Η Αλεξία Καλτσίκη κουβαλάει μια λευκή τσάντα και διαβάζει το «Ένα κάποιο τέλος» του Τζούλιαν Μπαρνς. «Είναι το μόνο βιβλίο που κατάφερα να διαβάσω το φετινό καλοκαίρι» λέει κάπως απολογητικά. «Συνήθως διαβάζω παράλληλα και κάποιο του Ζορζ Σιμενόν, μαζί με κάτι νέο που έχει μόλις βγει ή κάτι κλασικό, αλλά φέτος ήταν η πρώτη χρονιά που δεν το έκανα, λόγω της προετοιμασίας για την παράσταση αλλά και λόγω του γιου μου, που πριν από λίγες μέρες έγινε ενός έτους».
Η Αλεξία είναι η πρωταγωνίστρια σε μία από τις παραστάσεις του καλοκαιριού που συζητήθηκαν περισσότερο, στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή που σκηνοθέτησε ο Θάνος Παπακωνσταντίνου, μια παράσταση που ενθουσίασε αλλά και απογοήτευσε – αν λάβει κανείς υπόψη του τις κριτικές που γράφτηκαν γι' αυτή. Της ζητάω να σχολιάσει αυτές τις αντιφάσεις, που φτάνουν από την αποθέωση μέχρι την καταβαράθρωση, ειδικά όταν αφορούν τη δουλειά σκηνοθετών της «νέα γενιάς», εκεί γύρω στα 30.
Κάποια στιγμή εμείς θα φύγουμε και δεν ξέρω τελικά τι θα μείνει από μια εποχή κατά την οποία όλα λέγονται τόσο γρήγορα. Έχω την εντύπωση ότι θα μείνουν μόνο οι προσωπικές αναμνήσεις των ανθρώπων που είδαν κάτι.
«Η κριτική, η επίσημη κριτική, γιατί υπάρχει και η κριτική των ανθρώπων που είναι γύρω σου και τα σχόλια στα social media που δημιουργούν ένα χάος πια, με επηρεάζει, αλλά επηρεάζει κυρίως τη διάθεσή μου. Στιγμιαία, σε πολύ ανθρώπινο επίπεδο, που είναι φυσικό, αλλά ως εκεί. Σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζει τη θέση μου μέσα στην παράσταση και τη στάση μου απέναντί της. Σαφώς η κριτική από συναδέλφους μου με επηρεάζει πιο πολύ.
»Κατά τη δική μου αντίληψη, όμως, η κριτική, είτε θετική είτε αρνητική, δεν μπορεί να υπάρξει εάν δεν υπάρξει και μια βαθιά κατανόηση αυτού που γίνεται στη σκηνή. Και θεωρώ ότι θα έπρεπε να μου είναι χρήσιμη, να με επηρεάζει πιο ουσιαστικά, γιατί αυτός που γράφει θα 'πρεπε να συνομιλεί με τον καλλιτέχνη και το έργο του, άρα ό,τι σου λέει να σε πηγαίνει ένα βήμα μπροστά. Μερικές φορές, επειδή γίνεται κι ένας χαμός τώρα από κριτικές, υπάρχει μια δυσκολία να κατανοήσω τι είναι σχολιασμός και τι κριτική. Γιατί τα πιο πολλά θεωρώ ότι είναι σχόλια. Έχω την εντύπωση ότι η κριτική πλέον, γενικότερα, απασχολεί το σινάφι, δηλαδή περισσότερο καθορίζει τη θέση σου μέσα στον χώρο του σιναφιού, κι αυτό δεν μου αρέσει. Γι' αυτό επηρεάζει μόνο τη διάθεσή μου, τίποτα παραπάνω.
»Υπάρχει ένα βιβλίο του Μέγερχολντ, στο οποίο ανατρέχω πολλές φορές, που λέει σε κάποιο σημείο ότι την πορεία του θεάτρου την καθορίζει και η κριτική, με την έννοια ότι αν υπάρξει μια τάση που θα τροφοδοτηθεί από τη θεωρητική μεριά του θεάτρου, θα υπάρξει κι ένας χώρος για να μπορέσει να προχωρήσει. Και θεωρώ ότι αυτά τα παιδιά, η νέα γενιά σκηνοθετών, επειδή τους αξίζει, θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως καλλιτέχνες κυρίως, όχι ως νέοι ή μη νέοι. Γιατί και η αποθέωση αλλά και η καχυποψία κάνουν το ίδιο κακό.
»Αυτό που με ενοχλεί περισσότερο είναι όταν αυτό γίνεται προσωπικό, φεύγει από τα όρια του σχολιασμού και γίνεται πια ανήθικο, είναι πια επί προσωπικού ‒ π.χ. αν αντιγράφει ο άλλος πράγματα που είναι επικίνδυνα να ειπωθούν για οποιονδήποτε καλλιτέχνη όχι μόνο έναν νέο. Τις πιο πολλές φορές δεν είναι ο καλλιτέχνης υπεύθυνος για την αποθέωση ή την υποστήριξη που μπορεί να έχει από δημοσιογράφους. Γιατί αισθάνομαι ότι η κριτική που τους γίνεται είναι πολύ αυστηρή για να έρθει μια "ισορροπία".
»Κάπου νιώθω και μια ματαιότητα σε όλα αυτά τα πράγματα, είναι πολύ της στιγμής, της γρήγορης κατανάλωσης. Κάποια στιγμή εμείς θα φύγουμε και δεν ξέρω τελικά τι θα μείνει από μια εποχή κατά την οποία όλα λέγονται τόσο γρήγορα. Έχω την εντύπωση ότι θα μείνουν μόνο οι προσωπικές αναμνήσεις των ανθρώπων που είδαν κάτι.
»Όταν ήμουν πιο μικρή, μου ήταν πολύ πιο δύσκολο να δω παραστάσεις που δεν μπορούσα να κατανοήσω ή που μου φαινόντουσαν κάπως. Αυτό με βοήθησε να το ξεπεράσω η συνάντησή μου τον Βασίλιεφ. Όταν δουλεύαμε τη "Μήδεια", για πολύ καιρό ανεβαίναμε στη σκηνή και κάναμε πράγματα σύμφωνα με τη μέθοδό του, αλλά ο ίδιος δεν ασχολούνταν καθόλου με το ύφος μας, οπότε έβλεπες τη δομή αυτού που είχε ζητήσει, αλλά ο ένας ακολουθούσε σωματικό θέατρο, ο άλλος θέατρο του λόγου. Έβλεπες και πράγματα για τα οποία ντρεπόσουν, αυτός όμως τα παρακολουθούσε όλα με το ίδιο ενδιαφέρον. Και σκεφτόμουν: "Eκείνος που έχει εμπειρία τόσων χρόνων έχει την υπομονή να τα δει, κι εσύ που δεν έχεις ούτε δέκα χρόνια στον χώρο παθαίνεις και δεν αντέχεις; Κάνε λίγο πίσω". Aπό τότε με έχει βοηθήσει, γιατί, ακόμα και όταν βλέπω παραστάσεις που δεν είναι του γούστου μου, μπορώ πλέον να διακρίνω τον μηχανισμό τους, επομένως μπορεί να μου είναι χρήσιμες. Και αυτό το θεωρώ προσόν».
Τη ρωτάω ποιος πιστεύει ότι έχει μεγαλύτερη ευθύνη για το αποτέλεσμα μιας παράστασης, ο σκηνοθέτης ή ο ηθοποιός; «Παλιότερα, είχα σοβαρό ζήτημα διαχείρισης αυτού του πράγματος, γιατί μου πήρε πολλά χρόνια να καταλάβω ποια είναι η θέση του ηθοποιού, δεν την καταλάβαινα όταν ξεκίνησα. Κι αυτό γιατί νομίζω ότι, όπως σε όλα στην Ελλάδα, είναι κάπως συγκεχυμένοι οι ρόλοι, δηλαδή ο ηθοποιός είναι και μαθητής και ο σκηνοθέτης είναι και δάσκαλος, ένα περίεργο πράγμα. Επίσης υπάρχει και μια καχυποψία: όταν ξεκινάς μια δουλειά ξέρεις ότι ο άλλος δεν είναι ακριβώς σκηνοθέτης αλλά δεν είναι ακριβώς ηθοποιοί και όλοι σε μια παράσταση ‒ κι ο μεταφραστής το ίδιο. Αυτό δημιουργεί ένα θολό τοπίο.
»Παλιότερα ένιωθα πολύ υπόχρεη απέναντι στον συγγραφέα επειδή, ως ανίδεη και νέα, θεωρούσα ότι μόνο σε αυτόν χρωστάω. Με τα χρόνια κατάλαβα ότι αυτό δεν ισχύει, ότι δεν είναι κομμάτι της δουλειάς μου και ότι οφείλω να συνομιλώ με τον σκηνοθέτη και τους συναδέλφους μου. Και ότι αν ο σκηνοθέτης έχει τη δυνατότητα να επικοινωνήσει με τον συγγραφέα, μπορεί να τον συναντήσω κι εγώ.
»Πιστεύω πολύ στην "ισότιμη" συνεργασία, γιατί πάντα έπεται ο ηθοποιός του σκηνοθέτη, αλλά το ποιος έχει την ευθύνη εξαρτάται από το πλαίσιο. Υπάρχουν παραστάσεις που έχουν ένα πολύ σκληρό πλαίσιο, που το ορίζει ο σκηνοθέτης. Τότε η δουλειά του ηθοποιού είναι να μπορέσει να βρει την ελευθερία του εκεί μέσα, να μπορεί να ανασαίνει. Κι ακόμα και σε πολύ σκληρό πλαίσιο ο ηθοποιός οφείλει να φέρει προτάσεις, έστω κι αν δεν είναι αποδεκτές. Και παρόλο που πιστεύω ότι η ευθύνη είναι του σκηνοθέτη, γιατί αυτός ορίζει το πλαίσιο, δεν πιστεύω και στον άμοιρο ηθοποιό. Από τη στιγμή που δέχεσαι να συνεργαστείς με κάποιον, σημαίνει ότι τα αποδέχεσαι αυτό το πλαίσιο. Ο ηθοποιός είναι συνεργάτης, ένας καλλιτέχνης, δεν είναι εκτελεστικό όργανο, έχει άρα μεγάλο μερίδιο ευθύνης».
Η πλατεία Προσκόπων έχει ασυνήθιστη ησυχία και το μόνο που ακούγεται είναι τα τζιτζίκια που κάνουν την ηχογράφηση καλοκαιρινή. Συζητάμε για τον χρόνο που έχει γίνει πια πολυτέλεια και έχει κάνει τους ρυθμούς καταιγιστικούς στα πάντα. «Πριν από δύο χρόνια οι γρήγοροι ρυθμοί ήταν κάτι που με πλήγωνε γιατί έβλεπα ότι έχει αλλάξει εντελώς η δουλειά», λέει, «αλλά έχω φτιάξει μια θεωρία που θεωρώ ότι είναι σωστή: το θέατρο είναι μια τέχνη που συνομιλεί πολύ με το παρόν, δεν δεσμεύεται στις αξίες, αλλάζει, κάτι που παλιότερα θεωρούνταν συμβατικό τώρα θεωρείται πρωτοποριακό. Ο άδειος χώρος παλιότερα θεωρούνταν κάτι πρωτοποριακό, τώρα σου κάνει εντύπωση αν ανοίξει η σκηνή και είναι χωρίς σκηνικό.
»Το ίδιο συμβαίνει και με το θέμα του χρόνου και της προετοιμασίας. Έχω την αίσθηση ότι οι ρυθμοί με τους οποίους ανεβαίνουν τα πράγματα τώρα είναι ρυθμοί μπουλουκιού, αλλά στο θέατρο πάντα βρίσκεις τρόπους να μείνει ζωντανό μέσα στις ανάγκες της εποχής του. Μακάρι να αλλάξουν οι συνθήκες για να υπάρξει ξανά αυτός ο πολύτιμος χρόνος για την έρευνα. Ελπίζω ότι θα υπάρξουν οι κατάλληλοι θεσμοί για να τον προσφέρουν στον κόσμο που τον χρειάζεται...».
Info:
Η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Θάνου Παπακωνσταντίνου θα παιχτεί στις 10/9 στο Παλαιό Ελαιουργείο στην Ελευσίνα, στις 14 &15/9 στο Θέατρο Βράχων Μελίνα Μερκούρη στον Βύρωνα και στις 19/9 στο Κηποθέατρο Παπάγου.