Όταν την πρωτογνώρισα, μου έλεγε πόσο τη συναρπάζουν η Αθήνα και το χάος της, και δεν έχει μετακινηθεί, κυριολεκτικά και μεταφορικά, από τη θέση της· περιπλανιέται σε αχαρτογράφητα μονοπάτια, βρίσκοντας καθ’ οδόν τις «πινέζες» της. «Ισχύει ακόμα, αν και είναι κουραστικό, ομολογώ», συμφωνεί.
Παρακολουθώντας το σκηνοθετικό ντεμπούτο μεγάλου μήκους της Αριάν Λαμπέντ, September Says, και χωρίς να έχω διαβάσει το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε, ταξίδεψα σε μία από τις αγαπημένες μου ταινίες, το Innocents του Τζακ Κλέιτον, τη μεταφορά του Στριψίματος της βίδας του Χένρι Τζέιμς, ένα φιλμ τόσο τέλειο που κάνει το εξαιρετικό Οι άλλοι του Αμενάμπαρ να ωχριά, συγκρινόμενο. Κι ενώ υπάρχει και horror στοιχείο και goth ατμόσφαιρα, η Αριάν συνεχίζει να εξερευνά τη γυναικεία ψυχοσύνθεση, κάτι που ξεκίνησε από τη μικρού μήκους της, Olla – σαν να κάνει μια δική της ταινία πάνω στο θέμα που πραγματεύεται. Κι ενώ υπάρχει κάτι οδυνηρό στο Sisters, αυτό που η συγγραφέας Ντέιζι Τζόνσον όρισε για το πένθος πως μοιάζει με ένα σώμα κλεισμένο σε δωμάτιο χωρίς παράθυρα, χωρίς φως, χωρίς χρόνο, η Λαμπέντ διατηρεί το πνεύμα και το σασπένς και δραπετεύει σε μια εσωτερική ίντριγκα.
«Διαβάζοντας τη νουβέλα, οι χαρακτήρες είναι αυτοί που με άγγιξαν πρώτα. Ένιωθα κοντά στην εφηβεία των κοριτσιών που δεν είχαν καμία σχέση με το κλισέ του οργισμένου teenager και των weirdos που κυριαρχεί, κατά τη γνώμη μου, στη λογοτεχνία, στο σινεμά και στην τηλεόραση. Με συγκίνησαν η πολυπλοκότητα, η ασυνθηκολόγητη αγάπη μέσα στην οικογένεια που είναι μεν πανέμορφη, αλλά μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνη».
«Σ’ ευχαριστώ, είναι ακριβώς αυτά που προσπάθησα να κάνω, το γυναικείο βλέμμα και η θηλυκότητα. Διαβάζοντας τη νουβέλα, οι χαρακτήρες είναι αυτοί που με άγγιξαν πρώτα. Ένιωθα κοντά στην εφηβεία των κοριτσιών που δεν είχαν καμία σχέση με το κλισέ του οργισμένου teenager και των weirdos που κυριαρχεί, κατά τη γνώμη μου, στη λογοτεχνία, στο σινεμά και στην τηλεόραση. Με συγκίνησαν η πολυπλοκότητα, η ασυνθηκολόγητη αγάπη μέσα στην οικογένεια που είναι μεν πανέμορφη, αλλά μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνη. Το σουρεαλιστικό κομμάτι με εξιτάρισε και με φόβισε ταυτόχρονα. Υπάρχει και η τρέχουσα αντίληψη πως τα genres θεωρούνται ανδρική υπόθεση, εκτός από το body horror, που ειδικά στη Γαλλία γίνεται και από γυναίκες».

Είναι αλήθεια πως η Ζιλιά Ντικουρνό, με το Raw και το Titane, καθώς η Κοραλί Φαρζά, με το πρόσφατο Substance, σαρώνουν σε Κάννες και Όσκαρ, με προσεγγίσεις που παλιότερα περιορίζονταν σε masters, όπως ο Κρόνεμπεργκ, ατρόμητες και αποφασισμένες να δημιουργήσουν τη δική τους τη φρίκη, αντιστρέφοντας τον ρόλο του θύματος και τη φύση της μεταμόρφωσης. «Όντως» λέει, συμφωνώντας αρχικά με τον ισχυρισμό μου πως πηγαίνουν περισσότερο στα άκρα το στοίχημα που έχουν βαλθεί να κερδίσουν, ανακατεύοντας είδη και δυναμικές, και συνεχίζει «απλώς εγώ το βλέπω ως θυμό προς το γυναικείο σώμα, για το οποίο έχω πολύ σεβασμό και αγάπη, συνεπώς δεν με ενδιαφέρει καθόλου να το πάρω και να το σκίσω, ή να το ανοίξω, δεν με αφορά καθόλου».
Έχοντας ανατραφεί κινηματογραφικά με τη γλώσσα του Κιούμπρικ και του Χίτσκοκ, προς τα εκεί ήθελε να κινηθεί, παρά τον εύλογο φόβο της, και αισθάνθηκε ανακούφιση όταν η Τζόνσον της επέτρεψε να διασκευάσει το βιβλίο της ελεύθερα. Η Λαμπέντ προτίμησε το στυλ του ψυχολογικού θρίλερ και τον γοτθικό τόνο για να πλαισιώσει δυο αδελφές που αλληλοσυμπληρώνονται μεταφυσικά, και να υπογραμμίσει το σασπένς ενός κρίσιμου, καθοριστικού γεγονότος που οδηγεί σε ένα ανοιχτό, αινιγματικό φινάλε. «Ήθελα να ξεφύγω από τον στενό ρεαλισμό και κάποιες φορές το ένστικτο λειτουργεί για έναν λόγο: αναλαμβάνει να σε καθοδηγήσει σε μια διασκευή».
Χωρίς πρόθεση να προδώσουμε κάτι συγκεκριμένο από την πλοκή, η ταινία ισορροπεί συνεχώς στην κόψη της πραγματικότητας, δεν αφήνει τη φαντασία να εκτροχιάσει τον ανθρώπινο παράγοντα. Συμβαδίζοντας με το τέμπο και τις επιλογές της Αριάν, καταλαβαίνει κανείς γιατί ήθελε να σκηνοθετήσει: της αρέσει το σινεμά, επιθυμεί να το υπηρετήσει, να ρισκάρει, να ενθουσιαστεί και δεν διστάζει στο μοντάζ. Είχε την τύχη να φτιάξει έναν κόσμο δικό της από την πρώτη της ταινία, γιατί στοίχισε ελάχιστα και κανείς δεν την εμπόδισε να κάνει μόνο αυτό που της ταίριαζε, να δει τι λειτουργεί και τι όχι.

Συνεχίζοντας τη συνεργασία με την ίδιο διευθυντή φωτογραφίας, γύρισε και πάλι σε 16άρι φιλμ. Θυμάμαι μια παλιότερη κουβέντα που είχα με τον Ολιβιέ Ασαγιάς,για τα υπέρ και τα κατά του ψηφιακού και του σελιλόιντ. Διαρρήγνυε τα ιμάτιά του ο πρώην συνάδελφος (ως κριτικός κινηματογράφου ξεκίνησε) ότι το αποτέλεσμα σε φιλμ είναι απείρως ανώτερο και ορατά διαφορετικό. Μερικά χρόνια αργότερα, ο ίδιος άνθρωπος είχε εγκαταλείψει τις θέσεις του, λέγοντας πως η διαδικασία είναι τόσο δαπανηρή και χρονοβόρα που με την τεχνολογική πρόοδο του digital δεν αξίζει τον κόπο και, ειλικρινώς, διά γυμνού οφθαλμού δεν φαίνεται η ανώτερη ποιότητα.
«Υπάρχει μεγάλη διαφορά», διαφωνεί χαμογελώντας η Αριάν. «Το φιλμ μυθοποιεί αυτό που βλέπεις, δημιουργεί μια απόσταση από την πραγματικότητα λόγω της υφής του. Ακόμη και μακαρόνια να κινηματογραφήσεις, προκύπτει κάτι physical, είναι προϊόν αισθήσεων το εξαγόμενο. Δεν εξιδανικεύω το φιλμ, δε με ενδιαφέρει αυτό. Κι ενώ πολλοί έχουν άγχος γύρω από το φιλμ, εμένα με συναρπάζει ο τρόπος που σου επιβάλλει να γυρίζεις τις σκηνές σου. Επειδή οφείλεις να έχεις τις γωνίες λήψεις για να καλυφθείς στο post, πρέπει να διαλέξεις, γιατί είναι πολύτιμος ο χρόνος σου. Στο μοντάζ λες “αυτό έχω, άρα πρέπει να πάρεις αποφάσεις, καλές ή κακές”. Eμένα με βοηθάει να συγκεντρωθώ στο τι χρειάζεται, και όλοι στο πλατό το έχουν στο μυαλό τους. Κι επειδή έχω κάνει πολλά ως ηθοποιός, το γεγονός ότι στο digital ηθοποιοί κόβουν μόνοι τους τη λήψη και λένε “ξαναπάμε” είναι σκέτο δράμα. Εγώ ψάχνω να βρω την ποιότητα του χρόνου. Δεν είναι απλώς ιδέα αλλά κάτι πολύ ουσιαστικό, το ακούς να δουλεύει το φιλμ μέσα στην κάμερα, είναι εδώ, στο παρόν».
Για το September Says προσπάθησε να ξεχάσει τις επιρροές της και συναποφάσισε με τον διευθυντή φωτογραφίας να ξεκινήσουν από το μηδέν, χωρίς τις αποσκευές των εκλεκτικών συγγενειών. Από τις νεότερες δημιουργούς, η Κέλι Ρέιχαρτ και η Αλίτσε Ρορβάχερ είναι εκείνες που ξεχωρίζει, που την εμπνέουν, που τη βοηθάνε να σκέφτεται πως μπορεί να δοκιμάσει ό,τι θέλει. «Από παλιά, ο Κασσαβέτης, ο Μπρεσόν, ο Γκλέιζερ ήταν ηλεκτροσόκ για μένα», συμπληρώνει. «Αλλά η θεά του σινεμά παραμένει η Σαντάλ Ακερμάν!».

Σε πλήρη αντίθεση με τον θαυμασμό της Αριάν για τη Βελγίδα δημιουργό της Ζαν Ντιλμάν, την προσγειώνω σε μια αμφιλεγόμενη ταινία στην οποία πρωταγωνίστησε με τον Μάικλ Φασμπέντερ και τη Μαριόν Κοτιγιάρ – ξέρω πως πήρε μάλλον κακές κριτικές και ενδεχομένως τσάντισε τους purists του videogame που ούτως ή άλλως δεν θα έμεναν ποτέ ευχαριστημένοι με οποιαδήποτε μεταφορά, αλλά είμαι (ο μόνος) τρελός που μου άρεσε το Assassin’s Creed; «Να σου πω», απαντά γελώντας, «εγώ δεν την κατάλαβα καλά την ταινία, ούτε όταν την κάναμε ούτε όταν την είδα (εδώ γελάμε αμφότεροι), αλλά πέρασα πολύ ωραία στα φυσικά πλατό, στη Μάλτα, στο set και στον ρόλο. Μου άρεσε πολύ που έπαιξα μια δολοφόνο και μπορώ να πω πως ευχαριστήθηκα παίζοντας το παιχνίδι, που είναι και το μοναδικό που έχω δοκιμάσει να παίξω σε playstation στη ζωή μου», συμπληρώνει για την αναπάντεχα θετική εμπειρία της ως στενή συμμάχου του Αγκιλάρ, παρά τις απανωτές αλλαγές σε ένα σενάριο που γραφόταν παράλληλα με το γύρισμα.
Από την άλλη, η αγαπημένη της ερμηνεία στο σινεμά παραμένει η πρώτη, η Μαρίνα, που υποδύθηκε στο Άτενμπεργκ της Αθηνάς Τσαγγάρη, που της χάρισε το Coppa Volpi στο Φεστιβάλ Βενετίας. «Την ξαναείδα πρόσφατα σε μεγάλη οθόνη, είναι φανταστική ταινία», λέει, περιγράφοντας την αφορμή που της δόθηκε από ένα φεστιβάλ να προτείνει κάποιες δικές της ταινίες και βρήκε την ευκαιρία να ξαναδεί, και, απ’ ό,τι φαίνεται, να απολαύσει το ντεμπούτο της. Σύμφωνα με τη δική της παραδοχή, η πιο επίπονη εμπειρία της ήταν στις Άλπεις, καθώς έπρεπε να προπονηθεί επί μήνες στη ρυθμική, αλλά, παρατηρώντας τη διαδρομή μέσα στον χρόνο, η Λαμπέντ έχει εξελιχθεί από ηθοποιός-performer σε μια καλλιτέχνιδα που προσεγγίζει πιο δραματικά τους ρόλους της, ακόμα κι όταν ο χαρακτήρας της ορίζεται από σωματική πειθαρχία, όπως στη μίνι σειρά «Opera».
«Αυτό έχει να κάνει κυρίως με τους σκηνοθέτες που επιλέγω. Αυτό που ζητούσαν τότε η Αθηνά και ο Γιώργος (σ.σ. Λάνθιμος) ήταν πιο κοντά στο μοντέλο του Μπρεσόν, περισσότερο performer παρά actor, και μου ταίριαζε στο ξεκίνημά μου στον κινηματογράφο, ήταν κάτι που γνώριζα και από το θέατρο και ένιωθα πιο κοντά του. Μετά γνωρίζεις άλλους σκηνοθέτες που δουλεύουν με ψυχολογικό ή ρεαλιστικό τρόπο. Πρόσφατα έκανα μια ταινία vampire, το Bourdalac, που είχε σωματική έκφραση, έντονη θεατρικότητα, που επίσης μου άρεσε πολύ. Αυτό είναι το ωραίο με την υποκριτική, περνάς από τον έναν κόσμο στον άλλον, βρίσκεις κάτι που δεν έχεις κάνει».

Όπως στο Brutalist, το έπος των τριών Όσκαρ, που η Αριάν εμφανίζεται στο τελευταίο μέρος της ταινίας υποδυόμενη την ανιψιά του Λάζλο Τοθ, Ζόφια, και κυριαρχεί με το δεκάλεπτο speech της και τη φράση: «Σημασία έχει ο προορισμός, όχι το ταξίδι». Πώς προέκυψε η συνεργασία; «Γνωριζόμασταν με τον Μπρέιντι Κορμπέ από την εποχή της πρώτης του ταινίας, του Childhood of a leader, που μου άρεσε πολύ. Θαυμάζαμε ο ένας τη δουλειά του άλλου, ήξερα ότι ετοίμαζε το Brutalist για χρόνια, και μάλιστα δεν έβρισκε εύκολα χρηματοδότηση. Μου έστειλε το σενάριο, που ήταν wow, μου τηλεφώνησε και με ρώτησε αν μπορούσα σε δύο εβδομάδες να πάω στην Ουγγαρία να γυρίσω τη σκηνή σε ένα βράδυ, και φυσικά του είπα “ναι”».
Η ταινία κλείνει με ένα πασίγνωστο italodisco των ’70s στους τίτλους τέλους, βαθιά ειρωνικό, σαν να λέει στο Χόλιγουντ και το κατεστημένο, «ένα για σας, και ένα για μένα», όπως προδίδει ο τίτλος «One for you, one for me». «Ε, ναι, συμφωνώ απολύτως», λέει η Αριάν, σαν προφητική προέκταση της δικής της σκηνοθετικής περιπέτειας που μόλις ξεκινά.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.