- Όταν ήμουν μικρός, έκανα κόμικς. Η ταινία που με έναν τρόπο με έκανε να στραφώ στον κινηματογράφο ήταν το Σατυρικόν του Φελίνι. Όταν την είδα ήμουν έφηβος και ήθελα να μάθω πώς γίνεται αυτό. Το φανταστικό με έλκει και με κάποιον τρόπο τρυπώνει στις ταινίες μου. Τελείωσα τη σχολή κινηματογράφου το 1993 στις Βρυξέλλες. Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μου είναι η Πολαρόιντ. To Σύμπτωμα, η τέταρτη.
- Όταν έκανα την Πολαρόιντ, τα πράγματα ήταν πολύ πιο οριοθετημένα, με έναν τρόπο πολύ πιο αρτηριοσκληρωτικό. Υπήρχε μια συγκεκριμένη επετηρίδα χρηματοδότησης, δύσκολα ένας νέος άνθρωπος ξεκινούσε να κάνει μια μεγάλου μήκους ταινία. Όταν έκανα την πρώτη μεγάλου μήκους, στα 28, ήμουν ο πιο πιτσιρικάς. Τώρα, ευτυχώς, ξεκινούν πολύ πιο νέα παιδιά. Έπρεπε να φτάσεις 40 για να είσαι νέος σκηνοθέτης με την πρώτη σου ταινία και στα 50 ήσουν ακόμα νέος, γιατί έκανες τη δεύτερη. Μέσα σε μια τέτοια κατάσταση έχει σημασία να μην είσαι σκληρός και άκαμπτος. Αυτού του είδους τα πράγματα τα αντιμετώπιζα με μεγαλύτερη αισιοδοξία και ελαφρότητα. Και με μια πίστη του τύπου «πάμε να το κάνουμε». Δεν είχαμε μία, τίποτα, και ξαφνικά βρίσκαμε κάποια χρήματα και κάναμε την ταινία. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και σε αυτή την ταινία, την τέταρτη. Γι' αυτό λέω ότι δεν έχουν αλλάξει πολλά. Κάνοντας πολλά πράγματα ενδιαμέσως μέχρι να φτιάξεις την τέταρτη ταινία σου, έχει τρομερό ενδιαφέρον το γεγονός ότι τελικά γίνεται όπως η πρώτη.
Κάποτε δεν πίστευε κανείς στις ταινίες που κάναμε. Το κράξιμο ήταν αδιανόητο. Το ελληνικό σινεμά δεν υπήρχε στον παγκόσμιο χάρτη.
- Αυτό που δεν έχει αλλάξει καθόλου, και είναι το πιο απογοητευτικό όλα αυτά τα χρόνια, είναι ότι δεν υπάρχει καμία συνέχεια στα πράγματα. Καταρχάς, δεν υπάρχει πολιτιστική πολιτική. Όταν κάποιες στιγμές γίνεται κάτι καλό, δεν έχει καμία συνέχεια. Αλλάζουν οι υπουργοί και χάνονται τα πάντα, όλο το πακέτο, πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή. Και χρειάζεται πάλι χρόνος, να τα πάρουμε όλα από την αρχή, μέχρι να καταλάβει ο καθένας τι είναι αυτό που κάνει – μιλάμε για την καλή περίπτωση, που ο υπουργός καταλαβαίνει.
- Κάποτε δεν πίστευε κανείς στις ταινίες που κάναμε. Το κράξιμο ήταν αδιανόητο. Το ελληνικό σινεμά δεν υπήρχε στον παγκόσμιο χάρτη. Υπήρχε μόνο ο Αγγελόπουλος και τίποτε άλλο. Αυτό αναποδογύρισε. Μέσα σε λίγα χρόνια, και κυρίως λόγω του Λάνθιμου και κάποιων άλλων, οι ταινίες μας έκαναν ένα «μπαμ» και φύγαν έξω. Και από κει που είχες μια ταινία και πουθενά να τη δώσεις, ξαφνικά είχες όλα τα φεστιβάλ να σε κοιτάζουν και να σου λένε «φέρ' την». Αυτό είχε να κάνει με πάρα πολλά πράγματα. Με το ότι κάποιοι άνθρωποι επέμειναν και μπόρεσαν να κάνουν τις ταινίες τους με ελάχιστα μέσα και έναν τρόπο τελείως δικό τους, που δεν ήταν καθόλου αποδεκτός εξαρχής. Αυτό το «έξω πάμε καλά» το αντιμετωπίσαμε με επαρχιωτισμό, δεν το προχωρήσαμε. Σε αυτό το περιβάλλον σπάνια μπορούν οι αποδέκτες να δουν με καθαρότητα το αποτέλεσμα, βγάζοντάς του το περιτύλιγμα. Χωρίς να αναρωτιούνται ποιανού είναι και τι έχει κάνει πριν. Στις αίθουσες, μια-δυο ταινίες αυτού του χώρου θα καταφέρουν να κάνουν κάτι καλύτερο. Η επαφή μέσω των εισιτηρίων έχει χαθεί κατά ένα μεγάλο κομμάτι και είναι αλήθεια ότι τα εισιτήρια που κάνει μια ταινία arthouse εδώ στην Ελλάδα είναι δύο προβολές σε ένα φεστιβάλ με γεμάτη αίθουσα.
- Ζω κάνοντας πράγματα σχετικά με τον χώρο μου, αλλά άλλα. Σίγουρα κανένας μας δεν ζει από τις ταινίες. Αυτό με πιέζει, γιατί είναι πολύ δύσκολο. Γιατί πρέπει να δουλεύεις πάρα πολύ ώστε να βγάλεις κάποια χρήματα για να σταματήσεις και να μπορέσεις να δουλέψεις την ταινία σου. Είναι εξοντωτικό και εννοείται πως αν δεν ήταν έτσι η πραγματικότητα, θα είχα κάνει τις διπλάσιες ταινίες – όχι τέσσερις, οκτώ. Αλλά αυτό είναι το τοπίο. Δεν είναι όμως μόνο εδώ έτσι. Μιλώ με φίλους μου σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης, και κάπως έτσι είναι όταν κάνεις μια ταινία σε ένα τέτοιο περιβάλλον.
- Υπάρχει μια μεταστροφή τα τελευταία χρόνια στην παραγωγή, προς το καλύτερο. Αυτό που έχει συμβεί είναι ότι υπάρχει μια γενιά παραγωγών που έχει αποκτήσει επαφή με το εξωτερικό, πράγμα που δεν υπήρχε πριν. Έχω μια άλλη ταινία, το Virus, που προετοίμαζα πριν αρχίσω το Σύμπτωμα και τελικά βρήκε χρηματοδότηση. Θα πάει για γύρισμα τον Φεβρουάριο, αλλά τη δουλεύω τέσσερα χρόνια. Το Σύμπτωμα το έκανα ενδιαμέσως γιατί δεν μπορούσα να περιμένω άλλο. Ένιωθα ορμή και ήθελα να μπω στη δουλειά, δεν άντεχα άλλο. Έτσι είναι οι αναμονές των χρηματοδοτήσεων, δυστυχώς, και το ίδιο ισχύει για άπειρα παραδείγματα ταινιών που μπορώ να σου αναφέρω.
- Οι ταινίες που κάνω είναι πολύ διαφορετικές γιατί βαριέμαι και μου αρέσει να βουτάω σε διαφορετικό κάθε φορά σύμπαν. Είναι το δικό μου βλέμμα βέβαια, αλλά είναι τελείως διαφορετικό. Θέμα και ύφος για μένα είναι το ίδιο. Το ένα είναι προϊόν του άλλου για να μπορέσεις να αρθρώσεις ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα που να έχει μια αξία. Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει και το να κάνω μια ταινία πολύ γρήγορα. Σε αντίθεση με το Virus, για το Σύμπτωμα, από την αρχική σύλληψη μέχρι το γύρισμα, πέρασαν μόνο 4 μήνες.
- Με το Σύμπτωμα ένιωσα να είμαι ξανά στην αρχή. Η ταινία γεννήθηκε από κάποια παράξενα όνειρα που είδα το καλοκαίρι, που με βούτηξαν σε μια περιοχή που δεν είχα ξαναβουτήξει. Ήταν μια κατάδυση σε μια πολύ σκοτεινή περιοχή της ύπαρξης η οποία αφορά αυτό το αιώνιο θέμα –προϊόν του δυτικού πολιτισμού και άπειρων έργων τέχνης–, που έχει να κάνει με τη σύγκρουση ανάμεσα στην ενόρμηση και στην ηθική, με τα διπολικά στερεότυπα. Από τη μία είναι τα πρέπει και τα θέλω και από την άλλη το ότι είμαστε συνεχώς σε έναν κόσμο διπόλων: ο άντρας και η γυναίκα, το καλό και το κακό. Στην ταινία αυτό είναι ένας βασικός παράγοντας. Με μια φράση θα μπορούσα να πω ότι είναι μια ταινία για όλα όσα νομίζουμε ότι είναι ο διάβολος. Είναι μια ιστορία φανταστικού κινηματογράφου με μια καρδιά μελοδράματος.
- Αν μια ταινία μπορείς να την περιγράψεις, αυτό θα συμβεί σε επίπεδο διανοητικό. Μια ταινία είναι αυτά που δεν μπορείς να γράψεις, δεν μπορείς να πεις. Γιατί υπάρχουν πράγματα απέναντι στα οποία πρέπει να είσαι πάντα ανοιχτός. Που δεν λέγονται και, ακόμα περισσότερο, δεν σχεδιάζονται. Το ζήτημα είναι πόσο ανοιχτός είσαι εσύ να δεις αυτό που μπορεί να συμβεί στο σινεμά και πουθενά αλλού: να σου επιτρέψει ένας ηθοποιός να διαγνώσεις –χωρίς να έχει μια δραματική σκηνή ή να μιλά– στο πρόσωπό του σαράντα διαφορετικά πράγματα που έχουν συμβεί. Να σου πει μια ολόκληρη ιστορία, χωρίς να σου μιλήσει καθόλου. Αυτό είναι το πιο γοητευτικό, κάτι για το οποίο είμαι ευγνώμων που έχει συμβεί.
Η ταινία Σύμπτωμα του Άγγελου Φραντζή θα προβληθεί στις Νύχτες Πρεμιέρας.
Ευχαριστούμε το μπαρ kolokotroni 9 για την ευγενική παραχώρηση του χώρου της φωτογράφισης
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στην έντυπη LiFO τον Σεπτέμβριο του 2015