Όταν διάβασα περισσότερες λεπτομέρειες για το Youth Festival που διοργανώνει η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, αναπόφευκτα θυμήθηκα τα δικά μου σχολικά χρόνια και την πρακτικά ανύπαρκτη δευτεροβάθμια καλλιτεχνική εκπαίδευση που ‒δεν‒ έλαβα.
Τα «καλλιτεχνικά» τότε (και φαντάζομαι και τώρα, στη συντριπτική πλειονότητα των σχολείων της χώρας) ισοδυναμούσαν με την «ώρα του παιδιού», δηλαδή μία ώρα την εβδομάδα, στριμωγμένη άτσαλα ανάμεσα σε φυσικοχημείες και Αρχαία, με τις δραστηριότητες να περιορίζονται σε απλή ζωγραφική – άντε και κανένα σχέδιο, με πιο συγκεκριμένους κανόνες στο λύκειο, αν ο καθηγητής είχε μεράκι και όρεξη, αφού όσοι ενδιαφέρονταν για σχολές, όπως η αρχιτεκτονική, που απαιτούσαν εξέταση του συγκεκριμένου μαθήματος σε επίπεδο Πανελληνίων ήταν δεδομένο ότι θα έκαναν φροντιστήριο.
Ως εκ τούτου, ζήλεψα πολύ τα παιδιά που έχουν την ευκαιρία να συμμετάσχουν στο συγκεκριμένο πρόγραμμα, καθώς οι υπεύθυνοι των σχολείων τους αποφάσισαν να τους δώσουν την ευκαιρία για μια πιο ολοκληρωμένη καλλιτεχνική ‒θεατρική, εν προκειμένω‒ εκπαιδευτική εμπειρία, δηλώνοντας συμμετοχή σε αυτό.
Η ευκαιρία που μας δόθηκε φέτος δεν μπορεί να μας δοθεί από το σχολείο. Αυτό που θεωρώ πιο δύσκολο στο θέατρο, αλλά με ελκύει ταυτόχρονα, είναι ότι μπορώ να γίνω κάτι παραπάνω από εμένα. Μπορώ να γίνω κάτι άλλο, κάτι που θέλω ή που δεν θέλω.
Και εξεπλάγην με το πόσο διαφορετική μπορεί να είναι η προσέγγιση στη θεατρική αγωγή όταν προσαρμόζεται στην εκπαιδευτική βαθμίδα, στο «υλικό» του κάθε σχολείου (δηλαδή την περιοχή στην οποία βρίσκεται, κάτι που πρακτικά μεταφράζεται σε σχολεία διαφορετικών ταχυτήτων, ανάλογα με το κοινωνικό background των μαθητών) και φυσικά στους ίδιους τους καλλιτέχνες που ανέλαβαν αυτό το δύσκολο εγχείρημα.
Στην αρχή του ακαδημαϊκού έτους σε κάθε σχολείο σχηματίστηκαν ομάδες κατά μέσο όρο 15 ατόμων, με παιδιά που είτε είχαν προηγούμενη επαφή με το θέατρο είτε δεν είχαν καμία σχέση και δήλωσαν οικειοθελώς ενδιαφέρον για τις τρίωρες εβδομαδιαίες συναντήσεις που θα γίνονταν, πάντα εκτός του σχολικού προγράμματος.
«Το Onassis Youth Festival θα μπορούσε να ενταχθεί στην κατηγορία των δράσεων και των εκπαιδευτικών προγραμμάτων δημιουργικής έκφρασης που γίνονται εκτός των τειχών της Στέγης, μέσα στην πόλη, στις γειτονιές, στις σχολικές μονάδες» περιγράφει η Μυρτώ Λάβδα, υπεύθυνη των εκπαιδευτικών προγραμμάτων της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση.
«Η ιδέα εδώ συνοψίζεται στη βιωματική μάθηση και στο πώς μπορούμε να δώσουμε ανάσες δημιουργικότητας, έκφρασης, φαντασίας, κίνησης και αυτενέργειας, να δημιουργήσουμε κοινωνική συνοχή και να διευρύνουμε ορίζοντες μέσα σε ένα σχολικό περιβάλλον που κατά τα άλλα έχει κάτι το παθητικό, ενίοτε βαρετό.
»Το εργαλείο είναι το θέατρο, αλλά δεν είναι αυτοσκοπός. Μέσα από αυτό προφανώς συνδυάζουμε την εκπαίδευση με τις τέχνες, αλλά δίνουμε διεξόδους, απελευθερώνοντας δυνάμεις. Το πολύ σπουδαίο είναι ότι μέσα σε αυτές τις ομάδες μαθητές όχι καλοί, συχνά παραμελημένοι ή πολύ ζωηροί, αναδεικνύουν πλευρές τους που εκπλήσσουν συχνά τους καθηγητές, τους συμμαθητές τους αλλά και τους ίδιους».
«Είμαστε ψυχές, μοίρες, τι είμαστε;»
Πρώτη στάση μου στην εξερεύνηση του προγράμματος ήταν το 1ο ΕΠΑΛ Αιγάλεω που βρίσκεται μέσα στον ευρύτερο χώρο του ΤΕΙ Αθήνας στα δυτικά προάστια. Όταν φτάνω, η πρόβα έχει μόλις ξεκινήσει και οι σκηνοθέτες Βίκυ Γεωργιάδου και Φοίβος Συμεωνίδης έχουν σχηματίσει έναν κύκλο, με τους μαθητές και συντονίζονται σε μερικές κινησιολογικές ασκήσεις, ανταλλάσσοντας ενέργειες και φωνάζοντας ταυτόχρονα με δύναμη τη λέξη «δίνω».
Στη συνέχεια, μπαινοβγαίνουν χορογραφημένα μέσα από ένα τετράγωνο πλαισιωμένο με θρανία και καρέκλες. Άλλοι παίρνουν το όλο εγχείρημα πολύ στα σοβαρά, άλλοι κάνουν λίγη πλάκα, χωρίς όμως η κατάσταση να ξεφεύγει – περισσότερο χαίρονται που βρίσκονται εκεί. Μια κοπέλα ξεχωρίζει εξαρχής, η Σαλώμη, η πρώτη που στη συνέχεια θα μου επιβεβαιώσει ότι θέλει να ασχοληθεί επαγγελματικά με την υποκριτική, μπαίνοντας σε δραματική σχολή.
Σκέφτομαι ότι αυτό το σχολείο έχει πολλή νταρκίλα: τα περισσότερα παιδιά, που προέρχονται από διαφορετικές τάξεις και ειδικότητες, είναι μαυροφορεμένα με μεταλάδικα t-shirts και αντίστοιχες στάμπες. Η εικόνα με αυτούς τους τύπους να επιδίδονται σε θεατρικές ασκήσεις είναι απίστευτα ενθαρρυντική και τα ταφικά επιγράμματα που έχουν επιλέξει οι καθηγητές τους, σύντομα κείμενα της αρχαιότητας με έναν ή περισσότερους στίχους, δεν είναι προφανώς τυχαία.
«Αφού πρόκειται για νέα παιδιά, προσπαθούμε να μιλήσουμε για τον θάνατο μέσα από τη χαρά της ζωής. Είναι φοβερό γιατί το κατανοούν απολύτως, τους αρέσει να παίζουν με αυτή την ιδέα. Αυτό το τετράγωνο είναι το "άλλο", αλλά μπαινοβγαίνουν σε αυτό σαν σε εξερεύνηση» αναφέρει η Βίκυ Γεωργιάδου και ο Φοίβος Συμεωνίδης συμπληρώνει: «Αυτά τα κείμενα έχουν τρομερό χιούμορ, ειδικά ένα παιδί μπορεί να τα προσεγγίσει με πολλούς διαφορετικούς τρόπους».
Οι σκηνοθέτες θυμούνται την πρώτη τους συνάντηση με τα παιδιά, όταν αντιλήφθηκαν μεμιάς ότι διαθέτουν μεγάλη συναισθηματική νοημοσύνη.
«Οι περισσότερες ασκήσεις που κάνουμε βασίζονται στην αλληλεξάρτηση, δηλαδή στο ότι κινείσαι και υπάρχεις "σε σχέση με". Το κατανόησαν εξαρχής πολύ βαθιά και μπαίνουν σε δύσκολες περιοχές με τον δικό τους τρόπο. Χωρίς την αγωνία και το άγχος των κειμένων, ο τρόπος με τον οποίο ελευθερώνονται επειδή λειτουργούν σε σχέση με κάποιον άλλο είναι η ουσία του θεάτρου. Η δραματουργία δεν είναι ζήτημα του μυαλού, είναι ζήτημα της αίσθησης».
Επιβεβαιώνω ότι δεν διέκρινα σε κανένα σημείο της πρόβας την αγωνία των παιδιών να «θυμηθούν τα λόγια». Στόχος εξάλλου και για την τελική παράσταση στη Στέγη είναι να παρουσιάσουν αυτά τα κείμενα που στην αρχή τούς φόβιζαν μέσα σε ένα παιχνίδι, να τα εννοούν και να τα επικοινωνήσουν πραγματικά.
Στην τελική ερώτησή μου τι κερδίζουν οι καλλιτέχνες από αυτή τους την ενασχόληση, η Βίκυ Γεωργιάδου είναι σαφής: «Χρόνια ζωής! Εγώ θυμήθηκα γιατί κάνω αυτήν τη δουλειά».
Η καθηγήτρια αγγλικών Μαίρη Τσώνου, που επιβλέπει το πρόγραμμα μαζί με τον συνάδελφό της Γιάννη Χωριατέλλη, έκανε την αίτηση και αναζήτησε στην κοινότητα των μαθητών εκείνα τα περίπου δέκα άτομα που θα έφτιαχναν τον πυρήνα της ομάδας. Πώς όμως «διαφήμισαν» το πρόγραμμα ώστε να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των παιδιών, χωρίς να διαθέτουν το δέλεαρ τού «να χαθούν μαθήματα»;
«Το σχολείο μας είχε συμμετάσχει και σε ένα παλιότερο πρόγραμμα της Στέγης, το "Dancing to Connect", που είχε πάει εξαιρετικά καλά και με βοήθησε να "πουλήσω" την καινούργια ιδέα. Μόνο με πολύ πάθος τα κάνεις αυτά».
Αναρωτιέμαι, καθώς θυμάμαι και πάλι τα δικά μου σχολικά χρόνια, αν τα παιδιά που επέλεξαν αυτήν τη θεατρική αγωγή είναι από τα δημοφιλή του σχολείου ή από αυτά που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε outsiders, καθώς συνήθως σε αυτές τις δραστηριότητες μεγαλουργούν οι outsiders και από το λίγο που τους παρακολούθησα αντιλήφθηκα ότι μάλλον οι περισσότεροι ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία.
«Υπάρχουν παιδιά που δεν θα φανταζόμουν ποτέ ότι θα συμμετείχαν. Ειδικά τα αγόρια είναι πολύ κλειστά και συνεσταλμένα και με κάποιους εξεπλάγην όταν μου είπαν ότι ήθελαν να έρθουν» εξηγεί η καθηγήτρια.
Αυτή την ενδιαφέρουσα προσέγγιση μού είχε μόλις επιβεβαιώσει και ο Βασίλης, που παραδέχτηκε ότι λαμβάνει μέρος για να ξεπεράσει τον φόβο τού να βρίσκεται μπροστά σε κόσμο και να εκφράζει τα συναισθήματά του, αλλά και ο Δημήτρης που θέλει να γίνει πιο κοινωνικός γιατί «μέχρι τώρα δεν μίλαγε σε κανέναν».
«Η σημασία του προγράμματος δεν περιορίζεται μόνο στην επαφή των συγκεκριμένων παιδιών με το θέατρο και τα αρχαία κείμενα. Τώρα, πια, όταν έρχεται η ώρα να πάμε να δούμε παράσταση, που παλιότερα δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα ακολουθούσαν πάνω από 5 παιδιά, έχουμε συχνά γκρουπ 25 ατόμων. Όπως τώρα, που θα πάμε να δούμε τις Βάκχες, στη Στέγη. Μέσω αυτών των δραστηριοτήτων μπορείς να τους παρακινήσεις να δουν και κάτι άλλο. Στο περιβάλλον όπου ζουν δεν έχουν συχνά τέτοια ερεθίσματα» καταλήγει η κ. Τσώνου, ενώ η Άντρια προσθέτει και τον πιο αφοπλιστικά πρακτικό λόγο για τη συμμετοχή της: «Έρχομαι εδώ για να μην κάθομαι συνέχεια μόνη μου στο σπίτι και βαριέμαι».
«Μπορώ να γίνω κάτι παραπάνω από εμένα»
Στο 19ο Γυμνάσιο Αθηνών οι βασικές δυσκολίες είναι δύο: η πρακτική, ότι πρόκειται για παιδιά γυμνασίου, άρα για εφήβους πολύ νεαρής ηλικίας, και η κοινωνική, ότι το σχολείο βρίσκεται σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά των Πατησίων και διαθέτει μεγάλο αριθμό παιδιών μεταναστών και προσφύγων.
Ήταν αυτές ακριβώς οι δυσκολίες που έκαναν τον Θανάση Δόβρη και τη Μαρία Παρασύρη να εμπλακούν με το πρόγραμμα και μάλιστα με τη διδασκαλία της Αντιγόνης του Σοφοκλή, ενός από τα πιο γνωστά έργα της αρχαιοελληνικής γραμματείας που ούτως ή άλλως διδάσκεται, αλλά στο Λύκειο.
«Προσπαθήσαμε, όσο γίνεται, να εντάξουμε έναν μύθο σε μια, ας το πούμε, ποιητική πραγματικότητα των παιδιών και όχι να προσαρμόσουμε αυτά στις ανάγκες ενός κειμένου» περιγράφει ο Θανάσης Δόβρης.
«Πέρα από τη δυσκολία της συγκέντρωσης, είχαμε να αντιμετωπίσουμε και τη δυσκολία της γλώσσας. Την προσπελάσαμε με τραγούδια, ξένες Αντιγόνες, δηλαδή ανθρώπους, γυναίκες κυρίως, που επαναστάτησαν, διάφορα κόμικς. Δηλαδή, χρησιμοποιήσαμε την ιστορία της Αντιγόνης ως έναν πολύ ισχυρό μύθο που χρειάζεται για να φτιάξουν οι σύγχρονοι άνθρωποι τους δικούς τους μύθους.
»Ενώ δεν τρελάθηκαν αρχικά με όλο αυτό, χωρίς να γνωρίζουν τι ακριβώς τους συγκινεί, σταδιακά έγιναν φίλοι μεταξύ τους, πράγμα αρκετά δύσκολο για παιδιά μικρής ηλικίας, ειδικά αν λάβουμε υπόψη τα στεγανά που υπάρχουν για την τέχνη. Το θεωρώ γενναίο που άτομα από άλλες θρησκείες, χωρίς τη δυτική κουλτούρα, συμμετέχουν και σταδιακά τους αρέσει».
Στο 9ο Γενικό Λύκειο Αθηνών οι συνθήκες είναι εντελώς διαφορετικές. Εξάλλου η ιδέα πίσω από το Youth Festival, όπως περιγράφει η Μυρτώ Λάβδα, είναι η ποικιλομορφία.
«Όπως κατάλαβες, δεν θέλαμε, ας πούμε, να πιάσουμε όλες τις τραγωδίες, αλλά να είναι πολυσυλλεκτικό το φεστιβάλ, τόσο ως προς την επιλογή των κειμένων όσο και των σχολείων, των συνεργατών, που έχουν διαφορετικά ιδιώματα στον τρόπο που δουλεύουν, αλλά και των μέσων, αφού υπάρχουν ομάδες που είναι πιο κοντά στο μιούζικαλ, το σωματικό θέατρο ή στον κινηματογράφο, ακόμα και στο κουκλοθέατρο.
»Είχαμε φτιάξει μια αρχική λίστα με διάφορα κείμενα που μας ενδιαφέρουν κι έπειτα, μέσα από συζητήσεις με το κάθε ζευγάρι σκηνοθετών, επιχειρήσαμε να παντρέψουμε τα ενδιαφέροντά τους με τα ενδιαφέροντα των μαθητών κάθε σχολείου. Τα κείμενα δεν είχαν προεπιλεχθεί πριν πάμε στο κάθε σχολείο. Όλες οι ομάδες ξεκίνησαν από αυτοσχεδιασμούς, παιχνίδια, ασκήσεις γνωριμίας και εμπιστοσύνης, και έπειτα εισήχθη η έννοια του κειμένου».
Εδώ, λοιπόν, μιλάμε για ένα σχολείο που βρίσκεται στο Θησείο, σε μία από τις καλύτερες και ωραιότερες τοποθεσίες της Αθήνας, με παιδιά σαφώς «καλοαναθρεμμένα», τα περισσότερα εκ των οποίων θέλουν συνειδητά να επιλέξουν τον επαγγελματικό δρόμο της υποκριτικής – έχοντας όμως αντιληφθεί, εκ των έσω πλέον, τις δυσκολίες του επαγγέλματος (συνεργασία, έλλειψη ωραρίου, πειθαρχεία, τεχνικές δυσκολίες, μου τα αναφέρουν όλα).
Εδώ, επίσης, το δίδυμο της σκηνοθεσίας, η Βάσια Ατταριάν και η Μυρτώ Μακρίδη, ετοιμάζει παράσταση «κανονική» που βασίζεται στις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου ή, σωστότερα, που, παίρνοντας αφορμή από τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου, μιλά για τις μεταμορφώσεις των εφήβων.
Τα κείμενα έχουν πειραχτεί από τα ίδια τα παιδιά και εξετάζουν συνολικότερα την έννοια μιας μεταμόρφωσης, περιλαμβάνοντας από σούπερ ήρωες και αλλαγές πολιτικών σκηνικών ή καιρικών φαινομένων μέχρι τον επαναπροσδιορισμό φύλου. «Λένε πράγματα βαριά και ασήκωτα με μια ελαφράδα, σαν να είναι το πιο αυτονόητο πράγμα στον κόσμο» αναφέρει η Μυρτώ Μακρίδη.
Είναι πράγματι εντυπωσιακό πόσο αφοσιωμένα είναι τα 12 παιδιά στο πέρασμα που βλέπω: χορεύουν, τραγουδούν, τα κάνουν όλα με αξιοθαύμαστο επαγγελματισμό για τα δεδομένα μιας σχολικής παράστασης.
Μαθαίνω στη συνέχεια ότι η Τερέζα Ροζάκη, διευθύντρια του λυκείου, είναι ιδιαίτερα υποστηρικτική στην ομάδα που συναντιέται τα απογεύματα των Κυριακών και συνεχώς διαθέσιμη να συνδράμει με κάθε τρόπο. Η ίδια, που είναι φιλόλογος, μου λύνει τις απορίες:
«Ως σχολείο, έχουμε εδώ και χρόνια διάφορες καλλιτεχνικές ομάδες. Έχουμε μια πολύ καλή εικαστικό, που είναι της θεατρολογίας, και προσπαθούμε να συνεργαζόμαστε μαζί της γιατί βοηθάει τα παιδιά. Το μάθημα της καλλιτεχνικής παιδείας είναι υποχρεωτικό. Το πρωτότυπο σ' εμάς είναι ότι κάνουμε ιστορία της τέχνης, ελεύθερο σχέδιο και θέατρο στη Γ' Λυκείου.
»Γενικά, έχουμε παράδοση στο θέατρο γιατί βοηθά στην εκπαιδευτική διαδικασία, στο να εκφραστούν τα παιδιά, να βάλουν όρια. Έχουν ανάγκη να ξεφεύγουν από το ατελείωτο γνωσιοκεντρικό σύστημα. Συν ότι το θέατρο βοηθάει πολύ στις μεταξύ τους σχέσεις. Σταδιακά το συνειδητοποιούν περισσότεροι μαθητές αλλά και συνάδελφοι που δεν έχουν σχέση με τα καλλιτεχνικά».
Οι σκηνοθέτιδες κάνουν λόγο για καλλιτεχνική αυτοβελτίωση των ίδιων μέσα από την όλη διαδικασία, ενώ προσθέτουν χαρακτηριστικά: «Τους ρουφάμε την ενέργεια! Είχαμε φοβερή αγωνία πριν ξεκινήσουμε για το bullying, αλλά οι μάγκες τελικά λιώνουν στο δευτερόλεπτο.
»Και θα σου πούμε το εξής: πήγαμε μια μέρα μαζί τους για καφέ. Για μια ώρα ξεχάσαμε τα πάντα, είναι τόσο έντονο αυτό που σου φέρνουν. Ε, και είναι πολύ ωραίο να φεύγουν για πενθήμερη και να σου λένε "θέλω να έρθεις μαζί"».
«Μου αρέσει περισσότερο από το να βγαίνω» θα μου πει μετά η Βίκυ, η πιο εξωστρεφής μαθήτρια της ομάδας, απαντώντας στην ερώτησή μου γιατί θυσιάζει τις Κυριακές της για το πρόγραμμα. Η Μαρία σημειώνει ότι στην τυπική διδασκαλία των αρχαίων τραγωδιών δεν ασχολούνται με τη θεατρικότητα των έργων αλλά μόνο με το γλωσσικό κομμάτι και η Ζωή κλείνει ιδανικά:
«Η ευκαιρία που μας δόθηκε φέτος δεν μπορεί να μας δοθεί από το σχολείο. Αυτό που θεωρώ πιο δύσκολο στο θέατρο, αλλά με ελκύει ταυτόχρονα, είναι ότι μπορώ να γίνω κάτι παραπάνω από εμένα. Μπορώ να γίνω κάτι άλλο, κάτι που θέλω ή που δεν θέλω».
Info
Onassis Youth Festival 2018
13-15/4, από το μεσημέρι μέχρι αργά το βράδυ, με παραστάσεις ανά μία ώρα
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση – Μικρή Σκηνή
Είσοδος ελεύθερη
Συνεργάτες του Φεστιβάλ: Άρης Λάσκος & Αναστασία Γιαννάκη, Κάτια Γκουλιώνη & Άγγελος Φραντζής, Ομάδα Ντουθ (Βάσια Ατταριάν & Μυρτώ Μακρίδη), Αννέτα Στεφανοπούλου και Χριστίνα Στουραΐτη, 4Frontal (Θανάσης Ζερίτης & Αριστέα Σταφυλαράκη), Cheek-Bones (Στέφανος Αχιλλέως & Αγγέλικα Σταυροπούλου), Βίκυ Γεωργιάδου & Φοίβος Συμεωνίδης, Ρηνιώ Κυριαζή & Γιούλη Καρναχωρίτη, Θανάσης Δόβρης & Μαρία Παρασύρη
σχόλια