Η ΟΡΑΣΗ ΕΙΝΑΙ μια τόσο δυνατή αίσθηση που πιστεύω πως οι άνθρωποι δεν την αξιοποιούν όσο μπορούν. Τη χαραμίζουν, γιατί είναι και μια αίσθηση που μπορεί να σε κοροϊδέψει. Πολλά πράγματα που σχετίζονται με την ομορφιά δεν έχουν να κάνουν με την ομορφιά αυτή καθαυτή. Η ομορφιά δεν βασίζεται στην όραση 100%, ίσα-ίσα η όραση χάνει την ουσία της εκεί.
Στην όρασή μας παρεμβαίνουν τόσα πράγματα που διαστρεβλώνονται από στερεότυπα, με κακώς υποβεβλημένα πρότυπα. Αλλά μιλώντας για τη δική μου εμπειρία, είναι ωραίο που εγώ τουλάχιστον δεν βομβαρδίζομαι απ’ όλα όσα βομβαρδίζουν συχνά ένα μη τυφλό άτομο. Ξέρεις, το να βλέπεις σημαίνει τόσο πολλά. Φέρνει πολλή λειτουργικότητα και έμπνευση, φέρνει όμως και πλάνη.
Δεν ξέρω για τους άλλους, εγώ σίγουρα είμαι ένας άνθρωπος που σε μεγάλο βαθμό δεν ακολούθησα ποτέ μου τα στερεότυπα αναφορικά με τη μόδα και την εμφάνιση. Έκανα πάντα αυτό που ένιωθα ότι μου ταιριάζει. Ναι... άγρια νιάτα και συνεχίζω. Είμαι πιο ροκού. Και σχεδόν όλοι μού λένε ότι το υποστηρίζω. Δεν είναι κάτι που φωνάζει από μακριά, δεν είναι κάτι πολύ extreme. Εντάξει, δουλεύω κιόλας, αλλά το στοιχείο του ροκ, έστω ένα σκουλαρίκι, ένα βραχιόλι, ένα μπουφάν, λίγο το ξυρισμένο tribal κάτω από τα μαλλιά, μου λένε ότι το υποστηρίζω, ότι μου δίνει εκτόπισμα, ενώ είμαι μικρούλα στο ύψος.
Πολλές φορές οι άνθρωποι που με αγαπάνε, και όχι μόνο, ακόμα και άγνωστοι στον δρόμο, άνθρωποι που μπορεί να μου πουν μια καλημέρα ή και οι ταξιτζήδες, είναι ο καθρέφτης μου. Μου λένε «α, αυτό σου πάει, αυτό δεν σου πάει, τα μαλλιά σου τι ωραία που τα έκανες σήμερα, το κραγιόν το έχεις βάλει καλά» και με βλέπω.
Δεν έδωσα ποτέ σημασία σε πράγματα που απασχολούν τα μυαλά άλλων. «Έχουμε πένθος, πρέπει να μη στολίζουμε». Όλα αυτά τα «τι θα πει ο κόσμος». Δεν με ενδιέφερε ποτέ μου η Εκκλησία, ο Θεός, οι προκαταλήψεις, οι προλήψεις, το αν θα πάρω κάποιον τηλέφωνο στη γιορτή του ή όχι, μη με παρεξηγήσουν· αν θα παντρευτώ, αν δεν θα παντρευτώ, αν θα κάνω παιδιά, αν δεν θα κάνω παιδιά. Είναι πράγματα που εμένα δεν με ακουμπούσαν και δεν με ακουμπούν καν. Κι έτσι, η ψυχή μου είναι πιο ανάλαφρη. Γιατί η ψυχή πιέζεται... Υπάρχουν άμυνες, πεποιθήσεις που ορίζουν τη ζωή μας σαν αόρατα νήματα και προκαλούν τόσο πολλά ψυχοσωματικά. Είναι δύσκολο τελικά να πεις ότι «εγώ θέλω να κάνω τη ζωή μου» και πολλές φορές οι επιλογές μου μπορεί να φαίνονται στους άλλους δυσάρεστες, αλλά τελικά ίσως είναι πιο υγιείς.

Είναι αυτό που μου είπες πριν: «Θα μείνω μόνος μου;». Καλύτερα να μείνεις μόνος σου ή να είσαι μόνος για κάποιο διάστημα, παρά να είσαι με έναν άνθρωπο που δεν μπορείς ή δεν θέλεις να είσαι. Είναι συμβιβαστική η σχέση ή τοξική, δεν έχει νόημα αυτό. Κι όλα αυτά μας βαραίνουν πολύ, πάρα πολύ, και επηρεάζουν το μέσα μας. Αυτό ίσως να περιορίζει το πώς βλέπουμε τα πράγματα. Ένας άνθρωπος που βαρύνεται με όλα αυτά είναι πολύ πιο δύσκολο να βλέπει την ομορφιά γύρω του, γιατί δεν είναι καλά.
Κι αν δεν νιώθεις καλά με τον εαυτό σου, τι κάνεις; Βλέπεις τον κόσμο μέσα από την αγωνία μιας διαρκούς τελειότητας, κυνηγάς το τέλειο, το οποίο είναι μια ουτοπία που δεν υπάρχει, είναι ένα εννοιολογικό κατασκεύασμα που αν ψάξουμε να το βρούμε αυτολεξεί, δεν θα το βρούμε ποτέ. Το τέλειο είναι ο συμβιβασμός που κάνουμε με τον εαυτό μας, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούμε εύκολα να αλλάξουμε κάποια πράγματα, αλλά μπορούμε να προσαρμοστούμε σε αυτά, ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε το μέλλον μας. Πρέπει να αποδεχτούμε ότι κάποια πράγματα σε αυτήν τη ζωή δεν μπορούμε να τα ορίσουμε: Αυτό, ρε συ Ίωνα, είναι το τέλειο.
Από παιδί ένιωθα ότι είμαι ικανή να κάνω πράγματα και δεν σπαταλούσα την ενέργειά μου να κοιτάω πώς είναι οι άλλοι. Ζω, όπως λένε οι ποιοτικοί ερευνητές, κοιτάζοντας τον κόσμο σαν ένας ξένος σε μια ξένη γη, σε έναν διαφορετικό πλανήτη. Λέω συνέχεια: «Να μάθω, να μάθω...». Αν το δεις γνωστικά, κάπου εστιάζουμε όλοι. Το θέμα είναι πού. Ο κόσμος αλλάζει συνεχώς γύρω μας κι εμείς, για να μπορέσουμε να λειτουργήσουμε, εστιάζουμε κάπου επιλεκτικά.
Και η όρασή μας εστιάζει εκεί, οπότε όλα τα άλλα δεν τα βλέπουμε. Είμαστε ασυνείδητα τυφλοί δηλαδή, για να μπορέσουμε να είμαστε λειτουργικοί, να μιλάμε, να θυμόμαστε. Θυμάμαι έναν τύπο που ήταν τυφλός και είδε σε μεγάλη ηλικία, έπειτα από μια επέμβαση, και είπε ότι: «Όταν είδα τον κόσμο, επειδή δεν με είχε εκπαιδεύσει κανείς, πήρα σκύλο οδηγό, ενώ ως τυφλός δεν είχα, γιατί προσπαθούσα να τα δω όλα μονομιάς, κοιτούσα δεξιά-αριστερά και τελικά δεν μπορούσα να εστιάσω κάπου. Ήταν σαν να μην βλέπω».
Παλιότερα έκανα συνεχώς ανάλογες σκέψεις: «Πώς θα ήταν αν έβλεπα; Πώς είναι να βλέπεις; Πώς είναι να βλέπεις καθαρά, τα πάντα, τρισδιάστατα; Πώς ενοποιείται μια εικόνα με τα δυο μάτια και πώς ένα αντικείμενο φαίνεται να αλλάζει θέση σε μια σκηνή, ενώ στην ουσία παραμένει ακίνητο;». Όλα αυτά τα γνωρίζω μόνο μέσα από τα βιβλία, αφού μελετούσα για χρόνια την οπτική αντίληψη. Η λογική των φωτογραφικών μηχανών με βοήθησε πολύ να κατανοήσω τη λειτουργία της όρασης και κάπως έτσι έμαθα να φωτογραφίζω. Πλέον δεν με απασχολεί το ζήτημα. Δεν ξέρω πώς είναι ο κόσμος για τα μη τυφλά άτομα. Για μένα είναι αυτός που αντιλαμβάνομαι, που βλέπω, αν θες, με τον δικό μου τρόπο. Έχω αποδεχτεί την ύπαρξή μου.
Επίσης, σκέφτομαι πως αν ξαφνικά έβλεπα, ούσα τυφλή από μωρό, θα είχα πρόβλημα να προσαρμόσω αυτό που βλέπουν τα μάτια μου σε αυτά που προσλαμβάνει ο εγκέφαλός μου. Δεν θα είχα καμία αντιληπτική σταθερότητα. Δηλαδή, θα έβλεπα έναν κόσμο χωρίς τους μηχανισμούς που αναπτύσσει ο εγκέφαλος, προκειμένου να μας είναι ευκολότερα αντιληπτός. Θα ήταν ένας κόσμος ωμός, σκληρός, βίαιος. Θα ήταν σαν να ξαναγεννιόμουν και ξαναμάθαινα τον κόσμο από την αρχή. Ιδιαιτέρως παλιότερα, με σταματούσαν κυρίες στον δρόμο και μου έλεγαν: «Μακάρι να σου δώσει ο Θεός το φως σου!». Δεν μπορούν να κατανοήσουν πώς ένα άτομο μπορεί να είναι ολοκληρωμένο ακόμα και χωρίς όραση. Αυτή η τάση να θεραπεύσουμε την αναπηρία σαν να είναι ασθένεια, ενώ είναι μια κατάσταση, είναι απάνθρωπη.
Έχει τύχει να μιλάω με μια γυναίκα, να την έχω φανταστεί αλλιώς και όταν την αγγίξω για να δω πώς είναι να τη βλέπω τελείως διαφορετική. Και να τη βλέπουν κι αυτοί που «βλέπουν» και να μου λένε: «Μα με αυτήν είσαι;» και «Τι της βρίσκεις;». Αλλά εμένα μου άρεσε, μου άρεσε ο τρόπος που έλεγε το όνομά μου ή που έπιανε το χέρι μου. Ήξερα κιόλας ήδη πως ήταν όμορφη για όλα αυτά που σου λέω· με το να την αγγίξω, όμως, έδωσα εικόνα στο πρόσωπό της.
Πολλές φορές οι άνθρωποι που με αγαπάνε, και όχι μόνο, ακόμα και άγνωστοι στον δρόμο, άνθρωποι που μπορεί να μου πουν μια καλημέρα ή και οι ταξιτζήδες, είναι ο καθρέφτης μου. Μου λένε «α, αυτό σου πάει, αυτό δεν σου πάει, τα μαλλιά σου τι ωραία που τα έκανες σήμερα, το κραγιόν το έχεις βάλει καλά» και με βλέπω. Είδα μια συνάδελφο το πρωί στο κυλικείο που δεν την ήξερα, μια γιατρέσα, και μου είπε: «Είστε πολύ όμορφη». Μου άρεσε έτσι όπως το είπε, πρωί πρωί. Εγώ είχα πάει να πάρω έναν καφέ και μου ήρθε αυτή η αυθόρμητη αγάπη που ήταν σαν να είχα έναν καθρέφτη και να κοιτούσα τον εαυτό μου, ενώ δεν με έχω δει ποτέ.
— Μα, όταν ακούς καλά λόγια από κάποιον, και τα εννοεί, δεν είναι σαν να ποτίζεται κάτι μέσα σου;
Έχεις δίκιο, Ίωνα. «Ποτίζεται κάτι μέσα σου», τι ωραία έκφραση, σε αναζωογονεί. Ή, ας πούμε, πήγα στο κομμωτήριο, να κουρευτώ, να βάψω τα μαλλιά μου, και μου είπε η κομμώτρια, που με ξέρει κιόλας, «εγώ πιστεύω θα σου πηγαίνουν έτσι». Λέω εντάξει, γιατί με ξέρει, και το νιώθω κι εγώ, δηλαδή το κόκκινο που έκανα τώρα ήταν ένα χρώμα που το είχα πολλά χρόνια. Και όντως μου λένε ότι μου πάει. Και είδες, εγώ την εμπιστεύτηκα... Σ’ αρέσουν τα μαλλιά μου;
— Ναι... Μου αρέσουν πολύ. Εγώ πώς είμαι, είμαι οk για το ραντεβού που έχω μετά;
Ναι, ρε, κομπλέ είσαι. Μην προσπαθείς να τα φτιάξεις τα μαλλιά σου, είναι αυτό το επιμελώς ατημέλητο. Σου πάνε.
Η Ιωάννα - Μαρία Γκέρτσου είναι ψυχολόγος στην παιδοψυχιατρική κλινική του νοσοκομείου παίδων «Αγία Σοφία» και συνιδρύτρια της πρώτης σχολής σκύλων οδηγών στη χώρα μας.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.