Ο Ξαβιέ επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη μαζί με τη Γουέντι, την Ίζαμπελ και τη Μαρτίν, 15 χρόνια μετά το Euroflirt (L' auberge espagnole) και 10 χρόνια μετά τις Ρώσικες Κούκλες (Les poupées russes). Ο Ξαβιέ δεν έχει κατασταλάξει ακόμα στη ζωή του, ίσα-ίσα είναι πιο περίπλοκη από ποτέ! Έχει δυο παιδιά πια και η δίψα του για ταξίδια τον οδήγησε στη Νέα Υόρκη. Προσπαθεί να τακτοποιηθεί κάπου στο χάος της Τσάιναταουν. Χωρισμοί, θετοί γονείς, γκέι γονείς, μετανάστευση, παγκοσμιοποίηση: η ζωή του Ξαβιέ είναι σαν κινέζικο παζλ. Παρόλο που στερείται συνοχής και ηρεμίας (όπως ακριβώς και η Νέα Υόρκη στην εποχή που ζούμε), του προσφέρει άπλετο υλικό για τη συγγραφική του δουλειά.
Κάποιοι σκηνοθέτες δεν αποχωρίζονται εύκολα την παρέα που δημιουργούν. Από τους πρώτους διδάξαντες ο Φρανσουά Τριφό με τον Αντουάν Ντουανέλ, τον οποίο παρακολούθησε από τα παιδικά του χρόνια στα 400 Χτυπήματα και μέσα σε πέντε συνολικά ταινίες τον περπάτησε, τον πάντρεψε και τον χώρισε στο Love on the Run, 20 χρόνια μετά.
Ο Σεντρίκ Κλαπίς δεν αυτοβιογραφείται, όπως ο Τριφό, μέσα από το alter ego του, τον Ζαν Πιερ Λεό. Με το Μια Γαλλίδα στο Μανχάταν προφανώς κλείνει μια τριλογία που ξεκίνησε με το Euroflirt το 2001 και συνέχισε με τις Ρώσικες Κούκλες το 2004. Όπως λέει ο ίδιος, το σενάριο για την πρώτη του ταινία το έγραψε μέσα σε λίγες ημέρες, ενώ για το δεύτερο σε μερικές εβδομάδες. Το τρίτο ήταν μια μακρύτερη διαδικασία: αισθάνθηκε την ανάγκη να εγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη, μια πόλη που γνώρισε από την εποχή που σπούδαζε κινηματογράφο, να μετακομίσει κανονικά για έναν χρόνο και να ξεκινήσει το γράψιμο, αφού είχε λάβει πρώτα τη διαβεβαίωση από τους ηθοποιούς του ότι θα δεσμεύονταν – πράγμα που έκαναν αμέσως. Έγραψε το σενάριο στην κινεζική συνοικία της πόλης, μια περιοχή που γνώριζε και τη χρησιμοποίησε εκτενώς, αξιοποιώντας τη δαιδαλώδη ρυμοτομία και την ευδιάκριτη ζωντάνια της. Ήρωας της ιστορίας και πάλι ο Ξαβιέ (η ταινία θα έπρεπε να μεταφραστεί ως Ένας Γάλλος στο Μανχάταν). Βρίσκεται στα χωρίσματα, αλλά θέλει να είναι κοντά στα δυο του παιδιά, και ο δρόμος τον βγάζει στη Νέα Υόρκη, όπου προσπαθεί να δραματοποιήσει τη ζωή του – εις μάτην, αφού οι περιπέτειες και η ίδια η ζωή τον προλαβαίνουν μέσα στο χάος της Τσάιναταουν, όπου έχει βρει κατάλυμα. Τα μπερδέματά του είναι πολλά. Οι σχέσεις με την πρώην του δεν είναι καλές. Η κολλητή του τού ζητάει να δώσει σπέρμα για να κάνει παιδί με τη φίλη της. Σκέφτεται σοβαρά το ενδεχόμενο να παντρευτεί μια άσχετη Αμερικανίδα για να πάρει πράσινη κάρτα. Και μια τέταρτη γυναίκα, χωρισμένη μητέρα, μπορεί να σημαίνει κάτι παραπάνω από σεξ και περιστασιακή συντροφιά.
Ο Κλαπίς δεν αντιμετωπίζει το καστ ως δεδομένο θίασο αλλά ως μια ομάδα που αλληλεπιδρά με δυναμική, δραματική όσο και χιουμοριστική. Έχει μελετήσει καλά την πλοκή, γνωρίζοντας φυσικά τους χαρακτήρες πολύ καλά από τις προηγούμενες ταινίες, και προσπαθεί να ξαφνιάζει τον θεατή. Δεν ποντάρει τόσο στη ρομαντική ατμόσφαιρα και στις σκέψεις ανάμεσα στους διαλόγους, όπως ο Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ με τη Ζιλί Ντελπί και τον Ίθαν Χοκ στην τριλογία των Before, ούτε τόσο στη σύγκρουση της γαλλικής με την αμερικανική κουλτούρα, όπως (πάλι) η Ντελπί στις 2 Ημέρες στο Παρίσι και στη Νέα Υόρκη, αλλά στον ρυθμό και σε μια ρεαλιστικότερη καθημερινότητα των διακλαδώσεων των σχέσεων. Μερικές παρατηρήσεις του Κλαπίς, όπως η αίσθηση της πατρότητας που νιώθει ο Ξαβιέ, είναι εύστοχες, αλλά, γενικά, το μπλέξιμο δεν πάει βαθιά, ωστόσο κρατάει το ενδιαφέρον και κυλάει πολύ ευχάριστα, σαν μια σπαζοκεφαλιά που δεν είναι τόσο δυσεπίλυτη όσο φαίνεται.