Η Αργυρώ Χιώτη είναι η νέα καλλιτεχνική διευθύντρια του Εθνικού Θεάτρου. Για να βγει λευκός καπνός με σύμπνοια, πενταμελής επιτροπή αποτελούμενη από τον νομικό Κωνσταντίνο Χριστοδούλου και τους Γιάννη Μπέζο, Φιλαρέτη Κομνηνού, Νίκο Χατζόπουλο και Πρόδρομο Τσινικόρη εξέτασε περισσότερους από είκοσι φακέλους υποψηφίων που παρουσίασαν το σχέδιο-όραμά τους για την πρώτη σκηνή της χώρας.
Η επιλογή της Αργυρώς Χιώτη εξέπληξε κάποιους που θεωρούν ότι ήταν «αουτσάιντερ» σε σχέση με όσους έφτασαν στην τελική ευθεία, αφού οι άλλοι υποψήφιοι φιναλίστ είχαν μεγαλύτερη γνώση του πολύπλοκου συστήματος λειτουργίας των κρατικών σκηνών και των δυσκολιών τους, πρωτίστως διοικητική εμπειρία.
Όπως φαίνεται από τις δημόσιες αντιδράσεις κυρίως στα σόσιαλ μίντια, πολλούς άλλους χαροποίησε το γεγονός ότι στο πρόσωπό της γυναίκας που γίνεται η πρώτη καλλιτεχνική διευθύντρια του Εθνικού μέσω αυτού του τύπου της διαδικασίας (το 1992 η Ντόρα Τσάτσου ανέλαβε με διορισμό τη διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1993 και ακολούθησε η Λαλούλα Χρυσικοπούλου μέχρι το 1994) βλέπουν έναν άνθρωπο που δεν έχει φθαρεί από παιχνίδια εξουσίας και δεν έχει τριβές στον χώρο, εν ολίγοις είναι χαμηλών τόνων και με όχι και τόσο μεγάλη ανάγκη για προσωπική προβολή, όπως έχουν δείξει μέχρι σήμερα τα πράγματα.
Ο απερχόμενος καλλιτεχνικός διευθυντής Γιάννης Μόσχος δείχνει να τη στηρίζει δημοσίως, θα την προετοιμάσει για τον ρόλο της και μεταξύ τους δεν θα ειπωθούν μόνο οι τυπικές κουβέντες που λέγονται συνήθως στις συνεντεύξεις Τύπου παράδοσης - παραλαβής (που από κάτω βράζει το καζάνι και ξεκαρφώνεται το σύστημα).
Για τους ανθρώπους έξω από τον χώρο του θεάτρου είναι ακόμα μια σχεδόν άγνωστη· αυτό είναι και καλό και κακό, δηλαδή ο τρόπος που θα τη γνωρίσουν και το προφίλ που θα παρουσιάσει είναι στο χέρι της.
![Οι προκλήσεις και τα στοιχήματα της Αργυρώς Χιώτη](/sites/default/files/styles/main/public/articles/2025-02-10/image_21_9.jpg?itok=1OkADyJp)
Το βέβαιο είναι ότι η διαδοχή στο Εθνικό θα γίνει ομαλά. Ο απερχόμενος καλλιτεχνικός διευθυντής Γιάννης Μόσχος δείχνει να τη στηρίζει δημοσίως, θα την προετοιμάσει για τον ρόλο της και μεταξύ τους δεν θα ειπωθούν μόνο οι τυπικές κουβέντες που λέγονται συνήθως στις συνεντεύξεις Τύπου παράδοσης - παραλαβής (που από κάτω βράζει το καζάνι και ξεκαρφώνεται το σύστημα).
Ο Γιάννης Μόσχος φρόντισε και την απαλλάξει από τον προγραμματισμό για την Επίδαυρο, έχοντας έτοιμο το πρόγραμμα με την επανάληψη της «Ορέστειας» του Θ. Τερζόπουλου και μία ακόμα παράσταση με ξένο σκηνοθέτη σε συμπαραγωγή με το Φεστιβάλ Αθηνών, αλλά της κληροδοτεί και την πρώτη της πρόκληση, το πρώτο αγκάθι, την υπογραφή της συλλογικής σύμβασης, για την οποία ο ίδιος έχει συγκρουστεί μετωπικά με τους εργαζόμενους του Εθνικού, ενώ κατηγορείται από το σωματείο τους για αδιάλλακτη στάση.
Η Αργυρώ Χιώτη μόλις επέστρεψε από τη Βέροια μετά το ανέβασμα της παράστασης του έργου του Jules Romains «Κνοκ ή ο Θρίαμβος της Ιατρικής» που θα έρθει και στην Αθήνα, στο Θέατρο Τέχνης, και έχει μπροστά της λίγο χρόνο για να γνωρίσει το σύστημα και να δείξει ή να πείσει γρήγορα ότι αυτό που θα προτείνει είναι πιο ευρύ, πιο ανοιχτό και ίσως πιο «φιλόξενο» από το θέατρο που κάνει η ίδια.
Το Εθνικό βρίσκεται σε καλή κατάσταση σήμερα, αλλά του λείπουν οι προτάσεις που θα φέρουν στις μεγάλες σκηνές του νέα πρόσωπα και σημαντικές σκηνοθεσίες με μεγαλύτερη αποδοχή. Το στοίχημα του Εθνικού είναι περίπλοκο ήδη, αναζητούνται παραστάσεις που θα γεμίσουν τις αίθουσες και θα είναι «φρέσκες», ευρείας αποδοχής, δημοφιλείς και ανταγωνιστικές με αυτές της ελεύθερης αγοράς. Η Χιώτη δεν θα έχει πίστωση χρόνου, δυστυχώς, και πρέπει να διαλύσει γρήγορα τις αμφιβολίες για την «πίστη» της στο καλό και ποικίλο θέατρο που θα γεμίσει τις αίθουσες γιατί, κακά τα ψέματα, δεν μπορείς να έχεις άδειες αίθουσες στο Εθνικό ή να πειραματίζεσαι – μετά την περίοδο της καλλιτεχνικής διεύθυνσης Χουβαρδά λίγοι έχουν ρισκάρει.
Οι σκεπτικιστές συζητούν το κατά πόσο η μεθοδική, εργατική και προσηλωμένη στο ερευνητικό θέατρο Αργυρώ Χιώτη θα μπορέσει να αποτινάξει την ταμπέλα του «πειραματικού θεάτρου» και να ασχοληθεί με την κοινότητα και ένα πεδίο που είναι ευρύ και ενδιαφέρον και εκτός των τειχών των θεσμών.
![Οι προκλήσεις και τα στοιχήματα της Αργυρώς Χιώτη](/sites/default/files/styles/main/public/articles/2025-02-10/Vatraxoi%40Pinelopi_Gerasimou-15-Gallery.jpg?itok=UsNdK4EK)
Από το 2006 μέχρι σήμερα έχει σκηνοθετήσει 23 παραστάσεις με την ομάδα VASISTAS ή στο πλαίσιο συνεργασιών με τους περισσότερους μεγάλους θεατρικούς οργανισμούς της Ελλάδας (Εθνικό Θέατρο, Κρατικό Θέατρο, Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση κ.ά.) και άλλους φορείς (Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Εθνική Λυρική Σκηνή, Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, κ.α.), καθώς και με μεγάλους οργανισμούς του εξωτερικού, που παρουσιάστηκαν στην Ελλάδα, σταθερά στη Γαλλία και κατ’ επανάληψη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Είναι «παιδί» των θεσμών και παρά το γεγονός ότι οι παραστάσεις της είναι πολύ συνεπείς σε αυτά που πιστεύει, δεν έχουν καταφέρει να σπάσουν το φράγμα και να την κάνουν γνωστή σε ευρύτερο κοινό.
Η 47χρονη σκηνοθέτιδα, ηθοποιός και καθηγήτρια θεάτρου ανήκει στην ίδια γενιά με τον Έκτορα Λυγίζο, τους Τσινικόρη - Αζά, τους Blitz, τον Γιάννη Καλαβριανό, τα μέλη της Κανιγκούντα του Γιάννη Λεοντάρη, τον Βασίλη Μαυρογεωργίου (να μην ξεχνάμε την προσπάθεια του θεάτρου Scrow), μια γενιά που έχει κινηθεί σε παρόμοιο πλαίσιο και στο όριο της αγοράς.
Μιλάμε για τη γενιά των καλλιτεχνών στην οποία ο Γιάννης Χουβαρδάς, ο Γιάννης Λούκος και η Κάτια Αρφαρά από τη Στέγη έδωσαν ευκαιρίες να κάνουν δουλειές που υποστήριζαν και παρουσίαζαν μια νέα θεατρική γλώσσα –περισσότερο ή λιγότερο δημοφιλή– η οποία δεν ήταν απαραίτητο να τηρεί τα εμπορικά κριτήρια και να κάνει σεζόν σε εμπορικά θέατρα – αυτό εξάλλου δεν προέκυπτε ως ανάγκη ούτε των ίδιων των δημιουργών. Μερικές από αυτές τις παραστάσεις από μικρές αίθουσες και εναλλακτικούς χώρους έκαναν μέσα στα χρόνια την έκπληξη, βγαίνοντας εκτός Ελλάδας με επιτυχία και κάνοντας περιοδείες που κράτησαν χρόνια. Στην εξωστρέφεια αυτή θα αναφερθούμε παρακάτω.
Η Αργυρώ Χιώτη επέμεινε και κατέθεσε τον φάκελό της, έβαλε για δεύτερη φορά υποψηφιότητα για καλλιτεχνική διευθύντρια. Την προηγούμενη φορά είχε καταθέσει πρόταση για συλλογική διοίκηση του θεάτρου μαζί με τους Ακύλλα Καραζήση και Νίκο Χατζόπουλο, κάτι που ήταν ενδιαφέρον, αλλά κόλλησε σε ζητήματα «τεχνικά» και γραφειοκρατικά που είναι σπαζοκεφαλιές για δυνατούς λύτες, και θα τα βρει κι εκείνη μπροστά της. (Μικρό παράδειγμα: την ανακοίνωση του υπουργείου για την ανάληψη των καθηκόντων της δεν ακολούθησε ανακοίνωση από το Εθνικό Θέατρο αλλά αναπαραγωγή του δελτίου τύπου του υπουργείου στα σόσιαλ μίντια «γιατί δεν έχει υπογραφεί το ΦΕΚ» και βάσει πρωτοκόλλου δεν μπορεί να σταλεί επίσημα δελτίο του Εθνικού.)
![Οι προκλήσεις και τα στοιχήματα της Αργυρώς Χιώτη](/sites/default/files/styles/main/public/articles/2025-02-10/Halepas-Argyro_Chioti-theater-2021-22_7.width-2560.jpg?itok=skH4vJM7)
Αυτήν τη φορά, η Χιώτη κατέθεσε υποψηφιότητα, θέλοντας να κάνει ένα διάλειμμα από την ατομική επαγγελματική της δραστηριότητα, φιλοδοξώντας να φέρει στο Εθνικό νέο κόσμο, νέους συνομιλητές, νέο πνεύμα. Σε αντίθεση με όσους πιστεύουν ότι είναι σε χαλαρή σύνδεση με την κοινότητα, αν συζητήσει κάποιος μαζί της, θα διαπιστώσει γρήγορα ότι έχει καλή γνώση της αγοράς και επιμένει ότι είναι ώρα η γενιά της να έχει θέση ενεργή, να μη φοβάται το σύστημα και να το βοηθήσει με ωραίες ιδέες να ανοιχτεί σε μια δημιουργικότητα που βλέπουμε σήμερα να υπάρχει διστακτικά στις κρατικές σκηνές. Η πρότασή της, που κέρδισε στα σημεία και τελικά προκρίθηκε, αφορά ένα θέατρο που θα αγκαλιάζει και το πειραματικό και το mainstream.
Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, έχει στα χέρια της ένα καλό προηγούμενο, ότι από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου ξεκίνησαν ο Γιώργος Κουτλής (επί Αζά - Τσινικόρη) και ο Μάριο Μπανούσι (επί Κουτλή), δυο δημιουργοί που «πετάνε» σήμερα κι αυτό δείχνει ότι το Εθνικό μπορεί να δημιουργήσει νέες καλλιτεχνικές δυνάμεις.
Η Αργυρώ Χιώτη αποφοίτησε από την πρώτη Δραματική Σχολή «Μορφές» του θεάτρου Εμπρός το 2000, σπούδασε σκηνοθεσία και δραματουργία (Theorie et pratique des arts) στο Πανεπιστήμιο της Provence στη Γαλλία το 2006 και έχει δημιουργήσει ένα πολύ αξιόλογο δίκτυο, ζωντανό και ενεργό, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κυρίως στον γαλλόφωνο κόσμο. Η γνώση του τι συμβαίνει στην Ευρώπη είναι σήμερα πιο απαραίτητη από ποτέ, αν θέλουμε να συνδεθούμε με τον χώρο, και δεν εννοούμε μόνο την αποστολή παραστάσεων αρχαίου δράματος ή συναντήσεις με την «ομογένεια».
Ο Γιάννης Μόσχος έκανε με το Showcase ένα μεγάλο βήμα, φέρνοντας ως καλεσμένους ξένους καλλιτεχνικούς διευθυντές/διευθύντριες, επιμελητές/επιμελήτριες και υπεύθυνους/-ες προγραμματισμού των πιο σημαντικών φεστιβάλ και θεάτρων του εξωτερικού. Η υπόθεση «ορατότητα του ελληνικού θεάτρου στο εξωτερικό» αποδείχτηκε χρήσιμη, αν και οι «ετερόκλητες παραγωγές με διαφορετικές θεματικές και φόρμες που δείχνουν τη δυναμική της πρώτης σκηνής της χώρας και αναδεικνύουν πολύ σημαντικούς/-ές δημιουργούς του ελληνικού θεάτρου», όπως έγραφε η ανακοίνωση της διοργάνωσης, δεν συγκίνησαν αρκετά τους καλεσμένους. Η παράσταση που έφυγε στο εξωτερικό είναι αυτή του Μάριο Μπανούσι· μιλάει σε ένα διεθνές κοινό κι αυτό είναι ενδεικτικό του αν η Ευρώπη ενδιαφέρεται γι’ αυτά που έχουμε να προσφέρουμε, αν αυτά που δείχνουμε υπάρχουν στο ρεπερτόριο των ευρωπαϊκών θεάτρων και ενδιαφέρουν το διεθνές κοινό σήμερα.
![Οι προκλήσεις και τα στοιχήματα της Αργυρώς Χιώτη](/sites/default/files/styles/main/public/articles/2025-02-10/m115_small_big_ships.jpg?itok=KGI2p7tA)
Η Αργυρώ Χιώτη, σε μια παλιότερη συζήτησή μας σχετικά την ακανθώδη «εξωστρέφεια» του ελληνικού θεάτρου, μου έχει πει ότι πιστεύει πως αυτή δεν μπορεί να συμβεί αν δεν αποτελέσουμε μέρος ενός διεθνούς δικτύου. Για παράδειγμα, η ίδια είναι ενεργό μέλος του Rencontres des arts de la scène en Méditerranée (Συναντήσεις Καλλιτεχνών της Μεσογείου), γεγονός που ανοίγει μια προοπτική να δείξουμε το θέατρο που κάνουμε και στα Βαλκάνια και στη Μεσόγειο. Στο πλαίσιο αυτών των συναντήσεων, πιστεύει πολύ ότι εξωστρέφεια δεν σημαίνει μόνο να πουλάμε παραστάσεις αλλά και να κάνουμε συνεργασίες, ισότιμες συμπαραγωγές, διεθνείς συναντήσεις με θεσμούς και καλλιτέχνες.
Φυσικά, αυτά οραματίζεται να τα κάνει μέσα στο πολύ ασφυκτικό πλαίσιο του Εθνικού Θεάτρου, όπου συναντά κανείς πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες στο να κάνει τους ελιγμούς που επιχειρεί, για παράδειγμα, η Κατερίνα Ευαγγελάτου στο Φεστιβάλ Αθηνών. Το βέβαιο είναι ότι αν στοχεύει στην εξωστρέφεια πρέπει να σπάσει αυγά και η εμπειρία της από συνεργασίες με ξένους δημιουργούς –π.χ. η τελευταία συνεργασία στη σκηνοθεσία με τον Τιάγκο Ροντρίγκες (καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν) στη Στέγη, στον «Χορό των εραστών»– θα της φανεί πολύ χρήσιμες.
![Οι προκλήσεις και τα στοιχήματα της Αργυρώς Χιώτη](/sites/default/files/styles/main/public/articles/2025-02-10/dante%C2%A9stavroshabakis37-scaled.jpg?itok=qS8mAHPL)
Θαύματα δεν μπορεί να κάνει ένας καλλιτεχνικός διευθυντής, ας μη γελιόμαστε. Και αντίθετα με όσα πιστεύουμε, αυτές οι θέσεις-ηλεκτρικές καρέκλες έχουν «τεχνικά» προβλήματα και προκλήσεις όχι μόνο εδώ αλλά και σε κάθε μέρος του κόσμου όπου υπάρχει κρατικός οργανισμός, ούτε μπορεί εύκολα να συμβούν εξισώσεις στο τοπίο. Ωστόσο η Αργυρώ Χιώτη βάζει και μια παράμετρο σοβαρή στη συζήτηση που έχει ανοίξει για την ηθική των πραγμάτων, τον τρόπο που κάνουμε θέατρο, με σοβαρότητα, άποψη, στάση και θέση.
Προφανώς, έτσι θα πρέπει να προχωρήσει. Εκείνη θα πρέπει να μετακινηθεί, να μάθει γρήγορα το σύστημα και τι μπορεί να κάνει κάποιος μέσα σε αυτό, να αξιοποιήσει τις υπάρχουσες δυνάμεις, να μη στοιχηματίσει μόνο σε άντρες μεγαλύτερης ηλικίας στις κεντρικές σκηνές του Εθνικού, όπως συμβαίνει –κι αυτό, δυστυχώς, ανατρέπεται δύσκολα–, αλλά να αγκαλιάσει όλες τις γλώσσες που απαρτίζουν το ελληνικό θέατρο. Ως οπαδός του συλλογικού μοντέλου, θα είναι ευχής έργο να ρισκάρει και έξω από τη μικρή περιοχή και να μοιράσει το παιχνίδι. Ας είμαστε αισιόδοξοι, ως γνωστόν, η αλήθεια είναι κόρη του χρόνου.