Διαβάζοντας την περιγραφή του έργου Crowd που φιλοξενεί αυτό το Σαββατοκύριακο η Κεντρική Σκηνή της Στέγης, μου ήρθε κατευθείαν στο μυαλό εκείνη η αξέχαστη σκηνή από τον Αστακό του Γιώργου Λάνθιμου, με τους «ελεύθερους» επαναστάτες να χορεύουν εκστασιασμένοι όλοι μαζί, αλλά, κατ' ουσίαν, ο καθένας μόνος του, ακούγοντας τη δική τους μουσική μέσω ακουστικών – όχι και τόσο σουρεαλιστικό σκηνικό, αφού τα «σιωπηλά πάρτι» στα οποία οι παρευρισκόμενοι επιλέγουν τη μουσική της προτίμησής τους είναι concept γνωστό εδώ και χρόνια. Πόσο μοναχική/προσωπική είναι, τελικά, η διαδικασία της χορευτικής διασκέδασης, πόσο βίαιη μπορεί να γίνει όταν περιλαμβάνει τα «παρελκόμενα» της dance κουλτούρας και ποια η θρησκευτική/τελετουργική της διάσταση;
Στην άλλη άκρη του ακουστικού, η Γαλλίδα χορογράφος Ζιζέλ Βιεν ακούγεται πρόσχαρη και δηλώνει πολύ ενθουσιασμένη που για πρώτη φορά θα επισκεφθεί την Αθήνα. Ζώντας στο Παρίσι τα τελευταία χρόνια, όπου ανθεί μία από τις πιο εκρηκτικές κλαμπ σκηνές της Ευρώπης, κι έχοντας θητεύσει στο Βερολίνο των '90s, γνωρίζοντας από κοντά την ακμή της ρέιβ κουλτούρας, επιστρατεύει τον Αμερικανό DJ και συνθέτη ηλεκτρονικής μουσικής Πίτερ Ρίμπεργκ στην επιλογή της μουσικής και μια ομάδα χορευτών επί σκηνής και στήνει μια εναλλασσόμενη σειρά από ζωντανούς ανθρώπινους πίνακες, με στόχο να προσεγγίσει τα παραπάνω ερωτήματα.
Προφανώς, όσοι συμμετέχουν σε αυτά, όπως κι εγώ που παρακολουθώ εδώ και χρόνια την techno σκηνή, δεν είναι παιδιά που απλώς θέλουν να γίνουν λιώμα αλλά αναζητούν κάτι βαθύτερο, κάτι που τους λείπει. Είναι πνευματική αυτή η αναζήτηση, η προσπάθεια κατανόησης του εαυτού σου, η επιθυμία να βρεθείς κάπου αλλού.
Κι όμως, αυτή η πρωτότυπη συνάντηση της κλαμπ κουλτούρας και του σύγχρονου χορού έχει τις ρίζες της σε μια μελέτη της χορογράφου πάνω στην Ιεροτελεστία της άνοιξης του Στραβίνσκι. «Με ενδιέφερε η σχέση ανάμεσα στις παγανιστικές τελετές, τη θρησκεία και την τέχνη» θα μου πει. «Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε το 1913 στο Παρίσι και υπήρξε αμφιλεγόμενο, με πολλά στοιχεία του να εκπλήσσουν το κοινό. Φυσικά, τα στοιχεία αυτά δεν ήταν καινούργια σε όσους ήταν εξοικειωμένοι με τις ρωσικές παγανιστικές γιορτές. Αυτά τα μοτίβα είναι επαναλαμβανόμενα εδώ και χιλιετίες και τα έχω δει σε χώρες όπως η Ινδονησία, η Αυστρία, οι ΗΠΑ».
Η Ζιζέλ Βιεν επισημαίνει τη μέχρι πρότινος στενή σύνδεση τέχνης και θρησκείας, οπότε προκύπτει το εύλογο ερώτημα τι ικανοποιεί η τέχνη στις μέρες μας, που έχει απεμπλακεί από τη θρησκεία. «Ήθελα να ξεφορτωθώ τον Στραβίνσκι και να στραφώ προς τα rave parties που είναι πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτιστικού κατασκευάσματος, όχι μόνο σχετικού με τη μουσική αλλά και γενικότερα με τη διασκέδαση.
» Προφανώς, όσοι συμμετέχουν σε αυτά, όπως κι εγώ που παρακολουθώ εδώ και χρόνια την techno σκηνή, δεν είναι παιδιά που απλώς θέλουν να γίνουν λιώμα αλλά αναζητούν κάτι βαθύτερο, κάτι που τους λείπει. Είναι πνευματική αυτή η αναζήτηση, η προσπάθεια κατανόησης του εαυτού σου, η επιθυμία να βρεθείς κάπου αλλού. Έχω κάνει μόνο μια φορά LSD, οπότε δεν έχω σχετική εμπειρία, αλλά ο Άλμπερτ Χόφμαν που το εφηύρε αναζητούσε άγνωστες πνευματικές εμπειρίες και όχι απλώς κάτι που θα κατέστρεφε τον εγκέφαλο».
Καθώς συζητάμε για το αίσθημα «κοινότητας» που αναπτύσσεται ανάμεσα στους παρευρισκόμενους ενός μεγάλου πάρτι ηλεκτρονικής μουσικής, συμφωνούμε στο συμπέρασμα πως συχνά συμβαίνει να νιώθουν, παράλληλα, μεγάλη μοναξιά. «Η χορευτική μουσική μπορεί να είναι ερωτική, αστεία, ακόμα και βίαιη. Αλλά η βία συνήθως είναι "θετική": σε μια πανκ συναυλία, ας πούμε, ή σε έναν διαγωνισμό χιπ-χοπ. Οι άνθρωποι που πηγαίνουν σε ένα rave party ή σε μια μέταλ συναυλία δεν πάνε για να πλακωθούν, δεν είναι χούλιγκαν. Εξωτερικεύουν την ενέργειά τους, κάνουν υπερβατικές κινήσεις, χωρίς όμως να βλάπτουν τους άλλους».
Δεκαπέντε χορευτές, λοιπόν, ηλικίας 23-37 ετών, συμμετέχουν σε αυτή την απαιτητική τεχνικά χορογραφία, για την οποία η δημιουργός της αναζητούσε «γενναιόδωρους ανθρώπους»: «Είναι δύσκολο σε ένα casting να αντιληφθείς την ψυχολογία των χορευτών. Για μένα είναι σημαντικό να μην προσποιούνται επί σκηνής. Αν είναι ενθουσιασμένοι από το προηγούμενο βράδυ, ή θλιμμένοι ή χαρούμενοι, θέλω να το δείχνουν. Προφανώς, είναι επαγγελματίες και μπορούν να το κλέψουν, είναι κι αυτό μια καλλιτεχνική επιλογή, αλλά εμένα δεν με αφορά». Αυτό που προκύπτει είναι ένα ετερόκλητο, ρεαλιστικό γκρουπ ανθρώπων που παράλληλα μπορούν να λειτουργήσουν ως αρχέτυπα, ώστε το κοινό να δει σε αυτούς τον εαυτό του και καταστάσεις γνώριμες.
Ο Πίτερ Ρίμπεργκ γνωρίζεται με τη Ζιζέλ Βιεν εδώ και πολλά χρόνια, αλλά η επιλογή του για τη δημιουργία του μουσικού background που πλαισιώνει το «Crowd» δεν ήταν απλά και μόνο απόρροια αυτής της μακρόχρονης γνωριμίας: «Διαθέτει μια εκπληκτική μουσική βιβλιοθήκη κι έχει φοβερές μουσικές γνώσεις. Επιλέξαμε μαζί τα κομμάτια, πρωτίστως ανάμεσα σε πράγματα που μας αρέσουν αλλά, πέρα απ' αυτό, νομίζω ότι το αποτέλεσμα είναι πολύ ακριβές και εξετάζει την techno από τις απαρχές της. Θα το καταλάβουν όσοι γνωρίζουν την ιστορία του είδους».
Τελικά έχει αλλάξει ο τρόπος που διασκεδάζουμε σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες; Διασκεδάζουμε λιγότερο; Η Ζιζέλ δίνει μια ψύχραιμη οπτική: «Στις αρχές των '90s, όταν ήμουν έφηβη, πήγαινα σε πάρτι στη φύση, σε μέρη ανάμεσα στη Γκρενόμπλ και τη Γενεύη, και είχα γνωρίσει την ελβετική σκηνή. Στα 17 μου μετακόμισα στο Βερολίνο και φυσικά εκεί όλα ήταν μοναδικά: η ίδια η techno, η αρχιτεκτονική των χώρων, οι άνθρωποι. Ήταν όλα έντονα, δεν θα έλεγα όμως ότι ήταν διασκεδαστικά. Είμαι συνηθισμένη σε έντονη μουσική, η hardcore techno λοιπόν δεν μπορείς να πεις ότι είναι fun. Διασκεδαστική είναι η γιαπωνέζικη ποπ.
»Όταν μετακόμισα στο Παρίσι, αρχικά σιχαινόμουν την πόλη, ήταν πολύ πίσω σε σχέση με το Λονδίνο και το Βερολίνο, μου φαινόταν σαν ένα τεράστιο μουσείο. Όμως τα τελευταία χρόνια η party σκηνή είναι πολύ ενδιαφέρουσα – φοβεροί DJs, υπέροχα clubs. Κάθε φορά που επιστρέφω στο Βερολίνο, το βρίσκω όλο και πιο trashy. Τόσοι άνθρωποι μπαίνουν σε ένα αεροπλάνο για να βρεθούν εκεί και να γίνουν λιώμα. Βέβαια πήγα στο Berghain πρόσφατα και ήταν πολύ ωραία.
»Οι εικοσάρηδες σήμερα στο Παρίσι περνούν πολύ ωραία. Γνωρίζω πολλούς ανθρώπους από διαφορετικές γενιές. Και στα '90s οι μεγαλύτεροι έλεγαν πως το Βερολίνο δεν ήταν όπως στα ΄80s, τότε με την έκρηξη της punk σκηνής. Πάντα η παλιότερη γενιά θα νοσταλγεί το παρελθόν. Πρέπει απλά να βρίσκεις πού συμβαίνει το καθετί».
Info
Gisèle Vienne - Crowd
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση - Κεντρική Σκηνή
17-18/11, 20:30
σχόλια