Πάνω στις χαρακτηριστικές κολόνες της εισόδου, αυτές που αμέσως παραπέμπουν στην αισθητική του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, έχει τοποθετηθεί ένα μεγάλο μπλε πανό που γράφει «Κι όμως είναι τέχνη». Είναι σαν να εξηγεί αυτό που συμβαίνει γύρω σου: στον προαύλιο χώρο οργανώνονται μουσικές παραστάσεις, στο εσωτερικό έχει προβολές ταινιών, στους επάνω ορόφους στήνουν τέκνο πάρτι. Το κοινό καταφθάνει κρατώντας χαρτιά υγείας και τρόφιμα. Στα γραφεία της διοίκησης του θεάτρου επικρατεί απόγνωση, ενώ στον Δήμο του Βερολίνου οι διαπραγματεύσεις οδηγούνται σε απανωτά αδιέξοδα.
Μάλλον κάτι πηγαίνει στραβά τις τελευταίες μέρες στην πλατεία Ρόζα Λούξενμπουργκ του πρώην Ανατολικού Βερολίνου. Από την Παρασκευή, το περίφημο κτίριο-έδρα της σπουδαίας Φόλκσμπινε που επί δεκαετίες δεσπόζει στη γειτονιά τελεί υπό κατάληψη από μια ακτιβιστική ομάδα που αυτοαποκαλείται «From dust to glitter». Όχι, το πρόβλημά τους δεν σχετίζεται με το αποτέλεσμα των χθεσινών γερμανικών εκλογών. Τα κίνητρά τους,λένε, είναι απολύτως καλλιτεχνικά!
Η κολεκτίβα συγκροτήθηκε για να διαμαρτυρηθεί για τη λεηλασία της πολιτιστικής ζωής της πόλης από τους επενδυτές και να στείλει ηχηρό μήνυμα ενάντια στην τρέχουσα πολιτική και στην υποβάθμιση του ιστορικού θεάτρου. Αφορμή αποτέλεσε η απομάκρυνση, έπειτα από 25 χρόνια, του «ηγέτη» της Φόλκσμπινε Φρανκ Κάστορφ από το τιμόνι του οργανισμού και η αντικατάστασή του από τον Κρις Ντέρκον, πρώην διευθυντή της Tate Modern. Οι επικριτές φοβούνται ότι η θητεία του Ντέρκον δηλώνει μια ξεκάθαρη στροφή σε εμπορικές παραγωγές. Στην ουσία φοβούνται πως ένας Βέλγος (ο πρώτος μη καλλιτέχνης που θα διευθύνει το θέατρο) ο οποίος δεν έχει πάρει μυρωδιά από το αγωνιστικό τους παρελθόν θα αμαυρώσει τις ένδοξες στιγμές τους, θα θελήσει να θαμπώσει τις σαφείς πολιτικές τους αιχμές, θα γειώσει τις ιδεολογικές τους αναζητήσεις, θα απαιτήσει πιο συντηρητικές φόρμες και δομές.
Ο Ντέρκον ονειρεύεται να επενδύσει στο επιστημονικό πεδίο και στις παραγωγές με διεθνείς υπογραφές, αλλά οι Βερολινέζοι επιμένουν πως ένας άνθρωπος που έχει τόσο στενούς δεσμούς με τον βρετανικό κόσμο της τέχνης έχει έναν και μοναδικό σκοπό: να κάνει το ριζοσπαστικό τους καμάρι πιο εμπορικό!
Πειραματική και προκλητική, πολυεπίπεδη και διαρκώς ανεξερεύνητη, πρωτοπόρα στον τρόπο που μίλησε για την πολιτική και τις καπιταλιστικές πρακτικές, η Φόλκσμπινε, με ιστορία που ξεκινά από το 1914, αρνείται να εγκαταλείψει το επαναστατικό προφίλ που μόχθησε να καθιερώσει. Επιπλέον, αυτή την ευαίσθητη για τη Γερμανία περίοδο γινεται το όχημα για να ξανανοίξει στο Βερολίνο η κουβέντα για το τι θέατρο θέλουν.
«Οι συνομιλίες έχουν λήξει, προς το παρόν χωρίς αποτελέσματα. Μένει να δούμε αν θα ξεκινήσουν πρόβες τη Δευτέρα» γράφει στη σελίδα της στο Facebook η διοίκηση του θεάτρου. Ενώ σε κοινή τους δήλωση ο Κρις Ντέρκον και η διευθύντρια προγράμματος Μαριέτα Πίκενμπροκξεκαθάρισαν: «Δεν καταδικάζουμε με κανέναν τρόπο τους καταληψίες, καθώς το κοινωνικό και πολιτικό τους ζήτημα είναι σημαντικό για το Βερολίνο. Καταδικάζουμε, ωστόσο, τον ανεύθυνο τρόπο με τον οποίο όρμησαν στο κτίριο την Παρασκευή το απόγευμα. Έβαλαν τις ανησυχίες τους πάνω από την ασφάλεια των εργαζομένων και του κοινού. Επίσης, αντιμετωπίζουν τους καλλιτέχνες μας και το έργο τους με πρωτοφανή αλαζονεία». Συγχρόνως, βέβαια, ανησυχούν για τις προγραμματισμένες παραστάσεις και κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου: «Πρέπει να ξαναρχίσουμε πρόβες το συντομότερο δυνατό, αλλά φοβόμαστε ότι θα συμπέσουμε με τις νυχτερινές εκδηλώσεις και τα πάρτι των καταληψιών. Αυτή η ενέργεια δεν είναι αποδεκτή. Ζητάμε από τους πολιτικούς να αναλογιστούν τώρα τις ευθύνες τους και να αναλάβουν δράση».
6 ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟ ΜΙΑ ΚΑΤΑΛΗΨΗ
Αλλά οι «From dust to glitter» σφυρίζουν αδιάφορα κι έχουν άλλα σχέδια, όπως να παραμείνουν στο περίφημο κτίριο του Ανατολικού Βερολίνου για κάνα τρίμηνο και να οργανώνουν εκεί τις δωρεάν παραστάσεις τους. Αυτά λένε οι μετριοπαθείς του δικτύου. Διότι υπάρχουν και οι πιο ακραίοι που σχεδιάζουν να μετατρέψουν το θέατρο σε αυτοδιαχειριζόμενη δομή και να παρουσιάζουν εκεί τις παραστάσεις τους για τα επόμενα δύο χρόνια. Μάλιστα, το βράδυ του Σαββάτου πραγματοποίησαν την πρώτη τους συνέλευση, προτρέποντας τους υποστηρικτές τους να καταφθάσουν με προμήθειες σε χαρτί υγείας, γραφική ύλη, τρόφιμα και ποτά. Η ανταπόκριση ήταν τόσο μεγάλη, που η αστυνομία αναγκάστηκε να αφήσει αρκετούς εκτός κτιρίου, καθώς οι αίθουσες δοκίμαζαν τις αντοχές τους.
Με την πλάτη στον τοίχο βρίσκεται, λοιπόν, ο πρώην διευθυντής της Tate Modern, που ό,τι κι αν κάνει δεν πείθει τους Γερμανούς για τις αγνές καλλιτεχνικές του προθέσεις. Ούτε η εξαιρετικά επιτυχημένη θητεία του στο Haus der Kunst του Μονάχου μπόρεσε να κάμψει τις αμφιβολίες ούτε και το λαμπρό πρόγραμμα που παρουσίασε μέσα Μαΐου μετρίασε τον προβληματισμό (παρόλο που τους ετοίμασε πρεμιέρα με Μπορίς Σαρμάτζ, μια αραβική «Ιφιγένεια» σε σκηνοθεσία του Σύριου ακτιβιστή σκηνοθέτη Ομάρ Αμπουσαάντα και κείμενο πειραγμένο από τον συμπατριώτη του συγγραφέα Μοχάμεντ Αλ Ατάρ, μια ιδιαίτερη περφόρμανς βασισμένη στο «Let them eat chaos» της Κέιτ Τέμπεστ, μια πρωτοποριακή περφόρμανς του Γερμανοβρετανού καλλιτέχνη Τίνο Σίγκαλ κ.ά.).
Ασφαλώς η κορύφωση των τελευταίων ημερών είναι το κερασάκι στην τούρτα, καθώς η αμφισβήτηση στο πρόσωπο του Ντέρκον ξεκίνησε με το που ανακοινώθηκε ότι θα διαδεχτεί τον Κάστορφ. Ούτε ένας ούτε δύο αλλά 200 καλλιτέχνες και τεχνικοί υπέγραψαν πέρσι μια επιστολή για να διαμαρτυρηθούν που ο Βέλγος είχε έρθει φορτσάτος να επαναξετάσει το προφίλ του θεάτρου. Με αυτήν προειδοποιούσαν για «καταστροφή της πρωτοπορίας με την οποία η Φόλκσμπινε κέρδισε διεθνή φήμη και παγκόσμια αναγνώριση».
Από την πρώτη στιγμή ήταν σαφές πως ο Ντέρκον προγραμμάτιζε έναν εφ' όλης της ύλης επαναπροσδιορισμό του ρόλου της Φόλκσμπινε στο πολιτιστικό τοπίο της πόλης. Αλλά πώς να αλλάξεις έναν οργανισμό που τα τελευταία 25 χρόνια, με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Φρανκ Κάστορφ, έγινε η σκηνή στην οποία κλασικό ρεπερτόριο και σύγχρονα κείμενα ξαναέγραψαν την ιστορία του ευρωπαϊκού θεάτρου;
Ο Κάστορφ ανέπτυξε μια πολύ ξεχωριστή αισθητική στο θέατρο και μετέτρεψε τις παραστάσεις του σε πολυδιάστατη καλλιτεχνική εμπειρία. Είχε αδυναμία –και ουδέποτε το έκρυψε– στις μακρές αφηγήσεις και στις αφηρημένες αποδόσεις. Πολύ συχνά χρησιμοποιούσε βίντεο, ζωντανή κινηματογράφηση (να, όπως έκανε στον «Παίκτη» του Ντοστογιέφσκι, με τον οποίο ήρθε πρόσφατα στο Φεστιβάλ Αθηνών) και άλλα τεχνολογικά μέσα και φυσικά τρελαινόταν να καταργεί τις παραδοσιακές αφηγηματικές φόρμες. Άλλωστε, όταν το 1992 η πολιτική ηγεσία του Βερολίνου ανέθεσε στον ήδη καταξιωμένο και αβανγκάρντ σκηνοθέτη την καλλιτεχνική διεύθυνση του θεάτρου, η εντολή ήταν ρητή: «Είτε θα κάνεις τη Φόλκσμπινε διάσημη μέσα στα δύο επόμενα χρόνια είτε το θέατρο θα βάλει λουκέτο».
Ο Ντέρκον από τη μεριά του ονειρεύεται να επενδύσει στο επιστημονικό πεδίο και στις παραγωγές με διεθνείς υπογραφές, αλλά οι Βερολινέζοι επιμένουν πως ένας άνθρωπος που έχει τόσο στενούς δεσμούς με τον βρετανικό κόσμο της τέχνης έχει έναν και μοναδικό σκοπό: να κάνει το ριζοσπαστικό τους καμάρι πιο εμπορικό! Οι υψηλές του γνωριμίες προκάλεσαν από την πρώτη στιγμή αλλεργία στο απαιτητικό κοινό το οποίο έχει πειστεί πως ο Βέλγος είναι απολύτως ακατάλληλος για ένα θέατρο που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη δημόσια χρηματοδότηση (το 2016 η Φόλκσμπινε έλαβε περίπου το 90% του προϋπολογισμού απευθείας από την πόλη του Βερολίνου). Τέλος πάντων, «Volksbühne» στα γερμανικά σημαίνει το «Θέατρο του λαού». Και τώρα ο λόγος είναι σε αυτούς.
Με πληροφορίες από The Guardian, New York Times