Ο Πολυνείκης, γιος του Οιδίποδα και της Ιοκάστης, αφού έχει εγκαταλείψει τη Θήβα μετά την άρνηση του αδελφού του, Ετεοκλή, να του παραδώσει την εξουσία, τηρώντας τη συμφωνία ότι θα τη μοιραζόντουσαν εναλλάξ, επιστρέφει να τη διεκδικήσει με όρους μάχης, έχοντας συμμαχήσει με τον βασιλιά του Άργους, Άδραστο, δηλαδή έχοντας οργανώσει εκστρατεία εναντίον της Θήβας.
Επτά αρχηγοί από καθένα από τα δύο αντίπαλα στρατεύματα παρατάσσονται εκατέρωθεν των επτά πυλών της πόλης. Ο Ετεοκλής στέλνει στις έξι πύλες των Θηβών έξι στρατηγούς να υπερασπιστούν την πόλη και να προστατέψουν τον λαό από τη δουλεία, ενώ την έβδομη πύλη, εκείνη στην οποία καταφθάνει επιτιθέμενος ο Πολυνείκης, πηγαίνει να την υπερασπιστεί ο ίδιος.
Η έκβαση της πολιορκίας είναι καλή για την πόλη, η Θήβα σώζεται από τους εχθρούς της, αλλά τα δύο αδέλφια αλληλοεξοντώνονται. Ο ένας σκοτώνει τον άλλον και η γενιά του Λαΐου χάνεται οριστικά. Με αυτό το σπουδαίο ποιητικό κείμενο, που παρουσιάστηκε πρώτη φορά στην Αθήνα το 467 π.Χ., κατεβαίνει το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος στην Επίδαυρο στις 22 και 23 Ιουλίου, σε μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα και σκηνοθεσία του Τσέζαρις Γκραουζίνις.
Φυσικά, πρόκειται για τη διάλυση των δεσμών μιας οικογένειας και των οικογενειακών αξιών που υποχωρούν μπροστά στις ανάγκες του κράτους. Είναι πολύ σημαντική για μένα η μοίρα του Χορού, δηλαδή του λαού που βρίσκεται στη μέση της διαμάχης δύο αδελφών και δύο φιλοδοξιών. Ο πρωταγωνιστής πεθαίνει, αλλά τι γίνεται με τον λαό που κινδυνεύει να δυστυχήσει;
Η παράσταση, η οποία έκανε ήδη πρεμιέρα στη Θέατρο Δάσους και επαναλήφθηκε στο Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων, αποτελείται από 14μελή Χορό, ενώ τους κεντρικούς ρόλους του Ετεοκλή και του −βωβού− Πολυνείκη ερμηνεύουν ο Γιάννης Στάνκογλου και ο Χρίστος Στυλιανού σε διπλή διανομή. Η Νάντια Κοντογιώργη κρατάει τον ρόλο της Αντιγόνης, η Ιώβη Φραγκάτου της Ισμήνης, ο Γιώργος Καύκας του Άγγελου και ο Αλέξανδρος Τσακίρης του Κήρυκα.
Το σκηνικό είναι λιτό, μόλις δύο σκάλες κι ένα σκαμπό, τα κοστούμια σύγχρονα (Κέννυ ΜακΛέλλαν) και το περιβάλλον άτοπο και άχρονο, με κυρίαρχη μορφή στην ορχήστρα τον Ετεοκλή που προσπαθεί να οργανώσει την άμυνα της πόλης, ενώ συνομιλεί με τον Χορό. Συνάντησα τον Γιάννη Στάνκογλου λίγες ώρες πριν αναχωρήσει για την Επίδαυρο, κι ενώ έχει ερμηνεύσει ήδη τον εμβληματικό αυτόν ρόλο στη Θεσσαλονίκη και στην Καβάλα. Αν και έχει συμμετάσχει σε παραστάσεις αρχαίου δράματος με το θέατρο Άττις του Θόδωρου Τερζόπουλου, είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται στην Επίδαυρο. Θεωρεί ότι η διπλή διανομή τού έχει προσφέρει μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση του ρόλου! «Ο Ετεοκλής, ξέροντας τη μοίρα του, πάει και πεθαίνει για να σώσει την πόλη του. Μοιάζει πολεμικό έργο, αλλά, όπως έλεγε και ο Τσαρούχης, που το ανέβασε το 1982, είναι από τα πιο αντιπολεμικά έργα που έχουν γραφτεί. Το κείμενο είναι σαν να μιλάει για το τώρα. Μερικές φορές αυτό με ταράζει, ένα κείμενο που γράφτηκε χιλιάδες χρόνια πριν να είναι τόσο σύγχρονο. Λέει ο Ετεοκλής: "Ο έντιμος θάνατος είναι το μόνο κέρδος του ηττημένου". Ο Ετεοκλής δεν είναι κάποιος που έρχεται να δώσει κουράγιο στον λαό. Είναι φοβισμένος. Αυτή ήταν η άποψη του Τσέζαρις από την αρχή. Από την άλλη, ο Πολυνείκης δεν υπάρχει ως ρόλος, είναι ένα από τα δύο πτώματα που τα μοιρολογούν.
Παρ' όλα αυτά, υπάρχει η σκηνή της σύγκρουσης, η οποία βγήκε μέσα από μια πρόβα. Με τον Χρίστο Στυλιανού, τον έτερο Ετεοκλή, αντί να κάνουμε μια μάχη σώμα με σώμα, εκφράσαμε όλο αυτό μέσα από αγκαλιές, σκληρές αγκαλιές. Ο Τσέζαρις δίνει ελευθερία στον ηθοποιό κι έτσι οι προτάσεις του καθενός γίνονται μέρος της παράστασης, νιώθεις μέρος του όλου. Βέβαια, αυτό προϋποθέτει να έχεις μπει πολύ μέσα στο πνεύμα του ρόλου. Στην παράσταση, όταν κάνει ο Στυλιανού τον Ετεοκλή, εγώ κάνω τον Πολυνείκη και το αντίθετο. Το θεωρώ πολύ ουσιαστικό και όμορφο. Είναι η πρώτη φορά που μου συμβαίνει και μ' έχει βοηθήσει το να βλέπω κάποιον άλλον να κάνει τον ρόλο που κάνω κι εγώ. Τον παρατηρείς απ' έξω κι όταν μπαίνεις σ' αυτόν έχεις κάτι να προτείνεις, με αποτέλεσμα να μην είναι ίδια η παράσταση κάθε φορά. Τελικά, είναι σαν να είναι το ίδιο πρόσωπο. Όπως λέει ο Τσέζαρις στο σημείωμα του σκηνοθέτη, μήπως ο εχθρός κρύβεται μέσα μας κι όχι έξω;».
«Σε τι νομίζεις ότι διαφοροποιείται από έναν Έλληνα σκηνοθέτη ο Γκραουζίνις στη σχέση του με την τραγωδία;», τον ρωτάω και μου απαντάει: «Δίνει μεγάλη έμφαση στα σώματα, στη μουσική, στην έννοια του έργου, στο χιούμορ. Δεν βλέπει την τραγωδία ως κάτι ιερό. Προέχει ο ηθοποιός. Ξέρει τι θέλει να κάνει και είναι πολύ ανοιχτός. Τον χαρακτηρίζει τρομερή γενναιοδωρία. Έδωσε πολλή έμφαση στον Χορό, ώστε να βγει προς τα έξω ο λόγος. Είναι πολύ ιδιαίτερο κείμενο, συνυπάρχουν σε αυτό η ποίηση και ο φόβος. Πέρα από τα φιλοσοφικά μηνύματα και την ποίηση που εκφράζει μέσα από την παράσταση ο Γκραουζίνις, υπάρχει και μια αλήθεια που είναι πολύ ανθρώπινη. Αυτό μας βοηθάει και ως ηθοποιούς και ως άτομα». «Τι εννοείς όταν λες ότι ο Γκραουζίνις δίνει έμφαση στο χιούμορ;». «Δείχνει τους στρατηγούς που θα πάνε στις 7 πύλες να παίρνουν όπλα, πατερίτσες, όργανα και να τα χρησιμοποιούν με έναν πολύ περίεργο και όμορφο τρόπο. Καταδεικνύει έτσι τη γελοιότητα του πολέμου, που χωρίζει αδελφό από αδελφό, που σε χωρίζει, εν τέλει, από τους ανθρώπους που αγαπάς. Με έναν ποιητικό τρόπο και με χιούμορ περνάει αυτό το μήνυμα στους θεατές».
Ο Λιθουανός σκηνοθέτης Τσέζαρις Γκραουζίνις, ο οποίος ζει και εργάζεται στην Ελλάδα τα τελευταία 10 χρόνια, σκηνοθετεί για δεύτερη φορά τραγωδία. Η πρώτη ήταν πριν από μερικά χρόνια, όταν ανέβασε τον «Οιδίποδα Τύραννο. Ήταν μια παράσταση που τη χαρακτήριζαν η λιτότητα, η ατμόσφαιρα, ο λόγος και οι ευρηματικές λύσεις. Βρήκα τον Γκραουζίνις στην Επίδαυρο, λίγες ώρες μετά την παράσταση στους Φιλίππους. Το πρώτο θέμα για το οποίο μιλήσαμε ήταν οι απίστευτοι συσχετισμοί του έργου με την πολιτική κατάσταση της εποχής μας. Μου είπε: «Ήταν προσωπική μου επιθυμία να συνεχίσω την ιστορία του Οιδίποδα, μια λογική συνέχεια, εφόσον ήταν η πρώτη τραγωδία με την οποία ασχολήθηκα. Ήθελα να συνεχίσω με την ίδια θεματική. Επίσης, ένας ακόμα λόγος που ήθελα να καταπιαστώ με αυτό το έργο ήταν το πόσο μοιάζει αυτή η τραγωδία με την κατάσταση στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Είχε ενδιαφέρον για μένα να παρακολουθήσω τα συναισθήματα, την ψυχολογία, την ενέργεια αυτών των ανθρώπων σε μια πόλη που πολιορκείται από εχθρούς. Φυσικά, πρόκειται για τη διάλυση των δεσμών μιας οικογένειας και των οικογενειακών αξιών που υποχωρούν μπροστά στις ανάγκες του κράτους. Είναι πολύ σημαντική για μένα η μοίρα του Χορού, δηλαδή του λαού που βρίσκεται στη μέση της διαμάχης δύο αδελφών και δύο φιλοδοξιών. Ο πρωταγωνιστής πεθαίνει, αλλά τι γίνεται με τον λαό που κινδυνεύει να δυστυχήσει;».
«Οπότε, σας ενδιέφερε περισσότερο ο πόλεμος από τα δύο αδέλφια που αλληλοσκοτώνονται;», ρωτάω και μου εξηγεί: «Επικεντρώνομαι στην τραγική ανάγκη της πολύτιμης απόφασης του έργου. Ο Ετεοκλής έχει την ευκαιρία να στείλει κάποιον άλλον στην 7η πύλη όπου περιμένει ο αδελφός του και γινόμαστε μάρτυρες της απόφασής του να στραφεί ο ίδιος ενάντια στον αδελφό του και της υποκριτικής εξήγησης που δίνει. Πρόκειται για ειλικρινή απόφαση μεν, αλλά οι αιτιάσεις του θυμίζουν τον λόγο ενός πολιτικού, όπου κυριαρχούν τα ψέματα».
«Γνωρίζετε, βέβαια, ότι οι "Επτά επί Θήβας" είναι ένα έργο εμβληματικό για τους Έλληνες, καθώς η ιστορία μας είναι γεμάτη εμφύλιες διαμάχες και διχόνοιες. Σας ευαισθητοποίησε εξίσου;». «Ζω αρκετά χρόνια στην Ελλάδα, είμαι πατέρας ενός ελληνόπουλου, νιώθω πια Έλληνας κι εγώ. Έκανα την παράσταση για το ελληνικό κοινό και τους Έλληνες φίλους μου, οπότε λειτουργώ ως Έλληνας σκηνοθέτης».
Διαβάζοντας τα λόγια της Αντιγόνης στο τέλος του έργου, αναπόφευκτα έρχονται στον νου οι οργισμένες εικόνες εκδίκησης που παρακολουθούμε αυτές τις ημέρες, λόγω του πραξικοπήματος στην Τουρκία. Σαν η ανθρώπινη φύση να παραμένει ίδια κι απαράλλαχτη, όσοι αιώνες κι αν περάσουν. Εκφράζω αυτή μου τη σκέψη στον σκηνοθέτη και μου απαντάει: «Βλέπω, όπως είπα, αυτή την παράσταση ως συνέχεια του "Οιδίποδα". Άλλωστε, με τον μουσικό μου, τον Δημήτρη Θεοχάρη, χρησιμοποιούμε ένα θέμα από την προηγούμενη παράστασή μας για να κάνουμε τη σύνδεση με τα δύο έργα. Σαν να ρίχνουμε μια σκιά εκείνης στη σημερινή παράσταση, απολύτως συνειδητά. Όσον αφορά τους συσχετισμούς με την πολιτική πραγματικότητα σήμερα, όντως όλοι βλέπουμε ότι είναι μια σύγχρονη τραγωδία. Αλλά οφείλω να πω ότι δεν ήταν ο βασικός λόγος που την επέλεξα. Μου δίνεται η ευκαιρία όχι μόνο να αναφερθώ στο τι συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, όπως και σε περιοχές πολύ κοντά στην Ελλάδα, αλλά και να σκεφτώ ποιητικά, φιλοσοφικά, ίσως ακόμα και λίγο μεταφυσικά σχετικά με τη μοίρα των ανθρώπων που τους οδηγεί να κάνουν αυτές τις τραγικές-ηθικές επιλογές υπό το κράτος του φόβου, όταν απειλούνται από τον εχθρό που βρίσκεται κοντά. Πιθανόν τόσο κοντά, που ενώ ψάχνεις τον εχθρό σου αλλού, τον βρίσκεις αναπάντεχα μέσα σου. Ήταν μια ευκαιρία για μένα να σκεφτώ κατά τη διάρκεια των προβών, να αναλογιστώ την ανθρώπινη φύση, τη συμπεριφορά των ανθρώπων μπροστά στον θανάσιμο κίνδυνο».
«Βέβαια, ο Ετεοκλής θυσιάζεται για την πατρίδα, κάτι ευγενές και αναμενόμενο στον αρχαίο κόσμο. Θα περιμένατε κάτι ανάλογο να συμβεί σήμερα;». «Όχι ακριβώς. Ο τρόπος που συμπεριφέρεται και μιλάει είναι αρκετά πολύπλοκος, οι ανάγκες που τον οδηγούν να κάνει ό,τι κάνει δεν οφείλονται μόνο στον πατριωτισμό. Πρόκειται για ένα δύσκολο ερώτημα στις μέρες μας, γιατί όλες αυτές οι ωραίες ιδέες περί πατριωτισμού, κοινού καλού και συλλογικότητας χρησιμοποιούνται μόνο ως ιδεολογία που καθοδηγεί τα πραγματικά κίνητρα των πολιτικών και των ηγετών. Αυτό νομίζω ότι είναι παρόν στο έργο του Αισχύλου και είναι επίσης παρόν στην πολύ καλή μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα, που αποτέλεσε έμπνευση για όλους μας. Οπότε, πιστεύω ότι το κοινό θα διακρίνει στον Ετεοκλή όχι μόνο τον πολιτικό, όχι μόνο τον ηγέτη, αλλά και τον αληθινό ήρωα που πάντοτε θέλει να κρύψει ή να προβάλλει κάτι άλλο. Νιώθεις στο κείμενο του Αισχύλου, κατά τη διάρκεια της παράστασης, τη γέννηση ενός πολιτικού, ενός ηγέτη, ενός διαχειριστή που θεωρείται πατριώτης, αλλά στον περίφημο μονόλογό του αποκαλύπτονται τα προσωπικά του κίνητρα, βάσει των οποίων κάνει τις επιλογές του».
«Έχει σημασία η διπλή διανομή; Οι δύο πρωταγωνιστές μετατρέπουν την παράσταση σε δύο διαφορετικές;» ρωτάω. «Είμαι ευτυχής που έχω διπλή διανομή. Είναι μια πρακτική με την οποία είμαι εξοικειωμένος από το λιθουανικό και το ρωσικό θέατρο. Είναι πολυτέλεια για τον σκηνοθέτη να έχει δύο ηθοποιούς στον ίδιο ρόλο. Οι πρόβες είναι πιο εντατικές και οι δύο ηθοποιοί παρατηρούν τα λάθη και τα επιτεύγματα ο ένας του άλλου. Με δύο ηθοποιούς έχεις ενδιαφέρουσες ανταλλαγές ιδεών και αντιπαραθέσεων. Επίσης, καθώς ο ρόλος του Πολυνείκη είναι βωβός, επέλεξα ο ηθοποιός που θα τον υποδυόταν να έχει την ευκαιρία να αλλάζει από παράσταση σε παράσταση. Ο Γιάννης Στάνκογλου κλήθηκε να παίξει τον Ετεοκλή και αποδείχτηκε πάρα πολύ γενναιόδωρος καλλιτέχνης και άνθρωπος, αφού ευγενικά συμφώνησε να αναλάβει τον βωβό ρόλο του Πολυνείκη σε κάποιες παραστάσεις».
«Έχει κοινά αισθητικά στοιχεία η παράστασή σας με αυτή του "Οιδίποδα;"». «Είναι η συνέχεια εκείνης της παράστασης, από κάθε άποψη, αλλά περισσότερο στο περιεχόμενο παρά στη φόρμα. Σκηνογραφικά, μαζί με τον Κέννυ ΜακΛέλλαν θελήσαμε ν' αφήσουμε την ορχήστρα της Επιδαύρου να μιλήσει μόνη της, να αναπνεύσει. Δεν θέλαμε να είμαστε οπτικά επιθετικοί, να μεταλλάξουμε τον χώρο. Μας ενδιέφερε να συνεργαστούμε με τον χώρο, δεν τον αγνοήσαμε, δεν πήγαμε κόντρα. Νομίζω ότι αυτό είναι καλό για τη φαντασία του κοινού. Προσπαθώ να χρησιμοποιώ αισθητικά στοιχεία που να προκαλούν τη φαντασία των θεατών. Κι όταν εκείνοι συνεργάζονται με την παράσταση, καθένας μπορεί να αναγνωρίσει διαφορετικές εικόνες μέσα από τη φαντασία του. Η φαντασία είναι πολύ δυνατή. Κι αυτή είναι και η δουλειά του καλλιτέχνη. Οπότε, λέω: "ελάτε να ονειρευτείτε"».
Info:
Αισχύλος
Επτά επί Θήβας
Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου
22-23 Ιουλίου 2016
21:00
Στην παράσταση θα υπάρχουν υπέρτιτλοι στην αγγλική γλώσσα.
Ταυτότητα Παράστασης
Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας
Σκηνοθεσία: Τσέζαρις Γκραουζίνις
Σκηνικά-Κοστούμια: Κέννυ ΜακΛέλλαν
Μουσική: Δημήτρης Θεοχάρης
Χορογραφία-Κίνηση: Έντι Λάμε
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Βοηθός σκηνοθέτη: Αθηνά Σαμαρτζίδου
Οργάνωση παραγωγής: Αθανασία Ανδρώνη
Διανομή
Ετεοκλής: Γιάννης Στάνκογλου (23/7) / Χρίστος Στυλιανού (22/7)
Άγγελος: Γιώργος Καύκας
Κήρυκας: Αλέξανδρος Τσακίρης
Αντιγόνη: Νάντια Κοντογεώργη
Ισμήνη: Ιώβη Φραγκάτου
Χορός: Λουκία Βασιλείου, Δημήτρης Δρόσος, Δάφνη Κιουρκτσόγλου, Χρήστος Μαστρογιαννίδης, Κλειώ-Δανάη Οθωναίου, Βασίλης Παπαγεωργίου, Σταυριάννα Παπαδάκη, Γρηγόρης Παπαδόπουλος, Αλεξία Σαπρανίδου, Εύη Σαρμή, Πολυξένη Σπυροπούλου, Γιώργος Σφυρίδης, Ευανθία Σωφρονίδου, Κωνσταντίνος Χατζησάββας