Το Βούπερταλ είναι μια μουντή βιομηχανική πόλη, κρύα, με καμινάδες να χάνονται μέσα στην ομίχλη και τα σύννεφα και μια μοναδική για τη Γερμανία δομή: είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Βούπερ (Βούπερταλ σημαίνει «η κοιλάδα του Βούπερ»), πάνω σε απόκρημνους λόφους που εκτείνονται για χιλιόμετρα. Μια πόλη γεμάτη μετανάστες που έχει ζήσει πολύ έντονα την οικονομική κρίση, παρόλο που είναι γεμάτη εργοστάσια (εδώ είναι το εργοστάσιο της Bayer όπου κατασκευάστηκε για πρώτη φορά η ασπιρίνη). Επίσης, είναι μια βαρετή πόλη που δεν θα είχε κανένα απολύτως ενδιαφέρον, αν δεν υπήρχε το Σβέμπεμπαν, ένα από τα λίγα εναέρια τρένα στον κόσμο που κρέμεται πάνω από το ποτάμι, και το θέατρο της Πίνα Μπάους, ο λόγος που μας έφερε μέχρι εδώ: η παράσταση «Παλέρμο-Παλέρμο», ένα από τα πιο σημαντικά έργα του ρεπερτορίου της ομάδας και σίγουρα από τα πιο συγκινητικά. Ο μονόλογος του Δάφνι Κόκκινου λίγο πριν από το τέλος κάνει τον κόσμο να σηκώνεται όρθιος και να χειροκροτεί με ενθουσιασμό μέχρι να πονέσουν τα χέρια του. Αφηγείται τον τρόπο που σώθηκε μια ομάδα από χήνες από την αλεπού που τις είχε πιάσει και ετοιμαζόταν να τις φάει: «Οk, της λέει μια χήνα, “να μας φας, αλλά άσε μας πρώτα να προσευχηθούμε”. Η αλεπού περιμένει κι εκείνη αρχίζει την προσευχή. “Γκα, γκα”. Ξεκινάει και οι άλλες χήνες την ακολουθούν “γκα, γκα, γκα, γκα”. Και ακόμα προσεύχονται…».
Με την Πίνα το έμαθα πολύ καλά αυτό: πώς μπορούμε να πούμε το ίδιο πράγμα με διαφορετικό τρόπο.
Ο Δάφνις είναι από τα βασικά στελέχη της ομάδας από το 1993 και από το 2002 ήταν ο βοηθός της θρυλικής χορογράφου, μέχρι τον θάνατό της. «Τα 28 χρόνια που είμαι εδώ τα έζησα σχεδόν όλα με την Πίνα και την ομάδα, δεν είχα και δεν έχω ζωή εκτός ομάδας, οπότε όλη μου η ζωή ήταν φτιαγμένη έτσι ώστε να μπορέσω να είμαι μαζί τους» λέει. «Και τα τελευταία χρόνια, επειδή με είχε πάρει βοηθό της στα καινούργια της κομμάτια, ήμασταν ακόμα πιο πολύ μαζί. Από την Πίνα έμαθα πάρα πολύ καλά να σκέφτομαι, να μην αντιδρώ αμέσως σε κάτι χωρίς να το σκεφτώ. Και να μην το σκέφτομαι μονόπλευρα. Είναι κάτι που επιβάλλω στον εαυτό μου να κάνει, ενώ η Πίνα το έκανε επειδή ήταν η φύση της. Ζω μέσα σε μια πολυεθνική ομάδα και μου αρέσει πολύ. Όταν έφυγα από την Αθήνα, έβλεπα μόνο τουρίστες, δεν υπήρχε κόσμος άλλης εθνικότητας που να μπορούσες να δουλέψεις μαζί του. Στην κρατική σχολή ήμασταν όλοι το ίδιο. Οπότε, ξαφνικά, βρέθηκα σε ένα στούντιο όπου υπήρχε ο κόσμος ολόκληρος, είκοσι εθνικότητες. Μαθαίνεις πολλά δίπλα τους, ήθη, νοοτροπίες, συνήθειες, ανοίγουν τα μάτια σου. Αλλιώς χαιρετάς μια Ιταλίδα, αλλιώς μια Γιαπωνέζα, κι ενώ κάνουμε όλοι το ίδιο πράγμα, χαιρετιόμαστε καθένας με τον δικό του τρόπο. Με την Πίνα το έμαθα πολύ καλά αυτό: πώς μπορούμε να πούμε το ίδιο πράγμα με διαφορετικό τρόπο. Αυτό μας κάνει σίγουρα πλούσιους ως ανθρώπους. Η πολυμορφία και η διαφορετικότητα είναι πλούτος – και τη δουλέψαμε πάρα πολύ αυτήν τη διαφορετικότητα του καθενός. Μας ενδιέφερε όπως ακριβώς ήταν, με τις δυνατότητες που είχε, και όλοι μας ανακαλύπταμε πράγματα που ούτε καν ξέραμε ότι υπήρχαν μέσα μας. Η Πίνα με βοήθησε πολύ να ανακαλύψω όλα αυτά που αγνοούσα ότι διέθετα: τον δικό μου ρυθμό, τις δικές μου δυνατότητες. Δούλεψε πολύ πάνω σε αυτό, στο να ανακαλύψει καθένας μας δικά του πράγματα και να τα κάνει όσο πιο αληθινά μπορούσε. Αυτό ήταν και είναι πολύ βασικό μέρος της δουλειάς. Μπορεί να ακούγεται θεωρητικό, αλλά δεν είμαστε ηθοποιοί που θα παίξουμε έναν ρόλο. Και στο “Παλέρμο Παλέρμο”, για να καταλήξει σε αυτές τις 100 σκηνές, δουλεύτηκαν μέσα στο στούντιο και της προτάθηκαν εκατοντάδες διαφορετικά πράγματα. Αρκετά από αυτά που της άρεσαν τα ξαναδούλεψε, τα ξαναείδε, προσπάθησε να τα συνδέσει με άλλα. Όλη αυτή η διαδικασία και η δουλειά που γίνεται −ασχέτως του αν αυτά τα πράγματα δεν θα τα δει ποτέ κανείς− εσένα σε δημιουργούν. Μαθαίνεις να πλάθεις, να ανακαλύπτεις όρια, αντοχές. Για να βγει μια κίνηση και να δουλευτεί χρειάζεται ώρες ατελείωτες − είναι μια πάρα πολύ σκληρή δουλειά. Κάνουμε άπειρες πρόβες, συνέχεια, γιατί ποτέ δεν λες “οκ, είναι έτοιμο”, απλώς “είμαι στον σωστό δρόμο”. Από την άλλη, πρόκειται για μυς κι έχεις ανθρώπινες αντοχές που είναι πεπερασμένες. Κάποτε έμενα στον τρίτο όροφο και όποτε κάναμε καινούργιο κομμάτι και δουλεύαμε πολύ πιο εντατικά, ανέβαινα τα τελευταία σκαλοπάτια με τα τέσσερα γιατί τα πόδια μου δεν με βοηθούσαν. Και ήμουν και κάτω από 30 ετών».
Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα είχε ακουστεί στην Αθήνα ότι η Πίνα Μπάους έκανε οντισιόν. Τελικά, ήταν λάθος πληροφορία, αλλά ευτυχώς που το άκουσα. Πήρα το τρένο Αθήνα-Βούπερταλ και ήρθα εδώ τον Νοέμβριο του 1988. Η Πίνα δεν έκανε οντισιόν.
Μας έχει πάει σε ένα πολύ όμορφο καφέ, στο καφέ Κρεμ, ένα μέρος που του αρέσει πολύ, στην παλιά του περιοχή, όπου έζησε τα περισσότερα χρόνια, και μας ξεναγεί στα μέρη όπου σύχναζαν με την Πίνα. Κάθε μαγαζί και μια διαφορετική ανάμνηση. «Εδώ μέσα», μας λέει δείχνοντας ένα μπιστρό, «συνάντησε μια φορά έναν καλόγερο από το Άγιο Όρος, τον Ιερόθεο, που είχε φέρει η Ελληνίδα φίλη της, η Κυβέλη. Ήταν νωρίς το πρωί, όλοι μας παραγγείλαμε καφέ για να ξυπνήσουμε κι ο Ιερόθεος παρήγγειλε βότκα με πάγο!».
Την ώρα που τρώει πρωινό (βραστό αυγό και σαλάτα) βγάζει μια φωτογραφία από το πορτοφόλι του, που είναι 23 χρονών. Ένα λεπτό, όμορφο παιδί. Είναι η φωτογραφία του πρώτου διαβατηρίου με το οποίο ταξίδεψε για να έρθει να βρει την Πίνα. Οι ιστορίες που διηγείται είναι συναρπαστικές. «Μου άρεσε να ντύνομαι ασπρόμαυρα τότε» σχολιάζει. «Σαν την εποχή του ’30. Κι επειδή ήταν ασπρόμαυρες οι φωτογραφίες, ντυνόμουν με άσπρα και μαύρα και στο τσεπάκι είχα, αντί για μαντιλάκι, μια φωτογραφία μίας ωραίας κοπέλας, ενός ωραίου αγοριού, ενός ζευγαριού... Είμαι απόγονος του ήρωα της Κρήτης, του Ηρακλή Κοκκινίδη. Ήταν ο προπάππος μου και παραλίγο να με πουν Ηρακλή. Ήταν οπλαρχηγός του Μαλεβιζίου, διοικούσε ένα σώμα στρατού και τον δολοφόνησαν όταν ήταν 25 χρονών. Προσπάθησε να μαζέψει τους φτωχούς εναντίον των πλουσίων και έκανε επανάσταση το 1860. Ξεσήκωσε ακόμα και τους Οθωμανούς υπηκόους, δεν είχε σημασία γι’ αυτόν αν κάποιος ήταν χριστιανός ή μουσουλμάνος. Κι εκεί τον έφαγαν. Στο Ηράκλειο είναι το άγαλμά του και υπάρχει και ένας δρόμος με το όνομά του. Ξέρεις ποιο είναι το ενδιαφέρον; Εκείνος ήταν τουρκοφάγος κι εμένα οι πιο πολλοί φίλοι μου ήταν και είναι Τούρκοι. Στο πατρικό μου σπίτι, στην Κρήτη, έχουμε το πορτρέτο του −ένας πολύ ωραίος νέος με μούσια μέχρι εδώ κάτω, μουστάκια, το κρητικό το φέσι, κρητικιά βράκα, στιβάνια, μαχαίρια, πιστόλια− κι ακριβώς δίπλα η μητέρα μου έχει εμένα σε πρώτη arabesque. Το είχα πει στην Πίνα, ότι μου έκανε τρομερή εντύπωση που η μητέρα μου τοποθέτησε τις φωτογραφίες μας δίπλα-δίπλα και μου είπε “γιν και γιανγκ, έκλεισε ο κύκλος”.
Πίνα Μπάους 2011
Κάνουμε άπειρες πρόβες, συνέχεια, γιατί ποτέ δεν λες "οκ, είναι έτοιμο", απλώς "είμαι στον σωστό δρόμο". Από την άλλη, πρόκειται για μυς κι έχεις ανθρώπινες αντοχές που είναι πεπερασμένες. Κάποτε έμενα στον τρίτο όροφο και όποτε κάναμε καινούργιο κομμάτι και δουλεύαμε πολύ πιο εντατικά, ανέβαινα τα τελευταία σκαλοπάτια με τα τέσσερα γιατί τα πόδια μου δεν με βοηθούσαν. Και ήμουν και κάτω από 30 ετών
Η μητέρα μου είχε μέσα στο σπίτι ένα ατελιέ όπου έφτιαχνε φορέματα, βραδινές τουαλέτες μόνο. Σε αυτό το δωμάτιο ζωγράφιζε μόνη της τα πατρόν, έκοβε τα υφάσματα, οπότε δημιουργούσε μέσα από τη ραπτική. Κι έκανε μόνο αγόρια, έξι συνολικά, που όλα ασχολούνται με χορό, μουσική, κατασκευή μουσικών οργάνων και ζωγραφική. Εγώ είμαι το νούμερο έξι. Ο πατέρας μου ήταν πολύ μεγάλος και τον γνώρισα λίγο, είχαν 21 χρόνια διαφορά με τη μητέρα μου. Εκείνος Κρητικός και η μητέρα μου Μικρασιάτισσα, ήταν δύο πολύ διαφορετικοί κόσμοι. Μιλάμε τώρα για αμέσως μετά τον πόλεμο, το 1947. Όταν την είδε ο μπαμπάς μου αυτή ήταν 17 και εκείνος 38, πήγε και την ζήτησε από τους γονείς της, άτομα πράα από την Καππαδοκία, πρόσφυγες, και φυσικά του είπαν “όχι”. Αυτός όμως ήταν απ’ τον Ψηλορείτη και του ήταν αδιανόητο να του πει κάποιος “όχι”, οπότε πήρε τα δύο πιο μεγάλα του αδέρφια, πήγαν στο σπίτι με τα πιστόλια και είπαν “ή θα την πάρουμε ή θα σκοτώσουμε όλο το σόι”. Και την πήρε. Όταν μου το είπε η μητέρα μου αργότερα που μεγάλωσα, τη ρώτησα: “Μα, πώς μπόρεσες να το κάνεις;”. Μου απάντησε: “Επειδή ήταν πάρα πολύ όμορφος”. Είχε μακρύ πρόσωπο, λευκή επιδερμίδα, μαύρο μαλλί και καταγάλανα μάτια. Ψηλός, αδύνατος, κούκλος όντως. Ευτυχώς για τη μαμά μου. Ήταν πολύ εγωιστικό, αλλά γι’ αυτούς τους δύο λειτούργησε. Είχαν ένα πάθος οι δυο τους.
Ο πατέρας μου χόρευε, του άρεσε πάρα πολύ να χορεύει σε γλέντια, κι ήταν πάρα πολύ ανοιχτός σε κόσμο − οποιονδήποτε ερχόταν στη γειτονιά, στο χωριό, τον έφερνε στο σπίτι μας. Αυτούς που έφτιαχναν το ηλεκτρικό, αυτούς που έρχονταν για δουλειές στο χωριό, μάζευε τους πάντες, ήθελε να έχει κόσμο, πολύ απίθανος τύπος. Και πολύ ανοιχτά μυαλά και οι δύο. Δηλαδή, με έσπρωξαν να κάνω αυτό που ήθελα, δεν μου έθεσαν ποτέ ένα όριο: “Πρέπει να κάνεις αυτό ή κοίτα να κάνεις αυτό”. Απολύτως τίποτα. Μου έλεγαν “κάνε αυτό που σου αρέσει”. Ίσως επειδή ήμουν το τελευταίο παιδί − ο πρώτος μου αδερφός δεν είχε αυτή την τύχη. Τα αδέρφια μου, καθένας με τις δικές του εμπειρίες φυσικά, έχουν λίγο διαφορετική γνώμη για τον πατέρα μας, αισθάνονται λίγο διαφορετικά. Δεν νομίζω ότι οι γονείς μου με αγαπούσαν περισσότερο από τα άλλα μου αδέρφια, αλλά με άφησαν εντελώς ελεύθερο να κάνω αυτό ακριβώς που ήθελα.
Στην Α’ Λυκείου, στο Ηράκλειο, δεν ξέρω για ποιον λόγο, πήγα σε μια σχολή μπαλέτου. Ούτε οι φίλοι μου πήγαιναν, ούτε παραστάσεις είχα δει, αλλά πήγα. Η δασκάλα τρελάθηκε από τη χαρά της που είχε ένα αγόρι στο τμήμα. Είχα πολλές ευκολίες, έκανα σπαγγάτο χωρίς να έχω κάνει χορό, οπότε ήταν παράδεισος. Στη βδομάδα πάνω με έδιωξαν οι μαμάδες των κοριτσιών γιατί δεν ήθελαν ένα αγόρι ανάμεσά τους. Δεκαπέντε χρονών, εφηβεία, ποιος ξέρει τι σκέφτηκαν. Μεγάλη απογοήτευση. Η δασκάλα δεν ήθελε να φύγω γιατί επιτέλους είχε ένα αγόρι στη σχολή, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς.
Τέλειωσα το λύκειο στο Ηράκλειο και τον χορό τον ξέχασα, γιατί στο μεταξύ είχα άλλες προτεραιότητες. Και πάλι, για κάποιον λόγο που δεν ξέρω, μπήκα στο Θέατρο Νέων Κρήτης, σε μια σχολή που είχε ανοίξει μια μαθήτρια του Κουν, η Μαίρη Βοσταντζή, όπου κάναμε θέατρο και χορό. Ήμουν 17 χρονών κι εκεί πραγματικά έμαθα πολλά σε σχέση με την πειθαρχία, με το πώς δουλεύεις, με το τι είναι αυτός ο χώρος. Αυτή την ατμόσφαιρα τη συνάντησα και με τη Ζουζού Νικολούδη και με την Πίνα εδώ αργότερα. Είναι πολύ σημαντικό να καταφέρεις να δημιουργήσεις αυτή την ατμόσφαιρα. Στη σχολή Θεάτρου Νέων Κρήτης έμεινα έναν χρόνο και μετά ήθελα να κάνω περισσότερο χορό. Στην Κρήτη ήταν δύσκολο, οπότε πήρα καράβι για την Αθήνα, γράφτηκα για θέατρο και χορό στην Αμερικανική Ένωση και προετοιμάστηκα για να δώσω εξετάσεις την επόμενη χρονιά στην Κρατική Σχολή Χορού. Έδωσα στην Κρατική και με πήραν. Ως μαθητής στη σχολή είδα στο Ηρώδειο την «Ιεροτελεστία της άνοιξης» και το «Café Müller» με την Πίνα Μπάους και μετά το «Kontakthof» – λόγω Κρατικής Σχολής είχαμε πάσο και στο Ηρώδειο πήγαινα πάντα. Δεν είχε και τόσο πολλούς χώρους η Αθήνα, όπως έχει τώρα. Η δουλειά της Πίνα μου έδωσε γροθιά στο στομάχι, με σακάτεψε. Από τότε είχα όνειρο να μπω σε αυτή την ομάδα. Είναι απίθανο, αλλά μέσα στην αφέλεια και στην ασχετοσύνη μου αισθανόμουν ότι αυτή ήταν η ομάδα στην οποία ανήκα − ούτε κατά διάνοια, βέβαια, αλλά ήξερα ότι αυτό ήθελα κι ότι αυτό ήταν το σπίτι μου. Μετά την Κρατική δούλεψα έναν χρόνο στα Χορικά της Ζουζούς Νικολούδη – ήταν η δασκάλα μου στην Κρατική.
Τότε δεν υπήρχε Ίντερνετ, δεν είχες τρόπο επικοινωνίας με τον έξω κόσμο, η πληροφορία ερχόταν στ’ αυτιά σου με τη μορφή ψιθύρων. Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα είχε ακουστεί στην Αθήνα ότι η Πίνα Μπάους έκανε οντισιόν. Τελικά, ήταν λάθος πληροφορία, αλλά ευτυχώς που το άκουσα. Πήρα το τρένο Αθήνα-Βούπερταλ και ήρθα εδώ τον Νοέμβριο του 1988. Η Πίνα δεν έκανε οντισιόν.
Λίγους μήνες πριν πεθάνει, κι ενώ ήμασταν στη Χιλή – ήμουν βοηθός της σε αυτό το κομμάτι που ήταν και το τελευταίο− σε ένα εστιατόριο-μπαρ στις δύο το πρωί, μπόρεσα να την ευχαριστήσω για τον τρόπο που μου φέρθηκε όταν με συνάντησε για πρώτη φορά (τα μάτια του βουρκώνουν). Όταν είχα έρθει ταξιδεύοντας από την Ελλάδα, μετά από τρεις μέρες σε ένα τρένο, ταλαιπωρημένος, τρώγοντας μόνο μπισκότα Παπαδοπούλου, χωρίς να ξέρω τη γλώσσα, χωρίς να ξέρω πού πάω −και δεν ήταν τότε τόσο ανοιχτά όλα όπως είναι τώρα, δεν είχα βγει ποτέ παραέξω, Κρήτη-Αθήνα μόνο, και πάντα μέσα σε ένα σχολείο−, ολομόναχος στο Βούπερταλ, ποιος ξέρει σε τι κατάσταση ήμουν. Φτάνοντας, πηγαίνω στο στούντιο κατευθείαν, μιλάω σε μια χορεύτρια η οποία με σύστησε στην Πίνα. Δεν ξέρω πώς με είδε, αλλά σηκώθηκε και μου έκανε μια θερμή αγκαλιά, σαν να ήταν μάνα μου, και γι’ αυτή την αγκαλιά την ευχαρίστησα στη Χιλή. Γιατί αυτό χρειάζεσαι όταν είσαι στην κατάσταση στην οποία βρισκόμουν, τίποτε άλλο. Την είχα ανάγκη όσο δεν φαντάζεσαι εκείνη την αγκαλιά.
Δεν έκανε, όμως, οντισιόν, που σημαίνει ότι δεν είχε θέση. Επειδή ήταν κρατικό θέατρο, δεν μπορούσε να πάρει όσα άτομα ήθελε. Μου είπε, όμως, ότι έψαχναν έναν χορευτή στη σχολή του Έσσεν, εκεί όπου σπούδασε η Πίνα με δάσκαλο τον Kurt Jooss, έγινε διευθύντρια της ομάδας όταν γύρισε από τη Νέα Υόρκη, στα 20 της, και τώρα έχει γίνει πανεπιστημιακό σχολείο. Τότε η Πίνα ήταν η καλλιτεχνική διευθύντρια αυτής της ομάδας, την οποία αποτελούσαν χορευτές και χορεύτριες που μόλις είχαν τελειώσει τη σχολή, 23, 25 χρονών − μένουν εκεί το πολύ τέσσερα χρόνια, γιατί μετά πρέπει να έρθουν άλλα παιδιά. Από κει παίρνουμε παιδιά ως guests και σήμερα η μισή ομάδα μας είναι από κει. Σε αυτή την ομάδα με έστειλε για οντισιόν. Στο μεταξύ, οντισιόν δεν είχα ξανακάνει στη ζωή μου, γιατί τη δεκαετία του ’80 στην Κρατική Σχολή Χορού, υπό τη διεύθυνση Ντόρας Τσάτσου, ήμασταν κάπου 15 αγόρια και όποιος ήθελε χορευτή ήξερε ότι ήμασταν εκεί. Δεν ήταν πολλοί τριγύρω, ούτε χορευτές, ούτε χορογράφοι − ευτυχώς, τώρα πολύ περισσότερος κόσμος ενδιαφέρεται και ασχολείται. Έκανα την οντισιόν χωρίς άγχος. Και με πήραν. Έτσι άρχισα, μετά με πήρε η Πίνα σε τρία έργα της ως guest στην ομάδα. Για πρώτη φορά χόρεψα μαζί της το 1991. Και στο Τόκιο, όπου ήμασταν και παίζαμε το “Auf dem Gebirge hat man ein Geschrei gehört” (“Στα βουνά κάποιος άκουσε μια κραυγή”), ένα απίθανο έργο, με ρώτησε αν με ενδιέφερε να μπω στην ομάδα της. Ξετρελάθηκα. Ήταν Πρωτομαγιά του 1993 όταν μπήκα στην ομάδα. Από κει και πέρα, δουλειά, δουλειά, δουλειά.
Όσο δύσκολο και αν είναι τελικά, αν σε ενδιαφέρει κάτι, είναι πολύ εύκολο. Όταν ξεκίνησα να έρθω από την Αθήνα, δεν σκεφτόμουν ότι δεν είχα σπίτι, δεν ήξερα τη γλώσσα, δεν είχα λεφτά, πού θα έμενα, τι θα έτρωγα αύριο − αν τα σκεφτόμουν αυτά θα ήμουν ακόμα στην Αθήνα. Όταν είναι τόσο δυνατό αυτό που σε ωθεί, που σε δυναστεύει, σε προφυλάσσει από όλα τα υπόλοιπα. Είναι υπέροχο. Γι’ αυτό σου λέω ότι είναι εύκολο. Γιατί δεν το σκέφτεσαι. Το σκέφτηκα πολλά χρόνια αργότερα, όταν τα διηγιόμουν, και είπα: “Ω, Θεέ μου! Τι έκανα, ευτυχώς!”. Κυνήγησε το όνειρό σου και μην το σκέφτεσαι, τόσος κόσμος υπάρχει να σε φιλοξενήσει, να δεις καινούργια πράγματα. Ακόμα και αν φας τα μούτρα σου, αξίζει. Όταν είσαι νέος, μπορείς να κάνεις όσα restart χρειαστεί μέχρι να πετύχεις αυτό που θέλεις. Με το Facebook, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μπορείς εύκολα να βρεις κόσμο, έχεις μια επαφή και δεν πας τυφλά.
Όταν πέθανε η Πίνα, έπρεπε φυσικά να αναλάβουμε ευθύνες που πριν δεν είχαμε. Ξαφνικά, είναι σαν να φεύγει το κεντρικό πρόσωπο σε μια οικογένεια και αναγκαστικά αλλάζουν τα πράγματα. Όμως υπάρχει το έργο του οποίου είμαστε όλοι συνδημιουργοί, δεν μπορείς να το αφήσεις και να πεις τελείωσα από δω, θα πάω σε ένα άλλο θέατρο. Δεν είναι μια νορμάλ δουλειά, είναι όλη σου η προσωπική ζωή. Τα προσωπικά σου βιώματα είναι όλα μέσα στα κομμάτια. Φυσικά, είναι δύσκολο επειδή δεν υπάρχει η Πίνα να πει “αυτό θέλω να το έχω έτσι” και να μην υπάρξει ούτε συζήτηση, ούτε αμφισβήτηση, αλλά με πολλή δουλειά, πολύ περισσότερη από πριν, συνεχίζουμε. Η ομάδα άντεξε και δεν διαλύθηκε ακριβώς επειδή υπάρχουν τα έργα και επειδή οι περισσότεροι δουλεύουμε μαζί πάνω από είκοσι ή τριάντα χρόνια. Μόνο γι’ αυτό, γιατί όλοι θέλουμε να συνεχίζουμε να χορεύουμε και γιατί ευτυχώς ζητιέται αρκετά από τα ανά τον κόσμο φεστιβάλ. Είμαστε τυχεροί που μπορούμε να χορεύουμε εδώ και σε όλο τον κόσμο και θέλουμε όλοι να συνεχίσουμε το έργο που ξεκινήσαμε μαζί της. Έχουμε μεγαλώσει σε ηλικία, αλλά δεν σταματάμε γιατί δεν είναι κάτι που βλέπεις ως δουλειά, να πεις “παίρνω σύνταξη”, σε καίει, είναι η ζωή σου όλη. Η δουλειά της ομάδας, το τεράστιο έργο που άφησε η Πίνα, συνεχίζεται. Μ’ εμάς, τους παλαιότερους, και με μια καινούργια γενιά χορευτών, 12 άτομα. Στην τελευταία οντισιόν πήραμε άλλα 4. Πολλοί από τους νέους μας έκαναν πρεμιέρα στο “Παλέρμο Παλέρμο”».
Τον ρωτάω αν άλλαξαν καθόλου οι σχέσεις μεταξύ τους μετά τον θάνατο της Πίνα, αν υπήρξαν αντιζηλίες. «Το καλό με την ομάδα της Πίνα είναι ότι αυτό που χορεύουμε είναι αυτό που έχουμε δημιουργήσει οι ίδιοι, οπότε δεν γίνεται να ζηλεύεις με το χορευτικό του άλλου. Και να ζηλεύω και να θέλω να κάνω το δικό σου, απλώς δεν μπορώ να το κάνω. Κι είναι πιο δίκαιο, γιατί κάνεις στη σκηνή ό,τι έχεις δημιουργήσει και δεν μπορείς να παραπονεθείς για τις ιδέες και τη δουλειά που έχει φτιάξει κάποιος άλλος. Έτσι, λειτουργείς διαφορετικά από άλλες ομάδες, που παρακαλάς να σπάσει κάποιος το πόδι του για να πάρεις τη θέση του – κι είναι γνωστά τα “ατυχήματα” που συμβαίνουν στον χώρο. Δούλεψα και δύο χρόνια με την Όπερα του Μονάχου, γιατί το μπαλέτο του Μονάχου ανέβασε ένα δικό μας έργο, στο οποίο ήμουν βοηθός της Πίνα. Είναι μια καταπληκτική ομάδα, με πλούσιες παραγωγές και πάρα πολύ καλούς χορευτές. Είναι εντελώς διαφορετικό το να είσαι μέσα σε μια λυρική σκηνή, σε μια όπερα, που έχει τον πρώτο χορευτή, τους ντεμί σόλο, τους σολίστες, το cour de ballet, όπου υπάρχει δηλαδή ιεραρχία. Υπάρχουν ρόλοι που θέλουν όλοι, αλλά είναι κατειλημμένοι, κι έτσι δημιουργούνται και αντιζηλίες. Δεν είναι καθόλου έτσι με την Πίνα, ο καθένας χορεύει αυτό που έχει δημιουργήσει ο ίδιος, με τις δικές του σωματικές δυνατότητες, στα όριά του, ή, αρκετά συχνά, πέρα από τα όριά του, οπότε προσπαθούμε να χρησιμοποιήσουμε τις καλύτερες δυνατότητες του καθενός. Δεν λες ποτέ “γιατί κάνει αυτή ή αυτός αυτό και όχι εγώ;”. Πολύ απλά, γιατί μπορεί να το κάνει, και είναι αυτό που έχει ανάγκη το έργο. Είναι πολύ υγιές και ωραίο. Τώρα που βλέπουμε τα καινούργια μας παιδιά, όπου υπάρχει ένας ρόλος δοκιμάζουμε δυο-τρία άτομα. Ένας από τους τρεις θα τον χορέψει γιατί του ταιριάζει πιο καλά ή επειδή έχει κάτι διαφορετικό που είναι καλό για τον ρόλο. Βρίσκεις για καθένα αυτό που είναι σωστό για το κομμάτι ή τον εαυτό του. Με την Πίνα ήταν πιο εύκολο, γιατί σκεφτόταν εκείνη, ενώ τώρα πρέπει να αποφασίσουμε εμείς ποιο παιδί κάνει για κάθε ρόλο. Έχουν αλλάξει οι διαδικασίες. Εκεί που δουλεύαμε οκτώ ώρες ως χορευτές, τώρα δουλεύω επιπλέον ως διευθυντής προβών και άλλες τόσες ώρες με τα γύρω-γύρω που υπάρχουν. Είναι απίθανα πολλή δουλειά, γιατί είναι και μεγάλη η ευθύνη της ομάδας. Κάνουμε πάνω από 80 παραστάσεις τον χρόνο. Ως χορευτές δικαιούμαστε δύο ελεύθερες μέρες την εβδομάδα, αλλά, χωρίς την Πίνα, αρκετοί από μας δουλεύουμε πολύ συχνά όλες τις μέρες».
Την ώρα που κάνουμε βόλτα στην πόλη με τη χριστουγεννιάτικη βορειοευρωπαϊκή ατμόσφαιρα αναφέρει την ευχάριστη έκπληξη που τον περίμενε στην Αθήνα, στη Στέγη συγκεκριμένα, όπου εμφανίστηκαν πρόσφατα με το «Sweet Mambo»: μια άγνωστή του κυρία, η οποία είναι σεφ, εμφανίστηκε με σακούλες με δώρα: 22 κιλά τρόφιμα, ελληνικά delicatessen και ένα ζευγάρι μπλε καστόρινα παπούτσια με κόκκινα κορδόνια. «Με συγκίνησε πολύ» λέει. «Δεν θα διάλεγα ποτέ μπλε παπούτσια, αλλά τελικά είναι πολύ ωραία». Είναι τα παπούτσια που φοράει.
Τον ρωτάω για τις ταινίες στις οποίες έχει εμφανιστεί, το «Μίλα της» του Αλμοδόβαρ και το «Πίνα» του Βιμ Βέντερς. «Καταπληκτική η δουλειά με τον Αλμοδοβάρ» λέει. «Η Πίνα είχε υπέροχους φίλους που είχαμε την ευκαιρία να μας τους γνωρίσει. Όσο πιο μεγάλα πράγματα έχουν κάνει κάποιοι άνθρωποι, τόσο πιο απλοί είναι. Ο Βιμ Βέντερς ήθελε να κάνει ένα φιλμ για την Πίνα και πάνω που το συζήταγαν, εκείνη έφυγε. Μετά έκανε την ταινία χωρίς αυτή, επειδή της το είχε υποσχεθεί και επειδή κι εμείς θέλαμε να το κάνουμε οπωσδήποτε. Συμμετείχαμε όλοι από την ομάδα, χορεύοντας κομμάτια από τα έργα της Πίνα, σε εξωτερικούς χώρους στο Βούπερταλ ή τριγύρω. Δούλεψα και με δυο παιδιά στην Κωνσταντινούπολη που έφτιαξαν μια ταινία, τη “Zenne Dancer”, για έναν ομοφυλόφιλο φίλο τους που τον σκότωσε ο ίδιος του ο πατέρας, μια αληθινή ιστορία. Δούλεψα με τον ηθοποιό πάνω στον χορό. Πήραν το α’ βραβείο καλύτερης ταινίας στην Τουρκία και διάφορα βραβεία σε πάρα πολλά φεστιβάλ».
Σχολιάζει την κρίση που υπάρχει στην πόλη τα τελευταία χρόνια, την ανεργία, τα μαγαζιά με τα είδη του ενός ευρώ που εμφανίστηκαν ξαφνικά. «Δεν υπήρχαν κινέζικα μαγαζιά με πάρα πολύ φτηνά προϊόντα. Αυτό φαίνεται να έχει αλλάξει» λέει. «Παλιότερα, ζούσαν εδώ 14.000 Έλληνες και κάποιοι που είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια γύρισαν πίσω. Τώρα έχει πολύ περισσότερους. Είναι 5-6 που ξέρω, γιατί είναι αυτοί που έρχονται στο θέατρο. Φυσικά, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μπορούν πολύ εύκολα να χειραγωγήσουν ή να διαδώσουν ψευδείς πληροφορίες, για ευνόητους λόγους. Μέσα στην ομάδα είμαι προστατευμένος από κάθε είδους προκαταλήψεις που είμαι σίγουρος ότι υπήρχαν στην αρχή της κρίσης. Τώρα έχουν αλλάξει τα πράγματα. Το κυριότερο είναι να υπάρχει κριτική σκέψη και πληροφόρηση από πολλούς διαφορετικούς φορείς και γλώσσες.
Αν σου πω ότι δεν ξέρω πώς είναι το Βούπερταλ θα το πιστέψεις; Αν δεν κάναμε τη συνέντευξη, θα ήμουν στο σπίτι, στο κρεβάτι ή θα πήγαινα για πρωινό με φίλους. Δεν συμμετέχω στη ζωή της πόλης. Όχι επειδή δεν θέλω ή επειδή δεν μου αρέσει, αλλά λόγω έλλειψης χρόνου. Αν με αφήσεις κάπου με κλειστά μάτια και τα ανοίξω, δεν ξέρω πού είμαι. Ξέρω μόνο τη διαδρομή που εκτελεί το εναέριο τρένο, σε μια γραμμή όπου βρίσκεται το σπίτι μου και η όπερα, μόνο κατά μήκος του ποταμού. Γνωρίζω την πόλη κατά μήκος και όχι κατά πλάτος! Δεν κυκλοφορώ τριγύρω, πάω μόνο όπου πάει το τρένο. Όταν κλείνω 14ωρα δουλειάς, πού να πάω; Επίσης, ταξιδεύουμε συνέχεια, μένουμε 1-2 εβδομάδες σε κάθε πόλη, κατά τη διάρκεια του χρόνου περνάω πολύ μικρό διάστημα εδώ. Απλώς εδώ είναι το σπίτι μου. Δεν βγαίνω και συχνά σε εστιατόρια, τρώω πολύ έξω στα ταξίδια και όταν είμαι εδώ, προτιμώ να κάθομαι στο σπίτι. Αν δεν έχω παρέα, δεν βγαίνω. Στο Βούπερταλ δεν έχει κίνηση στους δρόμους, σε δέκα λεπτά είσαι στη δουλειά σου, δεν αγχώνεσαι, είναι πολύ ήρεμα κι έτσι μπορείς να δημιουργήσεις. Το να ζεις σε μια μεγάλη πόλη με αυτόν το ρυθμό της δουλειάς είναι εξουθενωτικό. Το ζούμε σε όλες τις μεγάλες πόλεις όπου πάμε, αλλά αντέχεται, επειδή είναι κάτι καινούργιο και μικρής διάρκειας. Αν είναι για μεγάλο χρονικό διάστημα έτσι η ζωή σου, απλώς δεν το αντέχεις. Αλλά το να μένεις και πάντα εδώ, χωρίς να φεύγεις, κάποιες φορές είναι καταθλιπτικό. Με την Πίνα ήταν υπέροχα, όλες οι συμπαραγωγές που κάναμε, με διάφορες μητροπόλεις ανά τον κόσμο – ιδανική συνθήκη για να ανοιχτείς σε καινούργιες ιδέες, κινήσεις, μουσικές, συμπεριφορές. Θα ήταν διαφορετική η δουλειά της ομάδας εάν δεν είχαμε την τύχη να δημιουργήσουμε καινούργια κομμάτια με άλλες μεγάλες πόλεις του κόσμου».
Φτάνουμε έξω από ένα αριστουργηματικό κτίριο, φτιαγμένο το 1965, το θέατρο του Βούπερταλ, το οποίο έκλεισε το 2013 για λόγους ασφαλείας και εξαιτίας των νόμων που άρχισαν να ισχύουν για τα δημόσια κτίρια. Ετοιμάζεται, όμως, να επισκευαστεί και από το 2022 θα στεγάσει το Κέντρο Πίνα Μπάους. «Το κέντρο έχει οριστεί ότι θα γίνει με τη συνεργασία του Βερολίνου, του Ντίσελντορφ και του Βούπερταλ, για να μπορέσει να ανακαινιστεί. Σε αυτό θα στεγάζεται η ομάδα, το ίδρυμα Πίνα Μπάους, το οποίο διαχειρίζεται το υλικό της Πίνα, όλο το ρεπερτόριό της, ενώ θα μπορούμε να ετοιμάζουμε και νέα έργα. Θα υπάρχει ένα διεθνές κέντρο παραγωγών. Πρέπει να διαπαιδαγωγήσουμε τη νεολαία, να τους δείξουμε τι υπάρχει στην πόλη, τι είναι αυτό που κάνουμε, αλλιώς δεν θα έρθει ποτέ. Είναι το αυριανό μας κοινό και ίσως οι αυριανοί μας συνάδελφοι αυτά τα παιδιά. Πρέπει να τους δίνουμε ιδέες. Όλα αυτά, μαζί με τις ιδέες που έχουμε και αυτές που θα έρθουν, θα στεγαστούν στο Διεθνές Κέντρο Χορού. Αυτό είναι το επόμενο βήμα. Από τον Μάιο του 2017 θα έχουμε καινούργια καλλιτεχνική διευθύντρια, την Adolphe Binder, οπότε, εκτός από το δικό μας ρεπερτόριο που υπάρχει ήδη, θέλουμε επίσης να κάνουμε καινούργια κομμάτια με άλλους χορογράφους, να δοκιμάσουμε καινούργια πράγματα, ίσως και με κάποιους από μας. Ήδη κάνουμε, αλλά δεν τα δείχνουμε στη σκηνή μας, τα δείχνουμε σε άλλους χώρους στο Βούπερταλ, πιο underground. Όπως στο κελί των ελεφάντων στον ζωολογικό κήπο, σε ένα παλιό εργοστάσιο, σε ένα υπόγειο γκαράζ αυτοκινήτων. Είναι τόσο λίγος ο χρόνος που μας μένει να ασχοληθούμε με κάτι εκτός ρεπερτορίου, πάντως, που δεν είναι εύκολο να κάνουμε νέα πράγματα. Παρ’ όλα αυτά, θέλουμε να δοκιμάσουμε!
Πιστεύω στο τυχαίο. Έχει πει κάτι υπέροχο η Κική Δημουλά: “Με εντυπωσιάζει όμως ότι όλα εφαρμόζονται σαν να είναι προμελετημένα, και εφαρμόζονται με τόση ακρίβεια, που δεν μπορώ να το πω τυχαίο. Δεν μπορώ να πω έτυχε. Το έτυχε βέβαια το θεωρώ υπεύθυνο για πολλές δημιουργίες, του δίνω πολύ μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι στο προγραμματισμένο». Αυτό είναι το τυχαίο για μένα».
Όσο περιμένουμε στην αποβάθρα το τρένο για το Ντίσελντορφ και πριν τον αποχαιρετήσουμε, μας διηγείται την ιστορία του σπιτιού όπου μένει σήμερα, στην οδό Όχθης 20, ένα εντυπωσιακό νεοκλασικό δίπλα στο κτίριο της όπερας που φιλοξενεί το Tanztheater Wuppertal. «Φτιάχτηκε ως σπίτι του δημάρχου του Βούπερταλ, Μπάρμεν, το 1890. Τη βίλα την αγόρασε στις αρχές του 20ού αιώνα μια πλούσια οικογένεια Εβραίων, των οποίων τα ίχνη χάθηκαν στον πόλεμο. Στη διάρκεια του πολέμου την είχαν οι SS ως στρατηγείο και μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στεγάστηκε η αστυνομία. Είναι από τα λίγα κτίρια της πόλης που διασώθηκαν από τους βομβαρδισμούς, γιατί το προστάτεψαν με νύχια και με δόντια. Μετά το πήρε μια οικογένεια πλούσιων Τσιγγάνων με χρυσά δόντια και πολυτελή αυτοκίνητα, που κυκλοφορούσαν με παπιγιόν, μακριές τουαλέτες κι έκαναν πάρτι, αλλάζοντάς του ευτυχώς την ενέργεια. Σήμερα το έχει στην ιδιοκτησία του ένας Έλληνας δικηγόρος».
Από το παράθυρο του τρένου, φεύγοντας, παρατηρώ ότι η πόλη είναι γεμάτη πλαστικούς πιγκουίνους και ότι σε έναν τοίχο κάποιος έχει γράψει «ΠΑΟ 13».
Ο Δάφνις Κόκκινος υπογράφει την Ιεροτελεστία της άνοιξης, μία από τις τρεις χορογραφίες στο τρίπτυχο χορού Από τη Ρωσία με αγάπη του Μπαλέτου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που φέρνει στην σκηνή της Αίθουσας Σταύρος Νιάρχος τρία σπουδαία μπαλέτα του Ίγκορ Στραβίνσκι. Από τις 6 Απριλίου και για έξι παραστάσεις θα παρουσιαστούν: Η Ιεροτελεστία της άνοιξης, Το τραγούδι του αηδονιού και Οι γάμοι, σε χορογραφίες Δάφνη Κόκκινου, Μάρκο Γκαίκε και Κωνσταντίνου Ρήγου.
ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ ΜΕ ΑΓΑΠΗ, Τρίπτυχο χορού Στραβίνσκι, 06, 07, 10, 13, 19, 21 Απρ 2019, Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος Εθνικής Λυρικής Σκηνής , Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, Ώρα έναρξης: 20.00 (Κυριακές: 18.30).
σχόλια