Το τείχος της Λίμα
Στην πρωτεύουσα του Περού, το τείχος που χωρίζει πλούσιους και φτωχούς
κείμενο-φωτογραφίες:
Ορέστης Καραγιάννης
*
Δεν γνωρίζαμε πολλά. Οι αναφορές στην ιστορία του ελάχιστες.
Ίσως γιατί στέκει ακόμη εκεί, αυταρχικό, διχαστικό και άτεγκτο, τέμνοντας την πόλη, τον πολιτισμό, τον κόσμο στα δύο.
Βλέπαμε όμορφα πάρκα, μοντέρνα αρχιτεκτονική, καλοντυμένους να διασκέδαζουν σε ωραία μπαρ και γκλάμορους εστιατόρια, να αθλούνται στους ποδηλατόδρομους, να πήγαινουν στα μουσεία και να δουλεύουν στα φέρμς των γυάλινων κτηρίων. Ωστόσο δεν είχαμε δεί την άλλη όψη.
Το τείχος ήταν το όριο του πάνω κόσμου.
Κανείς δεν αναμειγνυόταν με την άλλη πλευρά, ούτε και μιλούσε γι αυτήν.
Άλλοι απο φόβο ή και ντροπή και άλλοι απο άγνοια!
Πίσω απο το τείχος απλωνόταν η παραγκούπολη με τους εγκληματίες και τους κοινωνικά κατώτερους.
Δεν ξέρω αν υποτιμήσαμε τον κίνδυνο για να ικανοποιήσουμε την περιέργεια.
Ίσως ήταν και τα δύο.
Μας προειδοποίησαν κάνοντάς μας να νιώσουμε απειλή. Eίχαμε όμως μαζευτεί ήδη μια παρεά 5 πορωμένων και με το σκεπτικό του "πότε θα το ξαναδείς" ξεκινήσαμε.
Φύγαμε με την Delia και τον Henry.
Μας είχαν πεί κι αυτοί ότι τους είχαν πεί πως ήταν επικίνδυνα.
Γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Λίμα αλλά ποτέ δεν είχαν περάσει στην απέναντι πλευρά του τείχους.
Φαίνεται πως είχε φτάσει πλέον η στιγμή να συμφιλιώσουν την επιθυμία με τον φόβο τους.
Χρειαστήκαμε σχεδόν μία ώρα για να φτάσουμε στο πέρασμα.
Είχε πάει 5 και σε 2 ώρες νύχτωνε.
Η Delia προσπαθούσε να κρύψει την ανησυχία της για την ώρα.
Δεν ήθελε να ματαιώσει την παρορμησή της.
Ηταν ήδη 26 χρονών και συνειδητά επικρικτική προς τον εαυτό της που δεν το είχε τολμήσει νωρίτερα.
Το ταξί μας άφησε σε μια αλάνα.
2 δοκάρια απο την μια πλευρά και άλλα 2 απο την άλλη την είχαν μετατρέψει ήθελε δεν ήθελε σε γήπεδο ποδοσφαίρου.
Πλέον έβλεπες μόνο χωματόδρομους, παράγκες και κεφάλια να γυρνάνε στο πέρασμά σου. Κατάλαβα οτι είχαμε γίνει το γεγονός της ημέρας.
Προφανώς δεν έβλεπαν συχνά Ευρωπαίους, ακόμη κι αν φορούσαν ξεθωριασμένες βερμούδες.
Εμείς γι' αυτούς κι αυτοί για εμάς ήμασταν δύο κόσμοι.
Αφήσαμε κινητά, γυαλιά κτλ στο ταξί, ενώ ο οδηγός μ' ένα παραπάνω χαρτζιλίκι δέχτηκε να μας περιμένει.
Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε τον λόφο.
Ένας ανηφορικός διάδρομος σκαλοπατιών ανάμεσα σε παράγκες. Μέχρι ψηλά. Οι πόρτες τους ανοιχτές.
Μπορούσες ανεβαίνοντας να δεις τα πιάτα τους, τις μπουγάδες τους, τα παιχνίδια των παιδιών αραδιασμένα στο πάτωμα.
Δεν είχαν φαίνεται να κρύψουν ούτε να φυλάξουν κάτι.
Οι φοβίες μας γρήγορα ματαιώθηκαν.
Είχαμε ήδη ταξιδέψει αρκετά. Ήταν η πρώτη φορά όμως που αισθάνθηκα τέτοια οικειότητα και ένιωσα τόσο ευπρόσδεκτος.
Δεν ηταν απλώς φιλόξενοι. Ήταν κάτι υπέρτερο.
Είχαν αντιληφθεί τον φόβο και την αμηχανία μας και έδειχναν να θέλουν να τα εξαφανίσουν, να τα διαψεύσουν, να διώξουν την κακή τους φήμη.
Να συνυπάρξουν με τους από 'κει, ισότιμα ενταγμένοι.
Ή μπορεί να παρέμεναν απλώς αυθεντικοί και απαράλαχτοι αντιστεκόμενοι στην δική μας δεισιδαιμονία.
Ορέστης Καραγιάννης