε εγώ διάβαζα μανιωδώς. Ένα βιβλίο την ημέρα, ό,τι έπεφτε στο χέρι μου. Δώδεκα ετών διάβασα το Le rouge et le noir του Σταντάλ, και το Έγκλημα και Τιμωρία, ασχέτως του αν δεν κατάλαβα σχεδόν τίποτα (η πρώτη γλώσσα που μίλησα ήταν τα γαλλικά – στο σπίτι μιλούσαμε μόνο ελληνικά). Το βιβλίο όμως που μου εντυπώθηκε βαθιά τότε ήταν το Μόμπι Ντικ. Είδα τη μεγάλη φάλαινα στο εξώφυλλο, περπατώντας στον κεντρικό δρόμο της Ιμπραημίας, στο ελληνικό βιβλιοπωλείο του Νταφώτη. Και λέω «αυτό θέλω!». Μπήκαμε και το πήραμε. Έχω ακόμη το βιβλίο.
• Στο μεταξύ, η ελληνική κοινότητα της Αλεξάνδρειας αποδεκατιζόταν. Η δική μου οικογένεια είχε βέβαια τις ρίζες της εκεί. Εγώ γεννήθηκα Αιγύπτιος την καταγωγή. Ο πατέρας μου και η μητέρα μου είχαν αιγυπτιακή υπηκοότητα – επομένως γεννήθηκα από δύο Αιγύπτιους γονείς στην Αίγυπτο. Λέγαμε, λοιπόν, «όχι, εμείς είμαστε εδώ από τρεις γενιές, θα μείνουμε και θα στηρίξουμε την κατάσταση». Η κρίση όμως ήταν μεγάλη και η καχυποψία επίσης. Αν και μιλούσα άπταιστα αραβικά, αν και ήμουν ιθαγενής εκ γεννήσεως, ξαφνικά, όποτε έβγαινα στον δρόμο, έβλεπα μια απώθηση, την αλλαγή στα βλέμματα. Και η συζήτηση στο σπίτι άλλαξε πια. Έγινε δίλημμα: «Να φύγουμε ή να μη φύγουμε;». Οι άλλοι έφευγαν όλοι, κάποιοι πήγαν στη Νότια Αφρική, από τους στενούς μας φίλους ο γιατρός Αντώνης Σκουληκίδης πήρε την οικογένειά του και πήγε στον Καναδά, η οικογένεια Ταταράκη βρέθηκε στη Νέα Ζηλανδία, η οικογένεια Καραγιάννη ήρθε στην Αθήνα. Ο πατέρας μου μπορούσε να πάει ξανά στον Ωνάση – στο Μονακό τότε δούλευαν για τον Ωνάση 300 Έλληνες. Νομίζω πολύ σωστά επέλεξε να μην πάμε. Ήξερε ότι θα χαθούμε. Το Μονακό δεν ενθαρρύνει την καλή ανατροφή των παιδιών, τα πιο πολλά που μεγαλώσανε εκεί, στραβώσανε.
• Στην Αθήνα επιλέξαμε να έρθουμε τελικά κι εμείς, νομίζω από φιλοπατρία. Με έξι δολάρια συνάλλαγμα και αιγυπτιακό διαβατήριο. Φτάσαμε ένα πρωί στον Πειραιά με το πλοίο «Αθήναι», στο βάθος φαινόταν η Ακρόπολη. Η πρώτη εντύπωση ήταν χάλια. «Εδώ είναι η πατρίδα μας;» αναρωτιόμασταν. Θυμάμαι να περνάμε το ρέμα της Καλλιρρόης, που ήταν ακάλυπτο τότε και είχε σπίτια μέσα στο ρέμα. Πώς είναι δυνατό να γίνεται αυτό το πράγμα στην Αθήνα, λέγαμε. Όταν όμως ανεβήκαμε στην Ακρόπολη, είδα την πόλη και είπα «εδώ είναι το σπίτι μας». Δεν είμαι σίγουρος αν ήταν κατάφαση ή ερώτημα ή απλή πικρή διαπίστωση.
• Μας φιλοξένησε αρχικά ο αδελφός της μητέρας μου, ο Λεωνίδας Κρασσάρης, σε ένα παλιό ισόγειο αθηναϊκό σπίτι, τέρμα Αμπελοκήπων: τρία δωμάτια σε μια πλευρά, άλλα δύο στην άλλη, κήπος στη μέση, τουαλέτα και κουζίνα έξω στον κήπο – δηλαδή, αν ήθελες να πας από το υπνοδωμάτιο στην τουαλέτα, διέσχιζες τον κήπο. Στην Αίγυπτο ζούσαμε σε μια διώροφη βίλα με κήπους και τέσσερα μπάνια, οπότε τη νέα κατάσταση την έβλεπα λίγο φολκλορικά. Ο θείος μου είχε παντρευτεί μια Ρωσοελληνίδα, τη Βάλια, κόρη ενός Λευκορώσου φωτογράφου που είχε ξεφύγει από τους μπολσεβίκους, ονόματι Βίκτωρ Ποπώφ. Ο «παππούς» Βίκτωρ μιλούσε άπταιστα ελληνικά. Όταν οι γονείς μου έβγαιναν το βράδυ, έβγαζε το ούζο και τον μεζέ και παίζαμε τάβλι στην αυλή.
• Μετά ήρθε το σχολείο. Στην Αλεξάνδρεια ήμουν ο πρώτος μαθητής στο γαλλικό σχολείο, το College Saint Marc, που το λειτουργούσαν οι Frères de la Salle, κάτι σαν Ιησουίτες, αλλά ανοιχτόμυαλοι, με φοβερές γνώσεις σε μαθηματικά, φυσική, χημεία, αστρονομία – στην έκτη δημοτικού λύναμε εξισώσεις δευτέρου βαθμού. Και βρίσκομαι ξαφνικά σε δημόσιο δημοτικό, σε μια τάξη 90 μαθητών, σε άθλιες συνθήκες. Την πρώτη χρονιά προσπαθούσα να μεταφράσω από τα γαλλικά στα ελληνικά, και δεν μου έβγαινε. Δυσκολεύτηκα. Επιπλέον, ο κόσμος μάς κοίταζε περίεργα: «Ποιοι είναι αυτοί τώρα που ήρθαν και κάνουν και τους έξυπνους;».
• Όχι, δεν υπέστην μπούλινγκ, δεν ήμουν άλλωστε δεκτικός, βαρούσα κι εγώ. Ο πατέρας μου έλεγε «αν σε βαρέσουν, μην έρθεις να παραπονεθείς, βάρα κι εσύ». Και μου έμαθε και κάτι που απεδείχθη χρήσιμο: αν δεις ότι πάει κατά κει το πράγμα, ότι είναι αναπόφευκτο, πρώτα θα χτυπήσεις εσύ, και θα χτυπήσεις γερά. Αυτό, by the way, το λέει κι ο Σουν Τζου στην Τέχνη του πολέμου. Εγώ, πάντως, πολύ γρήγορα έγινα πάλι πρώτος μαθητής στην τάξη και απουσιολόγος. Το ’69-’70 στους Αμπελόκηπους, στο 16ο Γυμνάσιο Αρρένων Αμπελοκήπων.
• Από τους Αμπελόκηπους μετακομίζουμε στον Πειραιά κι εγώ, ως καλός μαθητής, πηγαίνω στην Ιωνίδειο Πρότυπο Σχολή. Μ’ άρεσε το λιμάνι, μέναμε σε μια πολύ ωραία πολυκατοικία Βασιλέως Γεωργίου και Κουντουριώτου, κοντά στο Δημοτικό Θέατρο – πήγαινα με τα πόδια στην Ιωνίδειο. Έπαιρνα τότε τη Rolleiflex 6X6 από τον πατέρα μου, έβγαινα στο Πασαλιμάνι, στην Πειραϊκή, και τράβαγα φωτογραφίες. Άλλες φορές, νύχτα, πήγαινα προς την Ακτή Κονδύλη και τον Άγιο Διονύση, στα μηχανουργεία και τις αποθήκες. Ήμουν μόνος μου. Μπορούσες, βέβαια, τότε να περπατήσεις άνετα, ήταν πραγματικά πολύ ωραία. Μετά ήρθαν κι άλλες μετακινήσεις. To ’66 μένουμε έναν χρόνο στη Σπύρου Μερκούρη στο Παγκράτι. Μένουμε τρία χρόνια στους Αμπελόκηπους, στην Ήλιδος. Έπειτα πάμε στον Πειραιά και τελικά ερχόμαστε στο Παλαιό Φάληρο, στην Εσπέρου. Συνολικά σε δέκα χρόνια αλλάξαμε πέντε περιοχές.
• Εγώ έκλινα στις θετικές επιστήμες. Διάβαζα πολύ μαθηματικά, φυσική, χημεία, βιολογία, μ’ άρεσε ιδιαίτερα η αστρονομία. Ταυτόχρονα διάβαζα παρά πολλή λογοτεχνία, ήμουν πολύ καλός στις εκθέσεις, στην ιστορία, στα αρχαία και στα λατινικά – κάποια στιγμή έπαιξε και το να πάω στο Διπλωματικό Σώμα. Διάλεξα όμως τη Νομική συνειδητά, γιατί είναι μια επιστήμη που σου ανοίγει πολλούς δρόμους. Όταν αρχίζεις να σπουδάζεις κάτι, δεν ξέρεις τι πραγματικά θα κάνεις μετά από δέκα χρόνια. Η Νομική σού ανοίγει τις περισσότερες προοπτικές. Δεν τη διάλεξα γιατί επηρεάστηκα από το πρότυπο του πατέρα μου ούτε βέβαια υπήρχε η παραμικρή σκέψη τότε να γίνω κάποια μέρα πρόεδρος του Ιδρύματος – ούτε κατά διάνοια.
• Με τον πατέρα μου δεν πέρασα κάποια φάση πατροφαγίας, όπως περνούν συνήθως τ’ αγόρια, έλειπε άλλωστε πολύ συχνά από το σπίτι, έχοντας πάει τελικά να δουλέψει για τον Ωνάση στο Μόντε Κάρλο. Η σχέση με τη μητέρα μου ήταν πολύ καλή – είχε φοβερή προσωπικότητα, ήταν αυτό που λέμε «αντρομητέρα». Όταν πέθανε η μάνα της ήταν 11 χρονών, η μεγαλύτερη από τέσσερα παιδιά, τα άλλα τρία ήταν αγόρια. Ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε μια Κυπραία, αλλά αποδείχθηκε σχιζοφρενής και την έκλεισαν στο ψυχιατρείο. Όταν η μητέρα μου παντρεύτηκε τον πατέρα μου έκανε τρία αγόρια, οπότε η μάνα μου μεγάλωσε ως μοναδική γυναίκα του σπιτιού εφτά άντρες! Η μητέρα μου είναι αυτή που μας έκανε όλα τα μαθήματα στο σπίτι – αγγλικά, γαλλικά, αρχαία, Ιστορία.
• Ο πατέρας μου πηγαινοερχόταν εν τω μεταξύ στο Μόντε Κάρλο. Προσπαθούσε να μας κρατήσει έξω από αυτόν τον κόσμο. Τον επισκέφθηκα πρώτη φορά το ’77. Δεν μου άρεσε αυτό που είδα, ένα πράγμα ψεύτικο, επίπλαστο. Εγώ ξεκινούσα από άλλη βάση, κουλτουριάρικη, τη γαλλική και αγγλική λογοτεχνία, αλληλογραφούσαμε με τον αδελφό μου τον Δημήτρη για πλάκα στα λατινικά όταν στέλναμε κάρτες από τα ελληνικά νησιά. Οπότε η πολυτέλεια αυτή, η ψεύτικη, μου φάνηκε κακόγουστη, δεν μου άσκησε καμία γοητεία. Και δεν αισθάνθηκα ενταγμένος σε αυτό το περιβάλλον ούτε τότε ούτε ποτέ.
Δεν θέλω άλλες εκθέσεις για τον Άντι Γουόρχολ, θέλω να βρούμε ποιος είναι ο σημερινός Άντι Γουόρχολ.
• Με τον Ωνάση δεν συναντήθηκα ποτέ. Eίχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο κάποιες φορές που έπαιρνε τον πατέρα μου κλασικά, το βράδυ, την ώρα που εμείς τρώγαμε, με φοβερό εκνευρισμό του πατέρα μου, «τι θέλει πάλι αυτός;». «Ναι, κύριε Ωνάση», «Δώσε μου, παιδί μου, τον μπαμπά σου», «Μπαμπά, ο κύριος Ωνάσης». Αυτό. Αντιθέτως είχα εικόνα για τον Αλέξανδρο – είχε έρθει στον Πειραιά πολλές φορές. Ένα πολύ καλό, απλό παιδί, ούτε ψαγμένο ούτε καβαλημένο, γλυκομίλητο, που έβλεπε τον πατέρα μου ως father figure. Ήταν ένας λυπημένος νέος. Δεν ήταν χαρούμενος. Είναι πολύ δύσκολο να ζήσεις αντιμετωπίζοντας έναν τόσο δύσκολο πατέρα σαν τον Ωνάση. Είχε μια μητέρα που ήταν επίσης πολύ δύσκολη, γιατί ο Ωνάσης την κεράτωνε αδιαλείπτως, ενώ τα παιδιά μεγάλωναν με νταντάδες που αλλάζανε διαρκώς. Τι να κάνει αυτό το παιδί; Πώς να είναι νορμάλ; Κι όλος ο κόσμος γύρω γύρω να τον κοιτάει σαν ένα πουγκί με λίρες.
• Το ‘77 τελείωσα τη Νομική, πήγα στρατό, έκανα 28 μήνες σημαιοφόρος στο Πολεμικό Ναυτικό, μετά έναν χρόνο στην Αix En Provence σπούδασα Ναυτικό Δίκαιο. Ως εξωτερικός φοιτητής του London School of Economics έκανα και οικονομικά παράλληλα με τις σπουδές μου – μου πήρε επτά χρόνια, αλλά το πήρα τελικά το πτυχίο, και με καλό βαθμό. Κάποια στιγμή έκανα κι ένα διδακτορικό στις Πολιτικές Επιστήμες στο ΕΚΠΑ, πάνω στο θέμα της απεικόνισης της δικαιοσύνης στην τέχνη ως πολιτικό φαινόμενο.
• Δεν ένιωσα ποτέ κάποια μορφή δυϊσμού μεταξύ των πρακτικών και των καλλιτεχνικών ζητημάτων. Είναι μια συνέχεια, ένα continuum. Δεν μπορείς να είσαι αποκλειστικά άνθρωπος της Τέχνης· πρέπει να ζεις στην εποχή σου. Εδώ, στο γραφείο μου, βλέπω έναν Παρθένη και δίπλα του έναν πίνακα της Ετέλ Αντνάν, την ώρα που σκέφτομαι αν πρέπει να αγοράσουμε ή να πουλήσουμε ένα πλοίο ή κάποια μετοχή, ή ότι κάποιος πρέπει να φύγει από την εταιρεία, γιατί δεν κάνει καλά τη δουλειά του. Πρέπει να είσαι ενεργός πολίτης, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορείς να είσαι μονομερής. Γι’ αυτό και πήγαινα πάντα στα δικαστήρια, ήμουν ενεργός, μάχιμος δικηγόρος. Μου άρεσε να αγορεύω, να τσακώνομαι με τους αντιδίκους, γιατί είναι κάτι που υπάρχει κατά κάποιον τρόπο στο αίμα μου. Έτσι απέκτησα μια άμεση αντίληψη της πραγματικότητας που βιώνουν οι άνθρωποι στην καθημερινότητά τους: διαζύγια, οικογενειακές διαφορές, εμπορικές διαφορές, κληρονομικούς καβγάδες. Περνούσε μπροστά μου όλη η παθολογία της κοινωνίας. Ενώ, λίγο μετά, πηγαίνω και αγοράζω πίνακες, παλαιά βιβλία ή με τις μικρές κόρες μου και την Αφροδίτη να δούμε τον Βερμέερ και τον Βαν Γκογκ στο Άμστερνταμ.
• Ευτυχισμένο με κάνει το γεγονός ότι μας δόθηκε η ευκαιρία, σ’ εμένα και στη γυναίκα μου Αφροδίτη (σ.σ. Παναγιωτάκου), να κάνουμε ωραία πράγματα. Ο Ωνάσης, όταν πέθανε, είχε 45 πλοία. Πήραμε τα μισά εμείς στο Ίδρυμα Ωνάση και τα μισά η κόρη του, Χριστίνα, με κλήρωση. Όπως στην παραβολή των ταλάντων, έπεσε ένα τάλαντο στο δικό μας χωράφι, του Ιδρύματος, το οποίο καλλιεργούμε ως σήμερα. Και το χωράφι πάει μια χαρά, δόξα τω Θεώ, χτύπα ξύλο. Αυτός όμως είναι και ο βαθύς μου φόβος, η επιχειρηματική υγεία του Ιδρύματος: χάρη σε ευτυχείς συγκυρίες, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια η περιουσία του Ιδρύματος έχει αυξηθεί σημαντικά. Αυτό είναι ένα ηθικό βάρος, με την έννοια ότι είμαστε κηδεμόνες αλλοτρίων χρημάτων που εξαρτώνται πολύ από εξωγενείς παράγοντες. Αν, δηλαδή, αύριο στην Κίνα συμβεί κάτι αντίστοιχο με τους Lehman Brothers, εμείς, που μεταφέρουμε πετρέλαια από τη Μέση Ανατολή στην Κίνα, θα έχουμε πρόβλημα. Εμείς, που έχουμε επενδύσει πολύ σημαντικά κεφάλαια στις χρηματαγορές των ΗΠΑ, θα έχουμε πρόβλημα. Όλα αυτά που βλέπεις, το νοσοκομείο, η Στέγη, οι υποτροφίες, ό,τι κάνουμε στην Αθήνα είναι το 40% των κερδών του επιχειρηματικού Ιδρύματος. Το υπόλοιπο 60% επανεπενδύεται. Αν, λοιπόν, δεν βγάζουμε κέρδη, δεν θα υπάρχει το 40%. Ή θα είναι πολύ λίγα και δεν θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε.
• Η ιδέα του Ωνάση ήταν η Χριστίνα να πάρει το 51% της περιουσίας και το 49% των ψήφων του Ιδρύματος. Το Ίδρυμα θα έπαιρνε το 49% της περιουσίας και το 51% του Ιδρύματος. Αυτό η Χριστίνα δεν το ήθελε, γιατί την υπέτασσε διοικητικά στο Ίδρυμα. Όταν πέθανε ο Ωνάσης, είχε συγγενείς που της φούσκωναν τα μυαλά: «Γιατί να έχεις αυτούς τους ξένους; Να πάρεις εσύ την περιουσία, και ό,τι ήθελε ο πατέρας σου να τα κάνεις εσύ. Γιατί να μπλέξεις με ιδρύματα;». Ο πατέρας μου την εξανάγκασε όμως να αλλάξει στάση, γιατί υπήρχε ιδιόχειρη διαθήκη του Ωνάση, λεπτομερέστατη, γραμμένη ενάμιση χρόνο πριν από τον θάνατό του, την οποία είχε σχεδιάσει νομικά ο πατέρας μου και κρατούσε αντίγραφο. Της είπε λοιπόν: «Εάν δεν εμφανίσεις τη διαθήκη, θα την εμφανίσω εγώ και θα αποκληρωθείς». Έτσι, όταν τελικά συστάθηκε το Ίδρυμα, το ‘77, η Χριστίνα, θυμωμένη μαζί του, τον απομάκρυνε, αλλά δεν μπορούσε να τον διώξει εντελώς, διότι ήταν ισόβιο μέλος. Παρέμεινε γραμματέας του Δ.Σ. με σημαντική επιρροή, αλλά δεν ήταν πια μέσα στα πράγματα. Έτσι, άρχισε να δικηγορεί ξανά. Έντεκα χρόνια μετά πεθαίνει αιφνιδίως η Χριστίνα και ο πατέρας μου γίνεται πρόεδρος του Ιδρύματος πια. Εγώ ανέλαβα τότε μόνος το δικηγορικό του γραφείο. Και λίγο μετά άρχισαν οι διαμάχες με τον Ρουσέλ, μια περίοδος δύσκολη.
• Ο Ρουσέλ ήταν ο σύζυγος της Χριστίνας, με τον οποίο έκανε την Αθηνά. Σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο, όταν πεθάνει η μητέρα ενός ανήλικου παιδιού (όπως εν προκειμένω η Χριστίνα), ο πατέρας του ανηλίκου έχει την πλήρη διαχείριση και την επικαρπία της περιουσίας του, χωρίς υποχρέωση λογοδοσίας. Υποχρεούται μόνο να επιστρέψει στο παιδί το αρχικό κεφάλαιο. Η διαθήκη όμως της Χριστίνας προέβλεπε ότι η κληρονομιά της στο παιδί της θα υπαγόταν στο ελληνικό δίκαιο. Και υπήρχε και ένα τρίτο δίκαιο, της Ελβετίας, που ήταν ο τόπος κατοικίας της Χριστίνας, της κόρης της και του Ρουσέλ βέβαια. Οπότε υπήρχε η σύγκρουση τριών δικαίων. Ο Ρουσέλ ήθελε να πάρει τη διαχείριση ολόκληρης της περιουσίας της κόρης του και να κάνει δικές του επιχειρήσεις. Στην αρχή το Ίδρυμα έβαλε νερό στο κρασί του, του έδινε ορισμένα ποσά, του άνοιξε όμως η όρεξη και δεν μαζευόταν. Οι επιχειρήσεις που έκανε δεν του έβγαιναν. Και σου λέει «δώσε μου τα όλα». Και για να τα πάρει όλα, άρχισε να επιτίθεται στο Ίδρυμα, για να αποδείξει ότι οι διαχειριστές της περιουσίας της κόρης του ήταν κακοί διαχειριστές.
• Οι κορυφαίες στιγμές της διαμάχης ήταν δύο: η μία ήταν στα ελβετικά δικαστήρια. Για τους Ελβετούς, που είναι και λίγο περίεργοι, κορυφαίο κριτήριο ήταν το συμφέρον του ανηλίκου. Βρήκαν, λοιπόν, μια σολομώντεια λύση, λέγοντας ότι δεν είναι προς το συμφέρον του ανηλίκου ούτε η διαχείριση της περιουσίας από τον πατέρα του (διότι είχε σύγκρουση συμφερόντων με την κόρη του) ούτε από τους Έλληνες, διότι ο τσακωμός τους με τον πατέρα του ανηλίκου είχε φτάσει στα άκρα. Οπότε όρισαν την ΚPMG ως προσωρινό διαχειριστή. Με ρώτησε τότε ο πατέρας μου «τι λες, να κάνουμε έφεση;», λέω «προς Θεού, όχι, είναι δώρο εξ ουρανού. Η απόφαση δεν λέει ότι είμαστε κακοί διαχειριστές ούτε μας κατηγορεί για τίποτα. Λέει ότι έχετε τσακωθεί με τον Ρουσέλ, πράγμα αντικειμενικό». Η δεύτερη στιγμή ήταν στα ελληνικά δικαστήρια και κράτησε δυο-τρεις μήνες. Ο Ρουσέλ κατηγορούσε τον πατέρα μου και τον Παύλο Ιωαννίδη, τον Απόστολο Ζαμπέλα και τον Θεόδωρο Γαβριηλίδη, που ήταν τότε επικεφαλής του Ιδρύματος Ωνάση, ότι ήταν καταχραστές. Η πλευρά του πατέρα μου και των άλλων κατηγορούσε τον Ρουσέλ ότι έχει κάνει ψευδή μήνυση, συκοφαντική δυσφήμηση κ.λπ. Οι Έλληνες αθωώθηκαν και ο Ρουσέλ καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλακή και διετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Το τελευταίο είχε μεγάλη σημασία, γιατί μεταξύ των πολιτικών δικαιωμάτων είναι και το δικαίωμα της διαχείρισης. Ο Ρουσέλ έφυγε από το δικαστήριο, χαστουκίζοντας δημοσίως τον δικηγόρο του. Ο πατέρας μου νίκησε μεν, αλλά σωματοποιώντας τόσο στρες, έπαθε καρκίνο. Έτσι συνέβησαν τέσσερις θάνατοι για να φτάσω εδώ που έφτασα: του Αλέξανδρου, του Ωνάση, της Χριστίνας και του πατέρα μου. Ο πατέρας μου θεωρητικά θα μπορούσε να ζει ακόμη.
• Η ιδέα της Στέγης γεννήθηκε την εποχή του πατέρα μου, τότε άρχισε και να χτίζεται. Ήθελε ένα πολιτιστικό κέντρο παλαιού τύπου. Αλλά όταν πέθανε, σκέφτηκα ότι υπάρχει Εθνική Πινακοθήκη, υπάρχει Εθνικό Θέατρο, Λυρική Σκηνή, Μέγαρο, όλοι οι θεσμοί που κάνουν κάποια πράγματα και δεν έχει κανένα νόημα να τους ανταγωνιστούμε. Θα κάνουμε, λέω, αυτό που δεν κάνει κανένας άλλος, γιατί έχουμε την οικονομική δυνατότητα και τη διανοητική βούληση. Δεν θα βάλουμε έναν καλλιτεχνικό διευθυντή ο οποίος θα νέμεται τη Στέγη και θα κάνει ό,τι θέλει. Θα έχουμε μια ομάδα κρούσεως τριών, τεσσάρων, πέντε ανθρώπων, μια κολεκτίβα που θα συνεργάζεται και θα αποφασίζει. Είχαμε τότε τον Χρήστο Καρρά, εκτελεστικό διευθυντή και στα μουσικά, τη Μαριλένα Καρά στα εικαστικά και την Κάτια Αρφαρά στο θέατρο και στον χορό. Τότε γνώρισα και την Αφροδίτη, που ανέλαβε τη Διεύθυνση Επικοινωνίας, δουλειά που έκανε μέχρι τότε στη Λυρική Σκηνή με τον Λαζαρίδη και τον Οδυσσέα Κυριακόπουλο. Αλλά η φορά των πραγμάτων και η προσωπικότητά της την οδήγησαν να παίξει έναν άλλο, καθοριστικό πλέον ρόλο στη Στέγη. Στα πρώτα δέκα πρόσωπα που προσελήφθησαν είπα «δεν θέλω να κάνετε αυτό που νομίζετε ότι αρέσει σ’ εμένα αλλά αυτό που δεν κάνει κανένας άλλος. Μπορούμε να πάρουμε ρίσκο. Αποδέχομαι εκ προοιμίου ότι ένα 20-25% από αυτά που θα κάνετε δεν θα βγει καλό. Και φυσικά μερικές φορές θα οδηγηθούμε σε αδιέξοδο. Το θέμα τότε είναι να στρίψεις και να κάνεις κάτι άλλο. Θα είμαστε inclusive από την αρχή σε όλα. Και σε ζητήματα εθνοτικά, και σεξουαλικού προσανατολισμού, σε όλα. Δεν θέλω άλλες εκθέσεις για τον Άντι Γουόρχολ, θέλω να βρούμε ποιος είναι ο σημερινός Άντι Γουόρχολ».
• Δεν θεωρώ ότι έχουμε ανταγωνισμό με κανέναν άλλο οργανισμό ή ίδρυμα. Δεν κάνουμε τα ίδια πράγματα, εκτός απ’ όταν μας αντιγράφουν (γελάει). Ούτε κάναμε ποτέ κάτι με κριτήριο τι κάνει ο άλλος. Το κάνουμε επειδή μας αρέσει, το πιστεύουμε και θεωρούμε ότι αυτό πρέπει να γίνει.
• Εμείς δεν ζητάμε λεφτά από το κράτος· εμείς δίνουμε λεφτά στο κράτος. Εμείς είπαμε ότι τη Στέγη, σε αντίθεση με κάποιο άλλο ίδρυμα, θα τη χτίσουμε στο δικό μας οικόπεδο, με τα δικά μας χρήματα, χωρίς να ζητήσουμε χορηγία από κανέναν, κράτος ή ιδιώτη. Ό,τι κάνουμε –καλό, κακό ή μέτριο– το πληρώνουμε και είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτό. Έχουμε αυτή την ανεξαρτησία.
• Το χρήμα είναι ένα μέσο, σαν να έχεις ένα κατσαβίδι ή ένα σφυρί. Μπορείς να το χρησιμοποιήσεις για να κάνεις πολλά πράγματα, να χτίσεις ή να καταστρέψεις, ακόμα και τον εαυτό σου. Ο πατέρας μου ήταν άτυχος γιατί δεν πρόλαβε να δει πώς πολλαπλασιάσαμε το τάλαντο που μας δόθηκε και χτίσαμε πράγματα που ομορφαίνουν την πόλη και βοηθάνε τον κόσμο. Φυσικά και άγγιξε και μένα ο ελληνικός φθόνος –γαϊδούρι είμαι;–, εγώ όμως, σε αντίθεση με τον πατέρα μου, είχα την πολυτέλεια του χρόνου. Η απάντησή μου ήταν «περιμένετε να δείτε το αποτέλεσμα». Αυτήν τη στιγμή ο κόσμος που έχει επωφεληθεί από το Ίδρυμα μετριέται σε κάποια εκατομμύρια. Από το Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Νοσοκομείο περνάνε 70.000 ασθενείς τον χρόνο. Υπολογίστε πόσοι είναι στα τριάντα χρόνια λειτουργίας του.
• Δεν είμαι από αυτούς που λένε «η παλιά Αθήνα τι καλύτερη που ήταν». Τι καλύτερη; Χάλια ήταν. Όπως ήταν χάλια και το ’66 και το ’75 και το ’80. Δεν έχει γίνει παράδεισος σήμερα, όμως από το ’98 μέχρι το 2004, με τα στραβά και τα κακά, γίνανε και πολλά καλά πράγματα. Τα οποία πράγματα μας κρατάνε. Και την τελευταία πενταετία πιστεύω γίνανε πράγματα.
• Την περίοδο 2015-2019, αν εξαιρέσουμε το πρώτο εξάμηνο, που ήταν μπάχαλο, υπήρχε μια φοβερή δυνατότητα η χώρα να ορθοποδήσει και να αλλάξει. Δυστυχώς, δεν άλλαξε. Η κυβέρνηση της εποχής εκείνης θα μπορούσε, με αφορμή και δικαιολογία την καταστροφή που είχαμε υποστεί ως χώρα, να κάνει ένα τεράστιο βήμα μπροστά, είχε τα χέρια λυμένα. Όπως και η σημερινή κυβέρνηση έχει τα χέρια λυμένα· θα μπορούσε να αναλάβει το πολιτικό κόστος και να κάνει τρεις γενναίες μεταρρυθμίσεις. Αλλά η Ελλάδα προχωρά σαν το καβούρι. Για να πάει στον βράχο να βουτήξει, δεν πηγαίνει ποτέ στη σωστή κατεύθυνση. Εν τέλει, όμως, φτάνει, αφού έχει δαπανήσει πολύ χρόνο. Στο μεταξύ, πολλά καβούρια τα έχουν πιάσει οι γλάροι και τα τρώνε.
• Στα σχέδιά μας είναι ένα καταπληκτικό βιομηχανικό κτίριο 6.000 τ.μ. στου Ρέντη που θα το εγκαινιάσουμε πολύ σύντομα και θα γίνει ένα νέο τοπόσημο. Πήραμε και το πρώην Αθηναϊκό, μια υπαίθρια σκηνή που κάποτε στέγασε και την περίφημη Μάντρα του Αττίκ, αυτό το θεατράκι δίπλα στο Ίδρυμα, στην Αμαλίας, που το κυνηγάω από το ’93, και το αποκαταστήσαμε – ένα πολύ όμορφο υπαίθριο θεατράκι. Έχουμε πάρει και ένα άλλο κτίριο, τη στοά Ματάλα στην Πατησίων. Αλλά πολύ σημαντικό είναι το νοσοκομείο μεταμοσχεύσεων που φτιάχνουμε, πράγμα που πολύς κόσμος δεν έχει συνειδητοποιήσει πόσο θα του αλλάξει τη ζωή. Θα είναι εξειδικευμένο νοσοκομείο για μεταμοσχεύσεις καρδιάς, πνεύμονα, ήπατος, παγκρέατος και νεφρών. Παράλληλα, τρέξαμε και το εθνικό σχέδιο για τις μεταμοσχεύσεις που έγινε νόμος του κράτους, κάναμε την καμπάνια που τριπλασίασε ήδη τον αριθμό των δοτών. Φέτος, για πρώτη φορά θα έχουμε 120 δότες. Πέρα από αυτό, ανανεώσαμε όλα τα χειρουργεία και τον εξοπλισμό του Ωνάσειου Νοσοκομείου. Φτιάξαμε το πρώτο πλήρως ψηφιακό νοσοκομείο. Έχουμε τη δυνατότητα να στείλουμε την ψηφιακή εικόνα ενός ασθενούς σε ένα artificial intelligence στη Γερμανία, όπου ένας αλγόριθμος θα υποδείξει στον γιατρό ποιο σημείο είναι συμβατό με ποια διάγνωση. Μπορούμε να φτιάξουμε ψηφιακό άβαταρ της καρδιάς του ασθενούς, ώστε ο γιατρός που θα πάει να κάνει εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς να την έχει οπτικοποιήσει πριν. Μπορεί ακόμη και να εκτυπώσει σε 3D printer την καρδιά και να την έχει μπροστά του.
• Σε ένα τραπέζι τις προάλλες μού λέγανε ότι δεν υπάρχει καλλιτεχνική ελίτ σήμερα στην Ελλάδα. Πέθανε ο Χατζιδάκις, πέθανε ο Θεοδωράκης, πέθανε ο Μόραλης και ο Σεφέρης, πέθαναν όλοι εν πάση περιπτώσει. Δεν συμφωνώ. Υπάρχουν και σήμερα πολλοί σοβαροί καλλιτέχνες με έργο που αναγνωρίζεται διεθνώς. Η Χρύσα, ο Takis, ο Κουνέλλης… Από τους σύγχρονους και εν ζωή, διεθνή διαδρομή έχουν ο Βαρελάς, ο Αγγελιδάκης, η Σαγρή, ο Πλέσσας, η Χασάμπη κ.ά. Στη μόνιμη έκθεση του Μπομπούρ, δίπλα στον Κουνέλλη και τον Στάμο, υπάρχουν έργα του Απόστολου Γεωργίου που ζει τώρα και δημιουργεί στην Αθήνα. Εμείς αυτούς τους καλλιτέχνες τους ψάχνουμε (ή μας ψάχνουν αυτοί) και προσπαθούμε να τους συνδράμουμε όχι όπως παλιά, με υποτροφίες, αλλά με residencies, ώστε να κάνουν τη δουλειά τους ή να πάνε να δουλέψουν έξω.
• Πιστεύω ότι όποιος, λόγω ευφυΐας ή τύχης, έχει την οικονομική δυνατότητα, οφείλει να ανταποδίδει στην κοινωνία μέρος των αγαθών του. Έχει υποχρέωση, δεν πρέπει να επαφίεται στην καλή του διάθεση. Ζούμε εν κοινωνία. Παίρνουμε από αυτή την κοινωνία παιδεία, υγεία, πρόνοια, υποδομές κ.λπ. – το ότι πληρώνουμε φόρους δεν αρκεί. Στο επίπεδο της ελίτ του πλούτου, βλέπω ότι πολλοί επικεντρώνονται σε ρηχές κοσμικότητες, χωρίς να τους νοιάζει η ουσία της τέχνης ή η ανταπόδοση στην κοινωνία. Υπάρχουν όμως και σήμερα μεγάλοι ευεργέτες και ιδρύματα. Ο Θανάσης Μαρτίνος, ο Πάνος Λασκαρίδης, η οικογένεια του Πήτερ Λιβανού, τα Ιδρύματα Νιάρχου, Ευγενίδη, Μποδοσάκη, Στασινόπουλου κ.ά. που θέλουν να μείνουν ανώνυμοι, αλλά είναι σημαντικοί.
• Ούτε ο Ωνάσης έκανε σημαντικές αγαθοεργίες όσο ζούσε. Ούτε συλλέκτης ήταν ούτε υποστήριξε την τέχνη ή την επιστήμη. Έκανε όμως μία και μοναδική γενναία τελευταία πράξη λίγο πριν πεθάνει: το Ίδρυμα! Το οποίο, πενήντα χρόνια μετά, συνεχίζει να υπάρχει, να αναπτύσσεται, να δουλεύει, διαιωνίζοντας το DNA του Ωνάση, ο οποίος ήταν ρηξικέλευθος, ριζοσπαστικός, αθόρυβα βαθύς, και έκανε ό,τι ήθελε. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώτος του μεγάλος έρωτας ήταν μια πριμαντόνα της όπερας, Σουηδέζα στην Αργεντινή, η Ίνγκεμπορ Ντέντιχεν.
• Μ’ αρέσει να είναι κανείς ρηξικέλευθος. Και θεωρώ ότι έτσι είμαι κι εγώ. Είμαι μέσα στο σύστημα, αλλά στην πραγματικότητα είμαι εξωσυστημικός. Ήταν κι ο πατέρας μου έτσι, αλλά όχι τόσο. Και στα επιχειρηματικά έτσι λειτουργώ. Όταν το Ίδρυμα πούλησε το Olympic Tower στη Νέα Υόρκη και τα ακίνητα του Ιδρύματος στο Λονδίνο, όλοι μού είπαν «μα πουλάς τα διαμάντια του στέμματος;». Εκ των υστέρων αποδείχτηκε ότι έκανα καλά – λίγο μετά συνέβη το Brexit. Όσο για το Olympic Tower, θα μπορούσαμε αυτήν τη στιγμή να το αγοράσουμε με τα μισά λεφτά απ’ ό,τι το πουλήσαμε. Και πλοία πουλήσαμε πολλά, και, όπως απεδείχθη, καλά κάναμε.
• Και στη ζωή μου είμαι αντισυμβατικός, αλλά μην μπούμε και στα ιδιωτικά τώρα. Το γεγονός ότι μετά από τριάντα χρόνια έγγαμης και τακτοποιημένης ζωής, χώρισα, άλλαξα τη ζωή μου εντελώς και παντρεύτηκα μια γυναίκα που κανείς δεν περίμενε ότι θα με παντρευτεί ή θα την παντρευτώ, ήταν ρηξικέλευθο.
• Η σχέση μου με την Αφροδίτη ήταν έρωτας κεραυνοβόλος. Είναι το πρόσωπο που μου άλλαξε τη ζωή in medias res, το οποίο επέλεξα και με επέλεξε. Ήταν και συνεχίζει να είναι μια διαρκής πρόκληση να ζεις μαζί της, με την καλή έννοια του όρου. Γιατί η Αφροδίτη δεν εφησυχάζει κι έχει πραγματικά τεράστια γνώση του πολιτισμού, συνδυάζει ευφυΐα αλλά και βαθιά γνώση σε πράγματα για τα οποία εγώ δεν έχω την αντίστοιχη πληροφόρηση. Διαρκώς σε προκαλεί να ξεπεράσεις τον εαυτό σου, να αλλάξεις, διαρκώς εξελίσσεται και σε καλεί να εξελιχθείς κι εσύ μαζί της. Αλλού συμπληρώνω εγώ σε τομείς που ίσως έχω καλύτερη πρόσβαση. Όμως λειτουργούμε σαν ένα team το οποίο μέχρι τώρα έχει κάνει πολλά και καλά πράγματα. Με κορυφαίο, τα καλά παιδιά που κάναμε μαζί. Και είμαι ευτυχής που είναι κοντά με τα αδέλφια τους, τα μεγάλα μου παιδιά και τα δυο εγγόνια μου.
• Συλλέγω έργα τέχνης έτσι όπως οι αλπινιστές κατακτούν τις κορυφές, επειδή υπάρχουν! Δεν τα αγοράζω ως επένδυση αλλά επειδή μ’ αρέσει να είμαι περικυκλωμένος από την ομορφιά της ανθρώπινης διάνοιας και με βοηθάνε να αντιμετωπίζω την καθημερινότητα.
• Πώς θα χαρακτήριζα τον εαυτό μου; Μήπως να σου απαντήσω αύριο; Τέλος πάντων, το μότο που με χαρακτηρίζει είναι αυτό που είπε ο Αντόνιο Γκράμσι, ότι πρέπει να έχουμε optimism of the will, pessimism of the intellect: να είμαστε αισιόδοξοι όταν σχεδιάζουμε και επιθυμούμε κάτι, απαισιόδοξοι όταν το υλοποιούμε. Με χαρακτηρίζει επίσης η έμφυτη περιέργεια που έχω να διαβάζω τα πάντα, να ακούω τα πάντα, να κάνω τα πάντα. Ήθελα ανέκαθεν να είμαι Ηomo universalis. Nα διαβάζω, ας πούμε, τον Όμηρο στο πρωτότυπο, με σχόλια συντακτικά, γραμματική, προσωδία. Τον Θουκυδίδη στο πρωτότυπο, τους διαλόγους του Πλάτωνα, τους λυρικούς… Και φυσικά, να βλέπω σινεμά. Αν η Οδύσσεια και το Μόμπι Ντικ ήταν τα βιβλία που με διαπέρασαν διαχρονικά, στον κινηματογράφο το αντίστοιχο ήταν η Έβδομη Σφραγίδα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, η γλυκόπικρη αισιοδοξία που βγαίνει από τον βαθύ της πεσιμισμό, αλλά και το 2001: A Space Odyssey του Στάνλεϊ Κιούμπρικ.
• Δεν ξέρω αν είμαι σκληρό καρύδι στα επιχειρηματικά ζητήματα, σκληρός άνθρωπος πάντως δεν είμαι. Απλώς με λόγια, με φυσιογνωμία και με τρόπους έχω φτιάξει την πανοπλία που λέει ο Καβάφης.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.